ἐνοχλέω: Difference between revisions
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0851.png Seite 851]] zur Last fallen, belästigen, beunruhigen; gew. τινί, z. B. τοῖς ἀκούουσιν Isocr. 4, 7; [[ἠνώχλουν]] ταῖς πόλεσιν 5, 53; ἔθνη ἐνοχλοῦντα τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ Xen. An. 2, 5, 13; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0851.png Seite 851]] zur Last fallen, belästigen, beunruhigen; gew. τινί, z. B. τοῖς ἀκούουσιν Isocr. 4, 7; [[ἠνώχλουν]] ταῖς πόλεσιν 5, 53; ἔθνη ἐνοχλοῦντα τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ Xen. An. 2, 5, 13; <span class="ggns">Gegensatz</span> πρὸς ἡδονήν ἐστι, Dem. 18, 4; Sp., wie Strat. 1 (XII, 1); seltner τινά, Plat. Alc. I, 104 d, wie Xen. Mem. 3, 8, 2; Dem. 23, 4; Diod. com. Ath. VI, 239 (v. 18); σὺ μηδὲν ἐνόχλει [[μήτε]] σαυτὸν μήτ' ἐμέ Nicomach. Ath. VII, 291 (v. 41); pass., ὅσα ἐνοχλεῖσθαι, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ὅσα ὠφελεῖσθαι, Xen. Cyr. 5, 4, 34; ἡ [[ἐκκλησία]] ἠνωχλεῖτο Aesch. 3, 44; Sp., wie D. Sic., ὑπὸ ψύχους 2, 56; absol., Ar. Ran. 708; Xen. Cyr. 8, 3, 9; c. partic., μὴ οὐκ ἠνώχλει λέγων 5, 3, 56. Über das doppelte Augment bei den Attikern vgl. diese Beispiele u. ἠνώχληκε Dem. 21, 4. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:00, 24 November 2022
English (LSJ)
Aeol. and poet. 2sg.
A ἐννοχλεῖς Theoc.29.36: impf. with double augm. ἠνώχλουν X.Cyr.5.3.56, Isoc.5.53, etc.: fut. ἐνοχλήσω Id.15.153: aor. ἠνώχλησα D.19.206: pf. ἠνώχληκα Id.21.4:—Pass., fut. ἐνοχληθήσομαι D.H.10.3, Polystr.p.8 W.; also -ήσομαι (in pass. sense) Id.p.6 W., App.BC1.36, Gal.UP11.19 (as v.l.): aor. part. ἐνοχληθείς Hp.Coac.510: pf. ἠνώχλημαι (παρ-) D.18.50:—trouble, annoy, τινά Pl.Alc.1.104d, Diod.Com.2.18, X.Mem.3.8.2, etc.; simply, address, PMag.Leid.W.3.34:—Pass., to be troubled or be annoyed, X.Cyr.5.4.34, D.19.20; ἡ ἐκκλησία ἠνωχλεῖτο Aeschin.3.43; to be unwell, LXX Ge. 48.1, al.; of a horse, PPetr.3p.73 (iii B. C.); to be overburdened with work, PHamb.27.18 (iii B. C.), etc.
2 c. dat., give trouble to or give annoyance to, Lys.24.21; τοῖς ἀκούουσιν Isoc.4.7; τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ X.An.2.5.13, cf. Amphis 15, Epicur.Nat.11.10; ἠνώχλει ἡμῖν D. 3.5, etc.
3 abs., to be a trouble, be a nuisance, Hp.Aph.2.50, Ar.Ra. 708, Epicur.Ep.3p.61U., etc.: with neut. Adj., ὅσα . . ἠνώχλησεν all the trouble he has given, D.21.15: c. part., τὸ δὲ μὴ οὐκ ἠνώχλει λέγων X.Cyr.5.3.56.
