επάγω: Difference between revisions
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
(12) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπάγω]]) [[άγω]]<br /><b>1.</b> άγω, [[οδηγώ]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[επιφέρω]], [[προκαλώ]]<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]], [[παρασύρω]] («μᾱλλον πρὸς [[σκληρότητα]] ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου»)<br /><b>4.</b> [[καταφέρω]] [[χτύπημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[επιβάλλω]] όρκο ή [[πρόστιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] στρατεύματα [[εναντίον]] του εχθρού<br /><b>2.</b> [[προχωρώ]], [[επέρχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου (τῶν πολεμίων ἐπαγόντων αὐτοῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κεντρίζω]], [[παρορμώ]], [[υποκινώ]]<br /><b>4.</b> [[επιταχύνω]] μια [[κίνηση]] («[[ἀτρέμας]] πρῶτον... κἄπειτ' ἐπάγει παπαπαππάξ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (με αιτ. και απρμφ.) [[πείθω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («ἐξ ὧν ἄν τις ὑμᾱς ἐπαγάγοι μᾱλλον φροντίσαι τῆς ἡμετέρας σωτηρίας», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]] («τοσαῡτα δὲ εἴπας ἐπάγειν ἐκέλευε τὸν Ἆπιν τοὺς ἱερέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]<br /><b>8.</b> [[κομίζω]], [[μεταφέρω]] [[κάπου]]<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> α) [[μεταφέρω]] στη [[χώρα]] μου<br />β) (για τις ρίζες φυτού) [[μεταφέρω]] [[τροφή]]<br /><b>10.</b> [[διοχετεύω]] ([[νερό]])<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρνω]] για τον εαυτό μου, [[προμηθεύομαι]] («ἐκ θαλάσσης ὧν δέονται ἐπάξονται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> α) <b>ενεργ.</b> [[βάζω]] κάποιον να ψηφίσει («ψῆφον ἐπήγαγον | |mltxt=(AM [[ἐπάγω]]) [[άγω]]<br /><b>1.</b> άγω, [[οδηγώ]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[επιφέρω]], [[προκαλώ]]<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]], [[παρασύρω]] («μᾱλλον πρὸς [[σκληρότητα]] ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου»)<br /><b>4.</b> [[καταφέρω]] [[χτύπημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[επιβάλλω]] όρκο ή [[πρόστιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] στρατεύματα [[εναντίον]] του εχθρού<br /><b>2.</b> [[προχωρώ]], [[επέρχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου (τῶν πολεμίων ἐπαγόντων αὐτοῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κεντρίζω]], [[παρορμώ]], [[υποκινώ]]<br /><b>4.</b> [[επιταχύνω]] μια [[κίνηση]] («[[ἀτρέμας]] πρῶτον... κἄπειτ' ἐπάγει παπαπαππάξ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (με αιτ. και απρμφ.) [[πείθω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («ἐξ ὧν ἄν τις ὑμᾱς ἐπαγάγοι μᾱλλον φροντίσαι τῆς ἡμετέρας σωτηρίας», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]] («τοσαῡτα δὲ εἴπας ἐπάγειν ἐκέλευε τὸν Ἆπιν τοὺς ἱερέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]<br /><b>8.</b> [[κομίζω]], [[μεταφέρω]] [[κάπου]]<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> α) [[μεταφέρω]] στη [[χώρα]] μου<br />β) (για τις ρίζες φυτού) [[μεταφέρω]] [[τροφή]]<br /><b>10.</b> [[διοχετεύω]] ([[νερό]])<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρνω]] για τον εαυτό μου, [[προμηθεύομαι]] («ἐκ θαλάσσης ὧν δέονται ἐπάξονται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> α) <b>ενεργ.</b> [[βάζω]] κάποιον να ψηφίσει («ψῆφον ἐπήγαγον τοῖς ξυμμάχοις ἅπασιν»)<br />β) <b>παθ.</b> <b>φρ.</b> «[[ψῆφος]] ἐπάγεταί τινι» — ψηφίζεται, αποφασίζεται [[κάτι]] με [[ψηφοφορία]]<br /><b>13.</b> [[οδηγώ]] ένα [[πρόσωπο]] [[μπροστά]] στη [[βουλή]]<br /><b>14.</b> [[φέρνω]] επί [[πλέον]], [[προσθέτω]] («[[ἐπάγων]] δὲ τῷ λόγῳ τὸ [[ἔργον]] [[ἔνειμεν]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>15.</b> [[παρεμβάλλω]] («ἐπάγουσι ἀνὰ πᾱν [[ἔτος]] [[πέντε]] ἡμέρας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>16.</b> [[εισάγω]], [[καθοδηγώ]] («ἐπάγειν αὐτοὺς ἐπὶ τὰ [[μήπω]] γιγνωσκόμενα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>17.</b> <b>μέσ.</b> επικαλούμαι («τούτοις δὲ πᾱσι τοῖς λόγοις [[μάρτυρας]] ποιητὰς ἐπάγονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]] [[χωρίο]] συγγραφέα («ἐπαγόμενοι τε αὐτοὺς οἱ πολλοὶ ἐν τοῖς λόγοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>19.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρνω]] [[μαζί]] μου («εἰ μὴ πλουτοίη καὶ προῑκα ἐπάγοιτο πολλήν», Νικόστρ. στον Στοβαίο)<br /><b>20.</b> [[προσελκύω]] κάποιον, [[αποκτώ]] την [[εύνοια]] κάποιου («τὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν μὴ καί... ἐπαγάγωνται τὸ [[πλήθος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>21.</b> (με αιτ. και απρμφ.) [[αποκτώ]] την [[εύνοια]] κάποιου και τον [[πείθω]], τον [[καταφέρνω]] να κάνει [[κάτι]] («oἱ Ἀργεῑοι πρέσβεις [[τάδε]] [[ὅμως]] ἐπηγάγοντο τοὺς Λακεδαιμονίους ξυγχωρῆσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>22.</b> <b>μέσ.</b> [[επιθέτω]], [[ενθέτω]], [[τοποθετώ]]<br /><b>23.</b> [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]]<br /><b>24.</b> <b>(λογ.)</b> [[βγάζω]] [[συμπέρασμα]] επαγωγικά (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>25.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐπάγω]] τινὶ [[δίκην]], γραφήν» — [[κινώ]] [[δίκη]]<br />β) «[[ἐπάγω]] τινὶ αἰτίαν» — [[εγκαλώ]], [[κατηγορώ]]<br />γ) «[[ἐπάγω]] ὅρκον» — [[προκαλώ]] όρκο, [[επιβάλλω]] όρκο στον αντίδικο, για να βεβαιώσει ενόρκως τους ισχυρισμούς του<br />δ) «ὁ ἐπαγόμενος [[ἀγών]]» — ο [[έκτακτος]]<br />ε) «[[ἐπάγω]] τὸ [[καθόλου]]» — [[συνάγω]] μια γενική [[αρχή]] (<b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 25 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐπάγω) άγω
1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου
2. επιφέρω, προκαλώ
3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου»)
4. καταφέρω χτύπημα
μσν.
επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο
αρχ.
1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον του εχθρού
2. προχωρώ, επέρχομαι εναντίον κάποιου (τῶν πολεμίων ἐπαγόντων αὐτοῑς», Πολ.)
3. κεντρίζω, παρορμώ, υποκινώ
4. επιταχύνω μια κίνηση («ἀτρέμας πρῶτον... κἄπειτ' ἐπάγει παπαπαππάξ», Αριστοφ.)
5. (με αιτ. και απρμφ.) πείθω κάποιον να κάνει κάτι («ἐξ ὧν ἄν τις ὑμᾱς ἐπαγάγοι μᾱλλον φροντίσαι τῆς ἡμετέρας σωτηρίας», Ισοκρ.)
6. οδηγώ κάποιον μπροστά σε κάποιον άλλο («τοσαῡτα δὲ εἴπας ἐπάγειν ἐκέλευε τὸν Ἆπιν τοὺς ἱερέας», Ηρόδ.)
7. οδηγώ, συνοδεύω
8. κομίζω, μεταφέρω κάπου
9. μέσ. α) μεταφέρω στη χώρα μου
β) (για τις ρίζες φυτού) μεταφέρω τροφή
10. διοχετεύω (νερό)
11. μέσ. φέρνω για τον εαυτό μου, προμηθεύομαι («ἐκ θαλάσσης ὧν δέονται ἐπάξονται», Θουκ.)
12. α) ενεργ. βάζω κάποιον να ψηφίσει («ψῆφον ἐπήγαγον τοῖς ξυμμάχοις ἅπασιν»)
β) παθ. φρ. «ψῆφος ἐπάγεταί τινι» — ψηφίζεται, αποφασίζεται κάτι με ψηφοφορία
13. οδηγώ ένα πρόσωπο μπροστά στη βουλή
14. φέρνω επί πλέον, προσθέτω («ἐπάγων δὲ τῷ λόγῳ τὸ ἔργον ἔνειμεν», Πλούτ.)
15. παρεμβάλλω («ἐπάγουσι ἀνὰ πᾱν ἔτος πέντε ἡμέρας», Ηρόδ.)
16. εισάγω, καθοδηγώ («ἐπάγειν αὐτοὺς ἐπὶ τὰ μήπω γιγνωσκόμενα», Πλάτ.)
17. μέσ. επικαλούμαι («τούτοις δὲ πᾱσι τοῖς λόγοις μάρτυρας ποιητὰς ἐπάγονται», Πλάτ.)
18. μνημονεύω, αναφέρω χωρίο συγγραφέα («ἐπαγόμενοι τε αὐτοὺς οἱ πολλοὶ ἐν τοῖς λόγοις», Πλάτ.)
19. μέσ. φέρνω μαζί μου («εἰ μὴ πλουτοίη καὶ προῑκα ἐπάγοιτο πολλήν», Νικόστρ. στον Στοβαίο)
20. προσελκύω κάποιον, αποκτώ την εύνοια κάποιου («τὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν μὴ καί... ἐπαγάγωνται τὸ πλήθος», Θουκ.)
21. (με αιτ. και απρμφ.) αποκτώ την εύνοια κάποιου και τον πείθω, τον καταφέρνω να κάνει κάτι («oἱ Ἀργεῑοι πρέσβεις τάδε ὅμως ἐπηγάγοντο τοὺς Λακεδαιμονίους ξυγχωρῆσαι», Θουκ.)
22. μέσ. επιθέτω, ενθέτω, τοποθετώ
23. συνάγω, συμπεραίνω
24. (λογ.) βγάζω συμπέρασμα επαγωγικά (Αριστοτ.)
25. φρ. α) «ἐπάγω τινὶ δίκην, γραφήν» — κινώ δίκη
β) «ἐπάγω τινὶ αἰτίαν» — εγκαλώ, κατηγορώ
γ) «ἐπάγω ὅρκον» — προκαλώ όρκο, επιβάλλω όρκο στον αντίδικο, για να βεβαιώσει ενόρκως τους ισχυρισμούς του
δ) «ὁ ἐπαγόμενος ἀγών» — ο έκτακτος
ε) «ἐπάγω τὸ καθόλου» — συνάγω μια γενική αρχή (Αριστοτ.).