ἅλλομαι: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> [[ἡλλόμην]], <i>f.</i> [[ἁλοῦμαι]], <i>ao.</i> [[ἡλάμην]];<br />sauter, bondir, s'élancer : ἀφ’ ἵππων, [[ἐξ]] ἵππων IL d'un char ; [[ἐπί]] τινι OD sauter sur qqn, s'élancer contre qqn ; [[εἰς]] ἵππους IL sauter sur son char.<br />'''Étymologie:''' p. *ἅλjομαι sauter, de la R. Ἁλ p. Σαλ, <i>lat.</i> salio. | |btext=<i>impf.</i> [[ἡλλόμην]], <i>f.</i> [[ἁλοῦμαι]], <i>ao.</i> [[ἡλάμην]];<br />sauter, bondir, s'élancer : ἀφ’ ἵππων, [[ἐξ]] ἵππων IL d'un char ; [[ἐπί]] τινι OD sauter sur qqn, s'élancer contre qqn ; [[εἰς]] ἵππους IL sauter sur son char.<br />'''Étymologie:''' p. *ἅλjομαι sauter, de la R. Ἁλ p. Σαλ, <i>lat.</i> [[salio]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:13, 9 December 2022
English (LSJ)
h.Cer.175, etc.: impf.
A ἡλλόμην X.Cyr.1.4.11, etc.: fut. ἁλοῦμαι (ὑπερ-) X.Eq.8.4, Dor. ἁλεῦμ αι Theoc.3.25, 5.144: aor. 1 ἡλάμην Batr.225, E.Ion1402, Ar.Ra.243, no subj. or opt., part. ἁλάμενος [1st syllable long] Av.1395, inf. ἅλασθαι Ael.Ep.16, (καθ-) v.l. Luc. DMort.14.5: aor. 2 ἡλόμην, rare in ind., v.l. S.HG4.4.11, (ἐξ-) S.OT1311, (ἐν-) v.l. A.Pers.516, subj. ἅληται [ᾰ] Il.21.536, opt. ἁλοίμην X.Mem.1.3.9 (cf. εἰσ-), inf. ἁλέσθαι Opp.C.1.83, etc., part. ἁλόμενος [ᾰ] A.Eu.368 (lyr.), X.An.4.2.17, etc.; to aor. 2 also belong Ep. 2 and 3sg. ἆλσο, ἆλτο, subj.ἅλεται Il.11.192, part. ἄλμενος only in compds., but ἅλμενος Opp.H.5.666: (sal-, cf. Lat. salio):— spring, leap, prop. of living beings, μὴ . . ἐς τεῖχος ἅληται Il.21.536; ἐπεί κ' . . εἰς ἵππους ἅλεται 11.192; εἰς ἅλα ἆλτο 1.532 (but ἥλατο πόντον Call.Dian. 195); ἐξ ὀχέων . . ἆλτο χαμᾶζε Il.6.103; ἆλτο κατ' Οὐλύμπου 18.616:—ἅλλεσθαι ἐπί τινι = leap upon or leap against, 21.174, Od.22.80; ἐπὶ στίχας Il.20.353: c. inf., ἆλτο θέειν, πέτεσθαι, h.Cer. 389, Ap.448: abs., of horse, X.Eq.8.4.
2 c. acc., leap over, βόθρον Ael.NA6.6; τάφρον Opp.C.1.83.
