δίς: Difference between revisions

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δίς:''' (ῐ) adv.<br /><b class="num">1)</b> [[дважды]], [[двукратно]] (δὶς φράσειν Aesch.; δὶς καὶ [[τρίς]] Plat.; μὴ δὶς, ἀλλ᾽ [[ἅπαξ]] [[μόνον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[вдвойне]], [[вдвое]] (δὶς τόσσον Hom.).
|elrutext='''δίς:''' (ῐ) adv.<br /><b class="num">1</b> [[дважды]], [[двукратно]] (δὶς φράσειν Aesch.; δὶς καὶ [[τρίς]] Plat.; μὴ δὶς, ἀλλ᾽ [[ἅπαξ]] [[μόνον]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[вдвойне]], [[вдвое]] (δὶς τόσσον Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 13:14, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίς Medium diacritics: δίς Low diacritics: δις Capitals: ΔΙΣ
Transliteration A: dís Transliteration B: dis Transliteration C: dis Beta Code: di/s

English (LSJ)

[ῐ], Adv.
A twice, doubly, with Nouns, δὶς τόσσον = twice as much, Od. 9.491, cf. Th.6.57, etc.; ἀληθὴς ὁ λόγος ὡς δὶς παῖς γέρων Cratin.24; δὶς παῖδες οἱ γέροντες Theopomp.Com.69: more freq. with Verbs, τοῦτο δὶς ἤδη ἐγένετο Hdt.8.104; δὶς φράσαι A.Pers.173, cf. Ag.1384; δὶς αἰάζειν καὶ τρίς S.Aj.432; δὶς καὶ τρίς φασι καλὸν εἶναι τὰ καλὰ λέγειν Pl.Grg.498e, cf. Phlb.60a, Emp.25; δὶς βιῶναι twice over, Men.223.4; δειπνεῖν… δὶς τῆς ἡμέρας Pl.Com.207; ἐς δὶς App.Mith.78: ὁ δὶς Νέωνος = son and grandson of N., GDI3092.18 (Aegosthena); Αὐρήλιος Αὐξάνων δὶς BCH17.249 (Apamea); Αὐρ. Δοῦ<ρ>λος δὶς JHS19.301 (Selmea [Lycaonia]).—In compds. δι-, but δισ- in δισμύριοι, δισχίλιοι, δισθανής, δίσαβος, δισάρπαγος, δίσευνος, etc. (Cf. Skt. dvis 'twice', Lat. bis.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): arc. δϜίς CEG 355 (Corinto VI a.C.), lacon. δίρ IG 5(1).302.5 (II d.C.)
• Prosodia: [-ῐ-]
I no c. verbos
1 dos veces, por partida doble
a) en combinación c. cuantificadores indef. ὅτε ... δ. τόσσον ... ἀπῆμεν Od.9.491, cf. A.R.2.591, λιβανωτὸν δ. ὅσον Hp.Superf.34, εἰ δ. τοσαύτη (ἡ στρατιά) ἔλθοι Th.6.37, δ. τόσον πῶμα E.Cyc.147, δ. τοσαῦτα χρήματα Is.10.19, δ. τόσση ... πέτρη = una roca dos veces más grande A.R.1.741;
b) en combinación c. numerales δ. ἑπτὰ ... κοῦροι B.17.2, cf. E.HF 1327, Hp.Superf.40, δ. ἑξήκοντα ... διαύλως Call.Lau.Pall.23, δ. δέκ' ἀπὸ σταδίων AP 9.319 (Philox.), ἑπτὰ ... δ. τριάκοντα Herm.Iamb.SHell.484, δ. τρία AP 9.112 (Antip.Thess.)
en multiplicaciones δ. γὰρ δ̅ ἐστὶν η̅ = dos por cuatro ocho Vett.Val.213.7;
c) sólo c. subst. δ. παῖς ... ὁ γέρων Cratin.28, cf. Ar.Nu.1417, Theopomp.Com.70
frec. c. cargos πατρὸς καὶ πάππου προφητευσάντων,] ἑκάστου ἀνὰ δίς = habiendo sido su padre y su abuelo profetas, cada uno de ellos por dos veces, Didyma 339.8 (I d.C.), τὸν δ. γυμνασίαρχον IG 5(1).535.4 (Esparta II d.C.), τὸν δ. στεφανηφόρον TAM 5.965.4 (Tiatira, imper.), δ. ὕπατος ICr.4.303.3 (Gortina II d.C.), IG 22.4216.6 (II/III d.C.), δ. ἔπαρχος τεχνειτῶν IEphesos 2061.2.4 (II d.C.), δ. ἀρχιερεὺς τῶν Σεβαστῶν Didyma 363.7 (III d.C.), cf. IG 5(1).302.5 (Laconia II d.C.), 22.10347a.4 (imper.), δ. ἄρχων en comunidades judías CIIud.13.4, 289 (ambas Roma, imper.)
