ἐπέξειμι: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epekseimi | |Transliteration C=epekseimi | ||
|Beta Code=e)pe/ceimi | |Beta Code=e)pe/ceimi | ||
|Definition=(<b class="b3">εἶμι</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[ibo]]) serving as Att. fut. to <b class="b3">ἐπεξέρχομαι</b>, to which it also supplies the impf. <b class="b3">-ῄειν</b>, Ion. 3pl. -ήϊσαν <span class="bibl">Hdt.7.223</span>:— | |Definition=(<b class="b3">εἶμι</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[ibo]]) serving as Att. fut. to <b class="b3">ἐπεξέρχομαι</b>, to which it also supplies the impf. <b class="b3">-ῄειν</b>, Ion. 3pl. -ήϊσαν <span class="bibl">Hdt.7.223</span>:—[[go out against]] an enemy, l. c., <span class="bibl">Th.2.21</span>, etc.; τισί <span class="bibl">Id.6.97</span>; πρὸς πολεμίους <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>7.3</span>; ἐ. τινὶ ἐς μάχην <span class="bibl">Th.2.23</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[get out]], [[escape]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>937a28</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">proceed against, take vengeance on</b>, <span class="bibl">Hdt.8.143</span>; esp. in legal sense, [[prosecute]], τινί <span class="bibl">D.21.216</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>140</span>; <b class="b3">ἐ. τινὶ φόνου</b> [[for]] murder, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Lg.</span>866b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Euthphr.</span>4e</span>; <b class="b3">ἐ. τινὶ ὑπὲρ φόνου</b> ib.b, cf. e: c. acc. pers., <b class="b3">ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον</b> Test. ap. <span class="bibl">D.21.107</span>, cf. <span class="bibl">Antipho 1.11</span>, etc.: c. dat. rei, [[visit]], [[avenge]], τῷ παθήματι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>866b</span> (and c. acc., τὸν τῶν πατέρων θάνατον <span class="bibl">D.S.4.66</span>); also <b class="b3">ἐ. δίκῃ, γραφῇ</b>, [[prosecute]] at law, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>754e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Euthphr.</span>4c</span>, <span class="bibl">Aeschin.2.93</span>; [[attack]], τῷ λόγῳ μεγαλοπρεπέστερον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>215e</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> c. acc., [[go over]], [[traverse]], δρυμούς <span class="bibl">Clearch.37</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> in writing, <b class="b2">traverse, go through in detail</b>, σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα <span class="bibl">Hdt.1.5</span>; πάντα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1118</span>; πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>437a</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b2">go through with, execute</b>, παρασκευὰς λόγῳ καλῶς μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι <span class="bibl">Th.1.84</span>; ἐ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους <span class="bibl">Id.3.82</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:37, 1 July 2020
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo) serving as Att. fut. to ἐπεξέρχομαι, to which it also supplies the impf. -ῄειν, Ion. 3pl. -ήϊσαν Hdt.7.223:—go out against an enemy, l. c., Th.2.21, etc.; τισί Id.6.97; πρὸς πολεμίους X.Eq.Mag.7.3; ἐ. τινὶ ἐς μάχην Th.2.23, etc. 2 get out, escape, Arist.Pr.937a28. II proceed against, take vengeance on, Hdt.8.143; esp. in legal sense, prosecute, τινί D.21.216, Men.Epit.140; ἐ. τινὶ φόνου for murder, Pl. Lg.866b, Euthphr.4e; ἐ. τινὶ ὑπὲρ φόνου ib.b, cf. e: c. acc. pers., ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Test. ap. D.21.107, cf. Antipho 1.11, etc.: c. dat. rei, visit, avenge, τῷ παθήματι Pl.Lg.866b (and c. acc., τὸν τῶν πατέρων θάνατον D.S.4.66); also ἐ. δίκῃ, γραφῇ, prosecute at law, Pl.Lg.754e, Euthphr.4c, Aeschin.2.93; attack, τῷ λόγῳ μεγαλοπρεπέστερον Pl.Ly.215e. III c. acc., go over, traverse, δρυμούς Clearch.37. 2 in writing, traverse, go through in detail, σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα Hdt.1.5; πάντα Ar.Ra.1118; πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Pl.R.437a. 3 go through with, execute, παρασκευὰς λόγῳ καλῶς μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Th.1.84; ἐ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους Id.3.82.
