ἄωρος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄωρος''': (Α), ον, (ὥρα) ὁ παρὰ τὴν ὥραν, [[ἄκαιρος]], [[ἄωρος]], [[χειμών]], τύχαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 496, Εὐμ. 956· θάνατοι Εὐρ. Ὀρ. 1030· τελευτὴ Ἀντιφῶν 121. 4· [[ἄωρος]] θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 168, πρβλ. [[ἄνωρος]]· οἱ ἄωροι, οἱ ἀώρως ἀποθνήσκοντες, Ἀπολλόδ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 1· ἐν ἐπιταφίοις, ὤλετ’ [[ἄωρος]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 12, κ. ἀλλ.· ― [[μετὰ]] γεν., [[γήρως]] ἀωρότερα πράττειν, πράγματα μὴ ἁρμόζοντα εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν, Πλουτ. Σύλλ. 2. 2) ἐπὶ καρποῦ, ὁ μὴ [[ὥριμος]], κοινῶς «[[ἄγουρος]]» Διοσκ. 1. 180· ἐπὶ ἰχθύος, ὁ μὴ εἰς τὸν καιρόν του, ἀντίθετον τῷ [[ὥριμος]], Νικόμαχ. ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 21· ― μεταφ., [[ἄωρος]] πρὸς γάμον, ὁ μὴ ἐν ὥρᾳ γάμου, Πλουτ. Λυκ. 15. 3) ὁ μὴ ἐν ἀκμῇ τῆς νεότητος, οὐκ [[ἀτρύφερος]] οὐδ’ ἄωρός ἐστ’ [[ἀνήρ]], ἀντίθετον τῷ [[ὡραῖος]], Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 4, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 14, Πλάτ. Πολ. 574C: ― Ἐπίρρ. ἀώρως Πλούτ. 2. 119F.
|lstext='''ἄωρος''': (Α), ον, (ὥρα) ὁ παρὰ τὴν ὥραν, [[ἄκαιρος]], [[ἄωρος]], [[χειμών]], τύχαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 496, Εὐμ. 956· θάνατοι Εὐρ. Ὀρ. 1030· τελευτὴ Ἀντιφῶν 121. 4· [[ἄωρος]] θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 168, πρβλ. [[ἄνωρος]]· οἱ ἄωροι, οἱ ἀώρως ἀποθνήσκοντες, Ἀπολλόδ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 1· ἐν ἐπιταφίοις, ὤλετ’ [[ἄωρος]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 12, κ. ἀλλ.· ― μετὰ γεν., [[γήρως]] ἀωρότερα πράττειν, πράγματα μὴ ἁρμόζοντα εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν, Πλουτ. Σύλλ. 2. 2) ἐπὶ καρποῦ, ὁ μὴ [[ὥριμος]], κοινῶς «[[ἄγουρος]]» Διοσκ. 1. 180· ἐπὶ ἰχθύος, ὁ μὴ εἰς τὸν καιρόν του, ἀντίθετον τῷ [[ὥριμος]], Νικόμαχ. ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 21· ― μεταφ., [[ἄωρος]] πρὸς γάμον, ὁ μὴ ἐν ὥρᾳ γάμου, Πλουτ. Λυκ. 15. 3) ὁ μὴ ἐν ἀκμῇ τῆς νεότητος, οὐκ [[ἀτρύφερος]] οὐδ’ ἄωρός ἐστ’ [[ἀνήρ]], ἀντίθετον τῷ [[ὡραῖος]], Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 4, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 14, Πλάτ. Πολ. 574C: ― Ἐπίρρ. ἀώρως Πλούτ. 2. 119F.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄωρος Medium diacritics: ἄωρος Low diacritics: άωρος Capitals: ΑΩΡΟΣ
Transliteration A: áōros Transliteration B: aōros Transliteration C: aoros Beta Code: a)/wros

English (LSJ)

