λαιμός: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
(1ba)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[λαιμός]], οῦ,<br />the [[throat]], [[gullet]], Hom., Eur.
|mdlsjtxt=[[λαιμός]], οῦ,<br />the [[throat]], [[gullet]], Hom., Eur.
}}
}}

Revision as of 10:20, 20 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμός Medium diacritics: λαιμός Low diacritics: λαιμός Capitals: ΛΑΙΜΟΣ
Transliteration A: laimós Transliteration B: laimos Transliteration C: laimos Beta Code: laimo/s

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A throat, gullet, in Hom. always of men, βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα Il.13.388; τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν . . βάλεν ἰῷ Od.22.15; οὔ πως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις Il.19.209; λ. ἀπαμήσειε 18.34: metaph., neck of a bottle, AP 9.232 (Phil.): also in pl., E.Ph.1092; so of animals, Id.Supp.1201, Ar.Av.1560.—Rare in early Prose, as Hp.Cord.2, but commoner later, as Luc.Nigr.16, Gal.15.656, Porph.Marc.33, Jul.Or.6.193b.
λαιμός (B), ή, όν,

   A = λαμυρός 11, Heraclit.Incred.2 (cj.), Hsch.: neut. pl. as Adv., λαιμὰ βακχεύειν impudently, Men.106.

German (Pape)

[Seite 7] όν, = λαμυρός, Men., s. Mein. p. 41. 455. ὁ (λαω, vgl. λάμος), Kehle, Schlund, Gurgel, βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα, Il. 13, 387, λαιμὸν ἀποτέμνειν, 18, 34, οὔπως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις, 19, 209; λαιμοὺς τεμών, Ar. Av. 1560; u. im plur., λαιμῶν ἐξάψει βρόχον, Eur. Ion 106; auch von Thieren, λαιμοὺς τρεῖς τριῶν μήλων τεμών, Suppl. 1201, wie Ap. Rh. 3, 1208; selbst von Gefäßen, λ. κύτους Philp. 58 (IX, 232). – Einzeln in sp. Prosa, wie Luc. hist. conscrib. 25 Nigr. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gorge, gosier.
Étymologie: R. Λα, engloutir, absorber, dévorer.

English (Autenrieth)

throat, gullet. (Il.)