II worry about, fuss over, τὰς ἀρετὰς τὰς ὑπὸ τούτων ἐνοχλουμένας Diog.Oen.25.—Prose word, sometimes used in Com., never in Trag.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐννόχλημι Theoc.29.36
• Morfología: [tiempos secundarios o de perf. c. alarg. o red. tb. en la prep. ἠνώχλ- Isoc.5.53, D.19.206, 21.4, Gal.10.858]
I c. suj. de animados
1 molestar, importunar, fastidiar c. dat. o ac. de pers. τοῖς ἀκούουσιν Isoc.4.7, cf. Lys.24.21, D.ll.cc., ὡς πένης ἄνθρωπος ἐνοχλῶν πολλάκις τοῖς εὐποροῦσιν Amphis 15.5, οὐκέτι ὑμῖν ἐνοχλήσει ... Κνήμων Men.Dysc.693, ὡς δ' ἐνώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμων Heraclid.Lemb.Pol.3, εἶδον τοὺς Τοκαείτας ἐνοχλοῦντας τῷ φροντιστῇ SB 12579.5, cf. 17 (II d.C.), μὴ 'νοχλεῖν τὸν συμπότην Diod.Com.2.18, cf. Pl.Alc.1.104d, νυκτὸς ὁδοιπορέοντας ἐνοχλέειν Bio Fr.11.7, ὁ γεωργός σου ... ἐνόχλησέν με περὶ ἄρακος PBrooklyn 18.26, cf. PRyl.555.8 (ambos III a.C.), c. part. concert. al suj. τὸ δὲ μὴ οὐκ ἠνώχλει λέγων y lo que no (era digno de mención) no importunaba diciéndolo X.Cyr.5.3.56, ᾤμην ἐνοχλήσειν καὶ ταῦτα διηγούμενος Luc.Gall.9, en v. pas. τοὺς μὲν θεατὰς καὶ τοὺς χορηγοὺς ... ἐνοχλεῖσθαι Aeschin.3.43, ὑ[π'] ἀντεραστῶν μειρακίων ἐνοχλήσεται Men.Sam.26, ὡς (τοὺς δημότας) οὐκέτι ταῖς ... δημηγορίαις ἐνοχληθησόμενους D.H.10.3, ἕξομεν ἀλλήλους μετὰ θάνατον, ὑπ' οὐδενὸς ἐνοχλούμενοι X.Eph.2.1.6
•presionar, apremiar o requerir insistentemente para obtener algo μαθὼν δὲ τὸν κύριον τῆς ἡμέρα<ς>, ἐκεῖνον ἐνόχλει λέγων ... PMag.13.120, en v. pas. ἐνοχληθέντες παρὰ τῶν ... ἐπισκόπων Cod.Iust.1.3.45.7
•abs. incordiar ὁ πίθηκος οὗτος ὁ νῦν ἐνοχλῶν Ar.Ra.708
•fig. de las virtudes personif. τὰς δὲ ἀρετὰς τὰς νῦν ἀκαίρως ὑπὸ τούτων ἐνοχλουμένας Diog.Oen.32.3.3.
2 esp. agobiar, acosar, causar molestias c. ac. o dat.:
a) milit., en cont. bélico o de ejércitos en retirada ἡμῖν ὁ Φίλιππος D.3.5, cf. Isoc.5.53, (ἔθνη) ἐνοχλοῦντα ἀεὶ τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ X.An.2.5.13, τοὺς μὲν Ἀραβίους τε καὶ Ἀρμενίους μὴ ἐνοχλεῖν τὰς κώμας Philostr.VA 1.38, στρατιῶται ἐνεπιδημοῦντες ταῖς τε ἐπιξενώσεσι καὶ ταῖς βαρήσεσιν ἐνοχλοῦσι τὴν κώμην IGBulg.4.2236.149 (III d.C.), οὐδεὶς ἡμεῖν ἐνόχλησεν οὔτε ξενίας <αἰτή>ματι οὔτε παροχῆς ἐπιτηδείων IGBulg.4.2236.68 (III d.C.), cf. SEG 37.1186.7 (Pisidia III d.C.), en v. pas. βοιηθῆσαι τοῖς κατὰ τὴν χώραν ἐνο[χ] λουμένοις IEryth.28.4 (III a.C.), συγκλητικὰς οἰκίας [μὴ] ξενίαις ἐνοχλεῖσθαι ISmyrna 604.16 (III d.C.), cf. SEG 48.1514.5 (Frigia II d.C.);
b) econ., en cont. de impuestos y recaudaciones abusivas ἐνόχ[λο] υν τοὺς ἐνεκτημένους παρὰ τὸ δίκαιον SEG 48.1404.7 (Claros III a.C.), en v. pas. διασειόμενοι καὶ ἐνοχλούμενοι POxy.1100.13 (III d.C.), cf. ISyène 252.3 (III d.C.), πάνυ ἐνοχλοῦμαι ὑπὸ τῶν πεπιστευκότων POxy.4625.5 (III d.C.?);
c) ref. autoridades militares o civiles en cont. de medidas o prestaciones impopulares γέγραφα τῷ Ἡρακλείδῃ μὴ ἐνο[χ] λεῖν ὑμᾶς SIG 552.14 (Fócide III a.C.), en v. pas. κῶμαι ... ἐνοχλούμεναι ὑπὸ τῶν κατ' ἔτος λειτουργιῶν POxy.705.71, cf. PLeit.7.6 (ambos III d.C.).
