σιγαλόεις: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(37) |
m (Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung") |
||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sigaloeis | |Transliteration C=sigaloeis | ||
|Beta Code=sigalo/eis | |Beta Code=sigalo/eis | ||
|Definition= | |Definition=σιγαλόεσσα, σιγαλόεν,<br><span class="bld">A</span> [[glossy]], [[glittering]], Ep. Adj.:<br><span class="bld">1</span> of apparel, σ. χιτών Od.15.60, 19.232; εἵματα Il.22.154, Od.6.26; [[ῥήγεα]] ib. 38; δέσματα Il.22.468; cf. [[νεοσίγαλος]].<br><span class="bld">2</span> of horses' reins, [[glittering]] with colour or metal work, Od.6.81, Il.5.226, etc.; of house-furniture, θρόνος Od.5.86; of a queen's chamber, ὑπερώϊα σιγαλόεντα 16.449, 18.206, etc.; νηὸν [σιγ]αλόεντα ''IG''14.1026 (iii/iv A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[fatty]], [[oily]], ἀμύγδαλα Hermipp.63.20; μνία Numen. ap.Ath.7.295c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0877.png Seite 877]] εσσα, εν, glatt, blank, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0877.png Seite 877]] εσσα, εν, glatt, blank, [[glänzend]], schimmernd; oft bei Hom.; – a) von glänzenden, mit bunten Farben oder Stickereien prangenden Kleidern und vom Frauenschmucke; εἵαατα, Il. 22, 154 Od. 6, 26; δέσματα, Il. 22, 468; ῥήγεα σιγαλόεντα, Od. 6, 38. 11, 189. 19, 318; [[χιτών]], 15, 60, wo es einige Erkl. durch zart, weich, wie Schaum erklärten, [[δροσώδης]], wie man etwa μνία σιγαλόεντα Numen. bei Ath. VII, 295 fassen kann, andere durch frisch, neu, was noch seinen vollen Glanz hat, indem sie das Pindarische [[νεοσίγαλος]] verglichen. – b) von glänzendem, reich gesticktem oder mit blanken Metallverzierungen belegtem Pferdegeschirr, [[ἡνία]], Il. 5, 226. 11, 128. 17, 479 Od. 6, 81, was weder durch schwank, biegsam, [[ὑγρός]], noch durch beschäumt, begeifert übersetzt werden darf. – c) von anderm glänzendem, prächtigem Hausrathe; [[θρόνος]], ein polirter, [[φαεινός]], mit Elfenbein od. Metall ausgelegter Sessel, Od. 5, 86; ὑπερώϊα, von dem Prunkgemach einer königlichen Frau, 16, 449. 18, 206. 19, 600. 22, 428. – Da die Ableitung von [[σιγάω]] zur Bdtg nur sehr gekünstelt paßt, zum Verstummen, so bewundernswert, daß man keine Worte finden kann, so daben es neuere Erkl. auf [[σίαλος]], Fett, zurückgeführt, wie Hermipp. bei Ath. I, 28 a ἀμ ύγδαλα σιγαλόεντα, fettige, ölige Mandeln sagt; das mit Fett Bestrichene stellt sich dem Auge immer blank, gleißend dar, so daß die Übertragung leicht zu erklären ist; die Ableitung dat aber Schwierigkeit, wenn auch die Quantität des ι sich durch Versbedarf des Herameiers rechtfertigt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br />[[luisant]], [[brillant]].