Greek Monolingual

(I)
ο, στον πληθ. και, ετερογενώς, τα λαιμά (AM λαιμός)
1. το τμήμα του σώματος τών σπονδυλοζώων που ενώνει το κεφάλι με τους ώμους και το στήθος και του οποίου ο σκελετός σχηματίζεται από τους αυχενικούς σπονδύλους («ὁ δέ μιν φθάμενος βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα», Ομ. Ιλ.)
2. το εσωτερικό μέρος αυτού του τμήματος του σώματος, που περιλαμβάνει τμήματα από όργανα του αναπνευστικού και του πεπτικού συστήματος, όπως είναι ο λάρυγγας, ο φάρυγγας, οι αμυγδαλές (α. «μέ πονούν τα λαιμά μου» β. «οὔπως ἄν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις», Ομ. Ιλ.)
3. το στενότερο άνω τμήμα δοχείου ή φιάλης («ο λαιμός της στάμνας»)
νεοελλ.
1. το μπροστινό μέρος του λαιμού, σε αντιδιαστολή με τον τράχηλο, τον αυχένα
2. το γύρω από τον λαιμό στενό μέρος του ρούχου, το περιλαίμιο («ο λαιμός του φορέματος είναι στενός και δεν μού μπαίνει»)
3. μαθ. ο γεωμετρικός τόπος τών κεντρικών σημείων τών γενετειρών τών ευθειογενών επιφανειών, αλλ. γραμμή σύσφιγξης
4. βοτ. α) το άνω λεπτό μέρος του αρχεγονίου διά μέσου του οποίου διέρχεται το ανθηρίδιο για να φθάσει στο ωοκύτταρο
β) το μέρος του φυτού που ενώνει τη ρίζα με τον βλαστό και που, πρακτικά, αντιστοιχεί με το τμήμα που εφάπτεται στο έδαφος
5. εδαφική διαμόρφωση που μοιάζει με λαιμό («ο λαιμός της Βουλιαγμένης»)
6. το τμήμα του κορμού του κίονος που βρίσκεται κάτω από το κιονόκρανο
7. ναυτ. α) το ανώτατο τμήμα της στήλης ιστού που τή συνδέει με το επιστήλιο, κυ. κολομπίρι
β) το τμήμα του κορμού της άγκυρας από το οποίο αρχίζουν οι βραχίονες
8. φρ. α) «δεν πάει να κόψει τον λαιμό του» ή «ας κόψει τον λαιμό του» — λέγεται από εκείνον που αδιαφορεί για ό,τι πρόκειται να κάνει ή να πάθει κάποιος
β) «μέ πήρε στον λαιμό του» — έγινε αίτιος να πάθω μεγάλο κακό
γ) «μού κάθεται στον λαιμό» — μού προξενεί αντιπάθεια και αγανάκτηση
δ) «έβγαλα τον λαιμό μου να σέ φωνάζω» — σε φωνάζω τόσες ώρες ώστε βράχνιασα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τα λαιδρός, λαιός «αριστερός» ή λαμυρός, λάμια δεν φαίνεται πιθ.
ΠΑΡ. αρχ. λαιμάσσω, λαιμίζω, λαιμώσσω
(αρχ. μσν.) λαιμώ
νεοελλ.
λαιμαριά, λαιμικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαίμαργος, λαιμητόμος
αρχ.
λαιμοδακής, λαιμοπέδη λαιμόρρυτος, λαιμότμητος, λαιμοτόμας, λαιμότομος, λαιμοτόμος
νεοελλ.
λαιμόδεσμος, λαιμοδέτης, λαιμόδετος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. άλαιμος, γυμνόλαιμος, κοντόλαιμος, μακρόλαιμος, μικρόλαιμος, πονόλαιμος, χοντρόλαιμος].
(II)
λαιμός, -ή, -όν (Α)
1. λαίμαργος, αδηφάγος
2. αναιδής, αναίσχυντος
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) λαιμά
με αναίδεια, αναίσχυντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός του λαιμώ].

Greek Monotonic

λαιμός: -οῦ, ὁ, λαιμός, λαρύγγι, οισοφάγος, σε Όμηρ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λαιμός: I
1) тж. pl. горло, глотка Hom., Eur., Arph., Luc.;
2) горлышко, шейка (κύτους Anth.).
Men. = λαμυρός.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: throat, gullet (Il.).
Compounds: As 1. member a. o. in λαιμο-τόμος who cute the throat (E.); on λαίμαργος below.
Derivatives: Denomin.: 1. λαι-μάσσω, -ττω be voracious (Ar., Herod.; Schwyzer 733) with λαίμαστρον voracious animal, carouser, as term of abuse (Herod.; cf. on ζύγαστρον); 2. λαιμώσσω id. (Nic. Al. 352 as v.l.); 3. λαιμάω id. (Hippon.); 4. λαιμάζουσιν ἐσθίουσιν ἀμέτρως H.; λαιμίζω cut the throat, slaughter (Lyc.). - Nouns: λαιμά n. pl. = λαμυρά voracious, greedy (H.; Men. 106, codd. λαῖμα, λῆμα), prob. back formation to λαιμάω, -άζω, -άσσω; λαιμώρη ἡ λαμυρίς (Theognost. Kan. 9, Suid.); cf. esp. πληθώρη (on the acc. Wackernagel - Debrunner Phil. 95, 181 f.). - A comp. that became unclear is λαίμαργος voracious, carouser (Arist., Thphr.) from *λαιμό-μαργος (cf. esp. γαστρί-μαργος), if not from λαίμαργος; s. Georgacas Glotta 36, 165.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With λαιμός one connects λαῖτμα (s.v.), for which I see no basis; further no usable connection. - Several proposals: to λαμυρός (s. v.), λάμια, *λαμός (WP. 2, 434 with Prellwitz); to λαίειν, λαήμεναι φθέγγεσθαι H. (Bq; against this WP. 2, 377); to λαιός (Huisman KZ 71, 104; cf. s. v.). Several hypotheses on the badly attested adj. λαιμός (s. λαιμά above) by WP. l.cc., among which Solmsen KZ 44, 171 to λαιδρός (s. v.).

Middle Liddell

λαιμός, οῦ,
the throat, gullet, Hom., Eur.