ὅρκος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅρκος:''' ὁ (βλ. κατωτ.),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αντικείμενο]] στο όνομα του οποίου [[κάποιος]] παίρνει όρκο, [[μάρτυρας]] όρκου, όπως η [[Στύγα]] στους θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου,<br /><b class="num">2.</b> όρκος, στον ίδ. κ.λπ.· <i>ὅρκοςθεῶν</i>, όρκος στο όνομα των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὅρκονὀμόσαι</i>, [[παίρνω]] όρκο, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὅρκον ἐπιορκεῖν</i>, [[καταπατώ]] τον όρκο μου, σε Αισχίν.· <i>ὅρκον διδόναι καὶ δέξασθαι</i>, [[προσφέρω]] όρκο σε κάποιον και [[δέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]] τον δικό του όρκο, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὅρκον ἀποδιδόναι</i>, [[παίρνω]] όρκο, <i>ἀπολαμβάνειν</i>, [[αποδέχομαι]] τον όρκο, σε Δημ.· ομοίως, <i>ὅρκονδιδόναι καὶ λαμβάνειν</i>, σε Αριστ.· <i>ὅρκοις τινὰ καταλαμβάνειν</i>, [[δένω]] κάποιον με όρκους, σε Θουκ.· <i>ὅρκῳ ἐμμένειν</i>, [[μένω]] [[σταθερός]] στον όρκο μου, τον [[τηρώ]], σε Ευρ.· <i>εἶπαι ἐπ' ὅρκου</i>, [[ισχυρίζομαι]] [[κάτι]] παίρνοντας όρκο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[Ὅρκος]], προσωποποιημένος [[γιος]] της Έριδας ([[Ἔρις]]), [[θεότητα]] που τιμωρεί τους επίορκους, σε Ησίοδ. κ.λπ. (η [[λέξη]] [[ὅρκος]] ισοδυν. αρχικά με τη [[λέξη]] [[ἕρκος]], όπως το [[ὁρκάνη]] με το [[ἑρκάνη]], από [[ἔργω]], [[εἴργω]]· κανονικά, αυτό που αποτρέπει κάποιον να κάνει [[κάτι]]).
|lsmtext='''ὅρκος:''' ὁ (βλ. κατωτ.),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αντικείμενο]] στο όνομα του οποίου [[κάποιος]] παίρνει όρκο, [[μάρτυρας]] όρκου, όπως η [[Στύγα]] στους θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου,<br /><b class="num">2.</b> όρκος, στον ίδ. κ.λπ.· <i>ὅρκοςθεῶν</i>, όρκος στο όνομα των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὅρκονὀμόσαι</i>, [[παίρνω]] όρκο, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ὅρκον ἐπιορκεῖν</i>, [[καταπατώ]] τον όρκο μου, σε Αισχίν.