διπλόος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διπλόος:''' стяж. [[διπλοῦς]] 3 (ион. f [[διπλέη]])<br /><b class="num">1)</b> двойной, парный, двухсторонний, с двумя концами ([[διπλῆ]] [[μάστιξ]] Aesch., Soph.) или остриями (διπλᾶ κέντρα Soph.): [[ὅθι]] δ. ἤντετο [[θώρηξ]] Hom. там, где один край брони заходил за другой;<br /><b class="num">2)</b> [[двойной ширины]], [[дважды обертываемый]] ([[χλαίνη]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> двукратный или вторичный ([[ὁδός]] Aesch.; [[θάνατος]] Her.): [[παῖσαι]] διπλῆν (sc. πληγήν) Soph. нанести второй удар;<br /><b class="num">4)</b> [[двухэтажный]] ([[οἰκίδιον]] Lys.);<br /><b class="num">5)</b> состоящий из двух элементов, составной, сложный ([[ὄνομα]], [[λῆξις]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> [[двоякого рода]], [[двоякий]] ([[κίνησις]] Arst.);<br /><b class="num">7)</b> двое, два, оба (διπλοῖ στρατηλάται, sc. [[Ἀγαμέμνων]] καὶ [[Μενέλαος]] Soph.);<br /><b class="num">8)</b> [[согнутый]], [[согбенный]] ([[ἄκανθα]] Eur.);<br /><b class="num">9)</b> [[взаимный]]: [[διπλῇ]] χερὶ θανόντες Soph. погибшие от руки друг друга;<br /><b class="num">10)</b> вдвое больший (τινος Plat.): διπλοῦν ὀφείλειν [[ὅσον]] ἂν καταβλάψῃ Dem. возместить ущерб в двойном размере;<br /><b class="num">11)</b> [[двоедушный]], [[двуличный]] ([[ἀνήρ]] Eur., Plat.; πρός τινα Xen.).
|elrutext='''διπλόος:''' стяж. [[διπλοῦς]] 3 (ион. f [[διπλέη]])<br /><b class="num">1)</b> двойной, парный, двухсторонний, с двумя концами ([[διπλῆ]] [[μάστιξ]] Aesch., Soph.) или остриями (διπλᾶ κέντρα Soph.): [[ὅθι]] δ. ἤντετο [[θώρηξ]] Hom. там, где один край брони заходил за другой;<br /><b class="num">2)</b> [[двойной ширины]], [[дважды обертываемый]] ([[χλαίνη]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> двукратный или вторичный ([[ὁδός]] Aesch.; [[θάνατος]] Her.): [[παῖσαι]] διπλῆν (sc. πληγήν) Soph. нанести второй удар;<br /><b class="num">4)</b> [[двухэтажный]] ([[οἰκίδιον]] Lys.);<br /><b class="num">5)</b> [[состоящий из двух элементов]], [[составной]], [[сложный]] ([[ὄνομα]], [[λῆξις]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> [[двоякого рода]], [[двоякий]] ([[κίνησις]] Arst.);<br /><b class="num">7)</b> [[двое]], [[два]], [[оба]] (διπλοῖ στρατηλάται, sc. [[Ἀγαμέμνων]] καὶ [[Μενέλαος]] Soph.);<br /><b class="num">8)</b> [[согнутый]], [[согбенный]] ([[ἄκανθα]] Eur.);<br /><b class="num">9)</b> [[взаимный]]: [[διπλῇ]] χερὶ θανόντες Soph. погибшие от руки друг друга;<br /><b class="num">10)</b> вдвое больший (τινος Plat.): διπλοῦν ὀφείλειν [[ὅσον]] ἂν καταβλάψῃ Dem. возместить ущерб в двойном размере;<br /><b class="num">11)</b> [[двоедушный]], [[двуличный]] ([[ἀνήρ]] Eur., Plat.; πρός τινα Xen.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 17:48, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλόος Medium diacritics: διπλόος Low diacritics: διπλόος Capitals: ΔΙΠΛΟΟΣ
Transliteration A: diplóos Transliteration B: diploos Transliteration C: diploos Beta Code: diplo/os

English (LSJ)

