νῆστις: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nistis | |Transliteration C=nistis | ||
|Beta Code=nh=stis | |Beta Code=nh=stis | ||
|Definition=gen. | |Definition=gen. νήστιος or νήστιδος, ὁ and ἡ (v. infr.); also dat.<br><span class="bld">A</span> νήστει Hp. ''Acut.''60: pl. νήστεις Antiph.138, D.H.''Rh.''9.16: ([[νη-]], [[ἔδω]]):—[[not eating]], [[fasting]], of persons, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Il.19.207; νήστιες ἄχρι… κνέφαος Od.18.370, cf. Diocl.Fr.43, ''Ev.Matt.''15.32, etc.; νήστισιν ἐπιθέντες οἱ πολέμιοι Onos.12.1: c. gen., νῆστις βορᾶς E.''IT''973: metaph., <b class="b3">νῆστιν ἀνὰ… ψάμμαν</b> over the [[hungry]] [[sand]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''573 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> with an abstract Subst., freq. in A., νῆστιν νόσον [[famine]], [[Ag]]. 1016 (lyr.); νῆστις [[λιμός]] ''Ch.''250; <b class="b3">νήστισιν αἰκίαις</b> the [[pain]]s [[of hunger]], Pr.599 (lyr.); νήστιδες δύαι ''Ag.''1621; also <b class="b3">νῆστις ὀσμή</b> the [[bad]] [[breath]] [[of one fasting]], Phryn.''PS''p.91 B.<br><span class="bld">3</span> Act., [[causing hunger]], [[starving]], πνοαὶ νήστιδες [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''193 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[νῆστις]], ἡ, acc. νῆστιν Ar.''Fr.''318.3, 506.4, Eub.110.<br><span class="bld">1</span> the intestinum [[jejunum]], from its always being found [[empty]], Hp.''Carn.'' 19, Ar.''Fr.''506.4, Eub.63.5 (anap.), cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''675b33.<br><span class="bld">2</span> [[νῆστις κεστρεύς]], [[fish]] so called because its [[stomach]] was always found [[empty]], Ar.''Fr.''156, etc.: hence in Com., of 'empty [[belly|bellies]]', ἐγὼ δὲ κεστρεὺς νῆστις [[οἴκαδε|οἴκαδ]]' [[ἀποτρέχω]] Alex.256, etc., cf. Ath.7.307d.<br><span class="bld">3</span> [[Νῆστις]], ἡ, = [[ὕδωρ]], Emp.6.3, cf. Alex.322. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0254.png Seite 254]] ιος u. ιδος (νη – [[ἐσθίω]]), nicht essend, [[fastend]], u. nicht gegessen habend, [[nüchtern]]; Il. 19, 207; νήστιες, Od. 18, 370; νῆστιν, Aesch. Prom. 573; [[νῆστις]] βορᾶς, Eur. I. T. 973; Theopomp. bei Ath. VII, 308 a, wo der [[κεστρεύς]] [[νῆστις]] heißt u. der Grund dieses Namens angegeben wird; auch akt., Hunger erregend, πνοαὶ νήστιδες, Ag. 186, [[πόνος]], 322, νῆστιν ὤλεσεν νόσον, 989, αἱ νή. στιδες δύαι, 1604, [[λιμός]], Ch. 248. Es findet sich auch der gen. νήστεως u. plur. νήστεις, vgl. Lob. zu Phryn. 326. – Ἡ [[νῆστις]] ist auch der Leerdarm, intestinum jejunum, weil er immer leer gefunden wird. – Empedocl. bei Arist. de anim. 1, 5 nannte so das Element des Wassers u. der Luft. S. nom. pr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0254.png Seite 254]] ιος u. ιδος (νη – [[ἐσθίω]]), nicht essend, [[fastend]], u. nicht gegessen habend, [[nüchtern]]; Il. 19, 207; νήστιες, Od. 18, 370; νῆστιν, Aesch. Prom. 573; [[νῆστις]] βορᾶς, Eur. I. T. 973; Theopomp. bei Ath. VII, 308 a, wo der [[κεστρεύς]] [[νῆστις]] heißt u. der Grund dieses Namens angegeben wird; auch akt., Hunger erregend, πνοαὶ νήστιδες, Ag. 186, [[πόνος]], 322, νῆστιν ὤλεσεν νόσον, 989, αἱ νή. στιδες δύαι, 1604, [[λιμός]], Ch. 248. Es findet sich auch der gen. νήστεως u. plur. νήστεις, vgl. Lob. zu Phryn. 326. – Ἡ [[νῆστις]] ist auch der Leerdarm, intestinum jejunum, weil er immer leer gefunden wird. – Empedocl. bei Arist. de anim. 1, 5 nannte so das Element des Wassers u. der Luft. S. nom. pr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιος <i>ou</i> ιδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[qui est à jeun]] <i>ou</i> qui jeûne;<br /><b>2</b> [[qui excite la faim]].<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἔδω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νῆστις:''' ιος и ῐδος adj. [νη + [[ἔδω]]<br /><b class="num">1</b> (тж. ν. βορᾶς Eur.) [[ничего не евший]], [[голодный]] (νήστιες [[ἄχρι]] κνέφαος Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[возбуждающий или причиняющий голод]] (πνοαί Aesch.): ν. [[νόσος]] Aesch. [[голод]] (вследствие неурожая); νήστιες αἰκίαι Aesch. мучительный голод; νήστιδες δύαι Aesch. бедствия, приносимые голодом.<br><b class="num">II</b> ἡ (acc. νῆστιν) анат. [[тощая кишка]] Arph., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νῆστις''': ὁ καὶ ἡ, γεν. -ιος ἢ -ιδος, ἴδε κατωτ.· [[ὡσαύτως]] δοτ. νήστει Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. πληθ. νήστεις, Ἀντιφάν. ἐν «Λάμπωνι» 1, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 16· (νη-, ἐσθίω)· - ὁ μὴ ἐσθίων, ὁ νηστεύων, ἐπὶ προσώπων, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Ἰλ. Τ. 207· νήστιες [[ἄχρι]]... κνέφαος Ὀδ. Σ. 370· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., [[νῆστις]] βορᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 973· πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμαν Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) ὁ Αἰσχύλ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξ. μετ’ ἀφῃρ. οὐσιαστ., νῆστιν νόσον, πεῖναν, ἐν Ἀγ. 1016· ν. λιμὸς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 250· νήστισιν αἰκίαις, μὲ τούς πόνους τῆς νηστείας, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 600· [[πόνος]] ν. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 330· νήστιδες δύαι [[αὐτόθι]] 1622· [[ὡσαύτως]], [[νῆστις]] [[ὀσμή]], ἡ κακὴ ὀσμὴ τῆς ἀναπνοῆς τοῦ νηστεύοντος (πρβλ. [[νηστεύω]]), Α. Β. 52. 