· <i>ὅρκον διδόναι καὶ δέξασθαι</i>, [[προσφέρω]] όρκο σε κάποιον και [[δέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]] τον δικό του όρκο, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ὅρκον ἀποδιδόναι</i>, [[παίρνω]] όρκο, <i>ἀπολαμβάνειν</i>, [[αποδέχομαι]] τον όρκο, σε Δημ.· ομοίως, <i>ὅρκονδιδόναι καὶ λαμβάνειν</i>, σε Αριστ.· <i>ὅρκοις τινὰ καταλαμβάνειν</i>, [[δένω]] κάποιον με όρκους, σε Θουκ.· <i>ὅρκῳ ἐμμένειν</i>, [[μένω]] [[σταθερός]] στον όρκο μου, τον [[τηρώ]], σε Ευρ.· <i>εἶπαι ἐπ' ὅρκου</i>, [[ισχυρίζομαι]] [[κάτι]] παίρνοντας όρκο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[Ὅρκος]], προσωποποιημένος [[γιος]] της Έριδας ([[Ἔρις]]), [[θεότητα]] που τιμωρεί τους επίορκους, σε Ησίοδ. κ.λπ. (η [[λέξη]] [[ὅρκος]] ισοδυν. αρχικά με τη [[λέξη]] [[ἕρκος]], όπως το [[ὁρκάνη]] με το [[ἑρκάνη]], από [[ἔργω]], [[εἴργω]]· κανονικά, αυτό που αποτρέπει κάποιον να κάνει [[κάτι]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ὅρκος:''' ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> клятва (ὅρκον ὀμνύναι Hom. и ποιεῖσθαι Xen.; ὅρκον τινὶ [[δοῦναι]] Eur. или [[ἀποδοῦναι]] NT): σὺν ὅρκῳ Hom. и ὅρκοις Aesch. под клятвой, клятвенно; παρ᾽ ὅρκον Pind. и παρὰ τοὺς ὅρκους Xen. вопреки клятве; ὅρκον ὁρκοῦν τινα Thuc. брать с кого-л. клятву; σὺν [[θεῶν]] ὅρκῳ [[λέγω]]! Xen. клянусь в том богами!; ὅρκοι ἢ ἄλλαι ὁμολογίαι Plat. клятвы или другие виды обязательств;<br /><b class="num">2)</b> свидетель или порука клятвы (Στυγὸς [[ὕδωρ]], [[ὅστε]] [[μέγιστος]] ὅ. [[πέλει]] θεοῖσιν Hom.): ([[τόδε]] σκῆπτρόν) τοι [[μέγας]] [[ἔσσεται]] ὅ.! Hom. клянусь тебе этим скиптром!
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅρκος Medium diacritics: ὅρκος Low diacritics: όρκος Capitals: ΟΡΚΟΣ
Transliteration A: hórkos Transliteration B: horkos Transliteration C: orkos Beta Code: o(/rkos