3 of things, ἆλτο ὀϊστός Il.4.125; of sound, ἀπὸ λείων ἠχὼ ἁλλομένη Pi.Phdr.255c; of parts of body, twitch, quiver, throb, ἅλλεται ὀφθαλμός Theoc.3.37, cf. Arist. HA604a27, PRyl.1.28.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἀλλόμαν Inc.Lesb.5 (ἀντὶ τοῦ ἡλλόμην Hdn.Gr.2.932); aor. rad. atem. ἇλσο, ἇλτο ép. passim, subj. ἅλεται Il.11.192, inf. ἁλέσθαι D.Chr.7.4, part. ἅλμενος (ἄλμενος sólo comp.), ép. passim, Opp.H.5.666; aor. sigm. ἡλάμην Batr.225, ἥλατο E.Io 1402, Ar.Ra.243, dór. ἅλατο Theoc.19.4, part. ᾱ̔λάμενος Ar.Au.1396, pero ᾰλ- A.Eu.372, X.An.4.2.17; fut. ἁλεῦμαι Theoc.3.25, 5.144]
I 1indic. el término de la acción, c. adv. de direcc. saltar a, lanzarse a o hacia, abalanzarse χαμᾶζε Il.6.103, c. ac. ἥλατο πόντον Call.Dian.195, c. prep. c. ac. εἰς ἅλα Il.1.532, εἰς θάλασσαν Carm.Pop.30c.4, ἐς κύματα Theoc.3.25, εἰς τεῖχος Il.21.536, εἰς ἵππους Il.11.192, εἰς πῦρ X.Mem.1.3.9, ἐπὶ στίχας Il.20.353, ἐπὶ οὐδόν Od.22.2, ἐπὶ σκοπόν LXX Sap.5.21, ἥλατο ἐπ' αὐτὸν πνεῦμα θεοῦ sobre el se posó el espíritu de Dios LXX 1Re.10.10, ποτὶ πυγὰν ἅλλομαι salto golpeándome el trasero con los talones, Ar.Lys.82
•fig. lanzarse εἰς βαθὺν ἅλατ' ἔρωτα Theoc.3.42
•c. prep. c. dat. saltar, caer sobre ἐπί οἱ Il.21.174, ἐπ' αὐτῷ Od.22.80
•indic. el punto de partida, c. prep. c. gen. saltar de, desde κατ' Οὐλύμπου Il.18.616, κατὰ τῶν κρημνών Th.7.45, ἐξ ὁχέων Il.6.103, δεμνίων ἄπο E.Or.278, sólo c. gen. ἥλατο βωμοῦ λιποῦσα ξόανα E.Io 1402, c. adv. del punto de partida ἀνάκαθεν A.Eu.372, οὐρανόθεν A.R.2.286
•indic. el punto de partida y el término ἐξ ὑπερβατῶν εἰς ... ἐποίκιον de un ladrón PRyl.138.15 (I d.C.)
•c. inf. echar de un salto a θέειν h.Cer.389, πέτεσθαι h.Ap.448.
2 abs. saltar, dar saltos, botes κελεύουσιν ἅλλεσθαι ciertas alucinaciones, Hp.Virg.1, ἁλλόμενα καὶ σκιρτώντα Pl.Lg.653e, de caballos, X.Eq.8.4, περιπατῶν καὶ ἁλλόμενος de un enfermo sanado Act.Ap.3.8, cf. 14.10, οἱ πένταθλοι Arist.IA 705a16, γᾶν ἐπάταξε καὶ ἅλατο de dolor, Theoc.19.4.
3 sólo c. ac. saltar algo, por encima de algo βόθρον Ael.NA 6.6, τάφρον Opp.C.1.83
•c. otras constr. ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα Pl.Cra.413a
•c. ac. de extensión ψύλλα ὁπόσους ἅλλοιτο τοὺς αὑτῆς πόδας cuántos pies suyos propios saltaría una pulga Ar.Nu.145, ἁλλομένους μεγάλα LXX 1Re.10.2.
4 de cosas saltar, salir disparado ἆλτο δ' ὀϊστός Il.4.125, ἠχώ Pl.Phdr.255c, ἀκωκή A.R.3.1253, αὐγῆς ἀφ' ὕδατος πρὸς τοῖχον ἁλλομένης Plu.2.936b, πηγὴν ὕδατος ἁλλομένου Eu.Io.4.14.
II abs. de partes del cuerpo tener un movimiento espasmódico o convulsivo, temblar, palpitar como síntoma de una enfermedad ὄρχις ἅλλεται ὁ δεξιός de un animal, Arist.HA 604a27
•de pers., esp. como presagio ἅλλεται ὀφθαλμός Theoc.3.37, ὑπόγαστρον PRyl.28.2, Melamp.6, 9, 15 passim, ἁλλομένη χείρ de una mano recién cortada, Nonn.D.22.198.
• Etimología: De una raíz *sel- entre cuyos deriv. se encuentra lat. salio y prob. lituan. sálti ‘correr’, slâp ‘cascada’, etc.