3) ἐνεργ., ὁ προξενῶν πεῖναν, πνοαὶ νήστιδες Αἰσχύλ. Ἀγ. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[νῆστις]], ἡ, αἰτ. νῆστιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις», 1, κ. ἀλλ.· πληθ. [[νῆστις]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 1) τὸ ἀείποτε κενὸν [[ἔντερον]], intestinum jejunum, Ἱππ. 252. 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, ἐν τέλ. 2) παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 161, 212, Νῆστις, Σικελική τις [[θεότης]] παριστάνουσα τὸ [[στοιχεῖον]] τοῦ ὕδατος, πρβλ. Εὐστ. 1130. 14. 3) ἰχθύς τις ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κεστρέων, [[διότι]] ὁ [[στόμαχος]] [[αὐτοῦ]] εὑρίσκεται ἀείποτε [[κενός]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, 302, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ πολλὰ σκώμματα περὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 307 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132. | |lstext='''νῆστις''': ὁ καὶ ἡ, γεν. -ιος ἢ -ιδος, ἴδε κατωτ.· [[ὡσαύτως]] δοτ. νήστει Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. πληθ. νήστεις, Ἀντιφάν. ἐν «Λάμπωνι» 1, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 16· (νη-, ἐσθίω)· - ὁ μὴ ἐσθίων, ὁ νηστεύων, ἐπὶ προσώπων, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Ἰλ. Τ. 207· νήστιες [[ἄχρι]]... κνέφαος Ὀδ. Σ. 370· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., [[νῆστις]] βορᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 973· πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμαν Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) ὁ Αἰσχύλ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξ. μετ’ ἀφῃρ. οὐσιαστ., νῆστιν νόσον, πεῖναν, ἐν Ἀγ. 1016· ν. λιμὸς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 250· νήστισιν αἰκίαις, μὲ τούς πόνους τῆς νηστείας, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 600· [[πόνος]] ν. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 330· νήστιδες δύαι [[αὐτόθι]] 1622· [[ὡσαύτως]], [[νῆστις]] [[ὀσμή]], ἡ κακὴ ὀσμὴ τῆς ἀναπνοῆς τοῦ νηστεύοντος (πρβλ. [[νηστεύω]]), Α. Β. 52. 3) ἐνεργ., ὁ προξενῶν πεῖναν, πνοαὶ νήστιδες Αἰσχύλ. Ἀγ. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[νῆστις]], ἡ, αἰτ. νῆστιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις», 1, κ. ἀλλ.· πληθ. [[νῆστις]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 1) τὸ ἀείποτε κενὸν [[ἔντερον]], intestinum jejunum, Ἱππ. 252. 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, ἐν τέλ. 2) παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 161, 212, Νῆστις, Σικελική τις [[θεότης]] παριστάνουσα τὸ [[στοιχεῖον]] τοῦ ὕδατος, πρβλ. Εὐστ. 1130. 14. 3) ἰχθύς τις ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κεστρέων, [[διότι]] ὁ [[στόμαχος]] [[αὐτοῦ]] εὑρίσκεται ἀείποτε [[κενός]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, 302, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ πολλὰ σκώμματα περὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 307 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 29: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆστις]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νήστιδα]].<br /> <b>(II)</b><br />ο, η (Α [[νῆστις]], γεν. -ιος και -ιδος)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν τρώει, [[νηστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[νηστεία]] («πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (με σκωπτική σημ.) [[είδος]] λαίμαργου ψαριού του γένους τών κεστρέων, που ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] το [[στομάχι]] του ήταν [[πάντοτε]] άδειο (α. «διὰ τί [[νῆστις]] [[μόνος]] τῶν ἰχθύων ὁ κεστρεὺς | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆστις]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νήστιδα]].<br /> <b>(II)</b><br />ο, η (Α [[νῆστις]], γεν. -ιος και -ιδος)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν τρώει, [[νηστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[νηστεία]] («πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (με σκωπτική σημ.) [[είδος]] λαίμαργου ψαριού του γένους τών κεστρέων, που ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] το [[στομάχι]] του ήταν [[πάντοτε]] άδειο (α. «διὰ τί [[νῆστις]] [[μόνος]] τῶν ἰχθύων ὁ κεστρεὺς καλεῖται», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἆρ' [[ἔνδον]] ἀνδρῶν κεστρέων [[ἀποικία]]; ὡς μὲν γάρ εἰσι νήστιδες γιγνώσκετε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νήστεις αἰκίαι, δύαι» — οι πόνοι της νηστείας<br />β) «[[νῆστις]] [[νόσος]]» ή «[[νῆστις]] [[λιμός]]» — ο [[λιμός]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. ([[νῆστις]] <span style="color: red;"><</span> <i>νη</i>-<i>εδ</i>-<i>τις</i>) με α' συνθετικό το στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- και β' συνθετικό το θ. <i>εδ</i>- του ρ. <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]» με συριστικοποίηση ([[τροπή]] σε -<i>σ</i>-) του -<i>δ</i>- προ του -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ὠμ</i>-<i>ηστής</i>, [[ἐσθίω]]). Σχετικά με την κατάλ. -<i>τι</i>-<i>ς</i> έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[νῆστις]] [[είναι]] ουσιαστικοποιημένος τ. του γ' εν. προσώπου <i>νῆστι</i> «δεν τρώει» (<span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔδμι</i> «[[τρώω]]»). Κατ' άλλους, το [[επίθημα]] της λ. θα μπορούσε να παραβληθεί με τα επιθήματα τών <i>μάρπ</i>-<i>τις</i>, <i>μάν</i>-<i>τις</i> [[εξίσου]] αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη, [[τέλος]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο <i>ἔδτις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]»), όν. δηλωτικό του δράστη ενέργειας του ρ. (<b>πρβλ.