η, ον, contr. διπλοῦς, διπλῆ, διπλοῦν, Ion. fem. A διπλέη Hdt.3.42 codd., but διπλήν or -ῆν Id.5.90, διπλάς or -ᾶς Id.3.28: contr. always in Trag., exc. διπλόοι A.Fr.39: (cf. ἁπλόος):—twofold, double, prop. of cloaks and articles of dress, χλαῖνα διπλῆ, = δίπλαξ or διπλοΐς, Il.10.134, Od.19.226; ὅθι… διπλόος ἤντετο θώρηξ where the cuirass met [the buckle] so as to be double, Il.4.133; τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν having folded it double, Apollod.Car.4: generally, καλύβη διπλῆ διαφράγματι Th.1.133; διπλόος θάνατος Hdt.6.104; παῖσον διπλῆν (sc. πληγήν) S.El.1415; δ. οἰκίδιον of two stories, Lys.1.9; διπλῆ ἄκανθα spine bent double by age, E.El.492; διπλῆ <ῥάχις> X.Eq.1.11; σύμβολον δ. executed in duplicate, PHib.1.29 (iii B. C.). 2 διπλῇ χερὶ θανεῖν by mutual slaughter, S.Ant.14. 3 δ. ὀνόματα compound words, Arist.Po.1459a9, Rh.1404b29, etc. 4 of fevers in which two paroxysms took place in a given time,δ. ἀμφημερινός, τριταῖος, Gal.7.472, 9.677. 5 δ. ἰσότης, = διπλοϊσότης (q.v.), Dioph.p.98T., etc. 6 δ. ἄνδρας· τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα, Hsch. II as Comp., twice as much, large, etc., βίος Pl.Ti.75b; δίκη Id.Lg.865c; δ. ἢtwice as much as… (v. διπλῇ): c. gen., Id.Ti.35b; διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον… Lex ap.D.23.28; διπλῷ, = διπλῇ, Pl.Lg.722b. III pl., in Trag., = δύο, A.Pr.950, Ch.761, S.Aj.960, OT20, Ant.51. IV double, doubtful, οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89; διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους λέξεις Ph.1.302. 2 double-minded, treacherous, E.Rh.395, etc.; οὐδὲν δ. X.HG4.1.32; δ. καὶ ποικίλος D.H.Rh.11.5; also, playing two parts, Pl.R.397e; at variance with oneself, ib. 554d. V διπλοῦν, τό, = δίπλωμα III, Androm. ap. Gal.13.29, al.

Greek (Liddell-Scott)

