ὑποφαίνω: Difference between revisions
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypofaino | |Transliteration C=ypofaino | ||
|Beta Code=u(pofai/nw | |Beta Code=u(pofai/nw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[bring to light from under]], <b class="b3">θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης</b> he drew the [[stool]] [[from]] [[under]] the [[table]], Od.17.409.<br><span class="bld">2</span> [[show a little]], [[just show]], θύννοι.. τὰ λευκὰ ὑποφαίνοντες [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''537a21; αἱ παρειαὶ ὑ. τὴν τῆς αἰδοῦς χροιάν Poll.2.87: metaph., [[give indications of]], μικρὰν ἐλπίδα D.19.123; πραότητα Plb.27.12.3, cf. [[varia lectio|v.l.]] in 23.5.5: c. part., <b class="b3">ὑπέφαιν' ἐσομένη.. λαμπρὰ</b> (Dobree for <b class="b3">-ὸν</b>) πάνυ Anaxandr.9.6; ὑ. ὥσπερ ἐπιθησόμενος Ael.''NA''5.19: c. acc. et inf., Sor.2.61.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be seen under]], ὑπὸ τὰς πύλας πόδες πολλοὶ ὑποφαίνονται Th. 5.10; cf. [[varia lectio|v.l.]] in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''4.4.<br><span class="bld">2</span> [[just show oneself]], [[be half seen]], as the half-opened eyes (cf. [[ὑπόφασις]] ''1''), ἤν τι -ηται τοῦ λευκοῦ Hp.''Prog.''2, ''Aph.''6.52; of teeth, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''502a12; εἴ τι τῆς χώρας ἔρημον χιόνος ὑ. Arr.''An.''4.19.1; ὑ. σελήνη Ael.''NA''4.10; ἡ ὠλένη διὰ τῆς ἐσθῆτος Philostr.''Im.''2.8; ὑ. [[σωτηρία]] Isoc.4.93, 6.44; ὅπως πιστότερα ὑμῖν ὑποφαίνοιτο Lys.13.19 codd. (<b class="b3">ὅπως ὑποφαινοτέρα ἡ μήνυσις φαίνοιτο</b> corr. Francken); [[ἀμφισβήτησις]] [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1096b9; [[ἡμέρα]], [[ἔαρ]] (v. infr. ''III''), [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.14 (as v.l.), ''HG''5.3.1.<br><span class="bld">III</span> intr. in Act., of the [[dawn]] of [[day]], <b class="b3">ὑπέφαινε ἡμέρα, ἕως</b>, the [[day]] [[gradually]] [[break]]s or the [[day]] [[just]] [[begin]]s to [[break]], Id.''An.''3.2.1, 4.3.9, cf. ''Cyr.''4.5.14, etc.; <b class="b3">ἤδη ὑπέφαινέν τι ἡμέρας</b> (impers.) [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 312a: so ἔαρ ὑπέφαινε X.''HG''3.4.16; γίνωσκε τὸν καρπὸν καλῶς ὑποφαίνοντα ''PCair.Zen.''329.13 (iii B. C.).<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">τὰ νῦν ὑποφαίνοντα</b> the difficulties now [[dawn]]ing upon us, Pl.''Sph.''245e; τοσαύτας ὁρῶν ὑποφαινούσας ἐλπίδας Din.1.21; ἐὰν ὑποφαίνῃ ἀπορία μέλιτος [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''625a23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ὑπέφηνα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[montrer sous]] ; <i>Pass.