c. títulos de vencedores atléticos δ. περιοδονίκης IG 5(1).666.1 (Esparta III d.C.).
2 como marca de repetición de una secuencia bis Ἀρέτων ὁ δ. Νέωνος = Aretón, hijo y nieto de Neón, IG 7.213.22 (Egostena III/II a.C.), Μαραμοτης Τρωΐλου δ. ITyriaion 72.2 (II d.C.), Μόλης δ. Studies Hall 32 (Enoanda II d.C.), cf. Wiener Denkschr. 236.1993.259 (Termeso, imper.), Robert, Noms indigènes 98 (Iotape, imper.).
II c. verbos dos veces, en dos ocasiones δ. ... καὶ τρὶς τάχα τεύξεαι Hes.Op.401, νικάσας ... δϜίς CEG l.c., cf. Pi.O.7.81, λοῦται δὲ πάσης ἡμέρης ἄπο ῥύπον δ. Semon.8.64, βουλεύου δ. καὶ τρὶς ὅ τοί κ' ἐπὶ τὸν νόον ἔλθῃ Thgn.633, παίω ... νιν δ. A.A.1384, cf. Th.2.4, ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δ. τῷ αὐτῷ Heraclit.B 91, τοῦτο δέ σφι δ. ἤδη ἐγένετο Hdt.8.104, ἢν τὰ αὐτὰ σιτία ... δ. προενέγκωνται Hp.VM 10, cf. Pl.Com.296, Call.Fr.191.77, δ. καὶ τρὶς ... εἰσάγων Ar.Nu.546, cf. Is.6.52, D.38.12, X.Oec.21.12, Men.Th.Fr.1.4, (πατρίς) τοὺς Ἕλληνας ἐλευθερώσασα δ. ἀπὸ τῶν βαρβάρων Isoc.5.129, τὰν αὐτὰν δ. μετέθηκε κόμαν Call.Lau.Pall.22, cf. Theoc.28.12, δ. δὲ οὐκ ἔστι γενέσθαι Epicur.Sent.Vat.[6] 14, μὴ δ. πρὸς (τὸν) αὐτὸν λίθον πταίειν Plb.31.11.5, cf. Fr.195, AP 9.85 (Phil.), δὶς ... ἀνίησιν ref. al flujo de la marea, Plb.34.3.11 (l. a Od.12.105), cf. Posidon.216, frec. c. verb. que significan ‘hablar’, ‘proclamar’ δ. γάρ, ὃ δεῖ, καλόν ἐστιν ἐνισπεῖν Emp.B 25, cf. B.10.27, A.Pers.173, δ. αἰάζειν S.Ai.432, καὶ δ. γάρ τοι καὶ τρίς φασιν καλὸν εἶναι τὰ καλὰ λέγειν Pl.Grg.498e, cf. Phlb.60a, Din.1.2, Lex en Aeschin.1.35, Theoc.22.4, Luc.Symp.24, πρὶν ἢ δ. ἀλέκτορα φωνῆσαι Eu.Marc.14.30
en locuciones τὸ δ. por dos veces, IStratonikeia 16.5, 293.10 (ambas II/III d.C.), 299.2 (III d.C.), δ. ἐφεξῆς IMylasa 208.3 (II/I a.C.), tb. δ. ἑξῆς = dos veces consecutivas, IStratonikeia 172.7 (I/II d.C.), δ. κατὰ τὸ ἑξῆς IG 5(1).254.4 (Esparta I a.C.), 42.541.3 (imper.), ITralleis 135.13, IM 161.7 (todas II d.C.), Corinth 8(3).272.7 (III d.C.), δ. εἰς τὸ καθεξῆς IStratonikeia 230A.6 (II d.C.), ἐπὶ δ. IG 4.597.9 (Argos I a.C.), ἅπαξ καὶ δ. = una y otra vez, Ep.Phil.4.16, cf. 1Ep.Thess.2.18
ἐς δ. por segunda vez Μιθριδάτῃ ... χειμὼν ἐς δ. ἐπιγίγνεται App.Mith.78, ἡ δ. πρὸ ἕξ (ἡμέρα) = el día intercalar del año bisiesto, Hippol.M.10.879
Δὶς ἐξαπατῶν = El que se burla dos veces tít. de una comedia de Menandro, Sud.s.u. ἀπόστα, AB 436.17, Δὶς πενθῶν = El que se lamenta dos veces tít. de una comedia de Alexis, Ath.441d.
• Etimología: Antiguo adv. ide., cf. ai. dviḥ, lat. bis, aaa. zwir < *du̯is.