διπλόος: -η, -ον, συνῃρ. διπλοῦς, ῆ, οῦν, Ἰων. θηλ. διπλέη ὑπάρχει παρ’ ἅπασι τοῖς χφοις ἐν Ἡροδ. 3. 42, ἀλλά, διπλᾶν 5. 90· διπλᾶς 3. 28· ὁ συνῃρ. τύπος ἀείποτε παρὰ Τραγ., πλὴν τοῦ διπλόοι ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 33· (πρβλ. ἁπλόος)· ― δύο εἰδῶν, διπλοῦς, περὶ ἱματίων καὶ ἄλλων ἐνδυμάτων, χλαῖνα διπλῆ = δίπλαξδιπλοΐς Ἰλ. Κ. 134, Ὀδ. Ρ. 226· ὅθι... διπλόος ἤντετο θώρηξ, ἔνθα συνηντᾶτο ὁ θώραξ [μετὰ τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ ζωστῆρος] καὶ ἐγίνετο διπλοῦς, Ἰλ. Δ. 133· τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν, συμπτύξας αὐτὴν ὥστε νὰ γίνῃ διπλῆ, Ἀπολλόδ. Καρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 440· πρβλ. διπλόω· ― ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, διπλόος θάνατος Ἡρόδ. 6. 104· παῖσον διπλῆν [ἐνν. πληγήν, πρβλ. ἀνταῖος], Σοφ. Ἠλ. 1416· δ. οἰκίδιον, διώροφον, Λυσ. 92. 28· διπλῆ ἄκανθα, ῥάχις κεκαμμένη ὑπὸ τοῦ γήρατος, Εὐρ. Ἠλ. 492, ἔνθα ἴδε Seidl. (487)· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου : duplicato poplite, διπλῆ ῥάχις, Οὐεργιλ. duplex spina, Ξεν. Ἱππ. 1. 11. 2) διπλῇ χερὶ θανεῖν, ἀμοιβαίως διὰ χειρῶν ἀλλήλων, Σοφ. Ἀντ. 14· πρβλ. δικρατής. 3) διπλᾶ ὀνόματα, σύνθετοι λέξεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5, κτλ. ΙΙ. ἐνίοτε ἐν χρήσει ὡς συγκρ., ὡς τὸ διπλάσιος, δὶς τόσος, δὶς τόσο μέγας, εὐρύς, κτλ., βίος Πλάτ. Τιμ. 75Β· δίκη ὁ αὐτ. Νόμ. 865C· δ. ἢ..., δὶς τόσον ὅσον..., (ἴδε ἐν λ. διπλῇ)· ἢ μετὰ γεν., ὁ αὐτ. Τιμ. 35C· ὡσαύτως, διπλοῦν ὅσον... παρὰ Δημ. 629. 22· διπλῷ = διπλῇ, Πλάτ. Νόμ. 722Β. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δύο, Αἰσχύλ. Πρ. 950, Χο. 761, Σοφ. Αἴ. 970, Ο. Τ. 20, Ἀντ. 51. IV. διπλοῦς, ἀμφίβολος, πλήρης ἀμφιβολίας, ἀναποφάσιστος, οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν, πρβλ. διάνδιχα μερμήξεν, Πίνδ. Ν. 10. 167. 2) διπρόσωπος, δόλιος, Λατ. duplex, ἀντίθ. ἁπλοῦς (simplex), Πλάτ. Πολ. 397D, 554D· οὐδὲν δ. Χεν. Ἑλλ. 4. 1, 32. Πρβλ. Ruhnk. Τιμ.

French (Bailly abrégé)

-οῦς, όη-ῆ, όον-οῦν :
I. double :
1 double, au nombre de deux : διπλῆ μάστιξ ESCHL fouet à double lanière ; διπλᾶ κέντρα SOPH aiguillon à double pointe ; διπλοῦν οἰκίδιον LYS maisonnette à deux étages ; παίειν διπλῆν (s.e. πληγήν) SOPH frapper un second coup ; au plur. διπλοῖ βασιλῆς SOPH, διπλοῖ στρατηλάται SOPH deux rois, deux chefs d’armée ; particul. formé de deux éléments en parl. de mots composés;
2 qui se met en double, qui se replie ; χλαῖνα διπλῆ manteau qu’on met en double ; ὅθι διπλόος ἤντετο θώρηξ IL là où la cuirasse rencontrant (le ζῶμα) formait avec lui une double feuille;
3 qui agit doublement, càd par une action réciproque ou simultanée : ἀδελφῶν θανόντων διπλῇ χερί SOPH frères morts des coups dont ils se sont mutuellement frappés;
4 en mauv. part double, équivoque, faux;
II. deux fois aussi grand, aussi long.
Étymologie: δίς, -πλοος ; cf. ἁπλόος.

English (Autenrieth)

double.

English (Slater)

διπλόος
   1 double παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν i. e. in boxing and in the pankratium (N. 5.52) οὐ γνώμᾳ δᾰπλόαν θέτο βουλάν ambiguous (N. 10.89) ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο (I. 4.70) τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ δᾰπλόα θάλλοισ ἀρετά (I. 5.17)

Spanish (DGE)