<br />'''Étymologie:''' pour *σιαλόεις, de [[σίαλος]] ; cf. [[ἐγώ]], [[ἐγών]], et béot. [[ἰώ]], [[ἰών]] ; sel. d'autres, de la R. Γαλ briller, v. [[γαλήνη]], [[γάλα]], etc., et du préf. σι- avec sens augmentatif comme ἐρι- et ἀρι-. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σιγαλόεις -οέσσα -όεν blinkend, glanzend. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑγᾰλόεις:''' όεσσα, όεν блистающий, сверкающий (εἵματα, [[ἡνία]], [[θρόνος]], ὑπερώϊα Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑγᾰλόεις''': έσσα, εν, (ἴδε ἐν τέλ.)· -[[στιλπνός]], «ὑαλιστερός», Ἐπικ. ἐπίθετ. 1) ἐπὶ γυναικείου ἱματισμοῦ, σ. χιτὼν Ὀδ. Ο. 60, Τ. 232· εἵματα Ἰλ. Χ. 154, Ὀδ. Ζ. 26· ῥήγεα [[αὐτόθι]] 38· δέσματα Ἰλ. Χ. 468· -πρβλ. τὸ τοῦ Πινδάρου [[νεοσίγαλος]], [[νέος]] καὶ [[στιλπνός]]. 2) ἐπὶ τῶν χαλινῶν τῶν ἵππων, ὁ λάμπων ἐκ μεταλλικῶν κοσμημάτων, Ὀδ. Ζ. 81, Ἰλ. Ε. 226, κτλ.· - οὐχὶ [[πλαδαρός]], [[εὔκαμπτος]], ὡς τὸ [[ὑγρός]], [[οὔτε]] [[ἀφρώδης]] (οἱονεὶ) ἐκ τοῦ [[σίαλον]])· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν οἰκιακῶν ἐπίπλων, [[θρόνος]] Ὀδ. Ε. 86· ἐπὶ τοῦ θαλάμου βασιλίσσης, ὑπερώια σιγαλόεντα Π. 449, Σ. 206. κτλ.· κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους τὰ ἀνάκτορα τῶν βασιλείων ἦσαν δεκεκοσμημένα διὰ πολυτίμων μετάλλων, ἴδε Η. 84 κἑξ.· πρβλ. Δ. 45· οὕτω, νηὸν σιγαλέντα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 832. ΙΙ. [[παχύς]], [[ἐλαιώδης]], ἀμύγδαλα Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 20· μνία Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 295C. Ἡ μόνη ὀρθὴ [[ἐτυμολογία]] [[εἶναι]] ἡ ἐκ τοῦ [[σίαλος]], πρβλ. [[σιγάλωμα]] ΙΙ πρὸς τὸ [[σιάλωμα]] ΙΙ, Φιγαλεῖς Φιγαλία πρὸς τὰ Φιαλεῖς Φιαλία, ἐγὼ ἐγὼν πρὸς τὰ Βοιωτ. ἰὼ ἰών. καὶ ἴδε Λοβεκ. Παθ. 93, Ἀγλαόφ. 853. Ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ λαμπροῦ ἢ στιλπνοῦ ἐξωτερικοῦ τῶν παχέων πραγμάτων [[εἶναι]] [[εὔκολος]] ἡ [[μετάβασις]] εἰς τὴν [[καθόλου]] ἔννοιαν τοῦ πλουσίου, λαμπροῦ, ὡς συνέβη εἰς τὸ λιπαρὸς ἐκ τοῦ [[λίπα]], [[λίπος]]· καὶ προδήλως [[οὕτως]] ἐλήφθη ἡ [[λέξις]] ὑπὸ τῶν συγγραφέων τῶν μνημονευθέντων ἐν τῇ διαιρέσει ΙΙ). [σῑ, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. [[ἀθάνατος]]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγαλόεντα· λαμπρά, ποικίλα, καὶ τὰ ὅμοια». | |lstext='''σῑγᾰλόεις''': έσσα, εν, (ἴδε ἐν τέλ.)· -[[στιλπνός]], «ὑαλιστερός», Ἐπικ. ἐπίθετ. 1) ἐπὶ γυναικείου ἱματισμοῦ, σ. χιτὼν Ὀδ. Ο. 60, Τ. 232· εἵματα Ἰλ. Χ. 154, Ὀδ. Ζ. 26· ῥήγεα [[αὐτόθι]] 38· δέσματα Ἰλ. Χ. 468· -πρβλ. τὸ τοῦ Πινδάρου [[νεοσίγαλος]], [[νέος]] καὶ [[στιλπνός]]. 