</i> se montrer sous;<br /><b>2</b> [[montrer de dessous]], [[produire au jour]] : θρῆνυν τραπέζης OD tirer un escabeau de dessous la table;<br /><b>3</b> [[montrer un peu]], [[faire entrevoir]] ; <i>Pass.</i> commencer à se montrer : [[ἅμα]] [[τῷ]] [[ἦρι]] ὑποφαινομένῳ XÉN au moment où le printemps commençait à paraître;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> commencer à se montrer : [[ἡμέρα]] ὑπέφαινε XÉN le jour commençait à paraître.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[φαίνω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[φαίνω]]),<br><b class="num">1</b> <i>[[darunter]] [[zeigen]], [[sichtbar]] [[machen]]</i>, θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης, <i>er holte den [[Fußschemel]] [[unter]] dem [[Tische]] [[hervor]] und zeigte ihn, Od</i>. 17.409; – <i>[[Etwas]] [[dabei]] [[zeigen]], [[merken]] [[lassen]]</i>, ἐλπίδα μικράν Dem. 19.123; πρᾳότητα καὶ [[βάθος]] ὑπέφαινε ἐλευθέριον Pol. 27.10.3.<br><b class="num">2 Pass</b>. <i>sich [[darunter]], [[dabei]] [[sehen]] [[lassen]], [[erscheinen]]; sich [[heimlich]], [[allmälig]] [[zeigen]]</i>, ὑποφαινεται [[ἡμέρα]], [[ἔαρ]], <i>der Tag, der [[Frühling]] bricht [[allmälig]] an</i>, Xen. <i>Hell</i>. 5.3.1; ὑπὸ τὰς πύλας ἵππων τε πόδες πολλοὶ καὶ ἀνθρώπων ὑποφαίνονται Thuc. 5.10; – πιστότερα ὑποφαίνοιτο Lys. 13.19; ὑποφαινομένης οὐδεμιᾶς σωτηρίας Isocr. 4.93; – so auch das act. intr., [[ὁρῶν]] ἐλπίδας ὑποφαινούσας Din. 1.21, wo [[früher]] ὑποβαινούσας stand; δηλοῖ σχεδὸν καὶ τὰ νῦν ὑποφαίνοντα Plat. <i>Soph</i>. 245e; [[ἤδη]] γὰρ ὑπέφαινέ τι τῆς ἡμέρας <i>Prot</i>. 312a, wie Xen. <i>Cyr</i>. 4.5.14, <i>An</i>. 3.2.1 und [[öfter]]; Pol. 1.53.5 und Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποφαίνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[показывать снизу]] (внизу) или мельком (τι Arst.; ὑπὸ τὰς πύλας ὑποφαίνεσθαι Thuc.): ὑποφαινομένης οὐδεμιᾶς σωτηρίας Isocr. так как не было, казалось, никакой надежды на спасение;<br /><b class="num">2</b> [[выказывать]], [[обнаруживать]], [[проявлять]] (μικρὰν ἐλπίδα Dem.; πρᾳότητα Polyb., Plut.): [[ἅμα]] τῷ [[ἦρι]] ὑποφαινομένῳ Xen. с наступлением ранней весны;<br /><b class="num">3</b> [[показываться]], [[обнаруживаться]]: τὰ [[νῦν]] ὑποφαίνοντα Plat. то, что теперь обнаруживается; [[ἡμέρα]] σχεδὸν ὑπέφαινε Xen. начинало светать;<br /><b class="num">4</b> [[вынимать снизу]]: θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης Hom. он выхватил скамеечку из-под стола. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποφαίνω''': μέλλ. -φᾰνῶ, [[κάμνω]] τι νὰ φανῇ [[ὑποκάτω]], [[ἐξάγω]] αὐτὸ εἰς τὸ φανερόν, θρῆνυν ὑπέφυνε τραπέζης, ἔσυρεν ἔξω τὸ [[κάθισμα]] [[κάτωθεν]] τῆς τραπέζης, «[[ἤγουν]], [[ὑποκάτω]] ἔφηνεν ὑπεξαγαγὼν τῶν ποδῶν, ὡς ἂν ἔχοι ῥᾷον [[αὐτοῦ]] ἐπικύψας ἅψασθαι, ὅτε θελήσει κατὰ τοῦ Ὀδυσσέως βαλεῖν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 409. 