</b> [[νήστης]] [Ι])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νῆστις:''' -ιος, ὁ και ἡ (νη-, [[ἐσθίω]]), γεν. <i>-ιος</i> ή <i>-ιδος</i>, πληθ. <i>νήστιες</i> ή <i>νήστεις</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν τρώει, που απέχει από το [[φαγητό]]· λέγεται για πρόσ., σε Όμηρ.· με γεν., [[νῆστις]] βορᾶς, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νῆστιν ἀνὰ ψάμμαν</i>, πάνω από την «πεινασμένη» άμμο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[νῆστις]] [[νόσος]], [[λιμός]], φοβερή [[πείνα]], [[λιμός]], στον ίδ.· <i>νήστισιν αἰκίαις</i>, με πόνους από την [[πείνα]], σε Αισχύλ.· <i>νήστιδες δύαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί [[πείνα]], που οδηγεί στη [[λιμοκτονία]]· <i>πνοαὶ νήστιδες</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''νῆστις:''' -ιος, ὁ και ἡ (νη-, [[ἐσθίω]]), γεν. <i>-ιος</i> ή <i>-ιδος</i>, πληθ. <i>νήστιες</i> ή <i>νήστεις</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν τρώει, που απέχει από το [[φαγητό]]· λέγεται για πρόσ., σε Όμηρ.· με γεν., [[νῆστις]] βορᾶς, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νῆστιν ἀνὰ ψάμμαν</i>, πάνω από την «πεινασμένη» άμμο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[νῆστις]] [[νόσος]], [[λιμός]], φοβερή [[πείνα]], [[λιμός]], στον ίδ.· <i>νήστισιν αἰκίαις</i>, με πόνους από την [[πείνα]], σε Αισχύλ.· <i>νήστιδες δύαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί [[πείνα]], που οδηγεί στη [[λιμοκτονία]]· <i>πνοαὶ νήστιδες</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=-ιος, -ιδος<br />Grammatical information: m. a. f.<br />Meaning: | |etymtx=-ιος, -ιδος<br />Grammatical information: m. a. f.<br />Meaning: [[not eating]], [[fasting]], [[sober (jejune)]] (Il.); subst. f. part of the small intestine, [[intestinum ieiunum]], as it was found always empty upon section (Hp., Arist.; Strömberg Wortstudien 63); second. masc. [[νήστης]] (Semon., Arist.), f. [[νήστειρα]] (Nic. Al. 130; Fraenkel Nom. ag. 1, 126 A. 2). With pleonastic [[ἀ-]] (cf. [[ἀβέλτερος]]) [[ἄνηστις]] = [[ἄσιτος]] (A. Fr. 433 Mette, Cratin. 45).<br />Other forms: dat. also <b class="b3">-ει</b>, nom. pl. also <b class="b3">-εις</b>.<br />Derivatives: [[νηστεύω]] [[fast]] with [[νηστεία]], <b class="b3">-η</b> f. [[fasting]] (IA.) and the rare and late adj. [[νήστιμος]] (pap.; Arbenz 87), <b class="b3">-ικός</b> (Aët.) [[belonging to fasting]].<br />Origin: IE [Indo-European] [not in Pok.] <b class="b2">*n̥-h₁d-ti-</b> [[not eating]], [[fasting]], [[sober]]<br />Etymology: From the negation <b class="b2">n̥-</b> and the verb for [[eat]] (not as substantiv. of 3. sg. <b class="b3">*νῆστι</b> [[he does not eat]]; Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 48 = Kl. Schr. 2, 1150, Syntax 2,252 (Schwyzer 504 n. 6). -- On the Sicilian watergoddess [[Νῆστις]] (Emp. 6, 3), which does not belong here s. Mayer Mél. Bq 2, 135 f. w. further lit. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 47: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''νῆστις''': -ιος, -ιδος,<br />{nē̃stis}<br />'''Forms''': Dat. auch -ει, Nom. pl. auch -εις m. u. f.; sekund. mask. [[νήστης]] (Semon., Arist. u.a.), f. [[νήστειρα]] (Nik. ''Al''. 130; Fraenkel Nom. ag. 1, 126 A. 2). Mit pleonastischem ἀ- (vgl. [[ἀβέλτερος]]) [[ἄνηστις]] = [[ἄσιτος]] (A. ''Fr''. 433 Mette, Kratin. 45).<br />'''Meaning''': [[nicht essend]], [[fastend]], [[nüchtern]] (seit Il.); Subst. f. Teil des Dünndarms, [[intestinum ieiunum]], weil es bei den Sektionen immer leer befunden wurde (Hp., Arist. u. a.; Strömberg Wortstudien 63);<br />'''Derivative''': Davon das Verb [[νηστεύω]] [[fasten]] mit [[νηστεία]], -η f. [[das Fasten]] (ion. att.) und die seltenen und späten Adj. [[νήστιμος]] (Pap. u.a.; Arbenz 87), -ικός (Aët.) [[zum Fasten gehörig]].<br />'''Etymology''' : Von der Satznegation νε- und dem Verb für [[essen]], u. zw. vielleicht als Substantivierung der 3. sg. *νῆστι [[er ißt nicht]]; Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 48 = Kl. Schr. 2, 1150, Syntax 2,252 (Schwyzer 504 A. 6). — Zur sizilischen Wassergöttin Νῆστις (Emp. 6, 3), die nicht hierher gehört, s. Mayer Mél. Bq 2, 135 f. m. weiterer Lit.<br />'''Page''' 2,318 | |ftr='''νῆστις''': -ιος, -ιδος,<br />{nē̃stis}<br />'''Forms''': Dat. auch -ει, Nom. pl. auch -εις m. u. f.; sekund. mask. [[νήστης]] (Semon., Arist. u.a.), f. [[νήστειρα]] (Nik. ''Al''. 130; Fraenkel Nom. ag. 1, 126 A. 2). Mit pleonastischem ἀ- (vgl. [[ἀβέλτερος]]) [[ἄνηστις]] = [[ἄσιτος]] (A. ''Fr''. 433 Mette, Kratin. 45).<br />'''Meaning''': [[nicht essend]], [[fastend]], [[nüchtern]] (seit Il.); Subst. f. Teil des Dünndarms, [[intestinum ieiunum]], weil es bei den Sektionen immer leer befunden wurde (Hp., Arist. u. a.; Strömberg Wortstudien 63);<br />'''Derivative''': Davon das Verb [[νηστεύω]] [[fasten]] mit [[νηστεία]], -η f. [[das Fasten]] (ion. att.) und die seltenen und späten Adj. [[νήστιμος]] (Pap. u.a.; Arbenz 87), -ικός (Aët.) [[zum Fasten gehörig]].<br />'''Etymology''': Von der Satznegation νε- und dem Verb für [[essen]], u. zw. vielleicht als Substantivierung der 3. sg. *νῆστι [[er ißt nicht]]; Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 48 = Kl. Schr. 2, 1150, Syntax 2,252 (Schwyzer 504 A. 6). — Zur sizilischen Wassergöttin Νῆστις (Emp. 6, 3), die nicht hierher gehört, s. Mayer Mél. Bq 2, 135 f. m. weiterer Lit.<br />'''Page''' 2,318 | ||