English (LSJ)

ὁ,

   A the object by which one swears, as the Styx among the gods, Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος ὅ. δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι Il. 15.38, cf. 2.755, Hes.Th.400,784,805, h.Cer.259, Arist.Metaph.983b31 ; or as Zeus among mortals, Pi.P.4.167 ; so of things, ὅρκον δ' ἐνοσφίσθης μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96 ; οἷς ἦν μέγιστος ὅ . .. κύων, ἔπειτα χήν Cratin.231, cf. Placit.1.3.8 : hence,    2 oath, mostly with epith. μέγας, καρτερός, Hom. (v. infr.), etc. ; θεῶν ὅ. an oath by the gods, Od.2.377; μακάρων ὅ. 10.299, cf. S.OT647, E.Hipp. 657 ; ὅ. ἐκ θεῶν μέγας A.Ag.1284 ; ὅ. κατὰ τῶν . . ὀφθαλμῶν Aeschin.2.153 ; ὅ. πλατύς a firm-based oath, Emp.30.3 ; ὅρκον ὀμόσαι swear an oath, ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅ. Od.2.378, etc. ; ὅ. ἀπώμνυ ib.377, cf. 10.381 ; ἐπὶ δ' ὅρκον ὀμεῖται Hes.Op.194 ; κατομόσαι E.IT790; ὅ. ἐπιορκῆσαι take a false oath, Aeschin.1.115, etc. ; ὅρκου προστεθέντος when an oath is added, S.Fr.472, cf. El.47 ; δαίμονι τῷ Πλεισθενιδῶν ὅρκους θεμένη having made a sworn compact with... A.Ag.1570 (anap.) ; ὅ. ἀλλήλοις ποιοῦνται οἱ μὲν ἔφοροι ὑπὲρ τῆς πόλεως, βασιλεὺς δ' ὑπὲρ ἑαυτοῦ X.Lac.15.7 ; ὅρκους συνῆψαν E.Ph.1241, etc. ; of the person demanding the oath, ὅ. ἑλέσθαι τινός or τινί take it of him, i.e. make him swear, Od.4.746, Il.22.119 ; ὅρκους ἐπελάσαι and προσάγειν τινί lay oath upon a man, put him on his oath, Hdt.1.146, 6.62,74 ; τὸν ὅ . . . ἐπάγειν . . Ὀποντίοις readminister the oath, IG9(1).334.12 (Locr., v B. C.) ; ὅρκους δοὺς καὶ δεξάμενος after tendering his oath to them and accepting theirs, Hdt.6.23, cf. IG12.52.18, A.Eu. 429, Ar.Ra.589, D.39.3 and 4 ; so ὅρκον διδόναι καὶ λαμβάνειν Arist. Rh.1377a7, 8 ; ἀποδοῦναι take it oneself, D.19.318, Aeschin.3.74 ; ἀπολαμβάνειν administer or tender it, D.5.9, 18.25 ; ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δότε swear to one another, Ar.Lys.1185, cf. And.1.107 ; ὅρκοις καταλαβὼν τὰ τέλη having bound the authorities by oaths, Th. 4.86 ; ὅρκοις κατειλημμένους Id.1.9 ; ὅρκῳ ἐμμένειν abide by it, E. Med.754 ; ὅ. τηρεῖν Democr.239 ; παραβαίνειν E.Fr.286.7, Ar.Av. 332, D.19.318 ; ἐκβάντι τῶν ὅ. Pl.Smp.183b; ἐκλιπεῖν E.Supp.1194 ; συγχέαι Id.Hipp.1063 ; ἐμπεδοῦν X.An.3.2.10: after ὅρκος aor., pres., or fut. inf. may refer to fut. time, ὤμοσα καρτερὸν ὅ., μὴ . . ἀναφῆναι Od.4.253 ; ἐμεῦ δ' ἕλετο μέγαν ὅ., μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν ib.746 ; ὅρκους ἔδοσαν καὶ ἔλαβον, ἀποδοῦναι... Ἀθηναίους δὲ μὴ πολεμεῖν . . X.HG1.3.9 : with Preps., οὐκ αὔτως... ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ Od.14.151 ; σὺν θεῶν ὅρκῳ X.Cyr.2.3.12 ; εἶπαι ἐπ' ὅρκου say on oath, Hdt.9.11; κατὰ τοὺς ὅ. X.HG5.4.54; opp. παρ' ὅρκον Pi.O.13.83; παρὰ τοὺς ὅ. X.An.2.5.41: prov., ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω S.Fr.811; parodied by Philonid. 7 ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν . . γράφω, cf. Xenarch.6, Men. Mon.25.    II Ὅρκος, personified, son of Eris, Hes.Op.804; a divinity who punishes the false and perjured, ib.219, Th.231, Orac. ap.Hdt.6.86.γ; Διὸς Ὅ., as servant of Zeus, S.OC1767 (anap.). (Cogn. with ἕρκος.)

German (Pape)