2) ἐπὶ τῶν χαλινῶν τῶν ἵππων, ὁ λάμπων ἐκ μεταλλικῶν κοσμημάτων, Ὀδ. Ζ. 81, Ἰλ. Ε. 226, κτλ.· - οὐχὶ [[πλαδαρός]], [[εὔκαμπτος]], ὡς τὸ [[ὑγρός]], [[οὔτε]] [[ἀφρώδης]] (οἱονεὶ) ἐκ τοῦ [[σίαλον]])· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν οἰκιακῶν ἐπίπλων, [[θρόνος]] Ὀδ. Ε. 86· ἐπὶ τοῦ θαλάμου βασιλίσσης, ὑπερώια σιγαλόεντα Π. 449, Σ. 206. κτλ.· κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους τὰ ἀνάκτορα τῶν βασιλείων ἦσαν δεκεκοσμημένα διὰ πολυτίμων μετάλλων, ἴδε Η. 84 κἑξ.· πρβλ. Δ. 45· οὕτω, νηὸν σιγαλέντα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 832. ΙΙ. [[παχύς]], [[ἐλαιώδης]], ἀμύγδαλα Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 20· μνία Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 295C. Ἡ μόνη ὀρθὴ [[ἐτυμολογία]] [[εἶναι]] ἡ ἐκ τοῦ [[σίαλος]], πρβλ. [[σιγάλωμα]] ΙΙ πρὸς τὸ [[σιάλωμα]] ΙΙ, Φιγαλεῖς Φιγαλία πρὸς τὰ Φιαλεῖς Φιαλία, ἐγὼ ἐγὼν πρὸς τὰ Βοιωτ. ἰὼ ἰών. καὶ ἴδε Λοβεκ. Παθ. 93, Ἀγλαόφ. 853. Ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ λαμπροῦ ἢ στιλπνοῦ ἐξωτερικοῦ τῶν παχέων πραγμάτων [[εἶναι]] [[εὔκολος]] ἡ [[μετάβασις]] εἰς τὴν [[καθόλου]] ἔννοιαν τοῦ πλουσίου, λαμπροῦ, ὡς συνέβη εἰς τὸ λιπαρὸς ἐκ τοῦ [[λίπα]], [[λίπος]]· καὶ προδήλως [[οὕτως]] ἐλήφθη ἡ [[λέξις]] ὑπὸ τῶν συγγραφέων τῶν μνημονευθέντων ἐν τῇ διαιρέσει ΙΙ). [σῑ, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. [[ἀθάνατος]]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγαλόεντα· λαμπρά, ποικίλα, καὶ τὰ ὅμοια». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με [[πολλά]] και λαμπερά χρώματα) [[λείος]], [[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]] («χιτῶνα... σιγαλόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά κοσμήματα που έχει («[[ἡνία]] σιγαλόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για διαμερίσματα [[καθώς]] και για οικιακά έπιπλα ή σκεύη) αυτός που έχει πλούσια [[διακόσμηση]], [[πολυτελής]] («ὑπερώϊα σιγαλόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[λιπαρός]], [[ελαιώδης]] («ἀμύγδαλα σιγαλόεντα», Έρμιππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επικό επίθ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], με [[αφορμή]] τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>γελεῖν</i><br /><i>λάμπειν</i>, η λ. έχει σχηματιστεί από θ. <i>γαλ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[γαλήνη]]) με επιτατικό [[πρόθημα]] <i>σι</i>- ([[πρβλ]]. [[Σίσυφος]]) και κατάλ. -<i>όεις</i>. Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι, αν και πρόκειται για επικό επίθ., τα παράγωγά του (<b>πρβλ.