}} | }} | ||
= | {{wkpen | ||
The jejunum (/dʒɪˈdʒuːnəm/) is the second part of the small intestine in humans and most higher vertebrates, including mammals, reptiles, and birds. Its lining is specialized for the absorption by enterocytes of small nutrient molecules which have been previously digested by enzymes in the duodenum. | |wketx=The jejunum (/dʒɪˈdʒuːnəm/) is the second part of the small intestine in humans and most higher vertebrates, including mammals, reptiles, and birds. Its lining is specialized for the absorption by enterocytes of small nutrient molecules which have been previously digested by enzymes in the duodenum. | ||
The jejunum lies between the duodenum and the ileum and is considered to start at the suspensory muscle of the duodenum, a location called the duodenojejunal flexure. The division between the jejunum and ileum is not anatomically distinct. In adult humans, the small intestine is usually 6-7m long, about two-fifths of which (2.5 m) is the jejunum. | The jejunum lies between the duodenum and the ileum and is considered to start at the suspensory muscle of the duodenum, a location called the duodenojejunal flexure. The division between the jejunum and ileum is not anatomically distinct. In adult humans, the small intestine is usually 6-7m long, about two-fifths of which (2.5 m) is the jejunum. | ||
= | }} | ||
Le jéjunum (de l'adjectif latin jejune, qui signifie « jeûne » ou « affamé ») est la partie centrale de l'intestin grêle, en aval du duodénum et en amont de l'iléon. Chez l'Homme adulte, il mesure en général de 2 à 8 m de long et son diamètre est de l'ordre de 2 à 4 cm. Il commence juste après l'angle de Treitz (ou angle duodéno-jéjunal), qui fait la jonction entre le duodénum et le jéjunum. | {{wkpfr | ||
|wkfrtx=Le jéjunum (de l'adjectif latin jejune, qui signifie « jeûne » ou « affamé ») est la partie centrale de l'intestin grêle, en aval du duodénum et en amont de l'iléon. Chez l'Homme adulte, il mesure en général de 2 à 8 m de long et son diamètre est de l'ordre de 2 à 4 cm. Il commence juste après l'angle de Treitz (ou angle duodéno-jéjunal), qui fait la jonction entre le duodénum et le jéjunum. | |||
Il apparaît plus rouge que l'iléon, ceci est dû à sa vascularisation plus importante. Il n'est vascularisé que par l'artère mésentérique supérieure et ses nombreuses branches. | Il apparaît plus rouge que l'iléon, ceci est dû à sa vascularisation plus importante. Il n'est vascularisé que par l'artère mésentérique supérieure et ses nombreuses branches. | ||
Le pH du jéjunum est en général entre 7 et 8 (neutre ou légèrement alcalin). Le jéjunum et l'iléon sont suspendus par le mésentère, qui confère une grande mobilité à | Le pH du jéjunum est en général entre 7 et 8 (neutre ou légèrement alcalin). Le jéjunum et l'iléon sont suspendus par le mésentère, qui confère une grande mobilité à l'intestin au sein de l'abdomen. | ||
Au sein de la cavité abdominale, le jéjuno-iléon est entouré par le cadre colique. | Au sein de la cavité abdominale, le jéjuno-iléon est entouré par le cadre colique. | ||
La paroi interne du jéjunum est constituée d'une muqueuse tapissée de nombreux replis, qui permettent une meilleure absorption des lipides, des glucides et des protides grâce à l'augmentation de la surface totale interne. Il est formé ensuite d'une musculeuse dont les fibres internes sont circulaires et les fibres externes longitudinales. | La paroi interne du jéjunum est constituée d'une muqueuse tapissée de nombreux replis, qui permettent une meilleure absorption des lipides, des glucides et des protides grâce à l'augmentation de la surface totale interne. Il est formé ensuite d'une musculeuse dont les fibres internes sont circulaires et les fibres externes longitudinales. | ||
= | }} | ||
Das Jejunum (Leerdarm) ist ein Teil des Dünndarms. Es macht beim Menschen etwa 2⁄5 des Dünndarms aus und ist mit bis zu zwei Metern Länge der zweitlängste der drei Abschnitte des Dünndarms. Er schließt sich an das Duodenum (Zwölffingerdarm) an und geht in das Ileum (Krummdarm) über. Seinen deutschen Namen „Leerdarm“ verdankt er der Tatsache, dass er nach dem Tod zumeist leer ist. Wie in den übrigen Teilen des Dünndarms finden im Leerdarm Verdauungsvorgänge und die Aufnahme der Nahrungsbestandteile (Kohlenhydrate, Proteine, Fette, Vitamine, Salze und Wasser) statt. Das „Magenknurren“ entsteht nicht im Magen, sondern wird durch Luftgeräusche im Jejunum verursacht. Daher wird dieser Darmteil auch als Knurrdarm bezeichnet. | {{wkpde | ||
|wkdetx=Das Jejunum (Leerdarm) ist ein Teil des Dünndarms. Es macht beim Menschen etwa 2⁄5 des Dünndarms aus und ist mit bis zu zwei Metern Länge der zweitlängste der drei Abschnitte des Dünndarms. Er schließt sich an das Duodenum (Zwölffingerdarm) an und geht in das Ileum (Krummdarm) über. Seinen deutschen Namen „Leerdarm“ verdankt er der Tatsache, dass er nach dem Tod zumeist leer ist. Wie in den übrigen Teilen des Dünndarms finden im Leerdarm Verdauungsvorgänge und die Aufnahme der Nahrungsbestandteile (Kohlenhydrate, Proteine, Fette, Vitamine, Salze und Wasser) statt. Das „Magenknurren“ entsteht nicht im Magen, sondern wird durch Luftgeräusche im Jejunum verursacht. Daher wird dieser Darmteil auch als Knurrdarm bezeichnet. | |||
