εὐτελής: Difference between revisions
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eftelis | |Transliteration C=eftelis | ||
|Beta Code=eu)telh/s | |Beta Code=eu)telh/s | ||
|Definition=ές, (τέλος) <span class="sense" | |Definition=ές, (τέλος) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[easily paid for]], [[cheap]], <span class="bibl">Hdt.2.86</span> (Comp. and Sup.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cri.</span>45a</span>, etc.; [[slight]], [[easy]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>649d</span>; <b class="b3">τὰ εὐ. ἐν χειρουργίᾳ</b> [[simple]] methods of treatment, <span class="bibl"><span class="title">BKT</span>3p.24</span>; <b class="b3">εὐτελέστερα δὲ τὰ δεινά</b> the danger would be [[more cheaply met]], <span class="bibl">Th.8.46</span> codd. (dub.). Adv. -[[λῶς]] [[at a cheap rate]], <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.49</span>; <b class="b3">ἀγόρασον εὐ</b>. <span class="bibl">Ephipp.15.1</span>: Comp. -έστερον <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.46</span>; -εστέρως <span class="title">Gloss.</span>: Sup. -έστατα<b class="b3">, σκευάσαι</b> <span class="title">IG</span>12.44.9; f.l. for [[εὐσταλέστατα]], <span class="bibl">Hdn.2.11.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[mean]], [[paltry]], [[worthless]], of persons, σηματουργὸς δ' οὔ τις εὐ. ἄρ' ἦν <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>491</span>; of character, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1272b41</span>; opp. [[σεμνότερος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Po.</span>1448b26</span> (Comp.); ὅστις -έστατος <span class="bibl">Eup.189</span>; παιδισκάριον <span class="bibl">Men.338</span>; ἀνόητος, εὐ. ὑπερβολῇ <span class="bibl">Id.615</span>; so of things, <b class="b3">εὐ. βίος</b> [[shabby]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>806a</span>; of land, [[depreciated in value]], PTeb.61(b).30 (ii B.C.); -<b class="b3">εστέρα ἄσκησις</b> [[paltry]], [[requiring no exertion]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>1.16</span>; τἄλλα δὲ… -έστατα <span class="bibl">Pl.Com. 174.11</span>, cf. <span class="bibl">Epin.1.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[thrifty]], [[frugal]], δίαιτα <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.3.5</span>; δεῖπνον Plu.2.150c (Comp.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:55, 10 December 2020
English (LSJ)
ές, (τέλος) A easily paid for, cheap, Hdt.2.86 (Comp. and Sup.), Pl.Cri.45a, etc.; slight, easy, Id.Lg.649d; τὰ εὐ. ἐν χειρουργίᾳ simple methods of treatment, BKT3p.24; εὐτελέστερα δὲ τὰ δεινά the danger would be more cheaply met, Th.8.46 codd. (dub.). Adv. -λῶς at a cheap rate, X.Smp.4.49; ἀγόρασον εὐ. Ephipp.15.1: Comp. -έστερον X.Cyr.8.3.46; -εστέρως Gloss.: Sup. -έστατα, σκευάσαι IG12.44.9; f.l. for εὐσταλέστατα, Hdn.2.11.1. 2 mean, paltry, worthless, of persons, σηματουργὸς δ' οὔ τις εὐ. ἄρ' ἦν A.Th.491; of character, Arist.Pol.1272b41; opp. σεμνότερος, Id.Po.1448b26 (Comp.); ὅστις -έστατος Eup.189; παιδισκάριον Men.338; ἀνόητος, εὐ. ὑπερβολῇ Id.615; so of things, εὐ. βίος shabby, Pl.Lg.806a; of land, depreciated in value, PTeb.61(b).30 (ii B.C.); -εστέρα ἄσκησις paltry, requiring no exertion, X.Eq.Mag.1.16; τἄλλα δὲ… -έστατα Pl.Com. 174.11, cf. Epin.1.4. II thrifty, frugal, δίαιτα X.Mem.1.3.5; δεῖπνον Plu.2.150c (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτελής: -ές, (τέλος) εὔωνος, εὐθηνός, Ἡρόδ. 2. 86, Πλάτ. Κρίτων 45Α, κτλ.· μηδαμινός, εὔκολος, Πλάτ. Νόμ. 649D· εὔτελέστερα δὲ τὰ δεινὰ Θουκ. 8. 46. ― Ἐπίρρ. -λῶς, εὐθηνά, Ξεν. Συμπ. 4. 49· ἀλλ’ ἀγόρασον εὐτελῶς Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις ἢ Ὀβελιαφόροις» 1. 2) οὐτιδανός, ποταπός, «τιποτένιος», ἐπὶ προσώπων, σηματουργὸς δ’ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ’ ἦν Αἰσχύλ. Θήβ. 491· ἐπὶ χαρακτῆρος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 4· ἀντίθετον τῷ σεμνός, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4, 8· ὅστις... εὐτελέστατος Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 9· παιδισκάριον… εὐτελὲς Μένανδρ. ἐν «Μισουμένῳ» 3· ἐνόητος εὐτελὴς ὑπερβολῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 137: ― οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, εὐτ. βίος, οὐτιδανός, ἄθλιος, πρόστυχος, Πλάτ. Νόμ. 806Α· εὐτελεστέρα ἄσκησις, ἀναξία λόγου, μὴ ἀπαιτοῦσα πολὺν κόπον, Ξεν. Ἱππαρχ. 1,16· τἆλλα δὲ… εὐτελέστατ’ ἔστ’ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 11, πρβλ. Ἐπίνικον ἐν «Μνησιπτόλεμῳ» 1. 4. ΙΙ. ὀλιγοδάπανος, λιτός, δίαιτα Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 5· δεῖπνον Πλούτ. 2.150C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 de peu de prix;
2 vil, bas ; commun, vulgaire;
Cp. εὐτελέστερος, Sp. εὐτελέστατος.