3 sent. fís. causar daño, deterioro o perjuicio c. dat. de inanimados πηλῷ τετριχωμένῳ πάχος ἔχοντι, ὥστε τὸ πῦρ μὴ ἐνοχλεῖν (un tejado recubierto) con una capa de barro y paja de un grosor tal que el fuego no le afecte Ath.Mech.18.13, μὴ ἐνοχλήσῃς τῷ τάφῳ IUrb.Rom.291.9 (imper.), ὁ ἐνοχλήσας τούτῳ τῷ βωμῷ ... καταβαλεῖ εἰς τὸν φίσκον (δηνάρια) μύρια IEphesos 1627b.1 (I d.C.), cf. TAM 3(1).700.10 (Termeso III d.C.).
II c. suj. no animado
1 sent. fís. causar dolor, causar tormento o causar malestar, atormentar la enfermedad o sus síntomas a pers. o anim. τὰ ἐκ πολλοῦ χρόνου συνήθεα ... ἧσσον ἐνοχλεῖν εἴωθεν Hp.Aph.2.50, ὅσοις ... ἀρθρῖτις ἐνοχλεῖ Gal.6.338, cf. 3.493, τινὲς (πυρετοί) δ' ἅμα συμπτώμασιν ἐνοχλοῦσιν Gal.11.17, οὐ χειμὼν λυπεῖ σ', οὐ καῦμα, οὐ νοῦσος ἐνοχλεῖ IUrb.Rom.1146.10 (III d.C.), alimentos ingeridos en exceso οὐδὲν γὰρ ἐνοχλεῖ πολὺ προσενεγκαμένων Thphr.HP 4.2.5
•en v. pas. estar enfermo, sufrir molestias, estar indispuesto o afectado γυναικὶ ὑπὸ ὑστερικῶν ἐνοχλουμένῃ Hp.Aph.5.35, τοὺς δ' ἐλέφαντας ... ἐνοχλεῖσθαι δ' ὑπὸ φυσῶν que los elefantes padecen enfermedades debidas a las flatulencias Arist.HA 604a12, ὁ πατήρ σου ἐνοχλεῖται LXX Ge.48.1, ἵππος ἐνοχλούμενος PPetr.2.25(a).12 (III a.C.), οὐ δεδύν[ημαι πα] ραγενέσθαι διὰ τὸ ἐνωχλῆσθαι no he podido acudir por encontrarme indispuesto, PCair.Zen.816.7 (III a.C.), ἐὰν ... ὑπὸ ἱερᾶς νόσου ἐνοχληθῇ ὁ αὐτὸς δοῦλος PEuphr.6.24 (III d.C.), cf. Gal.10.858, ὑπὸ τῆς ἰδίας εἱμαρμένης ἐνοχλήθην en el epitafio de un gladiador SEG 46.901.5 (Marcianópolis II/III d.C.).
2 sent. aním. causar intranquilidad, causar turbación, causar inquietud o causar agobio ἐάν τι ἐνοχλῇ ἡμᾶς, δεόμεθα τοῦ παύσοντος X.Mem.3.8.2, οὐθὲν γὰρ ἡμῖν ἡ τοῦ ἡλίου περιφορὰ ... ἐνοχλήσει ἂν ... Epicur.Fr.[26.42] 20, λόγους ψευδεῖς ἐνοχλήσαντας ἡμῖν Plu.2.596b, ὃ γὰρ παρὸν οὐκ ἐνοχλεῖ, προσδοκώμενον κενῶς λυπεῖ Epicur.Ep.[4] 125, en v. pas. ὑμᾶς ὁρῶντες ... ἐνοχλουμένους ὑπό τε τῆς στρατείας καὶ τῶν δαπανημάτων Welles, RC 1.43 (IV a.C.), ἡ οἰκία ... ἐπαύσατο ἐνοχλουμένη ὑπὸ τῶν φασμάτων Luc.Philops.31, ἐνωχλημέν[η ὑπὸ] Ἀρτέμιδος atormentada por Ártemis, IG 10(2).2.233.3 (III d.C.)