}} | |||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':nÁstij 尼-士提士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':(反)喫(著)<br />'''字義溯源''':未進食,禁食,空著肚,餓著;由([[νή]])X*=不)與([[ἐσθίω]] / [[ἔσθω]])=喫)組成,而 ([[ἐσθίω]] / [[ἔσθω]])出自([[ἑδραίωμα]])X*=喫)。參讀 ([[νήπιος]])同源字參讀 ([[ἄσιτος]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 餓著(2) 太15:32; 可8:3 | |sngr='''原文音譯''':nÁstij 尼-士提士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':(反)喫(著)<br />'''字義溯源''':未進食,禁食,空著肚,餓著;由([[νή]])X*=不)與([[ἐσθίω]] / [[ἔσθω]])=喫)組成,而 ([[ἐσθίω]] / [[ἔσθω]])出自([[ἑδραίωμα]])X*=喫)。參讀 ([[νήπιος]])同源字參讀 ([[ἄσιτος]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 餓著(2) 太15:32; 可8:3 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ιος ἤ -ιδος (=αὐτός πού δέν τρώει). Σύνθετο ἀπό τό νη (ἀρνητικό μόριο) + εδ τοῦ [[ἐσθίω]] → νή-εδ-τις→ [[νῆστις]]. Δές γιά παράγωγα στά ρήματα [[ἐσθίω]] καί [[νηστεύω]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[hungry]]=== | |||
Abkhaz: амлага; Albanian: i uritur; Arabic: جَائِع, جَوْعَان; Armenian: սոված, քաղցել; Ashkun: abót; Asturian: afamiáu, esfamiáu, famiáu, famientu; Avar: вакъарав; Azerbaijani: ac; Bashkir: ас; Basque: gosebera, gose; Belarusian: галодны; Bengali: ক্ষুধার্ত; Bislama: hanggre; Bulgarian: гладен; Burmese: ဆာ; Catalan: afamat; Chechen: меца; Chickasaw: hopoba; Chinese Cantonese: 肚餓/肚饿, 餓/饿, 飢餓/饥饿; Dungan: вә; Hakka: 肚枵, 肚飢/肚饥; Mandarin: 飢餓/饥饿, 餓/饿, 飢/饥; Min Nan: 飢/饥, 枵; Chinook Jargon: ulu; Chuvash: выҫӑ; Czech: hladový; Danish: sulten; Dolgan: аччык; Dutch: [[hongerig]]; Esperanto: malsata; Estonian: näljane; Finnish: nälkäinen; French: [[affamé]], [[avoir faim]]; Galician: famento, esfameado, ter fame; Gallurese: famitu; Georgian: მშიერი, დამშეული; German: [[hungrig]], [[Hunger haben]]; Gothic: 𐌲𐍂𐌴𐌳𐌰𐌲𐍃; Greek: [[πεινασμένος]], [[νηστικός]]; Ancient Greek: [[ἀμαζών]], [[ἔκλιμος]], [[κοιλογάστωρ]], [[λιμηρός]], [[λιμώδης]], [[νῆστις]], [[πειναλέος]], [[πρόσπεινος]]; Guaraní: vare'a; Haitian Creole: grangou; Halkomelem: kw'à:y; Hebrew: רָעֵב; Hindi: भूखा; Hungarian: éhes; Icelandic: svangur, hungraður, soltinn; Ido: hungroza; Indonesian: lapar; Ingush: меца; Irish: ocrach, ocras a bheith ort; Italian: [[affamato]]; Japanese: 空腹な, 飢えた, お腹が空いている, 腹が減っている, 饑い; Jarai: rơmŏn; Javanese: luwé; Kamkata-vari Kamviri: ṓtë; Kata-vari: avtë́; Kazakh: аш; Khakas: ас; Khalaj: âç; Khmer: ឃ្លាន; Korean: 배고프다, 굶주리다; Kurdish Central Kurdish: بِرسی; Laki: ڤِرسێ, ڤِرِسنێ; Northern Kurdish: birçî, birsî; Southern Kurdish: وِرسێ; Kyrgyz: ач; Ladino: ambyerto; Lao: ຫິວ; Latin: [[esuriens]], [[ieiunus]]; Latvian: izsalcis; Lithuanian: alkanas, alkana, išbadėjęs, išbadėjusi; Louisiana Creole French: fim; Luxembourgish: hongereg; Macedonian: гладен; Malagasy: noana; Malay: lapar; Maltese: bil-ġuħ, jħoss ġuħ; Mizo: rilṭam; Mongolian: өлөн, өлсгөлөн; Nauruan: metur; Norman: affanmé; Norwegian Bokmål: sulten, hungrig; Nynorsk: svolten, hungrig; Occitan: afamat; Old English: hungriġ, hyngran; Old Javanese: lapa; Old Prussian: alkīns; Old Turkic: 𐰀𐰲; Oriya: ଭୋକିଲା; Ossetian: стонг; Ottoman Turkish: آج; Persian: گرسنه; Polish: głodny; Portuguese: [[faminto]], [[com fome]], [[esfomeado]]; Prasuni: vutá; Romani: bokhalo; Romanian: flămând; Russian: [[голодный]]; Samoan: fia 'ai; Sardinian Campidanese: famìu; Logudorese: famìdu, afframicosau; Sassarese: famiddu; Serbo-Croatian Cyrillic: гладан; Roman: gladan; Slovak: hladný; Slovene: lačen; Sorbian Lower Sorbian: głodny; Upper Sorbian: hłódny; Spanish: [[hambriento]]; Swedish: hungrig; Tajik: гурусна; Tatar: ач; Tausug: mahapdi'; Tetum: lahak; Thai: หิว, ท้องเลว; Tibetan: ལྟོགས་པ; Tocharian B: keścye; Tok Pisin: hanggre, hangre; Tongan: fiekaia; Turkish: aç; Turkmen: aç; Tuvan: аш; Ukrainian: голодний; Urdu: بھوکا; Uyghur: ئاچ; Uzbek: och; Vietnamese: đói; Waigali: atë; Walloon: aveur fwin; Welsh: newynog, llwglyd; West Coast Bajau: lingantu; White Hmong: tshaib; Yakut: аччык; Yiddish: הונגעריק | |||
===[[jejunum]]=== | |||
Arabic: صَائِم; Bengali: জেজুনাম; Catalan: jejú; Chinese Mandarin: 空腸/空肠; Dutch: [[nuchtere darm]]; Finnish: tyhjäsuoli; French: [[jéjunum]]; Galician: xexuno; German: [[Jejunum]], [[Leerdarm]]; Greek: [[νήστις]]; Ancient Greek: [[νῆστις]]; Hungarian: éhbél; Indonesian: jejunum, usus kosong; Irish: aoineán; Italian: [[digiuno]]; Japanese: 空腸; Korean: 공장(空腸); Kurdish Northern Kurdish: rûviya birçî; Polish: jelito czcze; Portuguese: [[jejuno]]; Russian: [[тощая кишка]]; Spanish: [[yeyuno]]; Tagalog: gitnang-isaw | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 29 October 2024
English (LSJ)
gen. νήστιος or νήστιδος, ὁ and ἡ (v. infr.); also dat.
A νήστει Hp. Acut.60: pl. νήστεις Antiph.138, D.H.Rh.9.16: (νη-, ἔδω):—not eating, fasting, of persons, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Il.19.207; νήστιες ἄχρι… κνέφαος Od.18.370, cf. Diocl.Fr.43, Ev.Matt.15.32, etc.; νήστισιν ἐπιθέντες οἱ πολέμιοι Onos.12.1: c. gen., νῆστις βορᾶς E.IT973: metaph., νῆστιν ἀνὰ… ψάμμαν over the hungry sand, A.Pr.573 (lyr.).
2 with an abstract Subst., freq. in A., νῆστιν νόσον famine, Ag. 1016 (lyr.); νῆστις λιμός Ch.250; νήστισιν αἰκίαις the pains of hunger, Pr.599 (lyr.); νήστιδες δύαι Ag.1621; also νῆστις ὀσμή the bad breath of one fasting, Phryn.PSp.91 B.
3 Act., causing hunger, starving, πνοαὶ νήστιδες A.Ag.193 (lyr.).
II as substantive, νῆστις, ἡ, acc. νῆστιν Ar.Fr.318.3, 506.4, Eub.110.
1 the intestinum jejunum, from its always being found empty, Hp.Carn. 19, Ar.Fr.506.4, Eub.63.5 (anap.), cf. Arist.PA675b33.
