κνῖσα: Difference between revisions
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=knisa | |Transliteration C=knisa | ||
|Beta Code=kni=sa | |Beta Code=kni=sa | ||
|Definition=Ep.κνίση [<b class="b3">ῑ], ης, ἡ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">steam and odour of fat</b> which exhales from roasting meat, | |Definition=Ep.κνίση [<b class="b3">ῑ], ης, ἡ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">steam and odour of fat</b> which exhales from roasting meat, [[smell]] or <b class="b2">savour of a burnt sacrifice</b> (<b class="b3">ἡ λιπαροῦ θυμίασις</b>, opp. <b class="b3">λιγνύς</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>387b6</span>, cf. <span class="bibl">388a5</span>); κνίση δ' οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ <span class="bibl">Il.1.317</span>; κνίσην δ' ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω <span class="bibl">8.549</span>, cf.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>193</span>, <span class="bibl">1517</span>: generally, <b class="b2">odour of savoury meat</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span>1045</span> (lyr.), <span class="bibl">Alex.261.4</span>; αἱ ἐκ τῶν αἱμάτων καὶ σαρκῶν κ. <span class="bibl">Porph. <span class="title">Abst.</span>2.42</span>; of eructations, Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.152</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">that which causes this smell, fat caul</b> (cf. <b class="b3">κνῖσα· ἐπίπλους</b>, <span class="title">AB</span>1095), in which the flesh of the victim was wrapped and burnt, μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν <span class="bibl">Il.1.460</span>, cf. <span class="bibl">Od.18.45</span>, <span class="bibl">119</span>, etc.; κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>496</span>:—<b class="b3">κνίσσα, κνίσση</b> are incorrect forms, cf. Hdn.Gr.<span class="bibl">2.901</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:20, 28 June 2020
English (LSJ)
Ep.κνίση [ῑ], ης, ἡ,
A steam and odour of fat which exhales from roasting meat, smell or savour of a burnt sacrifice (ἡ λιπαροῦ θυμίασις, opp. λιγνύς, Arist.Mete.387b6, cf. 388a5); κνίση δ' οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ Il.1.317; κνίσην δ' ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω 8.549, cf.Ar.Av.193, 1517: generally, odour of savoury meat, Id.Ach.1045 (lyr.), Alex.261.4; αἱ ἐκ τῶν αἱμάτων καὶ σαρκῶν κ. Porph. Abst.2.42; of eructations, Xenocr. ap. Orib.2.58.152. II that which causes this smell, fat caul (cf. κνῖσα· ἐπίπλους, AB1095), in which the flesh of the victim was wrapped and burnt, μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν Il.1.460, cf. Od.18.45, 119, etc.; κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά A.Pr.496:—κνίσσα, κνίσση are incorrect forms, cf. Hdn.Gr.2.901, al.
German (Pape)
[Seite 1461] ἡ, = κνίσσα, w. m. s., nach Drac. p. 21, 4; κνίσα ist eine falsche Form.
Greek (Liddell-Scott)
κνῖσα: Ἐπικ. κνίση, ης, ἡ, Λατ. nidor, ὁ λιπαρὸς ἀτμὸς ἢ «ἀχνὸς» καὶ ἡ ὀσμὴ ὀπτωμένου κρέατος, ἡ ἐκ τῶν θυμάτων ἀναφερομένη ἀναθυμίασις, ἥτις εὐηρέστει τοὺς Θεούς, (ἡ λιπαροῦ θυμιάσις, διακεκριμένη ἀπὸ τῆς λιγνύος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 28, πρβλ. 34), συχνὸν παρ’ Ὁμ.· κνίση δ’ οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ Ἰλ. Α. 317· κνίσην δ’ ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω Θ. 549· πρβλ. τὴν διακωμῴδησιν τοῦτου ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 193, 1517· καθόλου ἡ ὀσμὴ εὐχύμου κρέατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχαρν. 1045, Ἄλεξ. ἐν Ἀδ. 1. 4. ΙΙ. τὸ προξενοῦν τὴν ὀσμὴν ταύτην καὶ ἀτμόν, δηλ. ὡς τὸ δημός, τὸ παχὺν ἐπίπλουν, ἐν ᾧ ἡ σὰρξ τοῦ θύματος ἐτυλίσσετο καὶ ἐκαίετο, αὐτὸ τὸ λίπος τοῦ ἱερείου, μηρούς τ’ ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν Ἰλ. Α. 460, πρβλ. Ὀδ. Σ. 45, 119, κτλ· κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτὰ Αἰσχύλ. Πρ. 496. ― Κνίσα, κνίση, δι’ ἑνὸς σ εἶναι ὀρθότεροι τύποι ἀντὶ τῶν κοινῶν κνίσσα, κνίσση, οὓς εἰσήγαγον οἱ ἀντιγραφεῖς ἀγνοοῦντες ὅτι τὸ ι ἦν φύσει μακρόν), Δράκων σ. 21. 4, Ἠρῳδιαν. παρ’ Εὐσταθ. 49. 31., 1766. 30., 1810. 30· κατὰ ταῦτα οἱ νεώτεροι ἐκδόται ἀποκατέστησαν τοὺς δι’ ἑνὸς σ τύπους, ἴδε Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1045.