διπλόη, διπλόον
• Alolema(s): dór. fem. διπλόα Pi.I.3/4.88; contr. διπλοῦς, διπλῆ, διπλοῦν Il.10.134, A.Pers.165, 720, Plu.Mar.17; διπλός, -ή, -όν Hdt.3.42, Men.Sic.280, AP 10.101 (Bianor)
• Morfología: [compar. διπλότερος Eu.Matt.23.15, App.Praef.10]
A Iplegado o doblado en dos, doble χλαῖνα Il.l.c., Od.19.226, πτέρυξ χιτωνίσκου ... διπλῆ Men.l.c., χιτώνιον IG 22.1525.7 (IV a.C.), εἷμα AP 7.66 (Honest.), φοινικίς Plu.l.c., μάστιξ hecho con una rienda doblada, S.Ai.242.
2 doblado, formando ángulo o codo διπλῆ ἄκανθα columna vertebral doblada por la edad, E.El.492, εἰ ... διπλοῦν εἴη τὸ ἔμβρυον de la postura de un feto, Sor.139.21.
II por su composición
1 concr. doble, que consta de dos partes
a) gener. ὅθι ... δ. ἤντετο θώρηξ donde la coraza ofrecía (un refuerzo de) dos capas superpuestas, Il.4.133, de construcciones διπλῆ διαφράγματι καλύβη una cabaña con dos cámaras separadas por una pared Th.1.133, οἰκίδιον ... διπλοῦν una casita de dos plantas Lys.1.9, ἄγκοινα IG 22.1627.152 (IV a.C.), ἡ στόα ἡ διπλῆ IPr.49.8 (III/II a.C.), cf. IKeramos 14.31 (I d.C.), Hell.9.28B.7 (Lidia II d.C.), Paus.6.24.5, op. ἁπλῆ FXanthos 7.67.33 (II d.C.), τεῖχος διπλοῦν un muro doble Th.6.103, I.AI 4.108, cf. Opp.H.4.657;
b) anat. ὁ ἐγκέφαλος Hp.Morb.Sacr.3.2, σπληνίον Hp.Vlc.26, en caballerías ῥάχις διπλῆ espinazo doble e.d. que consta de parte ósea saliente y partes carnosas, por lo que representa mayor comodidad para el jinete, X.Eq.1.11, Opp.C.2.449, Poll.1.190, Gp.16.1.9;
c) táct. de dos filas χάραξ Plb.5.99.9, φάλαγξ I.BI 3.148;
d) de documentos legales doble, por duplicado, en doble ejemplar, consistente en original sellado y copia σύμβολα διπλᾶ ἐσφραγισμένα PSI 324.4, 325.4, cf. PHib.29.34 (todos III a.C.), PLugd.Bat.22.35.8, 15 (II a.C.).
2 doble, de doble naturaleza de abstr. y seres míticos συμφορά A.A.325, Hdt.5.90, cf. LXX Sap.11.12, Nonn.D.10.48, χάρις διπλὴ τῶν τε λόγων καὶ τοῦ δώρου Hdt.3.42, ἀρετά Pi.N.5.52, cf. AP 15.50, δουλεία X.HG 3.5.13, κατάθησις D.S.2.53, τῆς ... θαλάσσης ἡ χροιὰ διπλῆ Ach.Tat.1.1.8, τὸ βάπτισμα Clem.Al.Ex.Thdot.81, ταύρου ... καὶ βροτοῦ δ. φύσις E.Fr.997, cf. AP 16.126, δ. τις Pl.R.554d, τὸ ... διπλοῦν εἶναι τὸν Ἔρωτα Pl.Smp.186a, cf. Luc.Am.37, Nonn.D.42.437, frec. en discusiones teol. sobre la naturaleza de Cristo, Cyr.Al.M.72.429B, Gr.Naz.M.36.113A, 328C, Nest.Fr.C 10 (p.274), Ephr.Ant.M.86.2108D, Greg.Disp.M.86.644B.
3 de pers. que realiza dos actividades οὐκ ἔστιν δ. ἀνὴρ ... οὐδὲ πολλαπλοῦς, ἐπειδὴ ἕκαστος ἓν πράττει Pl.R.397e.
4 desde el punto de vista formal compuesto τὰ ... διπλᾶ (ὀνόματα) las palabras compuestas Arist.Po.1459a9, cf. Rh.1404b29, de la ζ, ξ y ψ D.H.Comp.14.14, cf. D.T.631.4, Gramm.Pap. en JHS 29.1909.36.233, 241, AP 5.192 (Mel.), διπλοῦς ἄνδρας· τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα Hsch.