2) δεικνύω ὀλίγον, ἰχθύες... τὰ λευκὰ ὑποφαίνοντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ Ἱστ. 4. 10, 8· ὑποφαίνουσαι (αἱ παρειαὶ) τὴν τῆς αἰδοῦς χροιὰν Πολυδ. Β΄, 87· μεταφ., [[παρέχω]] ἐνδείξεις τινὰς περὶ πράγματός τινος, εἰ... καὶ μικρὰν ὑπεφήνατε ἐλπίδα ἡντινοῦν αὐτοῖς, ἐσώθησαν ἂν Δημ. 379, πρβλ. Πολύβ. 27. 10, 3· πρᾳότητα ὁ αὐτ. 27. 10, 3, πρβλ. 24. 5, 5· - μετά μετοχ. ὑπέφαιν’ ἐσομένη δ’ Ὤκιμον λαμπρὸν [[πάνυ]] (λαμπρὰ [[πάνυ]] κατὰ τὸν Dobree) Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1· ὑπ. [[ὥσπερ]] ἐπιθησόμενος Αἰλ. π. Ζῴων 5. 17. ΙΙ. Παθ., φαίνομαι [[ὑποκάτω]], ὑπὸ τὰς πύλας πόδες πολλοὶ ὑποφαίνονται Θουκ. 5. 10· εἴ που τι τῆς χώρας ἔρημον χιόνος ὑποφαίνοιτο Ἀρριαν. Ἀλ. Ἀνάβ. 4. 19, 1· ὑπ. ἡ [[σελήνη]] Αἰλ. π. Ζῴων 4. 10· ὁρᾷς δὲ καὶ τὴν ὠλένην ὡς διὰ λευκῆς τῆς ἐσθῆτος λευκοτέρα ὑποφαίνεται Φιλόστρ. 823. 2) ἐν μέρει φαίνομαι, [[μόλις]] δεικνύω ἐμαυτόν, μόνον κατὰ τὸ ἥμισυ εἶμαι [[ὁρατός]], ὡς τὰ ἡμίκλειστα ὄμματα (πρβλ. [[ὑπόφασις]]), Ἱππ. Προγν. 37, Ἀφ. 1258· ἐπὶ ὀδόντων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 2· ὑπ. [[σωτηρία]] Ἰσοκρ. 60Α, 124Ε· [τὰ μηνυθέντα] Λυσί. 131. 25· [[ἀμφισβήτησις]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 8· ἀμφ. [[ἡμέρα]], ἔαρ (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ)· Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 14, Ἑλλ. 5. 3, 1. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς ἕω, τῆς ἡμέρας, κτλ., ὑποφαίνει [[ἡμέρα]], ἕως, ἡ [[ἡμέρα]], ἡ αὐγὴ [[μόλις]] ἀρχίζει νὰ φαίνηται ὀλίγον, νὰ «χαράζῃ», ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 1., 4. 3, 9, κλπ.· ἤδη ὑπέφαινέ τι ἡμέρας (ἀπροσ.) Πλάτ. Πρωτ. 312Α· οὕτω ὑποφαίνει ἔαρ Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· πρβλ. [[φαίνω]] Α. ΙΙ, [[ὑποφαύσκω]]· ἀκολούθως. 2) μεταφ. τὰ νῦν ὑποφαίνοντα, αἱ δυσκολίαι, αἱ ὁποίαι τώρα μᾶς παρουσιάζονται, Πλάτ. Σοφιστ. 245Ε· τοσαύτας ὁρῶν ὑποφαινούσας ἐλπίδας Δείναρχ. 92. 43· ἐὰν ὑποφαίνῃ [[ἀπορία]] μέλιτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 26. | |lstext='''ὑποφαίνω''': μέλλ. -φᾰνῶ, [[κάμνω]] τι νὰ φανῇ [[ὑποκάτω]], [[ἐξάγω]] αὐτὸ εἰς τὸ φανερόν, θρῆνυν ὑπέφυνε τραπέζης, ἔσυρεν ἔξω τὸ [[κάθισμα]] [[κάτωθεν]] τῆς τραπέζης, «[[ἤγουν]], [[ὑποκάτω]] ἔφηνεν ὑπεξαγαγὼν τῶν ποδῶν, ὡς ἂν ἔχοι ῥᾷον [[αὐτοῦ]] ἐπικύψας ἅψασθαι, ὅτε θελήσει κατὰ τοῦ Ὀδυσσέως βαλεῖν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 409. 2) δεικνύω ὀλίγον, ἰχθύες... τὰ λευκὰ ὑποφαίνοντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ Ἱστ. 4. 