умирать: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(DvTab)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[φθίνω]], [[ἐκπνέω]], [[ἀναλύω]], [[διαφωνέω]], [[φθίω]], [[ἀπογίγνομαι]], [[μετάλλητος]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἐκπέμπω]], [[ἀναπαύω]], [[ἄπειμι]], [[κοιμάω]], [[ἀποσεύω]], [[ἀποσσεύω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἐναποπνέω]], [[ἐντελευτάω]], [[ἐκψύχω]], [[διαλύω]], [[καταμύω]], [[ἐνθνῄσκω]], [[προθνῄσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἐκθνῄσκω]], [[διαποθνῄσκω]], [[ἐναποθνῄκω]], [[ἐννεκρόομαι]], [[ἐπαποθνῄσκω]], [[καταθνῄσκω]], [[νεκρόομαι]], [[τελευτάω]]
|rueltext=[[ἁλίσκομαι]], [[ἀμφιπεριφθινύθω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλύω]], [[ἀναπαύω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἀπαλλάσσω]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀπασκαρίζω]], [[ἀπαυδάω]], [[ἄπειμι]], [[ἀπεκβιόω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀποβιόω]], [[ἀποβιώσκομαι]], [[ἀπογίγνομαι]], [[ἀπογίγνομαι,ἀπέρχομαι]], [[ἀποδημέω]], [[ἀποθνήσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἀπόλλυμι]], [[ἀπολύω]], [[ἀπομαραίνω]], [[ἀπομεριμνάω]], [[ἀποπνέω]], [[ἀποπνίγω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἀποσεύω]], [[ἀποσκέλλω]], [[ἀποσσεύω]], [[ἀποστείχω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἀποχάζομαι]], [[ἀποψύχω]], [[ἀφαιᾶσαι]], [[ἀφέρπω]], [[ἀφίπταμαι]], [[βαίνω]], [[γαῖαν δύω]], [[δάμνημι]], [[δῃόω]], [[διαλείπω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλύω]], [[διαπίπτω]], [[διαποθνῄσκω]], [[διαρραίω]], [[διαφθείρω]], [[διαφωνέω]], [[διεξέρχομαι]], [[διοίχομαι]], [[διόλλυμι]], [[ἐκβιόω]], [[ἐκδημέω]], [[ἐκθνῄσκω]], [[ἐκλείπω]], [[ἐκλιμπάνω]], [[ἐκπέμπω]], [[ἐκπέφαμαι]], [[ἐκπίπτω]], [[ἐκπνέω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἐκψύχω]], [[ἐναποθνῄκω]], [[ἐναποθνῄσκω]], [[ἐναπονεκρόομαι]], [[ἐναποπνέω]], [[ἐναποψύχω]], [[ἐνθνῄσκω]], [[ἐννεκρόομαι]], [[ἐντελευτάω]], [[ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι]], [[ἐξάγω]], [[ἐξακτέον]], [[ἐξαναλίσκω]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[ἐξαυαίνω]], [[ἐπαποθνῄσκω]], [[θνῄσκω]], [[καταθνῄσκω]], [[καταμύω]], [[καταστρέφω]], [[καταφθίω]], [[κοιμάω]], [[νεκρόομαι]], [[παροίχομαι]], [[περάω τέρμα τοῦ βίου]], [[προθνῄσκω]], [[τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου]], [[τελευτάω]], [[τελευτάω βίον]], [[τελευτάω τὸν αἰῶνα]], [[φθίνω]], [[φθίω]]
}}
}}

Latest revision as of 15:41, 11 December 2022

Russian > Greek

ἁλίσκομαι, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀναλίσκω, ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀπογίγνομαι,ἀπέρχομαι, ἀποδημέω, ἀποθνήσκω, ἀποθνῄσκω, ἀπόλλυμι, ἀπολύω, ἀπομαραίνω, ἀπομεριμνάω, ἀποπνέω, ἀποπνίγω, ἀποσβέννυμι, ἀποσεύω, ἀποσκέλλω, ἀποσσεύω, ἀποστείχω, ἀποτίθημι, ἀποφθείρω, ἀποφθίνω, ἀποχάζομαι, ἀποψύχω, ἀφαιᾶσαι, ἀφέρπω, ἀφίπταμαι, βαίνω, γαῖαν δύω, δάμνημι, δῃόω, διαλείπω, διαλλάσσω, διαλύω, διαπίπτω, διαποθνῄσκω, διαρραίω, διαφθείρω, διαφωνέω, διεξέρχομαι, διοίχομαι, διόλλυμι, ἐκβιόω, ἐκδημέω, ἐκθνῄσκω, ἐκλείπω, ἐκλιμπάνω, ἐκπέμπω, ἐκπέφαμαι, ἐκπίπτω, ἐκπνέω, ἐκχωρέω, ἐκψύχω, ἐναποθνῄκω, ἐναποθνῄσκω, ἐναπονεκρόομαι, ἐναποπνέω, ἐναποψύχω, ἐνθνῄσκω, ἐννεκρόομαι, ἐντελευτάω, ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι, ἐξάγω, ἐξακτέον, ἐξαναλίσκω, ἐξαπόλλυμι, ἐξαυαίνω, ἐπαποθνῄσκω, θνῄσκω, καταθνῄσκω, καταμύω, καταστρέφω, καταφθίω, κοιμάω, νεκρόομαι, παροίχομαι, περάω τέρμα τοῦ βίου, προθνῄσκω, τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, τελευτάω, τελευτάω βίον, τελευτάω τὸν αἰῶνα, φθίνω, φθίω