2 νῆστις κεστρεύς, fish so called because its stomach was always found empty, Ar.Fr.156, etc.: hence in Com., of 'empty bellies', ἐγὼ δὲ κεστρεὺς νῆστις οἴκαδ' ἀποτρέχω Alex.256, etc., cf. Ath.7.307d.
3 Νῆστις, ἡ, = ὕδωρ, Emp.6.3, cf. Alex.322.
German (Pape)
[Seite 254] ιος u. ιδος (νη – ἐσθίω), nicht essend, fastend, u. nicht gegessen habend, nüchtern; Il. 19, 207; νήστιες, Od. 18, 370; νῆστιν, Aesch. Prom. 573; νῆστις βορᾶς, Eur. I. T. 973; Theopomp. bei Ath. VII, 308 a, wo der κεστρεύς νῆστις heißt u. der Grund dieses Namens angegeben wird; auch akt., Hunger erregend, πνοαὶ νήστιδες, Ag. 186, πόνος, 322, νῆστιν ὤλεσεν νόσον, 989, αἱ νή. στιδες δύαι, 1604, λιμός, Ch. 248. Es findet sich auch der gen. νήστεως u. plur. νήστεις, vgl. Lob. zu Phryn. 326. – Ἡ νῆστις ist auch der Leerdarm, intestinum jejunum, weil er immer leer gefunden wird. – Empedocl. bei Arist. de anim. 1, 5 nannte so das Element des Wassers u. der Luft. S. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ιος ou ιδος (ὁ, ἡ)
1 qui est à jeun ou qui jeûne;
2 qui excite la faim.
Étymologie: νη-, ἔδω.
Russian (Dvoretsky)
νῆστις: ιος и ῐδος adj. [νη + ἔδω
1 (тж. ν. βορᾶς Eur.) ничего не евший, голодный (νήστιες ἄχρι κνέφαος Hom.);
2 возбуждающий или причиняющий голод (πνοαί Aesch.): ν. νόσος Aesch. голод (вследствие неурожая); νήστιες αἰκίαι Aesch. мучительный голод; νήστιδες δύαι Aesch. бедствия, приносимые голодом.
II ἡ (acc. νῆστιν) анат. тощая кишка Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νῆστις: ὁ καὶ ἡ, γεν. -ιος ἢ -ιδος, ἴδε κατωτ.· ὡσαύτως δοτ. νήστει Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. πληθ. νήστεις, Ἀντιφάν. ἐν «Λάμπωνι» 1, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 16· (νη-, ἐσθίω)· - ὁ μὴ ἐσθίων, ὁ νηστεύων, ἐπὶ προσώπων, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Ἰλ. Τ. 207· νήστιες ἄχρι... κνέφαος Ὀδ. Σ. 370· ὡσαύτως μετὰ γεν., νῆστις βορᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 973· πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμαν Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) ὁ Αἰσχύλ. συχνάκις μεταχειρίζεται τὴν λέξ. μετ’ ἀφῃρ. οὐσιαστ., νῆστιν νόσον, πεῖναν, ἐν Ἀγ. 1016· ν. λιμὸς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 250· νήστισιν αἰκίαις, μὲ τούς πόνους τῆς νηστείας, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 600· πόνος ν. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 330· νήστιδες δύαι αὐτόθι 1622· ὡσαύτως, νῆστις ὀσμή, ἡ κακὴ ὀσμὴ τῆς ἀναπνοῆς τοῦ νηστεύοντος (πρβλ. νηστεύω), Α. Β. 52. 3) ἐνεργ., ὁ προξενῶν πεῖναν, πνοαὶ νήστιδες Αἰσχύλ. Ἀγ. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. νῆστις, ἡ, αἰτ. νῆστιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις», 1, κ. ἀλλ.· πληθ. νῆστις Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 1) τὸ ἀείποτε κενὸν ἔντερον, intestinum jejunum, Ἱππ. 252. 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, ἐν τέλ. 2) παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 161, 212, Νῆστις, Σικελική τις θεότης παριστάνουσα τὸ στοιχεῖον τοῦ ὕδατος, πρβλ. Εὐστ. 1130. 14. 3) ἰχθύς τις ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κεστρέων, διότι ὁ στόμαχος αὐτοῦ εὑρίσκεται ἀείποτε κενός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, 302, κτλ.· - ἐντεῦθεν καὶ πολλὰ σκώμματα περὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 307 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
English (Autenrieth)
ιος (νη-, ἔδω): not eating, without food, fasting.
English (Strong)
from the inseparable negative particle ne- (not) and ἐσθίω; not eating, i.e. abstinent from food (religiously): fasting.
English (Thayer)
accusative plural νήστεις and (so Tdf. (cf. Proleg., p. 1183) νῆστις (see Lob. ad Phryn., p. 326; Fritzsche, Commentary on Mark, p. 796f; cf. (WH s Appendix, p. 157b); Buttmann, 26 (23)), ὁ, ἡ (from νή and ἐσθίω, see νήπιος), fasting, not having eaten: Homer, Aeschylus, Hippocrates (430 B.C.>), Aristophanes, others.)
Greek Monolingual
(I)
νῆστις, ἡ (Α)
βλ. νήστιδα.
(II)
ο, η (Α νῆστις, γεν. -ιος και -ιδος)
(για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός
αρχ.
1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (με σκωπτική σημ.) είδος λαίμαργου ψαριού του γένους τών κεστρέων, που ονομάστηκε έτσι επειδή το στομάχι του ήταν πάντοτε άδειο (α. «διὰ τί νῆστις μόνος τῶν ἰχθύων ὁ κεστρεὺς καλεῖται», Αριστοφ.
β. «ἆρ' ἔνδον ἀνδρῶν κεστρέων ἀποικία; ὡς μὲν γάρ εἰσι νήστιδες γιγνώσκετε», Αριστοφ.)
3. φρ. α) «νήστεις αἰκίαι, δύαι» — οι πόνοι της νηστείας
β) «νῆστις νόσος» ή «νῆστις λιμός» — ο λιμός (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. (νῆστις < νη-εδ-τις) με α' συνθετικό το στερ. πρόθημα νη- και β' συνθετικό το θ. εδ- του ρ. ἔδω «τρώω» με συριστικοποίηση (τροπή σε -σ-) του -δ- προ του -τ- (πρβλ. ὠμ-ηστής, ἐσθίω). Σχετικά με την κατάλ. -τι-ς έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Κατά μία άποψη, ο τ. νῆστις είναι ουσιαστικοποιημένος τ. του γ' εν. προσώπου νῆστι «δεν τρώει» (< στερ. πρόθημα νη- + ἔδμι «τρώω»). Κατ' άλλους, το επίθημα της λ. θα μπορούσε να παραβληθεί με τα επιθήματα τών μάρπ-τις, μάν-τις εξίσου αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη, τέλος, θεωρείται η άποψη ότι το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο ἔδτις (< ἔδω «τρώω»), όν. δηλωτικό του δράστη ενέργειας του ρ. (πρβλ. νήστης [Ι])].