III en el ámbito mental doble, de dos sentidos o intenciones diferentes μέριμνα A.Pers.165, δ. ... μῦθος ἔστι μοι λέγειν E.Alc.519, ὁ λόγος ... ἐστι δ., ἀληθής τε καὶ ψευδής Pl.Cra.408c, en ret. ἔχων μῦθον ... διπλοῦν que consta de una doble línea argumental Arist.Po.1453a13, σχῆμα διπλοῦν Demetr.Eloc.61
introduciendo un matiz moral doble, dudoso, ambiguo οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89, διπλοῦν ... οὐδὲν πώποτέ μου ... ποιήσαντος no habiendo actuado nunca con doblez X.HG 4.1.32, τὰς ... διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους ... λέξεις Ph.1.302, γλῶσσα de los rétores, Sud.s.u. Δράκων
de pers. dúplice, con doblez σὺ μὲν ... οὔτ' ἄπιστος οὔτε διπλόη Archil.300.24, φιλῶ λέγειν τἀληθὲς αἰεὶ κοὐ δ. πέφυκ' ἀνήρ E.Rh.395, δ. καὶ ποικίλος D.H.Rh.11.5.
IV de unidades exentas y análogas
1 dos οἴκησις ... διπλῆ πάρα· τὴν μέν ... τὴν δέ ... A.Supp.1009, σὼ κασιγνήτω διπλῶ E.Hel.1664, διπλᾶ τέκνα E.Andr.1212, δ. γάμος Men.Asp.521, ὀκτὼ ... διπλόα ... θέρη dieciséis veranos, IMEG 39.4 (heleníst.), ἐτῶν ... διπλόα δεκάς IG 12(8).441.11 (Tasos II/I a.C.), μετὰ διπλόον ἦμαρ Nonn.Par.Eu.Io.4.43, gener. en plu. δίπλ' ἐρέω dos cosas diré Emp.B 17.1, cf. S.Ant.725, διπλαῖ χειρωναξίαι A.Ch.761, διπλαῖ ὁδοί A.Pr.950, cf. Fr.39, διπλᾶς ὄψεις ἀράξας arrancándose los dos ojos S.Ant.51, διπλοῖ βασιλῆς ... Ἀτρεῖδαι S.Ai.959, πρὸς ... διπλοῖς ναοῖς S.OT 20, cf. Pl.Criti.116b, AP 7.198 (Leon.), A.R.3.188, Lyc.389, Nonn.D.1.396, ἔδρακε διπλόα πάντα lo veía todo dos, e.d. doble Q.S.12.411, ὑπὲρ τοῦ μὴ ὥρ[α] ς διπλᾶς κατατρίβεσθαι Mitteis Chr.89.11 (II d.C.), οἱ σπουδαῖοι διπλᾶς (ἡμέρας) ... ὑπερτίθενται los más celosos prolongan el ayuno dos días Epiph.Const.Exp.Fid.22.11.
2 relativo o común a dos, que concierne a ambos δυοῖν ἀδελφοῖν ... θανόντων ... διπλῇ χερί muriendo los dos hermanos por las dos manos e.d. por acción recíproca S.Ant.14, πρὸς διπλῆς μοίρας μίαν καθ' ἡμέραν ὤλοντο por destino común en un mismo día murieron S.Ant.170.
V por cantidad o tamaño
1 doble, duplicado, dos veces mayor, por partida doble δίκη ... διπλῆ una indemnización doble en cuantía Pl.Lg.865c, σιτία διπλᾶ Ar.Pax 137, εὐωχία X.Cyr.2.3.23, βλάβη Lys.1.32, ἡ ζημία Aeschin.Ep.4.3, μεσόμνας ... διπλᾶς τὸ ὕψος IG 22.1668.75 (IV a.C.), τὸ τίμημα Herod.2.54, cf. 1Ep.Ti.5.17, δάκρυα AP 7.184 (Parmen.), ἡ ἄμπελος ... διπλοῦν τὸν καρπὸν ἀποδίδωσιν Herm.Sim.2.8, γραμμή Vett.Val.347.12, c. segundo término de comparación en gen. τῆς δευτέρας Pl.Ti.35b, en combinación c. ὅσος: διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον ἂν καταβλάψῃ Lex en D.23.28, en compar. ποιεῖτε αὐτὸν ... διπλότερον ὑμῶν Eu.Matt.l.c., σκεύη τριηριτικὰ διπλότερα τούτων App.l.c.