German (Pape)
[Seite 104] (entst. aus ἁλιόμαι, σαλιόμαι, salire), am häufigsten pr. u. impf.; fnt. ἁλοῦμαι, dor. ἁλεῦμαι Theocr. 3, 25; aor. I. ἡλάμην Eur. Or. 278 Ion 1422 Callim. Dian. 1 95 Theocr. 1 9, 4 u. sonst im ind., ἁλάμενος Ar. Av. 1395; aor. II. fand sich im ind. nur Xen. An. 5, 9, 5 Aesch. Pers. 508 ἐνήλου u. Soph. O. R. 1311 ἐξήλου, und ist nach mss. in den beiden ersten Stellen, u. durch Herm. Conj. in letzterer ins impf. verwandelt; – bei Hom. die sync. F. ἆλτο häufig, sonst nur ἆλσο Iliad. 16, 754, conj. ἅληται 21, 536, mit verkürztem Vocal ἅλεται Iliad. 11, 192. 207 αὐτὰρ ἐπεί κ' ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ εἰς ἵππους ἅλεται; partic. ἄλμενος in Zsstzgen; – ἁλέσθαι Opp. Cyn. 1, 83, ἅλοιτο Theocr. 8, 88; vgl. Compp.; – springen, laufen; Hem. z. B. ἆλτο χαμᾶζε Iliad. 6, 103, ἆλτο θύραζε 24, 572; ἦ, καὶ ἐπὶ στίχας ἆλτο, κέλευε δὲ φωτὶ ἑκάστῳ 20, 353; ἆλτ' ἐπί οἱ μεμαώς 21, 174; ἆλτο δ' ὀιστός 4, 125; – ἆλτο θέειν u. πετέσθαι H. Cer. 389 Apoll. 448; – vom Auge, es zittert, es zucht, Theocr. 3, 37; vom Quellwasser N. T.
French (Bailly abrégé)
impf. ἡλλόμην, f. ἁλοῦμαι, ao. ἡλάμην;
sauter, bondir, s'élancer : ἀφ’ ἵππων, ἐξ ἵππων IL d'un char ; ἐπί τινι OD sauter sur qqn, s'élancer contre qqn ; εἰς ἵππους IL sauter sur son char.
Étymologie: p. *ἅλjομαι sauter, de la R. Ἁλ p. Σαλ, lat. salio.
Russian (Dvoretsky)
ἅλλομαι: (fut. ἁλοῦμαι - дор. ἁλεῦμαι, aor. 1 ἡλάμην, aor. 2 ἡλόμην) прыгать, скакать или вскакивать, соскакивать, тж. устремляться, бросаться (εἰς ἅλα ἀπ᾽ Ὀλύμπον, ἐξ ὀχέων χαμᾶζε Hom.): ἐπὶ νῆα ἆλτο πέτεσθαι HH он (словно) полетел к кораблю; ἆλτο ὀϊστός Hom. стрела прянула; ἠχὼ ἀπὸ στερεῶν ἁλωμένη Plat. отголосок, отраженный твердыми поверхностями; ἅλλεται ὀφθαλμὸς ὁ δέξιος Theocr. на правом глазу живчик прыгает (что считалось благоприятной приметой).
Greek (Liddell-Scott)
ἅλλομαι: παρατ. ἡλλόμην, Ξεν., κτλ.: μέλλ. ἁλοῦμαι (ὑπερ-), Ξεν. Ἱππ. 8. 4, Δωρ. ἁλεῦμαι, Θεόκρ. 3. 25., 5. 144: ἀόρ. α΄ ἡλάμην, Βατραχομ. 225 (228), Εὐρ. Ἴων 1402, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243 (πρβλ. τὰ σύνθετα μετὰ τῶν προθ. εἰς-, ἐν-, ἐξ-), μετοχ. ἁλάμενος [ἡ α΄ συλλαβὴ μακρά,] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1395· ἀλλ’ αἱ πλάγιαι ἐγκλίσεις σχηματίζονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκ τοῦ ἀορ. β΄ ἡλόμην (ὅστις εἶναι σπάνιος ἐν τῇ ὁριστ.)· ὑποτ. ἅληται [ᾰ], Ἰλ. Φ. 536, Ἐπ. ὡσαύτως ἅλεται, Λ. 192· εὐκτ. ἁλοίμην, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9 (πρβλ. εἰσ-)· ἀπαρ. ἁλέσθαι, Ὀππ., κτλ.