Greek Monotonic
νῆστις: -ιος, ὁ και ἡ (νη-, ἐσθίω), γεν. -ιος ή -ιδος, πληθ. νήστιες ή νήστεις·
1. αυτός που δεν τρώει, που απέχει από το φαγητό· λέγεται για πρόσ., σε Όμηρ.· με γεν., νῆστις βορᾶς, σε Ευρ.· μεταφ., νῆστιν ἀνὰ ψάμμαν, πάνω από την «πεινασμένη» άμμο, σε Αισχύλ.
2. νῆστις νόσος, λιμός, φοβερή πείνα, λιμός, στον ίδ.· νήστισιν αἰκίαις, με πόνους από την πείνα, σε Αισχύλ.· νήστιδες δύαι, στον ίδ.
3. Ενεργ., αυτός που προκαλεί πείνα, που οδηγεί στη λιμοκτονία· πνοαὶ νήστιδες, στον ίδ.
Frisk Etymological English
-ιος, -ιδος
Grammatical information: m. a. f.
Meaning: not eating, fasting, sober (jejune) (Il.); subst. f. part of the small intestine, intestinum ieiunum, as it was found always empty upon section (Hp., Arist.; Strömberg Wortstudien 63); second. masc. νήστης (Semon., Arist.), f. νήστειρα (Nic. Al. 130; Fraenkel Nom. ag. 1, 126 A. 2). With pleonastic ἀ- (cf. ἀβέλτερος) ἄνηστις = ἄσιτος (A. Fr. 433 Mette, Cratin. 45).
Other forms: dat. also -ει, nom. pl. also -εις.
Derivatives: νηστεύω fast with νηστεία, -η f. fasting (IA.) and the rare and late adj. νήστιμος (pap.; Arbenz 87), -ικός (Aët.) belonging to fasting.
Origin: IE [Indo-European] [not in Pok.] *n̥-h₁d-ti- not eating, fasting, sober
Etymology: From the negation n̥- and the verb for eat (not as substantiv. of 3. sg. *νῆστι he does not eat; Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 48 = Kl. Schr. 2, 1150, Syntax 2,252 (Schwyzer 504 n. 6). -- On the Sicilian watergoddess Νῆστις (Emp. 6, 3), which does not belong here s. Mayer Mél. Bq 2, 135 f. w. further lit.
Middle Liddell
νῆστις, ιος, ὁ, [νη-, ἐσθίω
1. not eating, fasting, of persons, Hom.; c. gen., νῆστις βορᾶς Eur.:—metaph., νῆστιν ἀνὰ ψάμμον over the hungry sand, Aesch.
2. νῆστις νόσος, λιμός hungry famine, Aesch.; νήστισιν αἰκίαις the pains of hunger, Aesch.; νήστιδες δύαι Aesch.
3. act. causing hunger, starving, πνοιαὶ νήστιδες Aesch.
Frisk Etymology German
νῆστις: -ιος, -ιδος,
{nē̃stis}
Forms: Dat. auch -ει, Nom. pl. auch -εις m. u. f.; sekund. mask. νήστης (Semon., Arist. u.a.), f. νήστειρα (Nik. Al. 130; Fraenkel Nom. ag. 1, 126 A. 2). Mit pleonastischem ἀ- (vgl. ἀβέλτερος) ἄνηστις = ἄσιτος (A. Fr. 433 Mette, Kratin. 45).
Meaning: nicht essend, fastend, nüchtern (seit Il.); Subst. f. Teil des Dünndarms, intestinum ieiunum, weil es bei den Sektionen immer leer befunden wurde (Hp., Arist. u. a.; Strömberg Wortstudien 63);
Derivative: Davon das Verb νηστεύω fasten mit νηστεία, -η f. das Fasten (ion. att.) und die seltenen und späten Adj. νήστιμος (Pap. u.a.; Arbenz 87), -ικός (Aët.) zum Fasten gehörig.
Etymology: Von der Satznegation νε- und dem Verb für essen, u. zw. vielleicht als Substantivierung der 3. sg. *νῆστι er ißt nicht; Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 48 = Kl. Schr. 2, 1150, Syntax 2,252 (Schwyzer 504 A. 6). — Zur sizilischen Wassergöttin Νῆστις (Emp. 6, 3), die nicht hierher gehört, s. Mayer Mél. Bq 2, 135 f. m. weiterer Lit.
Page 2,318
Wikipedia EN
The jejunum (/dʒɪˈdʒuːnəm/) is the second part of the small intestine in humans and most higher vertebrates, including mammals, reptiles, and birds. Its lining is specialized for the absorption by enterocytes of small nutrient molecules which have been previously digested by enzymes in the duodenum.
The jejunum lies between the duodenum and the ileum and is considered to start at the suspensory muscle of the duodenum, a location called the duodenojejunal flexure. The division between the jejunum and ileum is not anatomically distinct. In adult humans, the small intestine is usually 6-7m long, about two-fifths of which (2.5 m) is the jejunum.
Wikipedia FR
Le jéjunum (de l'adjectif latin jejune, qui signifie « jeûne » ou « affamé ») est la partie centrale de l'intestin grêle, en aval du duodénum et en amont de l'iléon. Chez l'Homme adulte, il mesure en général de 2 à 8 m de long et son diamètre est de l'ordre de 2 à 4 cm. Il commence juste après l'angle de Treitz (ou angle duodéno-jéjunal), qui fait la jonction entre le duodénum et le jéjunum.
Il apparaît plus rouge que l'iléon, ceci est dû à sa vascularisation plus importante. Il n'est vascularisé que par l'artère mésentérique supérieure et ses nombreuses branches.
Le pH du jéjunum est en général entre 7 et 8 (neutre ou légèrement alcalin). Le jéjunum et l'iléon sont suspendus par le mésentère, qui confère une grande mobilité à l'intestin au sein de l'abdomen.
Au sein de la cavité abdominale, le jéjuno-iléon est entouré par le cadre colique.
La paroi interne du jéjunum est constituée d'une muqueuse tapissée de nombreux replis, qui permettent une meilleure absorption des lipides, des glucides et des protides grâce à l'augmentation de la surface totale interne. Il est formé ensuite d'une musculeuse dont les fibres internes sont circulaires et les fibres externes longitudinales.
