βάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(T22)
(7)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(βαρ() Chaldean בַּר (cf. βαρ Ἰωνᾶ [[son]] of Jonah (or Jonas): L T WH [[Βαριωνᾶ]] ([[which]] [[see]]) Barjonah (or Barjonas), as if a [[surname]], [[like]] [[Βαρναβᾶς]], etc. (R. V. Baruch -Jonah. Cf. [[Ἰωνᾶς]], 2.)  
|txtha=(βαρ() Chaldean בַּר (cf. βαρ Ἰωνᾶ [[son]] of Jonah (or Jonas): L T WH [[Βαριωνᾶ]] ([[which]] [[see]]) Barjonah (or Barjonas), as if a [[surname]], [[like]] [[Βαρναβᾶς]], etc. (R. V. Baruch -Jonah. Cf. [[Ἰωνᾶς]], 2.)  
}}
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[βάφω]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάπτω Medium diacritics: βάπτω Low diacritics: βάπτω Capitals: ΒΑΠΤΩ
Transliteration A: báptō Transliteration B: baptō Transliteration C: vapto Beta Code: ba/ptw

English (LSJ)

fut. βάψω (ἐμ-) Ar.Pax959: aor.

   A ἔβαψα S.Aj.95, etc.:— Med., fut. βάψομαι Ar.Lys.51: aor. ἐβαψάμην Arat.951, AP9.326 (Leon.):—Pass., fut. βᾰφήσομαι LXXLe.11.32, M.Ant.8.51: aor. ἐβάφθην AP6.254 (Myrin.), (ἀπ-) Ar.Fr.416; in Att. generally ἐβάφην [ᾰ] Pl.R.429e, etc.: pf. βέβαμμαι Hdt.7.67, Ar.Pax1176.    I trans., dip, ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν . . εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ (so as to temper the red-hot steel) Od.9.392; β. εἰς ὕδωρ Pl.Ti.73e, cf. Emp.100.11; τἄρια θερμῷ Ar.Ec.216; εἰς μέλι, εἰς κηρόν, Arist.HA 605a29, de An.435a2:—Pass., βαπτόμενος σίδηρος iron in process of being tempered, Plu.2.136a; and of coral, become hard, Dsc.5.121 (s. v. l.).    b of slaughter in Trag, ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος A.Pr. 863; ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ; S.Aj.95; φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν E.Ph.1578 (lyr.); in later Prose, εἰς τὰ πλευρὰ β. τὴν αἰχμήν D.H.5.15; β. τὸν δάκτυλον ἀπὸ τοῦ αἵματος LXXLe.4.17.    c also, dip in poison, ἔβαψεν ἰούς S.Tr.574; χιτῶνα τόνδ' ἔβαψα ib.580.    2 dye, ἔβαψεν . . ξίφος the sword dyed [the robe] red, A.Ch.1011; β. τὰ κάλλη dye the beautiful cloths, Eup.333; β. ἔρια ὥστ' εἶναι ἁλουργά Pl.R.429d; εἵματα βεβαμμένα Hdt.7.67; τρίχας βάπτειν AP11.68 (Lucill.): abs. in Med., dye the hair, Men.363.4, Nicol.Com.1.33; glaze earthen vessels, Ath.11.480e; of gilding and silvering, Ps.-Democr.Alch.p.46 B.: Com., βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν dye one in the [red] dye of Sardes, i. e. give him a bloody coxcomb, Ar. Ach.112; but βέβαπται β. Κυζικηνικόν he has been dyed in the dye of Cyzicus, i. e. is an arrant coward, Id.Pax1176 (v. Sch.).    3 draw water by dipping a vessel, ἀνθ' ὕδατος τᾷ κάλπιδι κηρία βάψαι Theoc. 5.127; ἀρύταιναν . . ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος draw water by dipping the bucket, Antiph.25, cf. Thphr.Char.9.8; βάψασα ποντίας ἁλός (sc. τὸ τεῦχος) having dipped it so as to draw water from the sea, E.Hec.610.    4 baptize, Arr.Epict.2.9.20 (Pass.).    II intr., ναῦς ἔβαψεν the ship dipped, sank, E.Or.707; β. εἰς ψυχρὸν [αἱ ἐγχέλυς] Arist.HA592a18; εἰ δ' ὁ μὲν (sc. ἠέλιος) ἀνέφελος βάπτοι ῥόου ἑσπερίοιο Arat.858 (ῥόον Sch.): c. acc., νῆα . . βάπτουσαν ἤδη κῦμα κυρτόν dipping into... Babr.71.2:—also Med., ποταμοῖο ἐβάψατο Arat. 951.    2 βάψας (sc. τὴν κώπην) Ar.Fr.225. (Cf. O Norse kuefia 'dip'.)