Étymologie: εὖ, τέλος.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐτελής, -ές)
1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος
2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο ελαττωματικός, ο πρόστυχος, ο παρακατιανός
3. (για πρόσ.) ποταπός, μηδαμινός, μικροπρεπής, χυδαίος, χαμερπής, ουδιτανός
μσν.
1. φτωχός, ταπεινός
2. αναξιόπιστος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτελές
η ευτέλεια
2. απλός, ευχερής, εύκολος
3. (για στίχους, φράσεις, λέξεις) ασήμαντος
4. (για ποταμούς) μικρός, ασήμαντος
5. λιτός, αυτός που δεν είναι πλούσιος και άφθονος («εὐτελὴς ἦν [η δίαιτα]», Ξεν.).
επίρρ...
ευτελώς (Α εὐτελῶς)
σε χαμηλή τιμή, φθηνά
αρχ.
λιτά, χωρίς μεγάλη δαπάνη, φτωχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + -τελής (< τέλος «αξία, τιμή»)
πρβλ. α-τελής, υπο-τελής. Η κυριολεκτική σημασία «εύκολος στο να πληρωθεί» (πρβλ. το αντίθ. πολυ-τελής) εξελίχθηκε σε «ποιοτικά κατώτερος» (άρα φθηνός) και μεταφορικά «μικροπρεπής, χυδαίος»].
Greek Monotonic
εὐτελής: -ές (τέλος),·
I. 1. αυτός που πληρώνεται εύκολα, φθηνός, πάμφθηνος, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· εὐτελέστερα δὲ τὰ δεινά, ο κίνδυνος θα ήταν μικρότερης σημασίας, σε Θουκ.· επίρρ. -λῶς, σε φθηνή τιμή, σε Ξεν.
2. μέτριος, χαμηλός, άθλιος (φτωχικός), ασήμαντος, τιποτένιος, κακομοίρης, ανάξιος, σε Αισχύλ.· εὐτελεστέρα ἄσκησις, ασήμαντη, τιποτένια, αυτή που δεν απαιτεί πολύ κόπο, σε Ξεν.
II. οικονόμος, φειδωλός, ολιγοδάπανος, λιτός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐτελής:
1) недорогой, дешевый (sc. τέχνη Her.; ἐσθής Arst.);
2) дешево берущий (συκοφάντης Plat.);
3) не требующий больших усилий, легкий (ἄσκησις Xen.; πεῖρα Plat.);
4) незначительный, небольшой (τὰ δεινά Thuc.);
5) простой, неважный (σηματουργός Aesch.);
6) негодный, плохой, жалкий, дрянной (παιδισκάριον Men.; χλαμύδιον Plut.);
7) ничтожный, незначительный (βίος Plat.; πόλεις Diod.);
8) простой, невзыскательный, скромный (δίαιτα Xen., Diod.; δεῖπνον Plut.).
Middle Liddell
εὐ-τελής, ές τέλος
I. easily paid for, cheap, Hdt., Plat., etc.; εὐτελέστερα δὲ τὰ δεινά the danger would be more cheaply met, Thuc.:—adv. -λῶς, at a cheap rate, Xen.
2. mean, paltry, worthless, Aesch.; εὐτελεστέρα ἄσκησις paltry, requiring no exertion, Xen.
II. thrifty, frugal, Xen.
English (Woodhouse)
bad, cheap, indifferent, inefficient, mean, poor, shabby, sorry, worthless, of price, poor in quality