</b> <i>σιγαλῶ</i>, [[σιγάλωμα]]) αποτέλεσαν τεχνικούς όρους. Κατ' άλλους, [[τέλος]], πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγική]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῑγαλόεις:''' -εσσα, -εν, [[στιλπνός]], [[ακτινοβόλος]], [[αστραφτερός]], [[λαμπρός]], σε Όμηρ. (από το [[σίαλος]], με [[ένθεση]] του <i>γ</i>, και το <i>ι</i> να καθίσταται μακρό [[χάριν]] μέτρου). | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: ep. adjunct of [[ἡνία]], [[χιτών]], [[εἵματα]], [[θρόνος]] a. o., approx. [[brilliant]], [[gleaming]] (Hom.), later of [[ἀμύγδαλα]], [[μνία]] (Hermipp., Numen. ap. Ath.).<br />Derivatives: Besides <b class="b3">νεο-σίγαλος</b> [[with a new brilliance]] ([[τρόπος]]; Pi.), which may have been built to [[σιγαλόεις]] after the pattern of [[παιπαλόεις]]: <b class="b3">πολυ-παίπαλος</b> a. o. (Leumann Hom. Wörter 214 n. 8). Denom. verb [[σιγαλόω]] [[to smoothen]], [[to polish]] (Apollon. Lex. s. [[σιγαλόεντα]], sch. Pi.); [[σιγάλωμα]] n. [[polishing tools of a cobbler]] (Apollon. ibd., H. s. [[σιγαλόεν]]), also [[border]], [[edging of a pelt]] (H.: <b class="b3">τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις</b>); beside it with loss of the γ (Schwyzer 209) [[σιάλωμα]] [[iron mountings of a roman longshield]] (Plb. 6, 23, 4; H.). The ep. adj. resembles the also epic [[αἰθαλόεις]], [[ὀμφαλόεις]] a. o. The technical expression [[σιγάλωμα]], which belongs stilistically to a quite diff. category and as opposed to <b class="b3">νεο-σίγαλος</b> cannot be explained from [[σιγαλόεις]], can be derived from [[σιγαλόω]] (if this is not a construction of grammarians) but also be an enlargement of a subst. <b class="b3">*σίγαλος</b> (cf. e.g. [[ἀέτωμα]] to [[ἀετός]]).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: The ep. adj. resembles the also epic [[αἰθαλόεις]], [[ὀμφαλόεις]] a. o. The technical expression [[σιγάλωμα]], which belongs stilistically to a quite diff. category and as opposed to <b class="b3">νεο-σίγαλος</b> cannot be explained from [[σιγαλόεις]], can be derived from [[σιγαλόω]] (if this is not a construction of grammarians) but also be an enlargement of a subst. <b class="b3">*σίγαλος</b> (cf. e.g. [[ἀέτωμα]] to [[ἀετός]]). -- Etymolog. unclear. After Brugmann IF 39, 143 f. to <b class="b3">γελεῖν λάμπειν</b> a. cogn. (s. [[γαλήνη]]) with enforcing <b class="b3">σι-</b> (s. [[Σίσυφος]]; <b class="b3">σι-</b> metr. lengthening); a diff. supposition on <b class="b3">σι-</b> in Hofmann Et. Wb. s. v. Diff. Bechtel Lex. s. v.; by Brugmann l. c. rightly rejected. Older attempts in Bq. See also Szemerényi, Studia Pagliaro 3, 243-5. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῑγᾰλόεις, εσσα, εν<br />[[glossy]], [[glittering]], [[shining]], [[splendid]], Hom. [From [[σίαλος]], with γ inserted, and ι made [[long]] metri grat.] | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''σιγαλόεις''': {sīgalóeis}<br />'''Meaning''': ep. Beiwort von [[ἡνία]], [[χιτών]], εἵματα, [[θρόνος]] u. a., etwa [[glänzend]], [[schimmernd]] (Hom.), später von ἀμύγδαλα, μνία (Hermipp., Numen. ap. Ath.).<br />'''Derivative''': Daneben [[νεοσίγαλος]] [[mit neuem Glanz]] ([[τρόπος]]; Pi.), das zu [[σιγαλόεις]] nach Muster von [[παιπαλόεις]]: [[πολυπαίπαλος]] u. a. gebildet worden sein kann (Leumann Hom. Wörter 214 A. 8). Denom. Verb [[σιγαλόω]] [[glätten]], [[polieren]] (Apollon. ''Lex''. s. σιγαλόεντα, Sch. Pi.); [[σιγάλωμα]] n. [[Poliergerät eines Schusters]] (Apollon. ebd., H. s. σιγαλόεν), auch [[Kante]], [[Borte eines Fells]] (H.: τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις); daneben mit Wegfall des γ (Schwyzer 209) [[σιάλωμα]] ‘Eisenbeschlag des röm. Langschildes' (Plb. 6, 23, 4; H.). Das ep. Adj. reiht sich an die ebenfalls epischen [[αἰθαλόεις]], [[ὀμφαλόεις]] u. a. Der technische Ausdruck [[σιγάλωμα]], der stilistisch einer ganz anderen Gattung angehört und sich im Gegensatz zu [[νεοσίγαλος]] nicht aus [[σιγαλόεις]] erklären läßt, kann von [[σιγαλόω]] (wenn keine Grammatikerkonstruktion) abgeleitet aber auch aus einem Subst. *σίγαλος erweitert sein (vgl. z.B. [[ἀέτωμα]] zu [[ἀετός]]).<br />'''Etymology''': Etymologisch dunkel. Nach Brugmann IF 39, 143 f. zu γελεῖν· λάμπειν u. Verw. (s. [[γαλήνη]]) mit verstärkendem σι- (s. [[Σίσυφος]]; σι- metr. Dehnung); eine abweichende [[Vermutung]] über σι- bei Hofmann Et. Wb. s. v. Anders Bechtel Lex. s. v.; von Brugmann a. O. mit Recht abgelehnt. Nach v. Windekens Et. Pélasg. 106 f. (wo auch weitere Lit.) pelasgisch. Ältere Versuche bei Bq.<br />'''Page''' 2,701-702 | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=(=[[γυαλιστερός]], [[μεγαλοπρεπής]]). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανόν ἀπό τό [[σίαλος]] (=[[λίπος]]). Κατ' ἄλλους συνάπτεται μέ πιθανότ. πρός τό [[ἀγλαός]], [[γελάω]], [[γλήνη]], [[γαλήνη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:35, 16 April 2024
English (LSJ)
σιγαλόεσσα, σιγαλόεν,
A glossy, glittering, Ep. Adj.:
1 of apparel, σ. χιτών Od.15.60, 19.232; εἵματα Il.22.154, Od.6.26; ῥήγεα ib. 38; δέσματα Il.22.468; cf. νεοσίγαλος.
2 of horses' reins, glittering with colour or metal work, Od.6.81, Il.5.226, etc.; of house-furniture, θρόνος Od.5.86; of a queen's chamber, ὑπερώϊα σιγαλόεντα 16.449, 18.206, etc.; νηὸν [σιγ]αλόεντα IG14.1026 (iii/iv A.D.).
II fatty, oily, ἀμύγδαλα Hermipp.63.20; μνία Numen. ap.Ath.7.295c.
