κατακρίνω: Difference between revisions
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
(5) |
(2b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατακρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[καταδικάζω]], [[εκδίδω]] καταδικαστική [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινός</i> — Παθ., τοῖσι κατακέκρῐται [[θάνατος]], έχουν καταδικασθεί σε θάνατο, σε Ηρόδ.· <i>κατακεκριμένων οἱ τούτων</i>, όταν εξεδόθη, εκδόθηκε καταδικαστική [[απόφαση]] [[εναντίον]] μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καταδικάζω]], <i>κατέκρινάν μινἔκδοτον ἄγεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· <i>κ. τινὰ θανάτῳ</i>, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καταδικάζομαι, σε Ευρ., Ξεν. | |lsmtext='''κατακρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[καταδικάζω]], [[εκδίδω]] καταδικαστική [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινός</i> — Παθ., τοῖσι κατακέκρῐται [[θάνατος]], έχουν καταδικασθεί σε θάνατο, σε Ηρόδ.· <i>κατακεκριμένων οἱ τούτων</i>, όταν εξεδόθη, εκδόθηκε καταδικαστική [[απόφαση]] [[εναντίον]] μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καταδικάζω]], <i>κατέκρινάν μινἔκδοτον ἄγεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· <i>κ. τινὰ θανάτῳ</i>, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καταδικάζομαι, σε Ευρ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατακρίνω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> определять в виде наказания, назначать (θάνατόν τινος Isocr.): κατακεκριμένων οἱ τούτον Her. когда это было ему определено оракулом;<br /><b class="num">2)</b> выносить обвинительный приговор, осуждать (κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον Xen.; τὴν ἁμαρτίαν NT): ἢν κατακριθῇ μοι impers. Xen. если я буду осужден;<br /><b class="num">3)</b> присуждать, приговаривать (τινὰ θανάτῳ и τινὰ εἶναι ἔνοχον θανάτου NT): κατακεκριμένος θανάτου Eur. и ἀποθνῄσκειν Xen. осужденный на смерть; κ. τῆς [[ὄψιος]] στερηθῆναι Her. приговорить к лишению зрения; [[βαδίζω]], [[ἔνθα]] τύ [[μευ]] κατέκρινας Theocr. я ухожу, куда ты указал мне;<br /><b class="num">4)</b> судить, полагать (ἐκ τῆς ὑπολήψεως ἢ τῆς ὑποψίας Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Arc. κακρίνω (v. infr.) [ῑ],
A give as sentence against, τὸ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινε Isoc.1.43:—Pass., τοῖσι κατεκέκρῐτο θάνατος sentence of death had been passed upon them, Hdt.7.146; κατακεκριμένων οἱ τούτων when this sentence has been given against him, Id.2.133; φυγὴν κατακριθείς Suid. s.v. Ἱεροκλῆς: impers., ἂν κατακρῐθῇ μοι if sentence be given against me, X.Ap.7: Arc., c. dat. pers. et gen. rei, ὀσέοι ἂν χρηστήριον κακρίνη ἢ γνωσίαι κακριθήη τῶν χρημάτων anyone whom the oracle has condemned or who by judicial process has been condemned to forfeit his property, IG5(2).262.14, 15 (Mantinea, v B. C., = Class.Phil.20.137). 2 c. acc. pers., condemn, v.l. in Antipho 4.4.2: c. acc. et inf., κατέκρινάν μιν ἔκδοτον ἄγεσθαι Hdt.6.85, cf. 9.93, Theoc. 23.23 (ubi sc. βαδίζειν) ; κ. τινὰ θανάτῳ Ev.Matt.20.18, cf. J. BJ5.13.1; εἴκοσι δραχμαῖς IG5(1).1390.161 (Andania, i B. C.): c. acc. rei, deem guilty of a thing, κ. πολλὴν ἄνοιάν τινων Arist.Rh.Al.1423b29; ψευδολογίαν τινός J.AJ3.14.4:—Pass., to be condemned, X.HG 2.3.54; ψήφῳ θανάτου E.Andr.496 codd. (anap.), cf. Phld.Herc.1251.18; ἀποθνῄσκειν X.Hier.7.10; also of the crime, τὰ ὁμολογούμενα τῶν πραγμάτων ὑπὸ τοῦ νόμου -κέκριται Antipho 3.1.1; -κεκρίσθαι τὰ ὑπὸ ἰδιωτῶν πραχθέντα OGI669.27 (Egypt, i A. D.). II Pass., simply, to be judged, deemed, κατεκρίθη θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pi. Fr.149.