de pers. que tiene el doble c. segundo término de compar. en gen. δός μοι δύο μνᾶς, καὶ δ. σοῦ γίνομαι AP 7.146 (Metrod.)
ac. neutr. como adv. διπλόον, διπλά el doble, doblemente, dos veces tanto κεχηνὼς ... τοῦ Σαμίου διπλόον Call.Epigr.48.4, τὰν ... διπλὰ βαρυνομέναν AP 10.101 (Bianor), en dat. διπλῷ ... διάφορα εἰς ἀρητὴν τῆς χρείας en el doble superan en cuanto a la excelencia de su aplicación práctica Pl.Lg.722b
c. segundo término introducido por ἤ Pl.R.330c.
2 mat. de segundo grado διπλῆ ἰσότης ecuación de segundo grado sinón. διπλοισότης Dioph.98.1, 166.11.
VI temp.
1 que sucede dos veces, repetido ἐκπεφευγὼς διπλόον θάνατον tras escapar dos veces a la muerte Hdt.6.104, νίκα Pi.I.3/4.88, παῖσον ... διπλῆν (πληγήν) hiere una segunda vez S.El.1415, διπλοῦ βίου λαχόντες viviendo dos veces E.Supp.1086, ἀμφημερινὸς (τύπος) ... ἐστι δ. ὁ καθ' ἑκάστην ἡμέραν δὶς ἐπισημαίνων Gal.7.472, cf. 9.677
adv. διπλῇ, διπλόα dos veces, en dos ocasiones E.Io 760, διπλόα νικηθέντος ... Λυαίου Nonn.D.11.16.
2 doble, que dura dos veces τὸ (ἁρμονίας μέγεθος) διὰ πασᾶν δὲ διπλόον Philol.B 6, βίος ... δ. una vida doble en duración Pl.Ti.75b.
B subst.
Iδιπλῆ
1 un tipo de baile Ar.Th.982, Poll.4.105, Hsch.
2 gram. diple signo diacrítico > colocado en los márgenes (v. en POxy.1248.115, 2102.3.1, 2359.1.6, etc.) c. diferentes propósitos:
a) en rel. con el contenido, para llamar la atención y destacar citas o pasajes, Cic.Att.152.4, D.L.3.65, Sch.Er.Il.1.62, 2.785 (p.169), 15.18a, Isid.Etym.1.21.13, combinado con otros signos diacríticos, Isid.Etym.1.21.14, 18, 19;
b) en la crítica y edición de textos, para indicar correcciones y variantes, Sch.Er.Il.1.336a, 4.139b, D.L.3.66, Isid.Etym.1.21.15
en textos trag. y com. para separar períodos, estrofa - antístrofa y tiradas de versos, Isid.Etym.1.21.16, 17, 20;
c) métr., para marcar cambios de metro, Sch.Ar.Pl.253D., según la orientación ἡ δ. ἡ ἔξω βλέπουσα, ἡ ἔσω νενευκυῖα Heph.Sign.4, 8, cf. 10, 11, Sch.A.Th.417-421d, Sch.Ar.Pl.253D.
3 plu. manto o capa doble ἐν ταῖς τοῦ βασιλέως λεγομέναις διπλαῖς Ap.Ty.Ep.3, cf. Poll.7.47.
4 parte doblada, doblez de una correa (ἱμάντος) en un juego, Poll.9.118
correa doblada que forma una fusta de dos colas de donde latigazo δεχέσθωσαν ἀνὰ ἑκατὸν διπλῶν Greg.Leg.Hom.M.86.592A, cf. 584B.
5 admin. diploma, documento oficial, PSI 446.3 (II d.C.), IUrb.Rom.235.8 (II d.C.), PAgon.3.33 (III d.C.).
6 dud. construcción de dos pisos ἐθεμελιώθη ὕψος διπλῆς LXX Si.50.2.
II jón., no contr. ἡ διπλόη
1 anat. diploe
a) tejido esponjoso entre las paredes de los huesos craneales, Hp.VC 1, 17, ἐν τῇ διπλόῃ τοῦ ὀστέου ὑπογενομένον φλέγμα Hp.Morb.2.7, cf. Epid.5.16, cf. Paul.Aeg.6.77.3, Orib.46.9.4, Ruf.Onom.135, Gal.2.710, 10.445, 13.541, Ps.Sor.Quaest.230;