German (Pape)
[Seite 877] εσσα, εν, glatt, blank, glänzend, schimmernd; oft bei Hom.; – a) von glänzenden, mit bunten Farben oder Stickereien prangenden Kleidern und vom Frauenschmucke; εἵαατα, Il. 22, 154 Od. 6, 26; δέσματα, Il. 22, 468; ῥήγεα σιγαλόεντα, Od. 6, 38. 11, 189. 19, 318; χιτών, 15, 60, wo es einige Erkl. durch zart, weich, wie Schaum erklärten, δροσώδης, wie man etwa μνία σιγαλόεντα Numen. bei Ath. VII, 295 fassen kann, andere durch frisch, neu, was noch seinen vollen Glanz hat, indem sie das Pindarische νεοσίγαλος verglichen. – b) von glänzendem, reich gesticktem oder mit blanken Metallverzierungen belegtem Pferdegeschirr, ἡνία, Il. 5, 226. 11, 128. 17, 479 Od. 6, 81, was weder durch schwank, biegsam, ὑγρός, noch durch beschäumt, begeifert übersetzt werden darf. – c) von anderm glänzendem, prächtigem Hausrathe; θρόνος, ein polirter, φαεινός, mit Elfenbein od. Metall ausgelegter Sessel, Od. 5, 86; ὑπερώϊα, von dem Prunkgemach einer königlichen Frau, 16, 449. 18, 206. 19, 600. 22, 428. – Da die Ableitung von σιγάω zur Bdtg nur sehr gekünstelt paßt, zum Verstummen, so bewundernswert, daß man keine Worte finden kann, so daben es neuere Erkl. auf σίαλος, Fett, zurückgeführt, wie Hermipp. bei Ath. I, 28 a ἀμ ύγδαλα σιγαλόεντα, fettige, ölige Mandeln sagt; das mit Fett Bestrichene stellt sich dem Auge immer blank, gleißend dar, so daß die Übertragung leicht zu erklären ist; die Ableitung dat aber Schwierigkeit, wenn auch die Quantität des ι sich durch Versbedarf des Herameiers rechtfertigt.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
luisant, brillant.
Étymologie: pour *σιαλόεις, de σίαλος ; cf. ἐγώ, ἐγών, et béot. ἰώ, ἰών ; sel. d'autres, de la R. Γαλ briller, v. γαλήνη, γάλα, etc., et du préf. σι- avec sens augmentatif comme ἐρι- et ἀρι-.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιγαλόεις -οέσσα -όεν blinkend, glanzend.
Russian (Dvoretsky)
σῑγᾰλόεις: όεσσα, όεν блистающий, сверкающий (εἵματα, ἡνία, θρόνος, ὑπερώϊα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
σῑγᾰλόεις: έσσα, εν, (ἴδε ἐν τέλ.)· -στιλπνός, «ὑαλιστερός», Ἐπικ. ἐπίθετ. 1) ἐπὶ γυναικείου ἱματισμοῦ, σ. χιτὼν Ὀδ. Ο. 60, Τ. 232· εἵματα Ἰλ. Χ. 154, Ὀδ. Ζ. 26· ῥήγεα αὐτόθι 38· δέσματα Ἰλ. Χ. 468· -πρβλ. τὸ τοῦ Πινδάρου νεοσίγαλος, νέος καὶ στιλπνός. 2) ἐπὶ τῶν χαλινῶν τῶν ἵππων, ὁ λάμπων ἐκ μεταλλικῶν κοσμημάτων, Ὀδ. Ζ. 81, Ἰλ. Ε. 226, κτλ.