[Seite 379] ὁ (eigtl. = ἕρκος, also die Schranke, durch die man gehalten ist, Etwas zu thun, vgl. ὁρκάνη, ὁρκοῦρος), eigtl. der Gegenstand, bei dem man einen Eid schwört, durch den man sich bindet, der Zeuge des Eides, welcher bei den Göttern das Wasser der Styx ist, Στυγὸς ὕδωρ, ὅςτε μέγιστος ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσιν, Il. 15, 38, vgl. 2, 755; Hes. Th. 400. 785; ὁ δέ τοι μέγας ἔσσεται ὅρκος, Il. 1, 239; u. so ist auch ursprünglich ἐπὶ δ' ὅρκον ὄμοσσεν, 23, 42, zu nehmen, was aber den Uebergang zu der Bdtg Eid, Schwur macht, νῦν μοι ὄμοσσον καρτερὸν ὅρκον, 19, 108, ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον, 175, öfter; θεῶν μέγαν ὅρκον ἀπώμνυ, einen großen Eid bei den Göttern leistete sie, Od. 2, 377, vgl. 10, 299; auch Τρωσὶν δ' αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι, ich werde ihnen einen Eid abnehmen, Il. 22, 119, wie ἐμεῦ δ' ἕλετο μέγαν ὅρκον, Od. 4, 746; oft in der Vrbdg ὤμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, z. B. 5, 184, was auch eigtl. ist = schwören und den Gegenstand, bei dem man schwört, nennen und ihn zu einem bindenden machen; ὃς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνῃ θ' ὅρκῳ τε, Od. 19, 396, geschickt im Gebrauche des Eides; καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω, Pind. P. 4, 167; θεῶν ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν, Ol. 7, 65; ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, N. 11, 24, bei meinem Eide; ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ θεῶν μέγας, Aesch. Ag. 1257; ὅρκον αἰδεῖσθαι, Eum. 650; τόνδ' ὅρκον αἰδεσθεὶς θεῶν, Soph. O. R. 647; ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος, er wird überführt, als Meineid erkannt werden, Ai. 635; δι' ὅρκων καίπερ ὢν ἀπώμοτος, Ant. 390; ὅρκῳ ἐμμένειν, dem Eide treu bleiben, Eur. Med. 754; ὅρκον δότω μοι, er soll mir einen Eid leisten, I. T. 735, wie ὅρκους παρασχών Hipp. 1037 u. sonst oft; Ar. Ach. 249; ὅρκον ὁρκοῦν τινα, Lys. 187; in Prosa, σφίσι αὐτῇσι ὅρκους ἐπήλασαν, Her. 1, 146, vgl. 6, 62; ὅρκους προσάγειν τινί, einen Eid zuschieben, auflegen, 6, 74; ὅρκοις καταλαμβάνειν τινά, Thuc. 1, 91. 4, 86; δοῦναί τινι, leisten, Plat. Legg. XII, 948 c; vgl. δέχεσθαί τε ὅρκους παρ' ἀλλήλων καὶ διδόναι, ib. 949 b, wie Xen. Hell. 1, 3, 10; κατὰ ὅρκους ἢ κατὰ τὰς ἄλλας ὁμολογίας, Plat. Rep. IV, 443 a; σὺν θεῶν ὅρκῳ λέγω, Xen. Cyr. 2, 3, 12; ὅρκον διδόναι, δέξασθαι auch Dem. 33, 13, λύειν ib. 14; Folgde; ὅρκον ἐπάγειν τῷ λόγῳ, Luc. Scyth. 