10, 8· ὑποφαίνουσαι (αἱ παρειαὶ) τὴν τῆς αἰδοῦς χροιὰν Πολυδ. Β΄, 87· μεταφ., [[παρέχω]] ἐνδείξεις τινὰς περὶ πράγματός τινος, εἰ... καὶ μικρὰν ὑπεφήνατε ἐλπίδα ἡντινοῦν αὐτοῖς, ἐσώθησαν ἂν Δημ. 379, πρβλ. Πολύβ. 27. 10, 3· πρᾳότητα ὁ αὐτ. 27. 10, 3, πρβλ. 24. 5, 5· - μετά μετοχ. ὑπέφαιν’ ἐσομένη δ’ Ὤκιμον λαμπρὸν [[πάνυ]] (λαμπρὰ [[πάνυ]] κατὰ τὸν Dobree) Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1· ὑπ. [[ὥσπερ]] ἐπιθησόμενος Αἰλ. π. Ζῴων 5. 17. ΙΙ. Παθ., φαίνομαι [[ὑποκάτω]], ὑπὸ τὰς πύλας πόδες πολλοὶ ὑποφαίνονται Θουκ. 5. 10· εἴ που τι τῆς χώρας ἔρημον χιόνος ὑποφαίνοιτο Ἀρριαν. Ἀλ. Ἀνάβ. 4. 19, 1· ὑπ. ἡ [[σελήνη]] Αἰλ. π. Ζῴων 4. 10· ὁρᾷς δὲ καὶ τὴν ὠλένην ὡς διὰ λευκῆς τῆς ἐσθῆτος λευκοτέρα ὑποφαίνεται Φιλόστρ. 823. 2) ἐν μέρει φαίνομαι, [[μόλις]] δεικνύω ἐμαυτόν, μόνον κατὰ τὸ ἥμισυ εἶμαι [[ὁρατός]], ὡς τὰ ἡμίκλειστα ὄμματα (πρβλ. [[ὑπόφασις]]), Ἱππ. Προγν. 37, Ἀφ. 1258· ἐπὶ ὀδόντων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 2· ὑπ. [[σωτηρία]] Ἰσοκρ. 60Α, 124Ε· [τὰ μηνυθέντα] Λυσί. 131. 25· [[ἀμφισβήτησις]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 8· ἀμφ. [[ἡμέρα]], ἔαρ (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ)· Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 14, Ἑλλ. 5. 3, 1. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς ἕω, τῆς ἡμέρας, κτλ., ὑποφαίνει [[ἡμέρα]], ἕως, ἡ [[ἡμέρα]], ἡ αὐγὴ [[μόλις]] ἀρχίζει νὰ φαίνηται ὀλίγον, νὰ «χαράζῃ», ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 1., 4. 3, 9, κλπ.· ἤδη ὑπέφαινέ τι ἡμέρας (ἀπροσ.) Πλάτ. Πρωτ. 312Α· οὕτω ὑποφαίνει ἔαρ Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· πρβλ. [[φαίνω]] Α. ΙΙ, [[ὑποφαύσκω]]· ἀκολούθως. 2) μεταφ. τὰ νῦν ὑποφαίνοντα, αἱ δυσκολίαι, αἱ ὁποίαι τώρα μᾶς παρουσιάζονται, Πλάτ. Σοφιστ. 245Ε· τοσαύτας ὁρῶν ὑποφαινούσας ἐλπίδας Δείναρχ. 92. 43· ἐὰν ὑποφαίνῃ [[ἀπορία]] μέλιτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 26. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποφαίνω:''' μέλ. <i>-φᾰνῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] στο φως [[κάτω]] από, <i>θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης</i>, τράβηξε το [[σκαμνί]] [[κάτω]] από το [[τραπέζι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δείχνω]] [[λιγάκι]], [[μόλις]] που [[δείχνω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[φαίνομαι]] από [[κάτω]], ὑπὸ | |lsmtext='''ὑποφαίνω:''' μέλ. <i>-φᾰνῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] στο φως [[κάτω]] από, <i>θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης</i>, τράβηξε το [[σκαμνί]] [[κάτω]] από το [[τραπέζι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δείχνω]] [[λιγάκι]], [[μόλις]] που [[δείχνω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[φαίνομαι]] από [[κάτω]], ὑπὸ τὰς πύλας πόδες ὑποφαίνονται, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[μόλις]] που [[φαίνομαι]], είμαι [[ορατός]] μόνο κατά το ήμισυ, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> Ενεργ., χρησιμ. ως αμτβ. για την [[αυγή]] της ημέρας, ὑποφαίνει [[ἡμέρα]], [[ημέρα]] που [[μόλις]] αρχίζει αρχίζει να χαράζει, στον ίδ.