German (Pape)

[Seite 432] aor. pass. ἐβάφην, 1) eintauchen, untertauchen, πέλεκυν εἰν ὕδατι, um es zu härten, Od. 9, 392; σίδηρος βαπτόμενος, gehärtetes Eisen, Plut. de san. tu. 406; Paus. 2, 3, 3; ἀκίδας βελέων Κύπρις ἔβ. Anacr. 27, 5. Auch sonst ἔν τινι; εἰς ὕδωρ Plat. Tim. 73 e. Bei Tragg. oft übertr., ξίφος ἐν σφαγαῖς Aesch. Ch. 1006; φάσγανον εἴσω σαρκός Eur. Phoen. 1594; ἔγχος πρὸς στρατῷ Soph. Ai. 95; Sp. in Prosa, αἰχμὴν εἰς πλευράς Dion. Hal. 5, 15; – ἰούς, Pfeile in Gift tauchen, Soph. Tr. 571; vgl. Gaetul. 6 (VII, 71). – 2) färben, εἵματα βεβαμμένα Her. 7, 67; ἔρια, χρώματα, Plat. Rep. IV, 429 d u. sonst; βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν, s. βάμμα; τρίχας Lucil. 31 (XI, 68), wofür Moer. u. Thom. M. μελαίνεσθαι als att. empfehten; doch s. Men. bei Ath. IV, 166 a; vom Glasiren irdener Gefäße Ath. XI, 480 e. – 3) baden, waschen, Ar. Eccl. 215; so med. βάψομαι Men. Ath. IV, 166 a. – 4) durch Eintauchen füllen, schöpfen, Eur. Hec. 610; Theocr. 5, 127. – Auch, doch selten, intr., ἡ ναῦς ἔβαψεν, das Schiff sank, Eur. Or. 707; ῥόου, in den Strom, Arat. 857.

Greek (Liddell-Scott)