German (Pape)
[Seite 1356] (s. κρίνω), verurtheilen, verdammen, τινά τινος, Einen wozu, ψήφῳ θανάτου κατακεκριμένος Eur. Andr. 497; τινός τι, τὸ μὲν γὰρ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινεν Isocr. 1, 43; κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον, nach dem Gesetze verurtheilt, Xen. Hell. 2, 3, 54; die Strafe steht auch im inf., κατέκριναν τῆς ὄψιος στερηθῆναι Her. 9, 93; κατακεκριμένος ἀποθνήσκειν Xen. Hier. 7, 10. – Her. vrbdt auch τοῖσι μὲν κατακέκριτο θάνατος, sie waren zum Tode verurtheilt, 7, 146; Sp. auch κατακριθῆναι θάνατον u. Aehnl.; imperson., ἢν γὰρ νῦν κατακριθῇ μοι Xen. Apol. 7; – κατακεκριμένων ἤδη οἱ τούτων, als dies gegen ihn erkannt war, Her. 2, 133; κατακέκριται τὰ πράγματα Antiph. 3 α 1. Ohne den feindlichen Sinn, κατεκρίθη Ἀπόλλων θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pind. frg. 116.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρίνω: μέλλ. -κρῐνῶ:― κρίνω κατὰ τινος, ἐναντίον τινός, ὡς τὸ καταγιγνώσκω (καταχειροτονῶ), θάνατόν τινος Ἰσοκρ. 11C· θάνατον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 16 (ἐν τῇ ἐπιγραφῇ).―Παθ., τοῖσι κατακέκρῐται θάνατος, ἔχουσι καταδικασθῇ εἰς θάνατον οὗτοι, Ἡρόδ. 7. 146· κατακεκριμένων οἱ τούτων, ὅτε αὕτη ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἐξεδόθη ἐναντίον αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 2. 133, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 39· ἀπρόσ., ἢν κατακρῐθῇ μοι, ἂν ἐκδοθῇ καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἐναντίον μου, Ξεν. Ἀπολ. 7. 2)μετ’ αἰτ. προσ., καταδικάζω, Ἀντιφῶν 128. 26· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατέκρινάν μιν ἔκδοτον ἄγεσθαι Ἡρόδ. 6. 85, πρβλ. 9. 39, Θεόκρ. 23. 23 (ἔνθα ἐξυπακούεται τὸ βαδίζειν)· κ. τινὰ θανάτῳ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 18· μετ’ αἰτ. πράγμ., τί τινος, καταδικάζω τινὰ διά τι πρᾶγμα, κ. πολλὴν ἄνοιάν τινος Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 3, 9· ψευδολογίαν τινὸς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 14, 4.― Παθ., καταδικάζομαι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 54· ψήφῳ θανάτου κατακεκριμένος Εὐρ. Ἀνδ. 496 (πρβλ. κατακυρόω)· κατακεκριμένος ἀποθνήσκειν Ξεν. Ἱέρ. 7, 10· κατακριθῶμεν πενίαν, θάνατον, φυγήν Γρηγ. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως ἁπλῶς, κρίνομαι, νομίζομαι, θεωροῦμαι, κατεκρίθη Ἀπόλλων ἀγανὸς ἔμμεν Πινδ. Ἀποσπ. 116· πρβλ. καταδοκέω.
French (Bailly abrégé)
I. juger ou prononcer un jugement contre : θάνατόν τινος ISOCR condamner qqn à mort ; τινα et l’inf. condamner qqn à… ; θάνατον ÉL prononcer la peine de mort;
II. Pass. 1 être condamné : κατακέκριτο (ion.) αὐτοῖς θάνατος HDT la peine de mort avait été prononcée contre eux ; κατακεκριμένων οἱ τούτων HDT cette sentence ayant été rendue contre lui (par l’oracle);
2 • impers. ἢν κατακριθῇ μοι XÉN si l’on prononce une condamnation contre moi.
Étymologie: κατά, κρίνω.