German (Pape)
[Seite 915] (s. εἶμι), gegen Einen ausrücken, einen Ausfall machen; Her. 7, 223 ἐπεξήϊσαν; 8, 143; Thuc. 2, 20 u. öfter, τινί, εἰς μάχην 2, 13; daher auch wie ἐπεξέρχομαι, gerichtlich belangen, eigtl. δίκῃ, Plat. Legg. VI, 754 e; τῇ τοῦ τραύματος γραφῇ Aesch. 2, 93; τοῦ πατρὸς τὸν φονέα Antiph. 1, 11, wie φόνον 5 α 3; gew. φόνου τῷ κτείναντι, den Mörder wegen des Mordes, Plat. Legg. IX, 866 b; πατρὶ φόνου Euthyphr. 4 e; τοῦ φόνου τινά Dem. 21, 107, von B. A. 141 bemerkt; rächen, τῷ παθήματι Plat. Legg. IX, 866 b; τὴν παρανομίαν, bestrafen, D. Sic. 1, 77, a. Sp.; ἄχρι τέλους, die äußerste Strafe verhängen, D. Hal. 7, 54; – durchgehen, eigtl. ὀρείους δρυμούς Ath. XIV, 619 c; erwähnen, ὁμοίως σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα Her. 1, 5; τῷ λόγῳ Plat. Lys. 215 e; πάσας αἰτίας Tim. 38 d; so auch τὰς τιμωρίας, poenas persequebantur, Thuc. 3, 82. – Indic. praes. mit Futurbdtg, s. simplex.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), χρησιμεῦον ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ ἐπεξέρχομαι, εἰς ὃ ὡσαύτως παρέχει τὸν παρατ. -ῄειν, Ἰων. γ΄ πληθ. -ήϊσαν, Ἡρόδ. 7. 223˙ ἐξέρχομαι ἐναντίον ἐχθροῦ, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 2. 13. 20, κλπ.˙ τινὶ ὁ αὐτὸς 6. 97˙ πρός τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 3˙ ἐπ. τινὶ ἐς μάχην Θουκ. 2. 23, κτλ.˙- ἁπλῶς, ἐξέρχομαι, διαφεύγω, Ἀριστ. Προβλ. 24. 13. ΙΙ. προβαίνω ἐναντίον τινός, ἐκδικοῦμαι τινά, Ἡρόδ. 8. 143˙ ἰδίως ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, καταδιώκω δικαστικῶς, τινὶ Δημ. 583. 23˙ ἐπ. τινὶ φόνου, διὰ φόνον, Πλάτ. Νόμοι 866Β˙ ἐπ. τινὶ ὑπὲρ φόνου ὁ αὐτὸς ἐν Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Ε˙- ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., Εὐρ. Ἀνδρ. 735˙ ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Μάρτυρες παρὰ Δημ. 549. 25, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 35, κλπ.˙- μετὰ δοτ. πράγματος, τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, τῷ παθήματι Πλάτ. Νόμοι 886Β (καὶ μετ’ αἰτ., θάνατον Διόδ. 4. 66)˙ ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, ἐπ. δίκῃ, προσβάλλειν τινὰ δικαστικῶς, διὰ καταγγελίας, αὐτόθι 754 Ε˙ ἀλλὰ παρ’ Αἰσχίνῃ (40. 27), ἐπ. γραφῇ, ἀκολουθεῖν τὴν καταγγελίαν, πρβλ. Πλάτ. Λύσ. 215 Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., διέρχομαι, ἐξετάζω ἐν λεπτομερείᾳ, σμικρὰ καὶ μεγάλα Ἡρόδ. 1. 5˙ πάντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1118˙ πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Πλάτ. Πολ. 437 Α˙ καὶ ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Λύσ. 215 Ε. 2) ἐκτελῶ, βάλλω εἰς πρᾶξιν, παρασκευὰς λόγῳ καλῶς μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Θουκ. 1. 84˙ ἐπ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους ὁ αὐτὸς 3. 82.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. ἐπεξιέναι, part. ἐπεξιών, impf. ἐπεξῄειν, f. ἐπέξειμι;
I. sortir contre :
1 marcher contre, τινι;
2 poursuivre en justice : τινα φόνου, τινι φόνου qqn pour meurtre;
II. aller jusqu’au bout :
1 fig. en parl. d’un récit, d’un discours parcourir successivement, acc.;
2 poursuivre jusqu’au bout, accomplir, achever.
