ἀντιλογία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(1a)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀντιλογία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> возражение, оспаривание, отрицание (χρησμῶν Her.): ἐς ἀντιλογίαν τινί Thuc. для того, чтобы возражать кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> внутреннее противоречие (ἀντιλογίαν ἔχειν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> спор, раздор (ἀ. καὶ [[λοιδορία]] Dem.; ἀ. πρός τινα Xen.; ἀ. ἐν Σπάρτῃ γενομένη Plut.);<br /><b class="num">4)</b> защитительная речь: ἔχειν ἐν [[αὑτῷ]] ἀντιλογίαν Thuc. иметь внутреннее оправдание.
|elrutext='''ἀντιλογία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> возражение, оспаривание, отрицание (χρησμῶν Her.): ἐς ἀντιλογίαν τινί Thuc. для того, чтобы возражать кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> внутреннее противоречие (ἀντιλογίαν ἔχειν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> спор, раздор (ἀ. καὶ [[λοιδορία]] Dem.; ἀ. πρός τινα Xen.; ἀ. ἐν Σπάρτῃ γενομένη Plut.);<br /><b class="num">4)</b> защитительная речь: ἔχειν ἐν [[αὑτῷ]] ἀντιλογίαν Thuc. иметь внутреннее оправдание.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀντιλογέω]]<br />[[contradiction]], [[controversy]], [[disputation]], Hdt., Thuc.; in pl. opposing arguments, [[answering]] speeches, Ar., Thuc.
}}
}}