•en v. med.-pas. sufrir turbación, sentirse agobiado μένοντας οἴκοι καὶ οὐ στρατευομένους οὐδ' ἐνοχλουμένους permaneciendo en casa libres de expediciones y de agobios D.19.20, συνέβη οὖν μοι ἐνοχληθῆναι ... [ὥστε ἀσχολί] αν με ἔχειν PHamb.17.2 (III a.C.), ἐνοχλού[μενος πρὸ] ς τῷ σπόρῳ εἰμί PHamb.27.18 (III a.C.), ἀποθνῄσκειν μέλλων οὐκ ἐνοχλήσεται τὸν ... βίον καταλείπων Aristipp.(?) en PKöln 205.31, cf. Polystr.Contempt.8.26, οἱ ἐνοχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων ἐθεραπεύοντο Eu.Luc.6.18, ἐνοχλοῦμαι διὰ τοὺς γάμους τῆς δούλης σου SB 13762re.23 (VI/VII d.C.).
German (Pape)
[Seite 851] zur Last fallen, belästigen, beunruhigen; gew. τινί, z. B. τοῖς ἀκούουσιν Isocr. 4, 7; ἠνώχλουν ταῖς πόλεσιν 5, 53; ἔθνη ἐνοχλοῦντα τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ Xen. An. 2, 5, 13; Gegensatz πρὸς ἡδονήν ἐστι, Dem. 18, 4; Sp., wie Strat. 1 (XII, 1); seltner τινά, Plat. Alc. I, 104 d, wie Xen. Mem. 3, 8, 2; Dem. 23, 4; Diod. com. Ath. VI, 239 (v. 18); σὺ μηδὲν ἐνόχλει μήτε σαυτὸν μήτ' ἐμέ Nicomach. Ath. VII, 291 (v. 41); pass., ὅσα ἐνοχλεῖσθαι, im Gegensatz von ὅσα ὠφελεῖσθαι, Xen. Cyr. 5, 4, 34; ἡ ἐκκλησία ἠνωχλεῖτο Aesch. 3, 44; Sp., wie D. Sic., ὑπὸ ψύχους 2, 56; absol., Ar. Ran. 708; Xen. Cyr. 8, 3, 9; c. partic., μὴ οὐκ ἠνώχλει λέγων 5, 3, 56. Über das doppelte Augment bei den Attikern vgl. diese Beispiele u. ἠνώχληκε Dem. 21, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἠνώχλουν, f. ἐνοχλήσω, ao. ἠνώχλησα, pf. ἐνώχληκα;
Pass. f. ἐνοχληθήσομαι, ao. ἠνωχλήθην, pf. inus.
causer de la gêne, gêner, troubler, dat. ou acc..