Wikipedia DE
Das Jejunum (Leerdarm) ist ein Teil des Dünndarms. Es macht beim Menschen etwa 2⁄5 des Dünndarms aus und ist mit bis zu zwei Metern Länge der zweitlängste der drei Abschnitte des Dünndarms. Er schließt sich an das Duodenum (Zwölffingerdarm) an und geht in das Ileum (Krummdarm) über. Seinen deutschen Namen „Leerdarm“ verdankt er der Tatsache, dass er nach dem Tod zumeist leer ist. Wie in den übrigen Teilen des Dünndarms finden im Leerdarm Verdauungsvorgänge und die Aufnahme der Nahrungsbestandteile (Kohlenhydrate, Proteine, Fette, Vitamine, Salze und Wasser) statt. Das „Magenknurren“ entsteht nicht im Magen, sondern wird durch Luftgeräusche im Jejunum verursacht. Daher wird dieser Darmteil auch als Knurrdarm bezeichnet.
Chinese
原文音譯:nÁstij 尼-士提士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:(反)喫(著)
字義溯源:未進食,禁食,空著肚,餓著;由(νή)X*=不)與(ἐσθίω / ἔσθω)=喫)組成,而 (ἐσθίω / ἔσθω)出自(ἑδραίωμα)X*=喫)。參讀 (νήπιος)同源字參讀 (ἄσιτος)同義字
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 餓著(2) 太15:32; 可8:3
Mantoulidis Etymological
-ιος ἤ -ιδος (=αὐτός πού δέν τρώει). Σύνθετο ἀπό τό νη (ἀρνητικό μόριο) + εδ τοῦ ἐσθίω → νή-εδ-τις→ νῆστις. Δές γιά παράγωγα στά ρήματα ἐσθίω καί νηστεύω.
Translations
hungry
Abkhaz: амлага; Albanian: i uritur; Arabic: جَائِع, جَوْعَان; Armenian: սոված, քաղցել; Ashkun: abót; Asturian: afamiáu, esfamiáu, famiáu, famientu; Avar: вакъарав; Azerbaijani: ac; Bashkir: ас; Basque: gosebera, gose; Belarusian: галодны; Bengali: ক্ষুধার্ত; Bislama: hanggre; Bulgarian: гладен; Burmese: ဆာ; Catalan: afamat; Chechen: меца; Chickasaw: hopoba; Chinese Cantonese: 肚餓/肚饿, 餓/饿, 飢餓/饥饿; Dungan: вә; Hakka: 肚枵, 肚飢/肚饥; Mandarin: 飢餓/饥饿, 餓/饿, 飢/饥; Min Nan: 飢/饥, 枵; Chinook Jargon: ulu; Chuvash: выҫӑ; Czech: hladový; Danish: sulten; Dolgan: аччык; Dutch: hongerig; Esperanto: malsata; Estonian: näljane; Finnish: nälkäinen; French: affamé, avoir faim; Galician: famento, esfameado, ter fame; Gallurese: famitu; Georgian: მშიერი, დამშეული; German: hungrig, Hunger haben; Gothic: 𐌲𐍂𐌴𐌳𐌰𐌲𐍃; Greek: πεινασμένος, νηστικός; Ancient Greek: ἀμαζών, ἔκλιμος, κοιλογάστωρ, λιμηρός, λιμώδης, νῆστις, πειναλέος, πρόσπεινος; Guaraní: vare'a; Haitian Creole: grangou; Halkomelem: kw'à:y; Hebrew: רָעֵב; Hindi: भूखा; Hungarian: éhes; Icelandic: svangur, hungraður, soltinn; Ido: hungroza; Indonesian: lapar; Ingush: меца; Irish: ocrach, ocras a bheith ort; Italian: affamato; Japanese: 空腹な, 飢えた, お腹が空いている, 腹が減っている, 饑い; Jarai: rơmŏn; Javanese: luwé; Kamkata-vari Kamviri: ṓtë; Kata-vari: avtë́; Kazakh: аш; Khakas: ас; Khalaj: âç; Khmer: ឃ្លាន; Korean: 배고프다, 굶주리다; Kurdish Central Kurdish: بِرسی; Laki: ڤِرسێ, ڤِرِسنێ; Northern Kurdish: birçî, birsî; Southern Kurdish: وِرسێ; Kyrgyz: ач; Ladino: ambyerto; Lao: ຫິວ; Latin: esuriens, ieiunus; Latvian: izsalcis; Lithuanian: alkanas, alkana, išbadėjęs, išbadėjusi; Louisiana Creole French: fim; Luxembourgish: hongereg; Macedonian: гладен; Malagasy: noana; Malay: lapar; Maltese: bil-ġuħ, jħoss ġuħ; Mizo: rilṭam; Mongolian: өлөн, өлсгөлөн; Nauruan: metur; Norman: affanmé; Norwegian Bokmål: sulten, hungrig; Nynorsk: svolten, hungrig; Occitan: afamat; Old English: hungriġ, hyngran; Old Javanese: lapa; Old Prussian: alkīns; Old Turkic: 𐰀𐰲; Oriya: ଭୋକିଲା; Ossetian: стонг; Ottoman Turkish: آج; Persian: گرسنه; Polish: głodny; Portuguese: faminto, com fome, esfomeado; Prasuni: vutá; Romani: bokhalo; Romanian: flămând; Russian: голодный; Samoan: fia 'ai; Sardinian Campidanese: famìu; Logudorese: famìdu, afframicosau; Sassarese: famiddu; Serbo-Croatian Cyrillic: гладан; Roman: gladan; Slovak: hladný; Slovene: lačen; Sorbian Lower Sorbian: głodny; Upper Sorbian: hłódny; Spanish: hambriento; Swedish: hungrig; Tajik: гурусна; Tatar: ач; Tausug: mahapdi'; Tetum: lahak; Thai: หิว, ท้องเลว; Tibetan: ལྟོགས་པ; Tocharian B: keścye; Tok Pisin: hanggre, hangre; Tongan: fiekaia; Turkish: aç; Turkmen: aç; Tuvan: аш; Ukrainian: голодний; Urdu: بھوکا; Uyghur: ئاچ; Uzbek: och; Vietnamese: đói; Waigali: atë; Walloon: aveur fwin; Welsh: newynog, llwglyd; West Coast Bajau: lingantu; White Hmong: tshaib; Yakut: аччык; Yiddish: הונגעריק
jejunum
Arabic: صَائِم; Bengali: জেজুনাম; Catalan: jejú; Chinese Mandarin: 空腸/空肠; Dutch: nuchtere darm; Finnish: tyhjäsuoli; French: jéjunum; Galician: xexuno; German: Jejunum, Leerdarm; Greek: νήστις; Ancient Greek: νῆστις; Hungarian: éhbél; Indonesian: jejunum, usus kosong; Irish: aoineán; Italian: digiuno; Japanese: 空腸; Korean: 공장(空腸); Kurdish Northern Kurdish: rûviya birçî; Polish: jelito czcze; Portuguese: jejuno; Russian: тощая кишка; Spanish: yeyuno; Tagalog: gitnang-isaw