German (Pape)

[Seite 642] zweimal, entstanden aus δFίς, verwandt δύο, identisch das Lateinische bis, welches ebenfalls aus dvis entstanden ist; hier fiel der T-Laut fort, im Griech. δFίς der P-Laut. Sanskrit. dvis »zweimal«, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 205. Bei Homer findet sich δίς an einer Stelle, Odyss. 9, 491 δὶς τόσσον, »zweimal so weit«, »doppelt so weit«. Vgl. δισθανής. – Folgende, Soph. Ai. 270 u. A. – In der Zusammensetzung, wo es vor Consonanten mit Ausnahme von σ, u. zuweilen vor θ, τ, μ, φ, χ sein ς verliert, = zweimal, zweifach.

French (Bailly abrégé)

adv.
deux fois.

English (Autenrieth)

(δϝίς, δύο): twice, Od. 9.491†.

English (Slater)

δῐς
1 twice Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς (O. 7.81) Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος (O. 12.18) τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.13) τετραορίας δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.30) τὺ δ' Αἰγίναθε δίς, Εὐθύμενες, Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων (Ed. Schwartz: αἰγιναθεας codd.) (N. 5.41) ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν i. e. the feet of Deinis and Megas (N. 8.48) Οὐλία παῖς νικάσαις δὶς (N. 10.24) ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν (N. 10.34) τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον (I. 5.36) “μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν” i. e. again (I. 8.43)

English (Strong)

adverb from δύο; twice: again, twice.

English (Thayer)

(δισμυριάς) δισμυριαδος, ἡ, twice ten thousand, two myriads: L T (WH δίς μυριάδες), for R G δύο μυριάδες.

Greek Monotonic

δίς: (αντί δυΐς, από τα δύο), επίρρ., δύο φορές, διπλά, Λατ. bis, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

δίς: (ῐ) adv.
1 дважды, двукратно (δὶς φράσειν Aesch.; δὶς καὶ τρίς Plat.; μὴ δὶς, ἀλλ᾽ ἅπαξ μόνον Arst.);
2 вдвойне, вдвое (δὶς τόσσον Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: num. adv.
Meaning: twice (Od.);
Other forms: as first member δι- two- (Il.).
Compounds: as first member διχο-
Derivatives: Denomin. δίζω hesitate (Π 713, Orac. ap. Hdt. 1, 65). Further διξός (Ion.), δισσός, Att. διττός twofold, double with δισσαχοῦ, -ττ- etc. (see below); δίχα adv. (prep.) apart, separated (Il.) with διχῃ̃, διχοῦ etc.; from διχο- διχάς f. half, middle (Arat.; after μονάς etc.) and the denomin. διχάζω distribute (Pl.) with διχασμός, δίχασις (hell.), διχαστῆρες ὀδόντες the cutting teeth (Poll.); also διχάω (Arat.), διχαίω (Arat.; s. Schwyzer 676). - διχθά apart. in two (Hom.) with διχθάδιος twofold, double (Hom.), διχθάς f. (as adj.) double (Musae.). - Isolated δισκάζεται διαφέρεται H.; for *διξάζεται or dissimilated from διστάζεται?
Origin: IE [Indo-European] [228] *du̯is twice
Etymology: Old num. adverb, identical with Skt. dvíḥ, Lat. bis (OLat. duis), NHG zwir twice; as first member di- = Skt. dvi-, Lat. bi- (cf. on δύο), Germ., e. g. Goth. twi-, Lith. dvi-; e. g. δί-πους, Skt. dvi-pád-, Lat. bi-pēs; cf. Gonda Reflexions on the numerals "one" and "two" 41f. - Unclear is the velar-derivation; beside Gr. δίχα we have Skt. dví-dhā twofold, of which the dh may be found in δι-χ-θα. Also διξός and δισσός suppose velar derivations: *διχθ-ι̯ο-, διχ-ι̯ο-? S. Schwyzer 598. - After δίχα, διχθά also τρίχα, τριχθά etc. (Schwyzer ib.). - IE *du̯i-s belongs to δύο; beside *du̯i-s in δί-ς we have *dis- in δι-α, s. v. S. also δοιοί.