English (Slater)
κατᾰκρίνω
1 judge c. inf. κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν sc. Apollo Πα. 16. 6, cf. fr. 149 Schr.
English (Strong)
from κατά and κρίνω; to judge against, i.e. sentence: condemn, damn.
English (Thayer)
future καακρίνω; 1st aorist κατεκρινα; passive, perfect κατακεκριμαι; 1st aorist κατεκρίθην; 1future κατακριθήσομαι; "to give judgment against (one (see κατά, III:7)), to judge worthy of punishment, to condemn";
a. properly: τινα, κρίνειν, as in τινα θανάτῳ, to adjudge one to death, condemn to death, Tdf. εἰς θάνατον); κεκρίμμενοι θανάτῳ, to eternal death, the Epistle of Barnabas 10,5 [ET]); καταστροφή, WH omits; Tr marginal reading brackets καταστροφή) (the Greeks say κατακρίνειν τινα θανάτου or θάνατον; cf. Winer s Grammar, 210 (197f); Buttmann, § 132,16; Grimm on τινα ἔνοχον εἶναι θανάτου, b. improperly, i. e. by one's good example to render another's wickedness the more evident and censurable: κατάκριμα (in verse 1), Paul says, ὁ Θεός κατέκρινε τήν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, i. e. through his Song of Solomon , who partook of human nature but was without sin, God deprived sin (which is the ground of the κατάκριμα) of its power in human nature (looked at in the general), broke its deadly sway (just as the condemnation and punishment of wicked men puts an end to their power to injure or do harm). (From Pindar and Herodotus down.))
Greek Monolingual
και κατακρένω (AM κατακρίνω, Α αρκαδ. τ. κακρίνω)
1. εκφράζω μομφή εναντίον κάποιου, αποδοκιμάζω κάποιον, επιτιμώ κάποιον για κάτι, κατηγορώ («ο κόσμος σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου»)
2. καταγγέλλω κάτι αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α. «κατακρίνω τη σπατάλη» β. «κατακρίνειν ψευδολογίαν»)
νεοελλ.
1. κακολογώ («κάτω απ' την ίδια τη σκεπή μην κατακρένεις»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατακριμένος, -η, -ο
αξιοκατάκριτος
μσν.-αρχ.
παίρνω καταδικαστική απόφαση εναντίον κάποιου, καταδικάζω («τὸ μὲν γὰρ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινε», Ισοκρ.)
αρχ.
παθ. κατακρίνομαι
α) είμαι καταδικασμένος («τοῑσι μὲν κατακέκριτο θάνατος», Ηρόδ.)
β) (για πράξη) είμαι αξιόποινος, προβλέπομαι και τιμωρούμαι από τον νόμο.
Greek Monotonic
κατακρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ·
1. καταδικάζω, εκδίδω καταδικαστική απόφαση εναντίον κάποιου, τινός — Παθ., τοῖσι κατακέκρῐται θάνατος, έχουν καταδικασθεί σε θάνατο, σε Ηρόδ.· κατακεκριμένων οἱ τούτων, όταν εξεδόθη, εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση εναντίον μου, σε Ξεν.
2. με αιτ. προσ., καταδικάζω, κατέκρινάν μινἔκδοτον ἄγεσθαι, σε Ηρόδ.· κ. τινὰ θανάτῳ, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καταδικάζομαι, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κατακρίνω: (ῑ)
1) определять в виде наказания, назначать (θάνατόν τινος Isocr.): κατακεκριμένων οἱ τούτον Her. когда это было ему определено оракулом;
2) выносить обвинительный приговор, осуждать (κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον Xen.; τὴν ἁμαρτίαν NT): ἢν κατακριθῇ μοι impers. Xen. если я буду осужден;
3) присуждать, приговаривать (τινὰ θανάτῳ и τινὰ εἶναι ἔνοχον θανάτου NT): κατακεκριμένος θανάτου Eur. и ἀποθνῄσκειν Xen. осужденный на смерть; κ. τῆς ὄψιος στερηθῆναι Her. приговорить к лишению зрения; βαδίζω, ἔνθα τύ μευ κατέκρινας Theocr. я ухожу, куда ты указал мне;
4) судить, полагать (ἐκ τῆς ὑπολήψεως ἢ τῆς ὑποψίας Arst.).