Revision as of 16:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλογία Medium diacritics: ἀντιλογία Low diacritics: αντιλογία Capitals: ΑΝΤΙΛΟΓΙΑ
Transliteration A: antilogía Transliteration B: antilogia Transliteration C: antilogia Beta Code: a)ntilogi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A contradiction, controversy, ἀ. χρησμῶν πέρι λέγειν Hdt.8.77; ἡμέας . . ἐς ἀ. παρέξομεν will offer ourselves to argue the point, Id.9.87; ἐδόκεον ἀντιλογίης κυρήσειν expected to be allowed to argue it, ib.88; εἰς -ίαν κατέστησαν Lys.Fr.75.1; -ίας ἅπτεσθαι Pl.R.454b; ἐς -ίαν τινί γενέσθαι Th.1.73; ἀ. καί λοιδορία D.40.32; ἀντιλογίαν ἔχει it is open to contradiction, Arist.Rh.1418b25, cf. 1414b3: in pl., opposing arguments, Ar.Ra.775; δι' ἀντιλογιῶν καταλλαγῆναι Th.4.59; ἀ. πρός τινα X.HG6.3.20; ἐς -ίαν ἐλθεῖν Th.1.31; ἀντιλογίαν ἐν αὑτῷ ἔχειν to have grounds for defence in itself, Id.2.87; ἄνευ -ίας without dispute, BGU1133.15 (Aug.),etc.    2 later, quarrel, dispute, PPetr.2p.56(iii B.C.), PGrenf. 1.38.8 (ii/i B.C.), Ep.Hebr. 12.3, etc.    3 right, claim, τοῦ αὐτοῦ λάκκου POxy.1892 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 255] ἡ, Gegenrede, dah. mündliche Untersuchung einer Rechtssache vor dem Richter, Her. 9, 88; vgl. Thuc. 1, 73; übh. Widerspruch, Wortstreit, Plat. Rep. V, 454 a; Ar. Ran. 774 im plur., wie Plut. Num. 21 u. öfter; mit λοιδορία vrbdn Dem. 40, 32; ἀντιλογίαν ἐν αὑτῷ ἔχειν, Rechtfertigungsgründe haben, Thuc. 2, 87; εἰς ἀντιλογίαν ἐλθεῖν, zur Auseinandersetzung von widerstreitenden Ansichten schreiten, 1, 31. Bei Xen. Hell. 6, 3, 9 ist ἀντιλογία πρός τινα entgegengesetzt der εἰρήνη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλογία: ἡ, ἀμφιλογία, ἀντίφασις, Λατ. disceptatio, ἀντιλογία χρησμῶν Ἡρόδ. 8. 77· συζήτησις ὑποθέσεώς τινος, ἡμεῖς ἡμέας αὐτοὺς ἐς ἀντιλογίην παρέξομεν, ἡμεῖς θὰ παραδώσωμεν ἡμᾶς αὐτοὺς εἰς ὑμᾶς ὅπως συζητήσωμεν τὸ πρᾶγμαὅπως ἀπολογηθῶμεν, ὁ αὐτ. 9. 87· ἐδόκεον ἀντιλογίης τε κυρήσειν, ἤλπιζον ὅτι ἤθελεν ἐπιτραπῇ εἰς αὐτοὺς νὰ συζητήσωσι τὸ πρᾶγμα ἢ ν’ ἀπολογηθῶσιν, αὐτόθι 88· Λυσ. Ἀποσπ. 45. 1, Πλάτ., κλ. ἐς ἀντ. τινὶ Θουκ. 1. 73· ἀντ. καὶ λοιδορία Δημ. 1018. 8· ἀντιλογίαν ἔχει, ἔχει ἀντίρρησιν τὸ πρᾶγμα, δηλ. τὸ περὶ ἑαυτοῦ λέγειν Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 16, πρβλ. 13, 3· κατὰ πληθ., ἐπιχειρήματα ἐναντία πρὸς τὰ τοῦ ἑτέρου, λόγοι ἀναιρετικοὶ τῶν ῥηθέντων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 775, Θουκ. 4. 59: ― ἀντ. πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 20· ἐς ἀντ. ἐλθεῖν Θουκ. 1. 31· ἀντιλογίαν ἐν αὑτῷ ἔχειν, ἔχειν λόγους ὑπερασπίσεως ἐν ἑαυτῷ, ὁ αὐτ. 2. 87.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 réponse, réplique;
2 contradiction, contestation.
Étymologie: ἀντιλέγω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Morb.1.1, Hdt.9.87, Epicur.Fr.[36] 14.5
A verbal
I de una pers. (o grupo) en relación a otra
1 oposición de palabra, crítica ἀντιλογίας χρησμῶν πέρι ... λέγειν Hdt.8.77, παρελθὼν πρὸς πολλὴν ἀ. presentándose (a responder) a tanta crítica Th.8.53, πρὸς ... Θηβαίους ... ἀντιλογίας οὔσης X.HG 6.3.20, ἀ. καὶ ἔχθρα καὶ λοιδορία Lys.Fr.17.2.1, cf. D.40.32, Arist.Rh.1418b25, ἐν ταῖς πρὸς τὴν ῥητορικὴν ἀντιλογίαις Phld.Rh.1.339.16
de cosas que se aprueban o declaran ὑπ' οὐδενὸς ἀντιλογίας sin ninguna oposición, sin discusión, IM 105.87 (II a.C.), χωρίς τινος ἀντιλογίας SB 9769.26, 9772.15 (I d.C.), cf. Ep.Hebr.7.7, ἄνευ ἀντιλογίας BGU 1133.15 (I d.C.), cf. PSarap.19.10, PLond.310.16, PWisc.10.14.
2 refutación, argumento o discurso refutatorio ἐπιτίθεσθαι ἐν τῇ ἀντιλογίῃ hacer la réplica Hp.Morb.1.1, Ἀντιλογιῶν Α̅ Β̅ D.L.9.55 (= Protag. A 1 tít., cf. B 5), Prodic. en Didym.in Eccl.1.8b.18, οἱ δ' ἀκροώμενοι τῶν ἀντιλογιῶν de Eurípides, Ar.Ra.775, ἀεὶ ἐς ἀντιλογίαν χρώμενοι Pl.R.539b, πρὸς τὰς ἀντιλογίας χρήσιμον Anaximen.Rh.1445a32, ὥραν μόνην ... πρὸς ἀ. λαβών D.C.39.34.2
esp. refutación o defensa legal en un juicio ἡμέας ... ἐς ἀντιλογίην παρέξομεν nos presentaremos a nosotros mismos para la defensa Hdt.9.87, ἔχων δέ τινα ἐν αὐτῷ ἀντιλογίαν que tiene (nuestro espíritu) en sí base para la defensa Th.2.87, cf. Plb.28.7.4, εἰ δέ τινες βούλοιντο ἀντιλογίᾳ χρήσασθαι POxy.2666.2.17 (IV d.C.).
3 contradicción interna αὐτόθεν μὲν γιγνομένης τῆς ἀντιλογίης Epicur.Fr.[36] 14.5, αἱ δ' ἄλλαι προφάσεις καὶ ἀ. ἔχουσιν de ciertas explicaciones, Plu.2.743a.
4 δι' ἀντιλογίαν inversamente Vict.Mc.4.11.
II de dos pers. o grupos
1 debate público καταστάσης δὲ ἐκκλησίας ἐς ἀντιλογίαν ἦλθον Th.1.31, cf. 73, δι' ἀντιλογιῶν ... καταλλαγῆναι Th.4.59
discusión en reuniones o tratos καὶ γενομένης πολλῆς ἀντιλογίας Th.5.76, τοιαύτης δ' οὔσης τῆς ἀ. Plb.24.8.7
diatriba, controversia filosófica o retórica κινδυνεύομεν γοῦν ἄκοντες ἀντιλογίας ἅπτεσθαι estamos a punto de caer en una controversia sin querer Pl.R.454b, σχολαζόντων ... ἀ. Simp.in Ph.51.12
de controversias literarias ἀ. Ὁμηρική cuestión homérica Luc.Pisc.3, περὶ Ἀττικῆς ἀντιλογίας τῆς ἐν ταῖς λέξεσιν Choerob.in Heph.p.183.
2 disputa, altercado ἀντιλογίας καὶ σκήψεις Plb.5.74.9, ὕδωρ ἀντιλογίας el agua de la disputa como trad. etimológica del n. pr. hebr. Meribah LXX Nu.20.13, 27.14, De.32.51
conflicto, querella a dirimir en un juicio, Arist.Rh.1414b3, ὅταν γένηται αὐτοῖς ἀντιλογία LXX Ex.18.16, cf. De.1.12, 17.8, πάσης ... ἀντιλογίας πέρας Ep.Hebr.6.16, cf. Const.App.2.47.1, 8.47.37.
B no verbal
1 c. gen. rebelión, sedición τῶν προσταγμάτων contra las órdenes I.AI 2.43, τῇ ἀντιλογίᾳ τοῦ Κόρε en la rebelión de Korah, Ep.Iud.11
abs. ἀντιλογίας ἐγείρει πᾶς κακός LXX Pr.17.11.
2 oposición, hostilidad εἰς ἑαυτόν Ep.Hebr.12.3
asalto, ataque personal PGrenf.1.38.8 (II/I a.C.), PPetr.2.17.3.7 (III a.C.).