11; ὅρκον ἐντιθέναι συγγράμματι, q. hist. scr. 14; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὅρκος: ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) τὸ εἰς ὃ ὁρκίζεταί τις πρόσωπονπρᾶγμα, ὃ ἐπικαλεῖται ὁρκιζόμενος, ὡς ἡ Στὺξ παρὰ τοῖς θεοῖς, Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος ὅρκος ... πέλει μακάρεσσι θεοῖσι Ἰλ. Ο. 38, Ὀδ. Ε. 185, πρβλ. Ἰλ. Β. 755, Ξ. 271, Ἡσ. Θ. 400, 784, 805, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 260, (Στὺξ ὅρκος τῶν θεῶν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 6)˙ ἢ ὡς ὁ Ζεὺς παρὰ τοῖς θνητοῖς, Πινδ. Π. 4. 297˙ οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ὅρκον δ’ ἐνοσφίσθης μέγαν, ἅλας καὶ τράπεζαν Ἀρχίλ. ε81˙ οἷς ἦν μέγιστος ὅρκος ... κύων, ἔπειτα χὴν Κρατῖνος ἐν «Χείρωσιν» 11, ἔνθα ἴδε Meineke πρβλ. ὡσαύτως τετρακτύς˙ - (ὁ Buttm., Λεξίλ. ἐν λέξ., ἔχει ἀποδείξῃ ὅτι αὕτη εἶναι ἡ πρώτη σημασία τῆς λέξεως)· ― ἐντεῦθεν, 2) ὅρκος ὡς καὶ νῦν, τὸ πλεῖστον μετὰ τῶν ἐπιθέτων, μέγας, καρτερός, Ὅμηρ., κλ.· ὅρκος θεῶν, εἰς τὸ ὄνομα τῶν θεῶν, Ὀδ. Β. 377· ὅρκος μακάρων Κ. 299, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 647, Εὐρ. Ἱππ. 647 ὅρκος ἐκ θεῶν μέγας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1290· ὅρκ. κατὰ τῶν... ὀφθαλμῶν Αἰσχίν. 48. 34· ὅρκ. πλατύς, ἀκράδαντος, Ἐμπεδ. 179· ― ὅρκον ὀμόσαι Ὅμ., κλ.· ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον Ὀδ. Β. 378, κτλ.· ὅρκον ἀπώμνυ αὐτόθι 377, πρβλ. Κ. 381· ὅρκον ἐπώμνυον Σ. 58 (διάφ. γραφ. ἀπ-), πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 193· κατομνύναι Εὐρ. Ι. Τ. 790· ὅρκον ἐπιορκεῖν, ὀμνύναι ψευδῆ ὅρκον, Αἰσχίν. 16. 20, κτλ.· ὅρκου προστεθέντος Σοφ. Ἀποσπ. 419, πρβλ. Ἠλ. 47· ὅρκους θέσθαι τῷ δαίμονι, εἰς τὸ ὄνομα θεότητός τινος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1570· ὅρκ. ποιεῖσθαί τινι ὑπέρ τινος Ξεν. Λακ. 15, 7· ὁ ὅρκος ἐστί τινι, μετ’ ἀπαρ., ὁ ὅρκος ὁ ἐπιβαλλόμενος... εἶναι ὅτι..., αὐτόθι· ὅρκους συνάπτειν Εὐρ. Φοίν. 1241, κτλ. ― ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ ἀπαιτοῦντος τὸν ὅρκον, ὅρκον ἑλέσθαι τινὸς ἢ τινὶ Ὀδ. Δ. 746, Ἰλ. Χ. 119· ὅρκους ἐπελαύνειν καὶ προσάγειν τινί, ἐπιβάλλειν ὅρκον εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 146., 6. 62· ὅρκον διδόναι καὶ δέξασθαι ὁ αὐτ. 6. 23, Αἰσχύλ. Εὐμ. 429, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 589, Δημ. 995. 26· οὕτως, ὅρκον διδόναι καὶ λαμβάνειν Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27· ἀποδιδόναι Δημ. 443. 15, Αἰσχίν. 64. 16· ἀπολαμβάνειν, ἐπιβάλλειν ὅρκον, ὁ αὐτ. 59. 11., 233. 24· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὅρκον δίδωμι, προτείνω ὅρκον ― ἐπὶ ἑκατέρου μέρους, ὅθεν καθόλου, προσφέρομαι νὰ ὁρκισθῶ, Εὐρ. Ἱκέτ. 1232, πρβλ. Ι. Τ. 747· ὅρκους καὶ πίστην ἀλλήλοις δοῦναι Ἀριστοφ. Λυσ. 1185, πρβλ. Ἀνδοκ. 