(A), ον, (ὥρα) A untimely, unseasonable, χειμών, τύχαι, A.Pers. 496, Eu.956 (lyr.); θάνατος E.Or.1030; τελευτή Antipho 3.1.2; ξυνουσίη Aret.CD1.4 (but ἄ. γάμος too late, D.H.4.7); πένθος LXX Wi. 14.15; μετὰ μάχην ἱκετεύειν ἄωρον ἐδόκει J.BJ5.11.1; ἄ. θανεῖν E.Alc. 168, cf. Hdt.2.79; οἱ ἄ. those who die untimely, Apollod.Com.4, cf. Philostr.VA6.4; esp. of those dying unmarried, PMag.Par.1.342, cf. 2725; in Epitaphs, ὤλετ' ἄ. IG12.977: Sup. ἀωρώτατε (sic) Sammelb. 1420; ἕνεκα χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄ. unripe (for death), Metrod.52; ἀώροις περιπέσοιτο συμφοραῖς Epigr.Gr.376 (Aezani): Comp. γήρως ἀωρότερα πράττειν things unbecoming old age, Plu.Sull.2. 2 unripe, of fruit, Dsc.1.126, LXX Wi.4.5; of fish, out of season, opp. ὥριμος, Nicom.Com.1.21: metaph., ἄωρος πρὸς γάμον Plu.Lyc.15; ἄ. ὥρα Id. Comp. Thes.Rom.6. 3 without youthful freshness, ugly, Eup.69, X.Mem.1.3.14 (Sup.), Pl.R.574c. Adv. -ρως J.AJ4.8.19.
ἄωρος (B), ον, of the πλεκτάναι or polypus-like legs of Scylla, A τῆς ἦ τοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι Od.12.89; one of the Sch. expld. it as κρεμαστοί, ἀπὸ τοῦ αἰωρῶ, but more prob. = ἄκωλοι, as Sch.HQ, from Ion. ὤρη B. II ἄωροι πόδες fore-feet, οὐ τοὺς ἀώρους εἶπά σοι . . πόδας πρίασθαι; σὺ δὲ φέρεις ὀπισθίους Philem.145.
ἄωρος (C), contr. ὦρος, ὁ, A sleep, Sapph.57; ἤλασ' ἄωρον prob. for ἤλασας ὦρον in Call.Fr.150.

German (Pape)

[Seite 422] ὁ, zsgz. ὦρος, der Schlaf, Sappho im E. M. (ὥρα), 1) unzeitig, unreif, Ael. N. A. 12, 5; Ggstz ὥριμος Nicomach. Ath. VII, 291 a (vs. 21); zu früh, τελευτή Antiph. III α 2; συμφοραί β 12; τύχη Eur. Hec. 425; Aesch. Eum. 944; θάνατος Or. 1030, wie im scol. Ath. XV, 694 c; ἄωρον θανεῖν Her. 2, 79; ἀπολέσαι Eur. I. A. 1218; οἱ ἄωροι geradezu = die früh Gestorbenen, Apollnds. com. bei Stob. flor. 119, 14, Ggstz γέροντος ἐκφορά; τοῦ γήρως ἀωρότερον πράττειν, was sich für's Alter nicht recht paßt, Plut. Syll. 2; γάμος zu spät, Dion. Hal. 4, 7; unpassend, 10, 11. – 2) ungestaltet, unförmlich; vielleicht gehört hierher Odyss. 12, 89 τῆς (der Scylla) ἤτοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι, vgl. die verschiedenen Erklär. in den Scholl.; die daselbst citirte Stelle des Komikers Philemon, in welcher τοὺς ἀώρους πόδας u. ὀπισθίους einander entgegengesetzt werden, s. Meineke Comicc. Gr. Fragm. 4 p. 52. – Uebh. häßlich, Plat. Rep. IX, 574 c; Xen. Mem. 1, 3, 14 Symp 8, 21 dem ὡραῖος entgegengesetzt. – 3) (ὤρα) unbekümmert, ἀφύλακτος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἄωρος: (Α), ον, (ὥρα) ὁ παρὰ τὴν ὥραν, ἄκαιρος, ἄωρος, χειμών, τύχαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 496, Εὐμ. 956· θάνατοι Εὐρ. Ὀρ. 1030· τελευτὴ Ἀντιφῶν 121. 4· ἄωρος θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 168, πρβλ. ἄνωρος· οἱ ἄωροι, οἱ ἀώρως ἀποθνήσκοντες, Ἀπολλόδ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 1· ἐν ἐπιταφίοις, ὤλετ’ ἄωρος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 12, κ. ἀλλ.· ― μετὰ γεν., γήρως ἀωρότερα πράττειν, πράγματα μὴ ἁρμόζοντα εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν, Πλουτ. Σύλλ. 2. 2) ἐπὶ καρποῦ, ὁ μὴ ὥριμος, κοινῶς «ἄγουρος» Διοσκ. 1. 180· ἐπὶ ἰχθύος, ὁ μὴ εἰς τὸν καιρόν του, ἀντίθετον τῷ ὥριμος, Νικόμαχ. ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 21· ― μεταφ., ἄωρος πρὸς γάμον, ὁ μὴ ἐν ὥρᾳ γάμου, Πλουτ. Λυκ. 15. 3) ὁ μὴ ἐν ἀκμῇ τῆς νεότητος, οὐκ ἀτρύφερος οὐδ’ ἄωρός ἐστ’ ἀνήρ, ἀντίθετον τῷ ὡραῖος, Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 4, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 14, Πλάτ. Πολ. 574C: ― Ἐπίρρ. ἀώρως Πλούτ. 2. 119F.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
hors de saison :
1 qui n’est pas encore de saison, non encore mûr ; ἄωρος πρὸς γάμον PLUT ou abs. ἄωρος PLUT fille trop jeune pour être mariée ; ἄωρος τύχη ESCHL, EUR, ἄωρος θάνατος EUR mort prématurée;
2 qui n’est plus de saison ; γήρως ἀωρότερα πράττειν PLUT faire des choses qui ne sont plus de saison pour un vieillard ; malséant ; p. anal. ἄωροι πόδες OD pieds mal conformés, hideux ; sel. d’autres, pieds qu’on lève, qu’on agite (de ἀείρω);
Cp. ἀωρότερος, Sp. ἀωρότατος.
Étymologie: ἀ, ὥρα.
Ant. εὔωρος.
2c. ὦρος.