Étymologie: ἐπί, ἔξειμι.
Greek Monolingual
ἐπέξειμι (Α) έξειμι
1. κάνω επιδρομή εναντίον του εχθρού («ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾱν», Θουκ.)
2. ξεφεύγω
3. παίρνω εκδίκηση
4. κάνω μήνυση («ὅπως ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει», Δημοσθ.)
5. εκδικούμαι, τιμωρώ («μὴ ἐπεξίῃ τῷ παθήματι», Πλάτ.)
6. επιτίθεμαι με ορμή
7. διαπερνώ
8. διηγούμαι με λεπτομέρειες
9. εκτελώ («ἐπεξιέναι τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐπέξειμι: (εἶμι ibo), χρησιμ. ως Αττ. μέλ. του ἐπεξέρχομαι· παρατ. -ῄειν, Ιων. γʹ πληθ. -ήϊσαν·
I. εξέρχομαι εναντίον ενός εχθρού, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.
II. προχωρώ εναντίον, εκδικούμαι κάποιον, σε Ηρόδ.· ως νομικός όρος, διώκω ποινικώς, μηνύω, καταγγέλλω, τινι, σε Δημ.· επίσης με αιτ. προσ., σε Ευρ., Δημ.
III. 1. διέρχομαι, διασταυρώνω, εξετάζω λεπτομερώς, με αιτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. τελειώνω, φέρνω εις πέρας, εκτελώ, παρασκευάς, τιμωρίας, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέξειμι: εἶμι (inf. praes. ἐπεξιέναι, fut. ἐπέξειμι, impf. ἐπεξῄειν, part. ἐπεξιών)
1) выходить (наружу) (οὐκ ἐᾶν τὸ ἐνὸν θερμὸν ἐ. Arst.);
2) (тж. ἐ. ἐς μάχην Thuc.) (против кого-л.) выходить, выступать, отправляться в поход (ἐ. τινί Thuc., Plut. или πρός τινα Xen.);
3) продвигаться, проникать (ἐς τὸ εὐρύτερον τοῦ αὐχένος Her.);
4) (тж. ἐ. τῇ δίκῃ Plat.) преследовать в судебном порядке, привлекать к судебной ответственности: ἐ. τινὰ φόνου Dem. или τινὶ (ὑπέρ) φόνου Plat. обвинять кого-л. в убийстве; ἐ. τῇ τοῦ τραύματος γραφῇ Aeschin. подать в суд за нанесение раны;
5) карать, мстить: ἐ. τινί Plat. и τι Diod. карать за что-л.;
6) (в речи) (тж. ἐ. τῷ λόγῳ Plat.) пробегать, перебирать, обозревать, рассматривать (σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα Her.; πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Plat.);
7) проводить (в жизнь): τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους ἐ. Thuc. установить еще большие наказания.
Middle Liddell
εἶμι ibo] [serving as attic fut. to ἐπεξέρχομαι imperf. -ῄειν ionic 3rd pl. -ήϊσαν
I. to go out against an enemy, c. dat., Hdt., Thuc.
II. to proceed against, take vengeance on, Hdt.: in legal sense, to prosecute, τινι Dem.:—also c. acc. pers., Eur., Dem.
III. to go over, traverse, go through in detail, c. acc., Hdt., Ar.
2. to go through with, execute, παρασκευάς, τιμωρίας Thuc.