· μετοχ. ἁλόμενος [ᾰ], Αἰσχύλ. Εὐμ. 368 (λυρ.), Ξεν., κτλ.: εἰς τὸν β΄ ἀόρ. ὡσαύτως ἀνήκουσι τὸ Ἐπ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. πρόσ. ἆλσο, ἆλτο, μετοχ. ἄλμενος μόνον ἐν συνθέτοις, ἐκτὸς τοῦ ἅλμενος ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 666 (οὗτοι δὲ εἶναι οἱ μόνοι τύποι οἱ ψιλούμενοι). (Ἐκ τῆς √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ ἑξῆς: ἅλμα, ἅλσις, ἁλτήρ· πρβλ. Σανσκρ. sar (ire, fluere), Ζενδ. har (ire)· Λατ. sal-io, sal-tus, sal-to, sal-ax. ― Ἐν Βοιωτικῇ τινι ἐπιγρ. (Keil. σελ. 69) ὑπάρχει Ἐπι-ϝάλτης ὡς εἰ ἡ ῥίζα ἦν ϝαλ.). Ἀναπηδῶ, τινάσσομαι, σκιρτῶ, κυρίως ἐπὶ ἐμψύχων ὄντων, μή… ἐς τεῖχος ἅληται, Ἰλ. Φ. 536· ἐπεὶ κ’… εἰς ἵππους ἅλεται (Ἐπ. ἀντὶ -ηται) Λ. 192· εἰς ἅλα ἆλτο, Α. 532, (ἀλλὰ ἥλατο πόντον, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 195)· ἐξ ὀχέων… ἆλτο χαμᾶζε, Ἰλ. Ζ. 103· ἆλτο κατ’ Οὐλύμπου, Σ. 616· ― ἅλλεσθαι ἐπί τινι = ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ κατά τινος, Φ. 174, Ὀδ. Χ. 80· ἐπὶ στίχας, Ἰλ. Υ. 353: ― μετ’ ἀπαρ., ἆλτο θέειν, πέτεσθαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 390, εἰς Ἀπόλλ. 448: ― ἀπολ. ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 8. 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἆλτο ὀϊστός, Ἰλ. Δ. 125· ἐπὶ ἤχου, Πλάτ. Φαῖδρ. 255C· ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος = πάλλομαι, ἅλλεται ὀφθαλμός, «παίζει τὸ μάτι μου», Θεόκρ. 3. 37, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 24, 2, καὶ ἴδε ἅλμα ΙΙ.
English (Autenrieth)
aor. 2 and 3 pers. sing. ἆλσο, ἆλτο, subj. ἅληται, ἅλεται, part. ἅλμενος: leap, spring; met. of an arrow ‘leaping’ from the string, Il. 4.125.
English (Strong)
middle voice of apparently a primary verb; to jump; figuratively, to gush: leap, spring up.
English (Thayer)
imperfect ἡλλόμην; aorist ἡλάμην and ἡλόμην (Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 108; (Winer's Grammar, 82 (79); Buttmann, 54 (47))); to leap (Latin salio): Rec. ἥλλετο; G L T Tr WH ἥλατο); to spring up, gush up, of water, salire, Vergil ecl. 5,47; Suetonius, Octav. 82). (Compare: ἐξάλλομαι, ἐφάλλομαι.)
Greek Monolingual
ἅλλομαι (Α)
1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι
2. υπερβαίνω, υπερπηδώ
3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ
4. (για μέλη του ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω
5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
6. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα Εφιάλτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. που ανάγεται σε ἅλ-jομαι και συνδέεται ετυμολογικά με το λατ. salio «πηδώ» και πιθ. με το αρχ. εκκλ. σλαβικό slβpati «ἅλλομαι» και το σλοβένικο slap (< solpo-) «καταρράκτης, χείμαρρος, μεγάλο κύμα». Στον Όμηρο παράλληλα προς τον τ. αορ. ἥλατο απαντούν οι τ. ἄλτο, ἄλμενος, υποτ. ἄλεται, ἄληται με αιολική ψίλωση. Οι δε ομηρ. αόρ. ἔπ-αλτο (του ρ. ἐφ-άλλομαι) και ἀν-έπ-αλτο (του ρ. ἀν-εφ-άλλομαι) συνδέθηκαν με το ρ. πάλλω, πάλλομαι «κραδαίνω, σείω, τινάζω», κι έτσι δημιουργήθηκε ο ποιητ. αόρ. πάλτο «αναπηδώ, σκιρτώ». Στην αττική διάλεκτο παράλληλα προς τον τ. ἅλλομαι χρησιμοποιήθηκε ο ρημ. τ. πηδῶ (-άω), ο οποίος και επικράτησε.