b) membrana doble que separa los intestinos Aret.SD 2.9.9.
2 grieta, quebraza en un metal σίδηρος, εἴτε ὑγιὴς εἴτε διπλόην ... ἔχων Pl.Sph.267e, cf. Ph.Bel.71.28, Plu.2.802b, Per.11.
3 κολπώδης διπλόη cavidad en el aguijón del escorpión, Ael.NA 9.4.
4 abstr. dualidad, doble naturaleza ἡ ἐν τούτοις (σώμασι) δ. ref. a los dos sexos, Aristid.Quint.66.11, cf. Plu.2.441d, Plot.5.2.1, ἡ δ. τῆς πίστεως Clem.Al.Strom.7.18.109, ἡ δ. τοῦ πυρός Clem.Al.Ecl.8.1, cf. Them.in de An.50.16, negada en la naturaleza divina, Pamph.Mon.Solut.8.47, cf. Gr.Nyss.Or.Catech.9.21, Dion.Ar.DN 5.9, Chrys.M.61.454, ref. a la letra ζ Eust.449.19
naturaleza divergente Clem.Al.Strom.7.7.46.
5 duplicidad, ambigüedad, doble sentido o sentido oculto en la interpretación de oráculos, Plu.2.407c, οὐδὲ δ. οὐδ' ἀμφιβολία Plu.2.408f, cf. Origenes Cels.1.18, Gr.Naz.Ep.58.8, τοῦ νόμου Cyr.Cat.2Ep.Cor.3.14, cf. Sch.Luc.Phal.1.2
gram. duplicidad de construcción sintáctica, Eust.409.46, 481.11.
6 en sent. moral doblez, falsedad, engaño <τὸ> κακόηθες καὶ τὸ ὕπουλον ὥσπερ τινὰς διπλόας ἀναπτύσσει τῆς ψυχῆς Plu.2.715f, αἱ περὶ τοὺς λογισμοὺς πλοκαὶ καὶ διπλόαι Gr.Naz.M.35.584B
en plu. engaños Gr.Naz.M.37.1247A, Cyr.Al.M.69.793D.
III τὸ διπλόον, το διπλοῦν
1 mat. el doble, duplo Ar.Lys.589, Plb.6.39.12, ἀποτινέτωσαν τὸ διπλόον SEG 31.122.21 (Ática II d.C.), τὰ αὐτὰ τέσσαρα ἥμισυ νομίσματα ἐν τῷ διπλῷ ἀποκαταστῆσαι αὐτῇ restituirle los cuatro sólidos y medio multiplicados por dos, POxy.140.26 (VI d.C.), cf. Iust.Nou.123.2.1
en plu. frec. en fórmulas ὃ μοι θέλις, φίλε, καὶ σοὶ τὰ δ[ιπλᾶ lo que deseas para mi, caro, para ti por partida doble, IGLS 1444, cf. Hell.11/12.299, ὅσα λέγεις, φίλε, καὶ σοὶ τὰ διπλᾶ Princeton Exp.Inscr.114, cf. IGLS 397, 1429, ὅσα] εὖ ἐμοί, διπλᾶ σοι θεὸς ἀνταπόδοιτο MAMA 7.260 (Frigia), tb. en imprecaciones funerar. ὃς ἂν τούτῳ [κα] κῶς αὐτῷ τὰ διπλᾶ el que (cause) daño a este (sepulcro, reciba) un daño dos veces mayor, MAMA 7.377 (Frigia).
2 vasija de doble tamaño Androm. en Gal.13.29
como medida de capacidad para vino, equiv. al κνίδιον Tav.Lign.Cer.29.1-5, 30.3, PKlein.Form.968.5 (todo IV d.C.), POxy.3147.6 (IV/V d.C.), 1951.3, 3148, PSI 478.13 (todos V d.C.).
3 díptico, tablilla doble, PFouad 74.9 (VI d.C.).
IV ὁ δ. pliego de contrato o quizá original y copia de un contrato δ. δανείου δεδανισμένου MAMA 8.413c.5 (Afrodisias, imper.).
C adv. διπλῶς
1 doblemente, en doble cantidad δ. ὁρῶσιν οἱ μαθόντες γράμματα Men.Mon.180, ἵνα ... δ. εὐφραίνῃ τὸν ἀκροατήν Basil.M.31.1376B.
2 doblemente, por dos motivos τοὺς τοιούτους δ. δεῖ κλαῦσαι Ath.Al.Virg.18 (p.54.6).
3 doblemente, de dos maneras ἐν τοῖς ὅροις ... δ. μελετῶντες Hermog.Inu.4.14 (p.211).
• Etimología: Comp. de δι(σ) y un deriv. de *pel- ‘doblar’ (cf. ἁπλόος).