βάπτω: μέλλ. Βάψω (ἐμ-) Ἀριστοφ. Εἰρ. 959: ἀόρ. ἔβαψα Τραγ., κτλ.: - Μέσ. μέλλ. βάψομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 51: ἀόρ. ἐβαψάμην Ἀνθ.: - Παθ. μέλλ. βᾰφήσομαι Ἑβδ., Μ. Ἀντων. 8. 51: ἀόρ. ἐβάφθην (ἀπ-) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 366· παρ’ Ἀττ. Καθόλου, ἐβάφην [ᾰ] Πλάτ., κτλ.: πρκμ. Βέβαμμαι Ἡρόδ., Ἀριστοφ. (Ἐκ √ ΒΑΦ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἀορ. βαφῆναι, βαφή, κτλ., οὔσης πιθ. συγγενοῦς τῇ √ ΒΑΘ, βαθύς, ὃ ἴδε). ΙΙ. μεταβ., βυθίζω εἰς τὸ ὕδωρ, «βουτῶ», Λατ. immergere, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν … εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ, ἵνα καταστήσῃ ἰσχυρότερον τὸν χάλυβα αὐτοῦ ἐρυθρὸν ὄντα ἐκ τοῦ πυρός, Ὀδ. Ι. 392· β. εἰς ὕδωρ Πλάτ. Τιμ. 73Ε· εἰς μέλι, εἰς κηρὸν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 26,1 , κ. ἀλλ.: οὕτως ἐν τῷ παθ., βαπτόμενος σίδηρος, ἐξ ὑπερθέρμου βυθιζόμενος εἰς ψυχρὸν ὕδωρ, σκληρός, (πρβλ. βαφή), Πλούτ. 2.136Α· καὶ ἐπὶ κοραλλίου, καθίσταμαι σκληρός, Διοσκ. 5.138. β) ἐπὶ σφαγῆς, παρά Τραγ., ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος Αἰσχ. Πρ. 863· ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ; Σοφ. Αἴ. 95· φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν Εὐρ. Φοιν. 1577· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, εἰς τὰς πλευρὰς β. τὴν αἰχμὴν Διον. Ἁλ. 5. 15, πρβλ. Ἰώσηπ. Π. Ι. 2. 18, 4. γ) ὡσαύτως, ἐμβάπτω εἰς δηλητήριον, ἔβαψεν ἰοὺς Σοφ. Τρ. 574· χιτῶνα τόνδ’ ἔβαψα αὐτόθι 580. 2) βυθίζω εἰς βαφήν, «βάφω», ἔβαψεν …ξίφος, τὸ ξίφος ἔβαψε [τὴν ἐσθῆτα] ἐρυθράν, Αἰσχ. Χο. 1011· β. τὰ κάλλη, χρωματίζω τὰ ὡραῖα ἐνδύματα, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 45· β. ἔρια ὥστε εἶναι ἁλουργὰ Πλάτ. Πολ. 429D· εἵματα βεβαμμένα Ἡρόδ.7. 67· τρίχας βάπτειν Ἀνθ. ΙΙ. 11. 68· ἀπολ. κατὰ μέσ. τύπ., Βάπτω τὴν κόμην, τὰς τρίχας, μελαίνομαι, Μένανδ. Ὀργ.1, Νικόλ. Ἀδήλ.1. 33, πρβλ. βάπτης· -- ὡσαύτως ἐπὶ τῆς στιλβώσεως τῶν πηλίνων ἀγγείων, Ἀθήν.480Ε. - Κωμικῶς: βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν, χρωματίζω τινὰ μὲ τὴν ἐρυθρὰν βαφὴν τῶν Σάρδεων, ὃ ἐ. παρέχω αἱματηρὸν κόσμημα = δέρω μέχρις αἱματώσεως, Ἐλμσλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 112 ἀλλά, βέβαπται β. Κυζικηνικόν, εἶναι κεχρωματισμένος μὲ τὸ χρῶμα τῆς Κυζίκου, εἶναι τέλειος δειλός, γνωστὸς ὡς δειλός, ὁ αὐτ. Εἰρ.1176 (ἴδε Σχόλ.). 3) ἀντλῶ ὕδωρ βυθίζων εἰς αὐτὸ ἀγγεῖον (πρβλ. βαπτίζω 2), ἀνθ’ ὕδατος τᾷ κάλπιδι κηρία βάψαι Θεόκρ. 5. 127· ἀρύταιναν ., ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος … ὕδατος, ἀντλῶ ὕδωρ βυθίζων ὀρυταιναν, Ἀντιφ. Ἀλειπτρ. 1, πρβλ. Θεόφρ. Χαρ. 9· βάψασα ποντίας ἁλὸς (ἐνν. τὸ τεῦχος), βυθίσασα αὐτὸ ὥστε νὰ ἀντλήσῃ ὕδωρ ἐκ τῆς θαλάσσης, Εὐρ. Ἑκ. 610· πρβλ. βαπτὸς ΙΙ. ΙΙ. ἀμετ., ναῦς ἔβαψεν, τὸ πλοῖον ἐβυθίσθη, Εὐρ. Ὀρ.707· β. εἰς ψυχρὸν αἱ ἐγχέλυες Ἀριστ. Ἱ.Ζ.8.2, 37 μ. συστοίχ. αἰτ., νῆα … βάπτουσαν ἤδη κῦμα κυρτόν, βυθιζομένην εἰς ταὸ …, Βάβρ. 71. 2, Ἄρατ.858. 2) βάψας πλεῖν (ἐνν. τὰς κώπας) Ἀριστοφ. Ἀποσπ.16.

French (Bailly abrégé)

f. βάψω, ao. ἔβαψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐβάφην, pf. βέβαμμαι;
I. tr. plonger, immerger : εἰν ὕδατι OD dans l’eau ; ἐν σφαγαῖσι β. ξίφος ESCHL plonger une épée dans le corps d’un homme et le tuer ; β. ἔγχος πρὸς Ἀργίων στρατῷ SOPH plonger son épée dans les rangs de l’armée argienne ; particul.
1 plonger (du fer, de l’acier) dans l’eau ; tremper (du fer, de l’acier);
2 teindre ; enduire d’un poison en parl. de traits;
3 plonger pour puiser ; puiser ; β. ποντίας ἁλός EUR plonger (un vase pour puiser de l’eau) dans la mer;
II. intr. se plonger, s’enfoncer dans l’eau en parl. d’un navire ; β. κῦμα BABR s’enfoncer dans les flots en parl. d’un navire.
Étymologie: R. Βαφ, plonger.