14. 30· ὅρκοις τινὰ καταλαμβάνειν, ἔχειν αὐτὸν δεδεμένον δι’ ὅρκων, Θουκ. 4. 86· ὅρκοις κατειλημμένος ὁ αὐτ. 1. 9· ― ὅρκῳ ἐμμένειν Εὐρ. Μήδ. 754· ὅρκον τηρεῖν Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 196. 34· παραβαίνειν Εὐρ. Ἀποσπ. 288. 7, Ἀριστοφ., κλ.· ἐκβαίνειν Πλάτ. Συμπ. 183Β· ἐκλείπειν Εὐρ. Ἱκέτ. 1194· συγχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1063· λύειν Ξεν. Ἀν. 3. 2, 10· ― ὅρκος, συντάσσεται κατὰ διαφόρους τρόπους: δύναται νὰ ἕπηται αὐτῷ ἀπαρέμφ. ἀορ. ἢ μέλλ., ὤμοσα καρτερὸν ὅρκον, μὴ... ἀναφῆναι Ὀδ. Δ. 253· ἐμεῦ δ’ ἕλετο μέγαν ὅρκον, μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν αὐτόθι 746· ὅρκους ἔδοσαν καὶ ἔλαβον, ὑποτελεῖν... Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 9· ― μετὰ προθέσ., οὐκ ἂν αὔτως..., ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ Ὀδ. Ξ. 151· σὺν ὅρκῳ θεῶν Ξεν. Κύρ. 2. 3, 12· (οὕτως, ὅρκῳ Θέογν. 200· ὅρκοις Αἰσχύλ. Εὐμ. 432)· εἶπαι ἐπ’ ὅρκου, εἰπεῖν ἐνόρκως, Ἡρόδ. 9. 11· κατὰ τοὺς ὅρκ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 54· ἀντίθετον τῷ: παρ’ ὅρκον Πινδ. Ο. 13. 116· παρὰ τοὺς ὅρκους Ξεν. Ἀν. 2. 5, 41. ― Περὶ τῶν ἀρχαιοτάτων χρήσεων τῆς λέξεως κατὰ τὴν ὁρκωμοσίαν, ἴδε Ἰλ. Ξ. 271., Ψ. 582· περὶ τῆς Ἀττ. δικανικῆς χρήσεως τῆς λέξ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 1. 15· ― παροιμ., ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω Σοφ. Ἀποσπ. 694· ὅπερ παρῳδεῖται ὑπὸ Φιλωνίδου 1, ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν ἐγὼ γράφω, πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Πεντάθλῳ» 3, Μένανδρ. ἐν «Μονοστίχ.» 25. ΙΙ. Ὅρκος, ὡς προσωποποίησις, υἱὸς τῆς Ἔριδος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 802 (ὃν ὁ Οὐεργίλ. ἐν Γεωργ. 1. 277 ἑρμηνεύει διὰ τοῦ pallidus Orcus)· εἶναι δὲ θεότης τιμωροῦσα τοὺς ψευδορκοῦντας καὶ ἐπιόρκους, αὐτόθι 217, Θεογ. 231, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86, 3· Διὸς Ὅρκος, ὡς ὑπηρέτης τοῦ Διός, Σοφ. Ο. Κ. 1767. (ὅρκος κατ’ ἀρχὰς ἦν ἰσοδύναμον τῷ ἕρκος, ὡς τὸ ὁρκάνη τῷ ἑρκάνη, ὁρκοῦρος τῷ ἑρκοῦρος, ἐκ τοῦ ἔργω, Ἀττ. εἵργω, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 785· καὶ οὕτως, κυρίως, ὅ,τι κωλύει τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι· ἴσως συγγενὲς τῷ Λατιν. Orcus, ὡς ὁ Οὐεργίλ. ἐξέλαβεν αὐτό).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 serment, propr. « ce qui enferme ou contraint » : ὅρκος θεῶν OD serment par les dieux ; σὺν ὅρκῳ OD, XÉN, ὅρκοις ESCHL par serment ; παρὰ τοὺς ὅρκους XÉN contrairement aux serments;
2 témoin d’un serment, dieu par lequel on jure.
Étymologie: R.Ἑρκ, enfermer ; v. ἕρκω.