Étymologie: ἐν, ὀχλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνοχλέω:
1) надоедать, быть в тягость, беспокоить (τινι Xen., Isocr., Dem., Plut. и τινα или τι Xen., Plat., Dem., Arst.): ἐ. τῇ εὐδαιμονίᾳ τινός Xen. нарушать чей-л. покой; τὸ μὴ ἄξιον λόγου οὐκ ἠνώχλει λέγων Xen. он не приставал с ненужными разговорами; ὅσα ἠνώχλησεν Dem. все его козни;
2) pass. испытывать неудовольствие, страдать (ὑπό τινος Arst., Diod., Plut.): ἐνοχλοῦμαι ἀκούων τοῦτο Plut. мне неприятно (надоело) слышать это.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοχλέω: Αἰολ. καὶ ποιητ. β΄ ἑνικ. ἐννοχλεῖς Θεόκρ. 29. 36: παρατ. μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἠνώχλουν Ξεν. Κύρ. 5. 3, 56, Ἰσοκρ. 93Α, Δημ., κλ.: μέλλ. ἐνοχλήσω Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 164: ἀόρ. ἠνώχλησα Δημ. 405. 20., 1056. 11: πρκμ. ἠνώχληκα ὁ αὐτ. 515. 19: - Παθ. -ηθήσομαι Διον. Ἁλ. 10. 3· ὡσαύτως -ήσομαι (ἐπὶ παθ. σημ.) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 36, Γαλην.: μετοχ. ἀορ. ἐνοχληθεὶς Ἱππ. Κωακ. Προγν. 203: πρκμ. ἠνώχλημαι (παρ-) Δημ. 242. 16. Ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, εἰς τίνα ἐλπίδα βλέπων ἐνοχλεῖς με; Πλάτ. Ἀλκ. 1. 104D· ὥστε μὴ ’νοχλεῖν τὸν συμπότην Διόδ. Σινωπεὺς ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 18, Ξεν., κλ: - Παθ., ἐνοχλοῦμαι, ἀνιῶμαι, δυσαρεστοῦμαι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 34, Δημ. 347. 18˙ ἡ ἐκκλησία ἠνωχλεῖτο Αἰσχίν. 59. 39. 2) μετὰ δοτ., προξενῶ ἐνόχλησιν εἴς τινα, Λυσ. 170. 14˙ ἐνοχλεῖν τοῖς ἀκούουσιν Ἰσοκρ. 42C· ἐνοχλοῦντα ἀεὶ τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ Ξεν. Ἀν. 2. 5, 13, Ἄμφις ἐν «Διθυράμβῳ» 2˙ ἠνώχλει ἡμῖν Δημ. 30. 6, κτλ. 3) ἀπολ., γίνομαι αἰτία ἐνοχλήσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστοφ. Βατρ. 708, κτλ.: μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ὅσα... ἠνώχλησεν, ὅσας ἐνοχλήσεις παρέσχε, Δημ. 519. 15˙ μετὰ μετοχ., τὸ δὲ οὐκ ἠνώχλει λέγων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 36. Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου, ἐνίοτε ἐν χρήσει παρὰ Κωμ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ Τραγ.
English (Strong)
from ἐν and ὀχλέω; to crowd in, i.e. (figuratively) to annoy: trouble.
English (Thayer)
ἐνόχλω; (present passive participle ἐνοχλουμενος); (ὀχλέω, from ὄχλος a crowd, annoyance); in the classics from Aristophanes, Xenophon, Plato on; to excite disturbance, to trouble, annoy, (ἐν, in a person); in Greek writings followed by both τινα and τίνι; passive with ἀπό τίνος, T Tr WH; absolutely of the growth of a poisonous plant, figuratively representing the man who corrupts the faith, piety, character, of the Christian church: Alex. which gives ἐνοχλῇ for ἐν χολή, which agreeably to the Hebrew text is the reading of Vat. (παρενοχλέω.)
Greek Monotonic
ἐνοχλέω: ποιητ. βʹ ενικ. ἐννοχλεῖς· παρατ. με διπλή αύξηση ἠνώχλουν· μέλ. ἐνοχλήσω, αόρ. αʹ ἠνώχλησα, παρακ. ἠνώχληκα·
1. ενοχλώ, ανησυχώ, ταράζω, πειράζω, τινά, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., ενοχλούμαι ή δυσαρεστούμαι, στον ίδ.
2. με δοτ., προξενώ ενόχληση ή δυσαρέσκεια σε κάποιον, στον ίδ., Δημ. κ.λπ.
3. απόλ., γίνομαι αιτία ενόχλησης, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
1. to trouble, disquiet, annoy, τινά Plat., Xen., etc.:—Pass. to be troubled or annoyed, Xen.
2. c. dat. to give trouble or annoyance to, Xen., Dem., etc.
3. absol. to be a nuisance, Ar.
Chinese
原文音譯:™noclšw 恩哦哈累哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-群集
字義溯源:擠入,騷擾,擾亂,侵擾,煩惱;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ὀχλέω)=侵擾)組成;其中 (ὀχλέω)出自(ὄχλος)=擠滿),而 (ὄχλος)又出自(ἔχω)*=持)。參讀 (ἀναστατόω)同義字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 成為擾亂(1) 來12:15