ΠΑΡ. ἅλμα, ἁλτήρ, ἁλτικός
αρχ.
ἅλσις
νεοελλ.
άλτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀνάλλομαι, ἀφάλλομαι, διάλλομαι, εἰσάλλομαι, ἐνάλλομαι, ἐφάλλομαι, καθάλλομαι, μεθάλλομαι, προάλλομαι, προσάλλομαι, συνάλλομαι, ὑπεράλλομαι, ὑφάλλομαι.
Greek Monotonic
ἅλλομαι: (√ΑΛ, Λατ. SAL-io)· παρατ. ἡλλόμην, μέλ. ἁλοῦμαι, Δωρ. ἁλεῦμαι, αόρ. αʹ ἡλάμην, μτχ. ἁλάμενος (η πρώτη συλλ. μακρά)· αόρ. βʹ ἡλόμην, γʹ ενικ. υποτ. ἅληται [ᾰ], Επικ. ἅλεται· ευκτ. ἁλοίμην, απαρ. ἁλέσθαι, μτχ. ἁλόμενος [ᾰ]· επίσης βʹ και γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ ἆλσο, ἆλτο, μτχ. ἄλμενος (που έχουν ψιλή), πηδώ, εκτινάσσομαι, σκιρτώ, λέγεται για ζωντανά πλάσματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για πράγματα, ἆλτο ὀϊστός, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το μάτι, «πάλλομαι», κινούμαι, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: spring, leap (Il.).
Other forms: Aor. ἀλτο (Hom.) Aeolic form with augment? (Schwyzer 751 with n. 1)
Compounds: προαλης (Hom.) sloping, rushing forward
Derivatives: ἅλμα jump (Hom.). ἁλτήρ (Crates Com.) in sports weights kept in the hands while jumping.
Origin: IE [Indo-European] [899] *sel- spring
Etymology: From *ἅλ-ιομαι. Identical with Lat. salio (< *sl̥-i-; *sal- is impossible, as PIE had no phoneme a.). Further perhaps to Skt. ásaram run, rush (Narten MSS 26 (1969) 77ff.) Very doubtful OCS slьpati ἅλλομαι, Slov. slâp (< *solpo-) (water)fall, wave; a root-enlargement -p- is rare in IE. - See on πάλλομαι.
Middle Liddell
[Root !αλ Lat. SALio]
to spring, leap, bound, of living beings, Hom., etc.:—metaph. of things, ἆλτο ὀϊστός Il.; the eye, to throb, Theocr.
Frisk Etymology German
ἅλλομαι: {hállomai}
Forms: ep. Aor. ἀλτο (Quantität unbekannt, vgl. Schwyzer 751 m. A. 1)
Grammar: v.
Meaning: springen, hüpfen (seit Hom.).
Derivative: Verbalnomina ἅλμα Sprung (ion. poet.), auch als Sportterminus, s. Jüthner WienStud. 53, 68ff.; ἅλσις das Springen (Hp., Arist. usw.).
Etymology: Aus *ἅλιομαι und mit lat. salio identisch. Weitere Verwandte (WP. 2, 505) sehr fraglich. In Betracht kommt immerhin aksl. slьpati ἅλλομαι mit slov. slâp (aus *solpo-) Wasserfall, Schwall, Woge. Verfehlt Specht KZ 68, 124: slav. p wechsele mit μ in ἅλμα, da das griechische Verbalnomen natürlich eine einzelsprachliche Neuerung ist.
Page 1,76
Chinese
原文音譯:¤llomai 哈羅買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:躍 相當於: (דָּלַג) (צָלַח)
字義溯源:跳*,跳起,湧,湧出
同源字:1) (ἀγαλλίασις)狂歡 2) (ἅλλομαι / ἀνάλλομαι)跳 3) (ἐξάλλομαι)向前跳 4) (ἐνάλλομαι / ἐφάλλομαι)跳在其上
同義字:1) (ἅλλομαι / ἀνάλλομαι)跳 2) (ἀναπηδάω)跳起來 3) (σκιρτάω)跳躍
出現次數:總共(3);約(1);徒(2)
譯字彙編:
1) 他⋯跳起來(1) 徒14:10;
2) 跳著(1) 徒3:8;
3) 湧(1) 約4:14