· ομοίως, ὑπέφαινε [[ἔαρ]], στον ίδ.· μεταφ., τὰ [[νῦν]] ὑποφαίνοντα, δυσκολίες οι οποίες [[τώρα]] μας ξημερώνουν, μας παρουσιάζονται, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -φᾰνῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[bring]] to [[light]] from under, θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης he drew the [[stool]] from under the [[table]], Od.<br /><b class="num">2.</b> to [[show]] a [[little]], [[just]] [[show]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be [[seen]] under, ὑπὸ τὰς πύλας πόδες ὑποφαίνονται Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[just]] [[show]] [[oneself]], be [[half]] [[seen]], Xen.<br /><b class="num">III.</b> Act. used intr. of the [[dawn]] of day, ὑποφαίνει [[ἡμέρα]] day [[just]] begins to [[break]], Xen.; so, ὑποφαίνει ἔαρ Xen.:—metaph., τὰ νῦν ὑποφαίνοντα the difficulties now dawning [[upon]] us, Plat. | |mdlsjtxt=fut. -φᾰνῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[bring]] to [[light]] from under, θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης he drew the [[stool]] from under the [[table]], Od.<br /><b class="num">2.</b> to [[show]] a [[little]], [[just]] [[show]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be [[seen]] under, ὑπὸ τὰς πύλας πόδες ὑποφαίνονται Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[just]] [[show]] [[oneself]], be [[half]] [[seen]], Xen.<br /><b class="num">III.</b> Act. used intr. of the [[dawn]] of day, ὑποφαίνει [[ἡμέρα]] day [[just]] begins to [[break]], Xen.; so, ὑποφαίνει ἔαρ Xen.:—metaph., τὰ νῦν ὑποφαίνοντα the difficulties now dawning [[upon]] us, Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 24 November 2023
English (LSJ)
A bring to light from under, θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης he drew the stool from under the table, Od.17.409.
2 show a little, just show, θύννοι.. τὰ λευκὰ ὑποφαίνοντες Arist.HA537a21; αἱ παρειαὶ ὑ. τὴν τῆς αἰδοῦς χροιάν Poll.2.87: metaph., give indications of, μικρὰν ἐλπίδα D.19.123; πραότητα Plb.27.12.3, cf. v.l. in 23.5.5: c. part., ὑπέφαιν' ἐσομένη.. λαμπρὰ (Dobree for -ὸν) πάνυ Anaxandr.9.6; ὑ. ὥσπερ ἐπιθησόμενος Ael.NA5.19: c. acc. et inf., Sor.2.61.
II Pass., to be seen under, ὑπὸ τὰς πύλας πόδες πολλοὶ ὑποφαίνονται Th. 5.10; cf. v.l. in Thphr. Char.4.4.