English (Autenrieth)

(1) that by which one swears, witness of an oath, for the gods the Styx; for men Zeus, Earth, the Ermnyes, etc., Il. 2.755, Il. 15.38, Il. 3.276 ff., Il. 19.258 ff., Od. 14.394; Achilles swears by his sceptre, Il. 1.234.—(2) oath; ἑλέσθαι τινός or τινί, ‘take an oath from one,’ Il. 22.119, Od. 4.746 ; ὅρκος θεῶν, ‘by the gods,’ cf. Il. 20.313 ; γερούσιος ὅρκος, Il. 22.119; ὅρκῳ πιστωθῆναι, Od. 15.436.

English (Slater)

ὅρκος (-ος, -ον.)
   1 oath καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις τοῦτό γε οἱ σαφέως μαρτυρήσω (O. 6.20) θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν (O. 7.65) “καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεύς” (P. 4.167) ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον (N. 11.24) and so, that which one would swear to τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν (O. 13.83)

Spanish

juramento, conjuro, método para forzar, objeto protector, amuleto

English (Strong)

from herkos (a fence; perhaps akin to ὅριον); a limit, i.e. (sacred) restraint (specially, an oath): oath.

English (Thayer)

ὅρκου, ὁ (from ἔργῳ, εἴργω; equivalent to ἕρκος an enclosure, confinement; hence, Latin orcus) (from Homer down), the Sept. for שֲׁבוּעָה, an oath: Winer s Grammar, 628 (583); Buttmann, § 144,13); Winer's Grammar, 226 (212); 603 (561)); that which has been pledged or promised with an oath; plural vows, Matthew 5:33 (cf. Wünsche ad loc.)).

Greek Monotonic

ὅρκος: ὁ (βλ. κατωτ.),
I. 1. αντικείμενο στο όνομα του οποίου κάποιος παίρνει όρκο, μάρτυρας όρκου, όπως η Στύγα στους θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου,
2. όρκος, στον ίδ. κ.λπ.· ὅρκοςθεῶν, όρκος στο όνομα των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· ὅρκονὀμόσαι, παίρνω όρκο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὅρκον ἐπιορκεῖν, καταπατώ τον όρκο μου, σε Αισχίν.· ὅρκον διδόναι καὶ δέξασθαι, προσφέρω όρκο σε κάποιον και δέχομαι ως αντάλλαγμα τον δικό του όρκο, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅρκον ἀποδιδόναι, παίρνω όρκο, ἀπολαμβάνειν, αποδέχομαι τον όρκο, σε Δημ.· ομοίως, ὅρκονδιδόναι καὶ λαμβάνειν, σε Αριστ.· ὅρκοις τινὰ καταλαμβάνειν, δένω κάποιον με όρκους, σε Θουκ.· ὅρκῳ ἐμμένειν, μένω σταθερός στον όρκο μου, τον τηρώ, σε Ευρ.· εἶπαι ἐπ' ὅρκου, ισχυρίζομαι κάτι παίρνοντας όρκο, σε Ηρόδ.
II. Ὅρκος, προσωποποιημένος γιος της Έριδας (Ἔρις), θεότητα που τιμωρεί τους επίορκους, σε Ησίοδ. κ.λπ. (η λέξη ὅρκος ισοδυν. αρχικά με τη λέξη ἕρκος, όπως το ὁρκάνη με το ἑρκάνη, από ἔργω, εἴργω· κανονικά, αυτό που αποτρέπει κάποιον να κάνει κάτι).

Russian (Dvoretsky)

ὅρκος: ὁ тж. pl.
1) клятва (ὅρκον ὀμνύναι Hom. и ποιεῖσθαι Xen.; ὅρκον τινὶ δοῦναι Eur. или ἀποδοῦναι NT): σὺν ὅρκῳ Hom. и ὅρκοις Aesch. под клятвой, клятвенно; παρ᾽ ὅρκον Pind. и παρὰ τοὺς ὅρκους Xen. вопреки клятве; ὅρκον ὁρκοῦν τινα Thuc. брать с кого-л. клятву; σὺν θεῶν ὅρκῳ λέγω! Xen. клянусь в том богами!; ὅρκοι ἢ ἄλλαι ὁμολογίαι Plat. клятвы или другие виды обязательств;
2) свидетель или порука клятвы (Στυγὸς ὕδωρ, ὅστε μέγιστος ὅ. πέλει θεοῖσιν Hom.): (τόδε σκῆπτρόν) τοι μέγας ἔσσεται ὅ.! Hom. клянусь тебе этим скиптром!