English (Autenrieth)

dip, Od. 9.392†.

Spanish (DGE)

I tr.
1 en v. act. c. ac. sumergir, hundir en un líquido εἰς ὕδατος ... τέρεν δέμας Emp.B 100.11, τἄρια βάπτουσι θερμῷ Ar.Ec.216
abs. μετ' ἐκεῖνο εἰς ὕδωρ βάπτει Pl.Ti.73e, ἐς ὀθόνιον βάπτοντα (un trapo), Hp.Mul.2.196, εἰς κηρὸν βάψειέ τις Arist.de An.435a2
hundir el remo, e.d., navegar βάψας πρὸς ναυτοδίκας Ar.Fr.237
mojar, empapar σπόγγους βάπτοντα Hp.Epid.5.58, ᾗ ... ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας donde la criatura de Lerna, la hidra, mojó sus flechas S.Tr.574, τὸν χόρτον εἰς μέλι βάπτοντες Arist.HA 605a29, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος Eu.Luc.16.24
en v. pas. σιδηρίου βαφέντος ἐς ἔλαιον Hp.Coac.378
en ceremonias rituales βάψει ὁ ἱερεὺς τὸν δάκτυλον ἀπὸ τοῦ αἵματος LXX Le.4.6, δεσμὴν ὑσσώπου ... βάψαντες ἀπὸ τοῦ αἵματος LXX Ex.12.22, ἔβαψεν αὐτὸ (τὸ ἄκρον τοῦ σκήπτρου) εἰς τὸ κηρίον τοῦ μέλιτος LXX 1Re.14.27, βάψεις τὸν ψωμόν σου ἐν τῷ ὄξει LXX Ru.2.14
de un metal sumergir en agua para templarlo templar por inmersión πέλεκυν ... εἰν ὕδατι βάπτῃ Od.9.392
en v. pas. βαπτόμενος σίδηρος hierro templado Plu.2.136a, χαλκὸς ... θερμὸν ὄντα ὑπὸ ὕδατος τούτου βάπτεσθαι λέγουσιν Paus.2.3.3
por anal. clavar, hundir un objeto punzante ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος A.Pr.863, φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν E.Ph.1578, εἰς τὰ πλευρὰ βάψας τὴν αἰχμήν D.H.5.15, ξίφος βάπτει κατὰ τῆς καρδίας Ach.Tat.1.4.3
fig. ἔβαψας ἔγχος ... πρὸς Ἀργείων στρατῷ has hundido la lanza en el ejército de los argivos S.Ai.95
en v. med. c. ac. βαψάμενα κοίλων ἐντὸς ἄρη λαγόνων AP 7.531 (Antip.).
2 colorear, teñir φᾶρος τόδ' ὡς ἔβαψεν Αἰγίσθου ξίφος A.Ch.1011, χιτῶνα τόνδ' ἔβαψα S.Tr.580, βάψαι ἔρια Pl.R.429c, ἐάν τέ τις ἄλλα χρώματα βάπτῃ Pl.R.429d, βάπτετε τὰ κάλλη τὰ περίσεμνα τῷ θεῷ Eup.363, τὰς τρίχας ... τινὲς βάπτειν σε λέγουσι AP 11.68 (Lucill.), βάπτουσιν Ἀφροδίτης τὸν πέπλον Ach.Tat.2.11.4
manchar βάπτει τὸ αἷμα τὴν γένυν Ach.Tat.2.11.5, ὁ χαλκὸς πᾶν σῶμα βάπτει Ps.Democr.p.46, με τὰς χεῖρας ἐς τοῦ παιδὸς αἷμα βάψαντα Philostr.VA 8.7 (p.318), ἐρεῦσαι· φοινῖξαι, ἐκ τοῦ ἐρεύθω τὸ βάπτω Sch.Il.18.329
en v. med. c. ac. hacer teñir κροκωτὸν ... ἐγὼ βάψομαι Ar.Lys.51
fig. ἵνα μή σε βάψω βάμμα Σαρδιανικόν para que no tenga que teñirte con tinte de Sardes, e.d., si no quieres que te golpee hasta sangrar Ar.Ach.112