· - οὐχὶ πλαδαρός, εὔκαμπτος, ὡς τὸ ὑγρός, οὔτε ἀφρώδης (οἱονεὶ) ἐκ τοῦ σίαλον)· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν οἰκιακῶν ἐπίπλων, θρόνος Ὀδ. Ε. 86· ἐπὶ τοῦ θαλάμου βασιλίσσης, ὑπερώια σιγαλόεντα Π. 449, Σ. 206. κτλ.· κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους τὰ ἀνάκτορα τῶν βασιλείων ἦσαν δεκεκοσμημένα διὰ πολυτίμων μετάλλων, ἴδε Η. 84 κἑξ.· πρβλ. Δ. 45· οὕτω, νηὸν σιγαλέντα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 832. ΙΙ. παχύς, ἐλαιώδης, ἀμύγδαλα Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 20· μνία Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 295C. Ἡ μόνη ὀρθὴ ἐτυμολογία εἶναι ἡ ἐκ τοῦ σίαλος, πρβλ. σιγάλωμα ΙΙ πρὸς τὸ σιάλωμα ΙΙ, Φιγαλεῖς Φιγαλία πρὸς τὰ Φιαλεῖς Φιαλία, ἐγὼ ἐγὼν πρὸς τὰ Βοιωτ. ἰὼ ἰών. καὶ ἴδε Λοβεκ. Παθ. 93, Ἀγλαόφ. 853. Ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ λαμπροῦ ἢ στιλπνοῦ ἐξωτερικοῦ τῶν παχέων πραγμάτων εἶναι εὔκολος ἡ μετάβασις εἰς τὴν καθόλου ἔννοιαν τοῦ πλουσίου, λαμπροῦ, ὡς συνέβη εἰς τὸ λιπαρὸς ἐκ τοῦ λίπα, λίπος· καὶ προδήλως οὕτως ἐλήφθη ἡ λέξις ὑπὸ τῶν συγγραφέων τῶν μνημονευθέντων ἐν τῇ διαιρέσει ΙΙ). [σῑ, χάριν τοῦ μέτρου· πρβλ. ἀθάνατος]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγαλόεντα· λαμπρά, ποικίλα, καὶ τὰ ὅμοια».
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.)
1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.)
2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά κοσμήματα που έχει («ἡνία σιγαλόεντα», Ομ. Ιλ.)
3. (για διαμερίσματα καθώς και για οικιακά έπιπλα ή σκεύη) αυτός που έχει πλούσια διακόσμηση, πολυτελής («ὑπερώϊα σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.)
4. λιπαρός, ελαιώδης («ἀμύγδαλα σιγαλόεντα», Έρμιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό επίθ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, με αφορμή τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. γελεῖν
λάμπειν, η λ. έχει σχηματιστεί από θ. γαλ- (πρβλ. γαλήνη) με επιτατικό πρόθημα σι- (πρβλ. Σίσυφος) και κατάλ. -όεις. Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι, αν και πρόκειται για επικό επίθ., τα παράγωγά του (πρβλ. σιγαλῶ, σιγάλωμα) αποτέλεσαν τεχνικούς όρους. Κατ' άλλους, τέλος, πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγική].
Greek Monotonic
σῑγαλόεις: -εσσα, -εν, στιλπνός, ακτινοβόλος, αστραφτερός, λαμπρός, σε Όμηρ. (από το σίαλος, με ένθεση του γ, και το ι να καθίσταται μακρό χάριν μέτρου).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: ep. adjunct of ἡνία, χιτών, εἵματα, θρόνος a. o., approx. brilliant, gleaming (Hom.), later of ἀμύγδαλα, μνία (Hermipp., Numen. ap. Ath.).