2 just show oneself, be half seen, as the half-opened eyes (cf. ὑπόφασις 1), ἤν τι -ηται τοῦ λευκοῦ Hp.Prog.2, Aph.6.52; of teeth, Arist.HA502a12; εἴ τι τῆς χώρας ἔρημον χιόνος ὑ. Arr.An.4.19.1; ὑ. σελήνη Ael.NA4.10; ἡ ὠλένη διὰ τῆς ἐσθῆτος Philostr.Im.2.8; ὑ. σωτηρία Isoc.4.93, 6.44; ὅπως πιστότερα ὑμῖν ὑποφαίνοιτο Lys.13.19 codd. (ὅπως ὑποφαινοτέρα ἡ μήνυσις φαίνοιτο corr. Francken); ἀμφισβήτησις Arist.EN1096b9; ἡμέρα, ἔαρ (v. infr. III), X.Cyr.4.5.14 (as v.l.), HG5.3.1.
III intr. in Act., of the dawn of day, ὑπέφαινε ἡμέρα, ἕως, the day gradually breaks or the day just begins to break, Id.An.3.2.1, 4.3.9, cf. Cyr.4.5.14, etc.; ἤδη ὑπέφαινέν τι ἡμέρας (impers.) Pl.Prt. 312a: so ἔαρ ὑπέφαινε X.HG3.4.16; γίνωσκε τὸν καρπὸν καλῶς ὑποφαίνοντα PCair.Zen.329.13 (iii B. C.).
2 metaph., τὰ νῦν ὑποφαίνοντα the difficulties now dawning upon us, Pl.Sph.245e; τοσαύτας ὁρῶν ὑποφαινούσας ἐλπίδας Din.1.21; ἐὰν ὑποφαίνῃ ἀπορία μέλιτος Arist.HA625a23.
French (Bailly abrégé)
ao. ὑπέφηνα;
I. tr. 1 montrer sous ; Pass. se montrer sous;
2 montrer de dessous, produire au jour : θρῆνυν τραπέζης OD tirer un escabeau de dessous la table;
3 montrer un peu, faire entrevoir ; Pass. commencer à se montrer : ἅμα τῷ ἦρι ὑποφαινομένῳ XÉN au moment où le printemps commençait à paraître;
II. intr. commencer à se montrer : ἡμέρα ὑπέφαινε XÉN le jour commençait à paraître.
Étymologie: ὑπό, φαίνω.
German (Pape)
(φαίνω),
1 darunter zeigen, sichtbar machen, θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης, er holte den Fußschemel unter dem Tische hervor und zeigte ihn, Od. 17.409; – Etwas dabei zeigen, merken lassen, ἐλπίδα μικράν Dem. 19.123; πρᾳότητα καὶ βάθος ὑπέφαινε ἐλευθέριον Pol. 27.10.3.
2 Pass. sich darunter, dabei sehen lassen, erscheinen; sich heimlich, allmälig zeigen, ὑποφαινεται ἡμέρα, ἔαρ, der Tag, der Frühling bricht allmälig an, Xen. Hell. 5.3.1; ὑπὸ τὰς πύλας ἵππων τε πόδες πολλοὶ καὶ ἀνθρώπων ὑποφαίνονται Thuc. 5.10; – πιστότερα ὑποφαίνοιτο Lys. 13.19; ὑποφαινομένης οὐδεμιᾶς σωτηρίας Isocr. 4.93; – so auch das act. intr., ὁρῶν ἐλπίδας ὑποφαινούσας Din. 1.21, wo früher ὑποβαινούσας stand; δηλοῖ σχεδὸν καὶ τὰ νῦν ὑποφαίνοντα Plat. Soph. 245e; ἤδη γὰρ ὑπέφαινέ τι τῆς ἡμέρας Prot. 312a, wie Xen. Cyr. 4.5.14, An. 3.2.1 und öfter; Pol. 1.53.5 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφαίνω:
1 показывать снизу (внизу) или мельком (τι Arst.; ὑπὸ τὰς πύλας ὑποφαίνεσθαι Thuc.): ὑποφαινομένης οὐδεμιᾶς σωτηρίας Isocr. так как не было, казалось, никакой надежды на спасение;
2 выказывать, обнаруживать, проявлять (μικρὰν ἐλπίδα Dem.; πρᾳότητα Polyb., Plut.): ἅμα τῷ ἦρι ὑποφαινομένῳ Xen. с наступлением ранней весны;