Greek Monolingual

-η, -ον
βλ. διπλός.

Greek Monotonic

διπλόος: -η, -ον, συνηρ. διπλοῦς, -ῆ, -οῦν, (δίς, πρβλ. ἁπλόος),·
I. δύο ειδών, διπλός, Λατ. duplex, λέγεται για μανδύα, σε Όμηρ.· ὅθι διπλόος ἤντετο θώρηξ, εκεί οπού ο θώρακας συναντιέται με (τη ζώνη), με αποτέλεσμα να γίνεται διπλός, σε Ομήρ. Ιλ.· παῖσον διπλῆν (ενν. πληγήν), σε Σοφ.· διπλῆ ἄκανθα, ράχη κυρτωμένη από την ηλικία, απ' τα γηρατειά, σε Ευρ.· διπλῇ χερί, με αμοιβαία σφαγή, σε Σοφ.
II. στον πληθ., = δύο, σε Αισχύλ., Σοφ.
III. διπρόσωπος, δόλιος, μοχθηρός, απατηλός, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διπλόος: стяж. διπλοῦς 3 (ион. f διπλέη)
1) двойной, парный, двухсторонний, с двумя концами (διπλῆ μάστιξ Aesch., Soph.) или остриями (διπλᾶ κέντρα Soph.): ὅθι δ. ἤντετο θώρηξ Hom. там, где один край брони заходил за другой;
2) двойной ширины, дважды обертываемый (χλαίνη Hom.);
3) двукратный или вторичный (ὁδός Aesch.; θάνατος Her.): παῖσαι διπλῆν (sc. πληγήν) Soph. нанести второй удар;
4) двухэтажный (οἰκίδιον Lys.);
5) состоящий из двух элементов, составной, сложный (ὄνομα, λῆξις Arst.);
6) двоякого рода, двоякий (κίνησις Arst.);
7) двое, два, оба (διπλοῖ στρατηλάται, sc. Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος Soph.);
8) согнутый, согбенный (ἄκανθα Eur.);
9) взаимный: διπλῇ χερὶ θανόντες Soph. погибшие от руки друг друга;
10) вдвое больший (τινος Plat.): διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον ἂν καταβλάψῃ Dem. возместить ущерб в двойном размере;
11) двоедушный, двуличный (ἀνήρ Eur., Plat.; πρός τινα Xen.).

Frisk Etymological English

διπλοῦς See also: s. ἁπλόος.

Middle Liddell

adj adj [δίς] [cf. ἁπλόος
I. twofold, double, Lat. duplex, of a cloak, Hom.; ὅθι διπλόος ἤντετο θώρηξ where the cuirass met [the buckle so as to be double, Il.:— παῖσον διπλῆν (sc. πληγήν), Soph.; διπλῆ ἄκανθα spine bent double by age, Eur.; διπλῇ χερί by mutual slaughter, Soph.
II. in plural, = δύο, Aesch., Soph.
III. double-minded, treacherous, Plat., Xen.

Frisk Etymology German

διπλόος: διπλοῦς
{diplóos}
See also: s. ἁπλόος.
Page 1,398

Chinese

原文音譯:diploàj 笛-普魯士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:二-更多(的)
字義溯源:兩倍的,加倍的,加,倍;由(δίς)=兩次)與(πολύς)=更多,再)組成;其中 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二),而 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(4);太(1);提前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 加倍的(2) 提前5:17; 啓18:6;
2) 比⋯還加倍(1) 太23:15;
3) 倍(1) 啓18:6