Middle Liddell

adverb[for δυΐς from δύο]
twice, doubly, Lat. bis, Od., Hdt., attic

Frisk Etymology German

δίς: {dís}
Forms: daneben als Vorderglied δι- ‘zwei-’ (seit Il.).
Meaning: zweimal (seit Od.);
Derivative: Denominatives Verb δίζω zweifeln, schwanken (Π 713, Orac. ap. Hdt. 1, 65 u. a.). Sonstige Ableitungen: διξός (ion.), δισσός, att. διττός zweifach, doppelt mit δισσαχοῦ, -ττ- usw.; δίχα Adv. (Präp.) entzwei, getrennt (seit Il.) mit διχῇ, διχοῦ usw.; als Vorderglied διχο-; davon διχάς f. Hälfte, Mitte (Arat.; nach μονάς usw.) und das Denominativum διχάζω zerteilen (Pl. usw.) mit διχασμός, δίχασις (hell.), διχαστῆρες ὀδόντες die Schneidezähne (Poll.); auch διχάω (Arat., A. R.), διχαίω (Arat.; vgl. Schwyzer 676). — διχθά entzwei (Hom.) mit διχθάδιος zwiefach, doppelt (Hom. u. a.), διχθάς f. (als Adj.) doppelt (Musae.). — Für sich steht δισκάζεται· διαφέρεται H.; metathetisch für *διξάζεται oder dissimilatorisch für διστάζεται?
Etymology: Altes Zahladverb, mit aind. dvíḥ, lat. bis (alat. duis), mhd. zwir zweimal identisch; als Vorderglied di- = aind. dvi-, lat. bi-, arm. erki- (vgl. zu δύο), germ., z. B. got. twi-, lit. dvi-; z. B. δίπους, aind. dvi-pád-, lat. bi-pēs; vgl. Gonda Reflexions on the numerals "one" and "two" 41f. — Die Erklärung der gutturalen Ableitungen ist strittig; gegenüber gr. δίχα steht aind. dví-dhā zwiefach, dessen dh allerdings in διχ-θά eingehen könnte. Auch διξός und δισσός setzen zunächst Gutturalerweiterungen voraus: *διχθι̯ο-, διχι̯ο-? Vgl. Schwyzer 598 m. Lit. und Referat anderer Auffassungen. — Nach δίχα, διχθά auch τρίχα, τριχθά usw. (Schwyzer ebd.). — Idg. *du̯i-s gehört zu δύο; neben *du̯i-s in δίς steht *dis- in διά, s. d. Vgl. auch δοιοί.
Page 1,398-399

Chinese

原文音譯:d⋯j 笛士
詞類次數:副詞(6)
原文字根:二
字義溯源:兩次,再次,兩遍,又;源自(δύο / δισμυριάς)*=二)
出現次數:總共(6);可(2);路(1);腓(1);帖前(1);猶(1)
譯字彙編
1) 兩遍(2) 可14:30; 可14:72;
2) 兩次(2) 路18:12; 帖前2:18;
3) 又(1) 猶1:12;
4) 再次的(1) 腓4:16

Léxico de magia

tb. βʹ adv. dos veces ref. a la frecuencia con la que hacer algo ἐὰν δὲ πταρῇς δὶς ἢ καὶ πρός, ὁλοκληρεῖ καὶ ἀνέρχεται si estornudas dos o más veces, está sana y regresa P IV 135 μετὰ δὲ τὸ εἰπεῖν σε τὸν βʹ λόγον ... σύρισον βʹ καὶ πόππυσον βʹ después de pronunciar la segunda fórmula, silba dos veces y chasquea los labios dos veces P IV 578 esp. pronunciar una fórmula οὗτος ὁ λόγος ἐπὶ τοῦ καθαρμοῦ λέγεται βʹ esta fórmula se pronuncia dos veces en el rito de purificación P V 181 λέγε τὸν λόγον τὸν ὑποκείμενον βʹ di la fórmula siguiente dos veces P VII 977 decir algo λαβὼν σπάρτον ἀπὸ <βα>λαντίου κατὰ ἅμμα λέγε ... δίς toma el cordón de un monedero y di en el lazo dos veces P VII 210 λαβὼν ἔλαιον εἰς τὰς χεῖράς σου λέγε ... δὶς κοινά toma aceite en tus manos y di dos veces lo que deseas P VII 212