French (Bailly abrégé)
mieux que κνῖσσα;
ης (ἡ) :
1 odeur de la viande et de la graisse brûlées dans les sacrifices ; en gén. odeur, fumet d’un rôti ; fig. fumée (de la gloire);
2 graisse des victimes.
Étymologie: DELG cf. lat. nidor.
Greek Monolingual
η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση)
1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο του κρέατος («κνίση δ' οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» — η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.)
2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το κρέας και τα κόκαλα του σφαγίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. λατ. nidor «οσμή ψητού κρέατος» < qnidos, αρχ. νορβ. hniss «οσμή λίπους» < qnid-to) οδηγούν σε αρχικό ελλ. τ. κνιδ-σᾱ, που έδωσε τον επικ. τ. κνίση και μεταγενέστερα τον αττ. τ. κνῖσă. Η συγγένεια, εξάλλου, του αρχ. νορβ. τ. hniss με το ρ. hnitan «αγγίζω» αποτελεί ισχυρή ένδειξη συγγένειας του κνῖσα με το κνίζω «ξύνω». Παρλλ. σημασιολογικά είναι και η συγγένεια του γοτθ. stiggan «αγγίζω» με το αρχ. άνω γερμ. stinkan «μυρίζω άσχημα». Το κνῖσα επομένως συνδέεται με το κνῐζω, εμφανίζοντας όμως μακρό φωνήεν -ῑ-, όπως ακριβώς και το κνίδη «τσουκνίδα».
ΠΑΡ. αρχ. κνισαλέος, κνισάριον, κνισήεις, κνισηρός, κνιστός, κνισώ / -άω
αρχ.-μσν.
κνισώ / -όω, κνισώδης, κνισωτός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνισοδιώκτης, κνισοκόλαξ, κνισολοιχία, κνισολοιχός, κνισοτηρητής
μσν.
κνισοθύτης].
Greek Monotonic
κνῖσα: Επικ. κνίση, -ης, ἡ, Λατ. nidor,
I. λιπαρός ατμός, αχνός και μυρωδιά που βγαίνει από το ψημένο κρέας, γεύση και αναθυμίαση των καιομένων θυσιών, η οποία ανεβαίνει στον ουρανό ως προσφορά στους θεούς, σε Όμηρ.
II. αυτό το οποίο προκάλεσε αυτή τη μυρωδιά και αυτόν τον καπνό, δηλ. το λίπος, μέσα στο οποίο περιτυλιγόταν και καιγόταν η σάρκα του θύματος, μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κνῖσα: и κνίσσα, эп.-ион. κνίση (ῑ) ἡ
1) чад сжигаемого жира, запах сжигаемых жертв: κ. οὐρανὸν ἷκεν Hom. благоухание жертвоприношений возносилось к небу;
2) запах жареного: ἀποκτενεῖς λιμῷ με καὶ τοὺς γείτονας κνίσῃ Arph. голодом и запахом жареных кушаний ты замучишь меня и соседей;
3) тук, жир: γαστὴρ ἐμπλείη κνίσης τε καὶ αἵματος Hom. (козий) желудок, наполненный жиром и кровью (род колбасы); κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch. обложенные жиром члены (жертвенного животного).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνῖσα -ης, ἡ, Ion. κνίση geurende vetdamp (van gebraden vlees bij offers), offergeur:. κνίση δ ’ οὐρανὸν ἷκεν de geurende damp van de offers reikte tot de hemel Il. 1.317. vet (dat bij het offer het vlees omhult):. μηρούς... κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν zij bedekten de schenkelstukken met vet Il. 1.460; κνίσῃ... κῶλα ξυνκαλυπτά de met vet bedekte dijstukken Aeschl. PV 496.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: steam and odour of fat, smell and savour of burnt sacrifice, fat caul (Il., Arist., hell.).