English (Autenrieth)

(ἀείρω), cf. μετέωρος: dangling; of the feet of Scylla, Od. 12.89†.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἄhορος CEG 45 (Atenas VI a.C.); αὔωρος MAMA 7.313.3 (Vetiso); ἄγωρος SEG 2.202 (Beoda III/IV d.C.)

• Morfología: [-ος, -α, -ον MAMA 7.345 (Vetiso), PMag.4.343]
I 1impropio del tiempo, que no está en su momento ἰχθύες Nicom.Com.1.21, cf. Hsch.
2 antes de tiempo, prematuro
a) en rel. c. la muerte y destino mortal humano οὐκ ἂν ἄωρος ἐὼν μοῖραν ἔχοι θανάτου Sol.19.18, τύχῃ A.Eu.957, θάνατος E.Or.1030, Carm.Conu.14, Plu.2.110e, D.C.45.46.4, cf. Antipho 3.1.2, Epigr.Anat.7.1986.23 (Frigia II d.C.), GVI 1960.8 (Frigia I/II d.C.)
dicho de la pers. muerto prematuramente θανεῖν ἀώρους παῖδας E.Alc.168, cf. Hdt.2.79, ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι Metrod.52, ἡ παῖς ᾤχετ' ἄ. AP 7.662 (Leon.), τέκνον αὔωρον MAMA 7.313.3 (Vetiso), θυγατρίσιν (sic) ἀώρες μνήμης χάριν MAMA 7.345 (Vetiso), θράσι ἄωρε Θεόδωρε IGLS 9228 (Bostra), cf. SEG 2.202 (Beocia III/IV d.C.), 28.1206.15 (Frigia IV d.C.), SB 1420
subst. ὁ, ἡ ἄ. el que muere joven τοὺς ἀώρους ἠλέουν Apollod.Com.4, τί οὖν αὐτοῖς πλέον ἢ τοῖς ἀώροις; M.Ant.4.50, ἐπὶ ἀώρῳ κλαίουσι Philostr.VA 6.4, τίθεσαι ... ἀώρου ἢ βιαίου θήκην PMag.4.333, παρακατίθημαι ... ἀώροις τε καὶ ἀώραις PMag.4.343;
b) gener. prematuro de estaciones θεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε A.Pers.496, ἄ. συνουσίη trato sexual prematuro Aret.CD 1.4.14, τὸ λογικὸν ἄωρον la capacidad intelectual inmadura Aristid.Quint.55.10
c. πρός y ac., de pers. demasiado joven para οὔτε γὰρ ἄ. οὐδείς ἐστιν οὔτε πάρωρος πρὸς τὸ κατὰ ψυχὴν ὑγιαῖνον Epicur.Ep.[4] 122.2, ἐγάμουν ... οὐ μικρὰς οὐδ' ἀώρους πρὸς γάμον Plu.Lyc.15.
3 de frutos no maduro, no en sazón, verde ὁ καρπὸς ... ἄχρηστος, ἄ. LXX Sap.4.5, ἄωρα μόρα Dsc.1.126, cf. Call.Fr.808, Hsch.
4 que sucede después de tiempo, tardío ἄ. ... ὁ γάμος τοῦ Ταρκυνίου μικρὸν ἀπολείποντος ἐτῶν ὀγδοήκοντα D.H.4.7
impropio de la edad τοῦ τε γήρως ἀωρότερα πράττειν Plu.Sull.2
c. inf. demasiado tarde para μετὰ μάχην ἱκετεύειν ἄωρον ἐδόκει I.BI 5.449.
II que ya no posee el encanto de la juventud, ajado de pers. ὅτι οὐκ ἀτρύφερος οὐδ' ἄ. ἐστ' ἀνήρ Eup.78, ὥστε ῥᾷον ἀπέσχεσθαι τῶν καλλίστων καὶ ὡραιοτάτων ἢ οἱ ἄλλοι τῶν αἰσχίστων καὶ ἀωροτάτων X.Mem.1.3.14, τὸ ἄωρόν τε καὶ ... πρεσβύτην πατέρα Pl.R.574c, cf. Hsch.
III adv. -ως inoportunamente de frutos βιασαμένης δὲ τῆς φύσεως ἀώρως I.AI 4.226.