en v. pas. ser teñido εἵματα βεβαμμένα Hdt.7.67, ἱμάτιον βεβαμμένον αἵματι Apoc.19.13, βεβαμμένα χλανιδία I.BI 4.563, δοραὶ ... βεβαμμέναι I.AI 3.102, σάγοι Ἀρσινοϊτικοὶ ... βεβαμμένοι Peripl.M.Rubri 8, τἀκ κόκκου βαφθέντα ... θέριστρα AP 6.254 (Myrin.), de cacharros de barro βάπτονται εἰς τὸ δοκεῖν εἶναι ἀργυραῖ Ath.480e, del agua de una fuente οὐδαμῶς βαφήσεται M.Ant.8.51.
3 coger agua hundiendo un objeto en ella λαβοῦσα τεῦχος ... βάψασ' ἔνεγκε δεῦρο ποντίας ἁλός E.Hec.610, μὴ βάπτετε πίνετ' ἀπὸ κρανᾶν Call.Lau.Pall.45, ἁ παῖς ἀνθ' ὕδατος τᾷ κάλπιδι κηρία βάψαι Theoc.5.127, Ῥυνδακοῦ ποτῶν κρωσσοῖσιν ὀθνείοισι βάψαντας γάνος Lyc.1365.
4 en sent. ritual bautizar en v. act. τὸ μὲν σῶμα ἔβαψεν ὕδατι Cyr.H.Procatech.2
en v. pas. ser bautizado ὁ βεβαμμένος Arr.Epict.2.9.20, βεβάμμεθα ἐν ὕδατι ζωῆς Eu.Fr.Pap.2.43.
II intr.
1 en v. act. sumergirse, mojarse ἐὰν βάπτωσιν εἰς ψυχρόν (αἱ ἐγχέλυς) Arist.HA 592a18, ὁ μὲν ἀνέφελος (ἡέλιος) βάπτῃ ῥόου ἑσπερίοιο Arat.858
de barcos hundirse ναῦς ... ἔβαψεν E.Or.707, ἰδὼν γεωργὸς νῆα ... βάπτουσαν ... κῦμα Babr.71.2
en v. med.-pas. οἱ πόδες τῶν ἱερέων ... ἐβάφησαν εἰς μέρος τοῦ ὕδατος LXX Io.3.15, ποταμοῖο ἐβάψατο Arat.951.
2 en v. med. teñirse βαπτόμενος βατραχειοῖς tiñéndose de verde rana Ar.Eq.523, ἐβάπτετο δ' αἵματι λίμνη Batr.220, βάψομαι (los cabellos), Men.Fr.303.4, τὸ αἷμα ἔρρει πολὺ ... ὥστε αὐτὰ βάπτεσθαι καὶ ἐρυθρὰ φαίνεσθαι Luc.VH 1.17
mancharse ἐπειδὰν ἐπιστάξῃ ἐπὶ τὰ ἱμάτια, βάπτεται Hp.Mul.2.122
fig. αὐτὸς βέβαπται βάμμα Κυζικηνικόν se queda teñido con un tinte de Cízico e.d. se caga de miedo Ar.Pax 1176.

• Etimología: Quizá de una raíz *gm̥bh-/gembh- ‘profundo’, c. disim. y suf. yod, rel. antiguo nórdico kuefja ‘hundirse en el agua’, cf. βαθύς.

English (Abbott-Smith)

βάπτω, [in LXX chiefly for טבל;]
(a)to dip: Lk 16:24, Jo 13:26 (ἐμβ-, L);
(b)to dip in dye, to dye: Re 19:13 (Rec.; ῥεραντισμένον, WH; περιρεραμμένον, T; ῥεραμμένον, Swete, in l., q.v.). †

English (Strong)

a primary verb; to whelm, i.e. cover wholly with a fluid; in the New Testament only in a qualified or special sense, i.e. (literally) to moisten (a part of one's person), or (by implication) to stain (as with dye): dip.

English (Thayer)

(βαρ() Chaldean בַּר (cf. βαρ Ἰωνᾶ son of Jonah (or Jonas): L T WH Βαριωνᾶ (which see) Barjonah (or Barjonas), as if a surname, like Βαρναβᾶς, etc. (R. V. Baruch -Jonah. Cf. Ἰωνᾶς, 2.)

Greek Monolingual

βλ. βάφω.