3 показываться, обнаруживаться: τὰ νῦν ὑποφαίνοντα Plat. то, что теперь обнаруживается; ἡμέρα σχεδὸν ὑπέφαινε Xen. начинало светать;
4 вынимать снизу: θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης Hom. он выхватил скамеечку из-под стола.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, κάμνω τι νὰ φανῇ ὑποκάτω, ἐξάγω αὐτὸ εἰς τὸ φανερόν, θρῆνυν ὑπέφυνε τραπέζης, ἔσυρεν ἔξω τὸ κάθισμα κάτωθεν τῆς τραπέζης, «ἤγουν, ὑποκάτω ἔφηνεν ὑπεξαγαγὼν τῶν ποδῶν, ὡς ἂν ἔχοι ῥᾷον αὐτοῦ ἐπικύψας ἅψασθαι, ὅτε θελήσει κατὰ τοῦ Ὀδυσσέως βαλεῖν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 409. 2) δεικνύω ὀλίγον, ἰχθύες... τὰ λευκὰ ὑποφαίνοντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ Ἱστ. 4. 10, 8· ὑποφαίνουσαι (αἱ παρειαὶ) τὴν τῆς αἰδοῦς χροιὰν Πολυδ. Β΄, 87· μεταφ., παρέχω ἐνδείξεις τινὰς περὶ πράγματός τινος, εἰ... καὶ μικρὰν ὑπεφήνατε ἐλπίδα ἡντινοῦν αὐτοῖς, ἐσώθησαν ἂν Δημ. 379, πρβλ. Πολύβ. 27. 10, 3· πρᾳότητα ὁ αὐτ. 27. 10, 3, πρβλ. 24. 5, 5· - μετά μετοχ. ὑπέφαιν’ ἐσομένη δ’ Ὤκιμον λαμπρὸν πάνυ (λαμπρὰ πάνυ κατὰ τὸν Dobree) Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1· ὑπ. ὥσπερ ἐπιθησόμενος Αἰλ. π. Ζῴων 5. 17. ΙΙ. Παθ., φαίνομαι ὑποκάτω, ὑπὸ τὰς πύλας πόδες πολλοὶ ὑποφαίνονται Θουκ. 5. 10· εἴ που τι τῆς χώρας ἔρημον χιόνος ὑποφαίνοιτο Ἀρριαν. Ἀλ. Ἀνάβ. 4. 19, 1· ὑπ. ἡ σελήνη Αἰλ. π. Ζῴων 4. 10· ὁρᾷς δὲ καὶ τὴν ὠλένην ὡς διὰ λευκῆς τῆς ἐσθῆτος λευκοτέρα ὑποφαίνεται Φιλόστρ. 823. 2) ἐν μέρει φαίνομαι, μόλις δεικνύω ἐμαυτόν, μόνον κατὰ τὸ ἥμισυ εἶμαι ὁρατός, ὡς τὰ ἡμίκλειστα ὄμματα (πρβλ. ὑπόφασις), Ἱππ. Προγν. 37, Ἀφ. 1258· ἐπὶ ὀδόντων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 2· ὑπ. σωτηρία Ἰσοκρ. 60Α, 124Ε· [τὰ μηνυθέντα] Λυσί. 131. 25· ἀμφισβήτησις Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 8· ἀμφ. ἡμέρα, ἔαρ (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ)· Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 14, Ἑλλ. 5. 3, 1. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς ἕω, τῆς ἡμέρας, κτλ., ὑποφαίνει ἡμέρα, ἕως, ἡ ἡμέρα, ἡ αὐγὴ μόλις ἀρχίζει νὰ φαίνηται ὀλίγον, νὰ «χαράζῃ», ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 1., 4. 3, 9, κλπ.· ἤδη ὑπέφαινέ τι ἡμέρας (ἀπροσ.) Πλάτ. Πρωτ. 312Α· οὕτω ὑποφαίνει ἔαρ Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· πρβλ. φαίνω Α. ΙΙ, ὑποφαύσκω· ἀκολούθως. 2) μεταφ. τὰ νῦν ὑποφαίνοντα, αἱ δυσκολίαι, αἱ ὁποίαι τώρα μᾶς παρουσιάζονται, Πλάτ. Σοφιστ. 245Ε· τοσαύτας ὁρῶν ὑποφαινούσας ἐλπίδας Δείναρχ. 92. 43· ἐὰν ὑποφαίνῃ ἀπορία μέλιτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 26.