• Etimología: v. ὥρα
-ον
que pende, colgante, tentacular de los miembros de Escila τῆς ἤτοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι Od.12.89
de los miembros delanteros οὐ τοὺς ἀώρους εἶπά σοι, μαστιγία, πόδας πρίασθαι; σὺ δὲ φέρεις ὀπισθίους Philem.133.

• Etimología: Etim. dud. Quizá comp. de ὥρη, q.u., y ἀ- priv. de sign. oscuro.
-ου, ὁ

• Alolema(s): contr. ὦρος Call.Fr.177.28
sueño ὀφθάλμοις δὲ μέλαις νύκτος ἄ. Sapph.151, ἤλασαν ὦρον Call.l.c.

• Etimología: Quizá de la raíz *°Hu̯es- de ἄεσα etc., c. dif. alarg. y vocalismo *°Hu̯-ōr > ἄωρος y sin prótesis ὦρος, cf. aaa. wuorag ‘borracho’, etc.

Greek Monolingual

(I)
ἄωρος, -ον (Α) ώρα
1. ανώριμος, άγουρος
2. άκαιρος, παράκαιρος
3. δύσμορφος, αποκρουστικός.
(II)
ἄωρος, -ον (Α)
1. μετέωρος
2. (για πόδια ζώου) μπροστινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Χρησιμοποιήθηκε στην Οδύσσεια ως επίθετο του πόδες για τη Σκύλλα, που παρουσιάζεται ως τέρας με πολλά πόδια. Στα σχόλια συνδέεται η λ. με το αιωρώ και ερμηνεύεται άωροι
«κρεμαστοί», ενώ κατά τον Αρίσταρχο άωροι
«άκωλοι» (κωλή «μηρός, μπούτι»). Κατ' άλλους άωροι < α- στερ. + ιων. ὤρη ή ὥρη «μέρος από το ζώο που πρόκειται να θυσιαστεί», και συγκεκριμένα «γάμπα», σε αντίθεση προς το κωλή «μηρός». Τέλος στον Φιλήμονα τον κωμικό η λ. απαντά ως επίθ. του πόδες για τα μπροστινά πόδια, χρήση υστερογενής και κωμική].
(III)
ἄωρος, ο (Α)
ο ύπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν τα άωρος και ώρος «ύπνος» θεωρηθούν παράλληλοι τύποι, τότε προέρχονται πιθ. από εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ()wōro- (πρβλ. και ()-wōrā > αρχ. ισλ. όrαr «σύγχυση») της ρίζας 2w-er- παράλληλα προς τη ρίζα 2w-es- (πρβλ. αόρ. άεσα του αέσκω), οπότε το α- του τ. άωρος θα είναι προθεματικό. Εξάλλου ίσως υπάρχει κάποια σχέση της λ. με το ρ. αωτώ «κοιμάμαι»].