Derivatives: Besides νεο-σίγαλος with a new brilliance (τρόπος; Pi.), which may have been built to σιγαλόεις after the pattern of παιπαλόεις: πολυ-παίπαλος a. o. (Leumann Hom. Wörter 214 n. 8). Denom. verb σιγαλόω to smoothen, to polish (Apollon. Lex. s. σιγαλόεντα, sch. Pi.); σιγάλωμα n. polishing tools of a cobbler (Apollon. ibd., H. s. σιγαλόεν), also border, edging of a pelt (H.: τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις); beside it with loss of the γ (Schwyzer 209) σιάλωμα iron mountings of a roman longshield (Plb. 6, 23, 4; H.). The ep. adj. resembles the also epic αἰθαλόεις, ὀμφαλόεις a. o. The technical expression σιγάλωμα, which belongs stilistically to a quite diff. category and as opposed to νεο-σίγαλος cannot be explained from σιγαλόεις, can be derived from σιγαλόω (if this is not a construction of grammarians) but also be an enlargement of a subst. *σίγαλος (cf. e.g. ἀέτωμα to ἀετός).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The ep. adj. resembles the also epic αἰθαλόεις, ὀμφαλόεις a. o. The technical expression σιγάλωμα, which belongs stilistically to a quite diff. category and as opposed to νεο-σίγαλος cannot be explained from σιγαλόεις, can be derived from σιγαλόω (if this is not a construction of grammarians) but also be an enlargement of a subst. *σίγαλος (cf. e.g. ἀέτωμα to ἀετός). -- Etymolog. unclear. After Brugmann IF 39, 143 f. to γελεῖν λάμπειν a. cogn. (s. γαλήνη) with enforcing σι- (s. Σίσυφος; σι- metr. lengthening); a diff. supposition on σι- in Hofmann Et. Wb. s. v. Diff. Bechtel Lex. s. v.; by Brugmann l. c. rightly rejected. Older attempts in Bq. See also Szemerényi, Studia Pagliaro 3, 243-5.
Middle Liddell
σῑγᾰλόεις, εσσα, εν
glossy, glittering, shining, splendid, Hom. [From σίαλος, with γ inserted, and ι made long metri grat.]
Frisk Etymology German
σιγαλόεις: {sīgalóeis}
Meaning: ep. Beiwort von ἡνία, χιτών, εἵματα, θρόνος u. a., etwa glänzend, schimmernd (Hom.), später von ἀμύγδαλα, μνία (Hermipp., Numen. ap. Ath.).
Derivative: Daneben νεοσίγαλος mit neuem Glanz (τρόπος; Pi.), das zu σιγαλόεις nach Muster von παιπαλόεις: πολυπαίπαλος u. a. gebildet worden sein kann (Leumann Hom. Wörter 214 A. 8). Denom. Verb σιγαλόω glätten, polieren (Apollon. Lex. s. σιγαλόεντα, Sch. Pi.); σιγάλωμα n. Poliergerät eines Schusters (Apollon. ebd., H. s. σιγαλόεν), auch Kante, Borte eines Fells (H.: τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις); daneben mit Wegfall des γ (Schwyzer 209) σιάλωμα ‘Eisenbeschlag des röm. Langschildes' (Plb. 6, 23, 4; H.). Das ep. Adj. reiht sich an die ebenfalls epischen αἰθαλόεις, ὀμφαλόεις u. a. Der technische Ausdruck σιγάλωμα, der stilistisch einer ganz anderen Gattung angehört und sich im Gegensatz zu νεοσίγαλος nicht aus σιγαλόεις erklären läßt, kann von σιγαλόω (wenn keine Grammatikerkonstruktion) abgeleitet aber auch aus einem Subst. *σίγαλος erweitert sein (vgl. z.B. ἀέτωμα zu ἀετός).
Etymology: Etymologisch dunkel. Nach Brugmann IF 39, 143 f. zu γελεῖν· λάμπειν u. Verw. (s. γαλήνη) mit verstärkendem σι- (s. Σίσυφος; σι- metr. Dehnung); eine abweichende Vermutung über σι- bei Hofmann Et. Wb. s. v. Anders Bechtel Lex. s. v.; von Brugmann a. O. mit Recht abgelehnt. Nach v. Windekens Et. Pélasg. 106 f. (wo auch weitere Lit.) pelasgisch. Ältere Versuche bei Bq.
Page 2,701-702
Mantoulidis Etymological
(=γυαλιστερός, μεγαλοπρεπής). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπό τό σίαλος (=λίπος). Κατ' ἄλλους συνάπτεται μέ πιθανότ. πρός τό ἀγλαός, γελάω, γλήνη, γαλήνη.