English (Autenrieth)
aor. 1 ὑπέφηνε: bring into view from under; θρῆνυν τραπέζης, Od. 17.409†.
Greek Monolingual
ὑποφαίνω ΝΑ φαίνω
νεοελλ.
(η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη
α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...»)
β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ
αρχ.
1. φανερώνω, κάνω να φανεί κάτι αποκάτω («θρήνυν ὑπέφηνε τραπέζης» Ομ. Οδ.)
2. φανερώνω κάτι λίγο, ανάμεσα από κάτι («ἰχθύες... τὰ λευκὰ ὑποφαίνοντες», Αιλ.)
3. παρέχω ενδείξεις για κάτι («πραότητα καὶ βάθος ὑποφαίνειν ἐλευθέριον», Πολ.)
4. (για πράγμ. ή καταστάσεις) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι («τοσαύτας ὁρῶν ὑποφαινούσας ἐλπίδας», Δείν.)
5. μέσ. ὑποφαίνομαι
φαίνομαι λιγάκι, διαφαίνομαι («ὑποφαίνεται ἡ σελήνη», Αιλ.)
6. φαίνομαι εν μέρει, μόλις που φαίνομαι
7. φαίνομαι πιθανός, διακρίνομαι από κάποιο σημείο («ὑποφαίνεται ἀμφισβήτησις», Αριστοτ.)
8. φρ. α) «ὑποφαίνεται ἡμέρα» ή «ὑποφαίνει ἕως» — γλυκοχαράζει (Ξεν)
β) «ὑποφαίνει ἔαρ» — αρχίζει η άνοιξη (Ξεν.).
Greek Monotonic
ὑποφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ,
I. 1. φέρνω κάτι στο φως κάτω από, θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης, τράβηξε το σκαμνί κάτω από το τραπέζι, σε Ομήρ. Οδ.
2. δείχνω λιγάκι, μόλις που δείχνω, σε Δημ.
II. 1. Παθ., φαίνομαι από κάτω, ὑπὸ τὰς πύλας πόδες ὑποφαίνονται, σε Θουκ.
2. μόλις που φαίνομαι, είμαι ορατός μόνο κατά το ήμισυ, σε Ξεν.
III. Ενεργ., χρησιμ. ως αμτβ. για την αυγή της ημέρας, ὑποφαίνει ἡμέρα, ημέρα που μόλις αρχίζει αρχίζει να χαράζει, στον ίδ.· ομοίως, ὑπέφαινε ἔαρ, στον ίδ.· μεταφ., τὰ νῦν ὑποφαίνοντα, δυσκολίες οι οποίες τώρα μας ξημερώνουν, μας παρουσιάζονται, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. -φᾰνῶ
I. to bring to light from under, θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης he drew the stool from under the table, Od.
2. to show a little, just show, Dem.
II. Pass. to be seen under, ὑπὸ τὰς πύλας πόδες ὑποφαίνονται Thuc.
2. to just show oneself, be half seen, Xen.
III. Act. used intr. of the dawn of day, ὑποφαίνει ἡμέρα day just begins to break, Xen.; so, ὑποφαίνει ἔαρ Xen.:—metaph., τὰ νῦν ὑποφαίνοντα the difficulties now dawning upon us, Plat.