Other forms: ep. κνίση. Also κνῖσος n. (Kom. Adesp. 608, Sch.), after λίπος a. o.
Compounds: Compp., e. g. πολύ-κνισος with rich smell of the sacrifice (A. R.).
Derivatives: κνισήεις (κ 10, Pi.), κνισωτός (A. Ch. 485), κνισηρός (Achae. 7) smelling of fat, κνισώδης id, fett (Arist., Gal.), κνισαλέος (H.), κνισός (Ath. 3, 115e; = κνισήεις. Denomin. verbs: κνισάω fill with the smell... (E., Ar.), κνισόομαι, -όω be changed into the smell..., give the smell... (Arist., Ph.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Lat. nīdor m. smell of roasted meat, vapour, smoke, which can come from *cnīdōs, makes for κνίση, from where secondarily κνῖσα (Solmsen Wortforschung 238), an s-stem based *κνιδσ-α possible, from IE. *knīdos- n.; cf. on ἕρση. Close is OWNo. hniss n. strong smell, bad taste in eating, IE. *knid-to-. As this without doubt belongs to hnītan push against (cf. Goth. stigqan push = OHG stincan stink), one assumes also for nīdor and κνῖσα a comparable origin, i.e. connection with κνίζω. As for κνίδη we have however for κνῖσα and nīdor to start from a longvovalic form. - From Celtic perh. here Ir. a. Welsh cnes skin (IE. *knid-tā; cf. OWNo. hniss; on the meaning Vendryes WuS 12, 243). - See Bq, Bechtel Lex. s. κνίση, W.-Hofmann s. nidor; s. also on -κναίω. - The long vowel is quite problematic for IE; is the word rather Pre-Greek?
Middle Liddell
I. Lat. nidor, the steam and odour which exhales from roasting meat, the savour and steam of burnt sacrifice, which ascends up to heaven as a gift to the gods, Hom.
II. that which caused this smell and steam, i. e. the fat, in which the flesh of the victim was wrapped and burnt, μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν Il.
{{FriskDe
|ftr=κνῖσα: {knĩsa}
Forms: ep. κνίση
Grammar: f.
Meaning: Fettdampf, Opfergeruch, die fette Netzhaut (ep. poet. seit Il., Arist., hell. u. sp. Prosa).
Composita : Kompp., z. B. πολύκνισος mit reichem Opfergeruch (A. R.).
Derivative: Davon mehrere Adjektiva: κνισήεις (κ 10, Pi.), κνισωτός (A. Ch. 485), κνισηρός (Achae. 7) fettdampfend, voll Opfergeruch, κνισώδης fettdampfend, fett (Arist., Gal. usw.), κνισαλέος (H.), κνισός (Ath. 3, 115e; nach dem Adj. auf -σός) = κνισήεις. Denominative Verba: κνισάω mit Opfergeruch anfüllen (E., Ar. usw.), κνισόομαι, -όω in Fettdampf verwandelt werden, Fettdampf abgeben, mit Fettdampf anfüllen (Arist., Ph. usw.). — Nebenform κνῖσος n. (Kom. Adesp. 608, Sch.), nach λίπος u. a.
Etymology : Lat. nīdor m. Bratenduft, Brodem, Qualm, das für *cnīdōs stehen kann, macht für κνίση, woraus sekundär κνῖσα (Solmsen Wortforschung 238), eine auf einen s-Stamm zurückgehende Grundform *κνιδσα wahrscheinlich, von idg. *qnīdos- n.; vgl. zu ἕρση. Nahe kommt awno. hniss n. starker Geruch, ekelhafter Geschmack beim Essen, idg. *qnĭd-to-. Da dies unzweifelhaft zu hnītan anstoßen gehört (vgl. u. a. got. stigqan stoßen = ahd. stincan stinken), wird auch für nīdor und κνῖσα ein ähnlicher Ursprung, somit auch Verwandtschaft mit κνίζω, nahegelegt. Wie für κνί̄δη ist aber für κνῖσα und nīdor von einer langvokalischen Hochstufe auszugehen. — Aus dem Keltischen wahrscheinlich hierher ir. u. kymr. cnes Haut (idg. *qnĭd-tā; vgl. awno. hniss; zur Bedeutung Vendryes WuS 12, 243). — Lit. bei Bq, Bechtel Lex. s. κνίση, W.-Hofmann s. nidor; s. noch zu [[-κναίω.
Page 1,885
}}