English (Strong)

from a derivative of ἀντιλέγω; dispute, disobedience: contradiction, gainsaying, strife.

English (Thayer)

ἀντιλογίας, ἡ (ἀντίλογος, and this from ἀντιλέγω) (from Herodotus down);
1. gainsaying, contradiction: opposition in act (this sense is disputed by some, e. g. Lün. on Heb. as below, Meyer on ἀντιλέγω); contra cf. Fritzsche on Romans , the passage cited): rebellion, Proverbs 17:11).

Greek Monolingual

η (AM ἀντιλογία)
αμφισβήτηση, αντίρρηση
μσν.- νεοελλ.
απάντηση
νεοελλ.
φρ. «πνεύμα αντιλογίας» — ο αντιρρησίας
αρχ.
1. αντίφαση
2. συζήτηση υπόθεσης
3. διαφωνία
4. στον πληθ. αἱ ἀντιλογίαι
επιχειρήματα εναντίον των επιχειρημάτων άλλου.

Greek Monotonic

ἀντιλογία: ἡ (ἀντιλογέω), αντίθεση, αντιπαραβολή, διαμάχη, διάσταση, σε Ηρόδ., Θουκ.· στον πληθ., αντίθετα επιχειρήματα, λόγοι που απαντά ο ένας στον άλλο, σε Αριστοφ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλογία:
1) возражение, оспаривание, отрицание (χρησμῶν Her.): ἐς ἀντιλογίαν τινί Thuc. для того, чтобы возражать кому-л.;
2) внутреннее противоречие (ἀντιλογίαν ἔχειν Arst.);
3) спор, раздор (ἀ. καὶ λοιδορία Dem.; ἀ. πρός τινα Xen.; ἀ. ἐν Σπάρτῃ γενομένη Plut.);
4) защитительная речь: ἔχειν ἐν αὑτῷ ἀντιλογίαν Thuc. иметь внутреннее оправдание.

Middle Liddell

ἀντιλογέω
contradiction, controversy, disputation, Hdt., Thuc.; in pl. opposing arguments, answering speeches, Ar., Thuc.