Greek Monotonic

ἄωρος: (Α), -ον (ὥρα
I. 1. άκαιρος, ανεπίκαιρος, Λατ. intempestivus, σε Αισχύλ., Ευρ.· με γεν., γήρως ἀωρότερα, πράγματα που δεν αρμόζουν στη γεροντική ηλικία, σε Πλούτ.
2. άγουρος, ἄωρος πρὸς γάμον, στον ίδ.
II. αυτός που δεν έχει τη νεανική φρεσκάδα, άσχημος, σε Ξεν., Πλάτ.
ἄωρος: (Β), -ον (ἀείρω, πρβλ. μετ-έωρος)· μετέωρος, αυτός που κυματίζει, λέγεται για πλεκτάναις ή τα πόδια που μοιάζουν με αυτά του χταποδιού, όπως αυτά της Σκύλλας, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄωρος:
I 2 ὥρα
1) несвоевременный (χειμών Aesch.);
2) преждевременный, безвременный (θάνατος Eur., Plut.);
3) неподходящий, неподобающий (αἴσχιστος καὶ ἀωρότατος Xen.): τοῦ γήρως ἀωρότερα πράττειν Plut. совершать поступки, не подобающие старости;
4) несозревший (πρὸς γάμον Plut.);
5) дряхлый (πατήρ Plat.);
6) безобразный, по друг. ἀείρω висящий или передний (πόδες, sc. Σκύλλης Hom.).
II ὁ сон Sappho.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: adj.
Meaning: Uncertain; of πόδες of Scylla (μ 89), also in opposition to the ὀπίσθιοι πόδες (Philem. 145).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Scholia H and Q = ἄκωλοι; "τοὺς γὰρ Ἴωνας λέγειν φασὶ την κωλῆν ὥρην καὶ ὡραίαν" (Sch. μ 89). In SIG 1037 (Miletos IV-IIIa) ὥρη is apart of the sacrificial animal, but different from κωλῆ. Bechtel (s. Lex.) translates Beine, die keine Waden haben (?); his comparison with Lat. sūra (s. W.-Hofmann s. v.) seems impossible. vW. proposes to understand ἄωροι (H.) i.e. wakeful. The meaning in Philem. may be artificial.
2.
Grammatical information: m.
Meaning: sleep (Sapph. 57); (but Call. Fr. 177, 28 Pfeiffer has ὦρον).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: EM 117, 14 = ὦρος, "κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α μηδεν πλέον σημαίνοντος. ὦρος γὰρ ὁ ὕπνος". But ἄωρος (cod. ἄορος) ἄυπνος, Μηθυμναῖοι H. - Further s. ὦρος; also ἀωτέω.

Middle Liddell

1 [ὥρα]
I. untimely, unseasonable, Lat. intempestivus, Aesch., Eur.:—c. gen., γήρως ἀωρότερα things unbecoming old age, Plut.
2. unripe, ἄωρος πρὸς γάμον Plut.
II. without youthful freshness, ugly, Xen., Plat.
2 ἀείρω, cf. μετέωρος
pendulous, waving about, of the πλεκτάναι or polypus-like legs of Scylla, Od.

Frisk Etymology German

ἄωρος: 2.
{áōros}
Grammar: m.
Meaning: Schlaf (Sapph. 57); unsicher Kall. Fr. 177, 28 Pfeiffer.
Etymology : Nach EM 117, 14 = ὦρος, "κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α μηδὲν πλέον σημαίνοντος. ὦρος γὰρ ὁ ὕπνος". — Weiteres s. ὦρος; vgl. auch ἀωτέω.
Page 1,205

English (Woodhouse)

premature

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)