θῆλυς: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(strοng) |
(T22) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from the [[same]] as [[θηλάζω]]; [[female]]: [[female]], [[woman]]. | |strgr=from the [[same]] as [[θηλάζω]]; [[female]]: [[female]], [[woman]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=θηλείᾳ, θῆλυ (cf. [[θηλάζω]], at the [[beginning]]), of the [[female]] [[sex]]; ἡ θηλείᾳ, a [[substantive]], a [[woman]], a [[female]]: τό θῆλυ, [[Homer]] [[down]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:09, 28 August 2017
English (LSJ)
θήλεια, θῆλυ: Ep. fem. θήλεα, acc. pl.
A -εας Il.5.269 (Hom. has regul. fem. θήλεια Il.8.7,al., but also θῆλυς as fem., 10.216,al., as in other poets, v. infr.): Ion. fem. θήλεα, θήλεαν, θηλέης, θηλέῃ, pl. θήλεαι, θηλέας, θηλέων, Hdt. and Hp.: gen. θήλυδος S.Fr.1054; acc. fem. θηλείην dub. l. in Nic.Al.42, neut. pl. θήλεια Arat.1068: Ep. also θηλύτερος indicating opposition rather than comparison (cf. ἀρρέντερος) ; θηλύτεραι δὲ γυναῖκες Il.8.520; θηλύτεραι δὲ θεαί Od.8.324; μάτε ἐρσεναιτέραν μάτε θηλυτέραν Schwyzer 424 (Elis, iv B.C.); in late Prose θηλύτερος, -ύτατος occur as Comp. and Sup. (v. infr. 11): (θη- 'suckle', cf. θῆσαι):—female, θήλεια θεός a goddess, Il.8.7; Ἥρη θῆλυς ἐοῦσα being female, 19.97, cf. A.Ag.1231, S.Tr.1062, E.IT621; θήλειαι ἵπποι mares, Od.4.636, etc.; σύες θήλειαι sows, 14.16; ὄϊς θῆλυς a ewe, Il.10.216; θήλεια μῆλα Arat. 1068; θήλεια ἔλαφος a hind, Pi.O. 3.29; θήλεα κάμηλος Hdt.3.102; ἡ θ. ἵππος ib.86; θ. ὄρνις S.Fr.477; ζῷα θ. Pl.Criti.110c; ἄπαις θήλεος γόνου without female issue, Hdt.3.66; θῆλυς σπορά E.Hec.659; θήλειαι γυναῖκες Id.Or.1205; θ. κόραι Pl.Lg.764d: with masc. nouns, ὁ θῆλυς ὀρεύς the she-mule, Arist.HA 577b22; ἄνθρωπος θῆλυς Id.PA688b31: masc. pl., θήλεις χοροί Critias 1.8D.; but μὴ εἶναι θεοὺς ἄρρενας μηδὲ θηλείας Phld.Piet.12. b ἡ θήλεα, Att. -εια, the female, Hdt.3.109, X.Mem.2.1.4; ἀλέκτωρ ὥστε θηλείας πέλας A.Ag.1671 (troch.). c τὸ θ. γένος the female sex, woman-kind, E.Hec.885; τὸ θ. alone, Id.HF536, etc.; opp. τὸ ἄρρεν, Pl.R.454d, Arist.Metaph.988a5; [ἡ δεῖνα] τέτοκεν θῆλυ PTeb.422.18 (iii A.D.),al. d of plants and trees, Thphr.HP3.9.1; θ. κάλαμος Dsc.1.85; θῆλυς φοῖνιξ Ach.Tat.1.17; θῆλυ βούτομον Thphr.HP4.10.4. 2 of or belonging to women, κουράων θῆλυς ἀϋτή Od.6.122; θήλεα νοῦσος among the Scythians (cf. Ἐνάρεες), Hdt.1.105; νόμος A. Ch.821 (lyr.); φύσις Pl.R.453a; χάρις APl.4.<*>87 (Leont.); θ. φόνος murder by women, E.Ba.796. II metaph., of persons and things, 1 soft, gentle, θῆλυς ἐέρση Od.5.467, Hes.Sc.395; θ. νύξ( = ὕπομβρος) S.Fr.1053. b ὕδωρ θ. καὶ μαλακόν Thphr.CP2.6.3; θηλυτέρα ὀσμή ib.6.15.4; θηλύτατον πεδίον most fruitful, Call.Fr. 296; θηλύτατον ὕδωρ of the Nile, Id.Sos.vii 5. 2 tender, delicate, Φοίβου θήλειαι . . παρειαί Id.Ap.37; θῆλυς ἀπὸ χροιῆς delicate of skin, Theoc.16.49; of temper or character, soft, yielding, weak, θῆλυς ηὕρημαι τάλας S.Tr.1075; γυνὴ δὲ θῆλυ κἀπὶ δακρύοις ἔφυ E.Med.928; θήλεια φρήν Ar.Lys.708, cf. E.Andr.181; δίαιτα θηλυτέρα ἢ κατ' ἄνδρα Plu.Mar.34; θηλύτατος Luc.Im.13; παλλακὴ -υτάτη Philostr.VS2.21.2; τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς effeminacy, Men.599. 3 in mechanics, those parts were called female into which others fitted, as the female vertebra, Poll.2.180; γίγγλυμος J.AJ3.6.3. 4 Gramm., feminine, θήλεα [ὀνόματα] Ar.Nu.682; θήλεα Arist.Po.1458a10. 5 Pythag., of even numbers, Plu.2.264a, 288d. 6 Astrol., of planets, Ptol. Tetr.19; cf. θηλυκός 3c. III θήλειαι, αἱ, kind of cheese made in Crete, Seleuc. ap. Ath.14.650d.
German (Pape)
[Seite 1207] εια, υ (θα, nach Plat. Crat. 414 a ἀπὸ τῆς θηλῆς, eigtl. säugend); einen gen. θήλυδος aus Soph. s. B. A. 1381; θῆλυς steht bei Dichtern oft als fem., wie Ἥρη, θῆλυς ἔουσα Il. 19, 97; γυνὴ θῆλυς οὖσα Soph. Tr. 1051; so ὄϊς Il. 10, 215; θήλεας ἵππους 5, 269; θῆλυς σπορά Eur. Hec. 651; φύσις, χάρις, Leont. Schol. 7. 8 (Plan. 286. 287); ion. fem. θήλεα, Her. 3, 86. 109; – weiblich; – al als Bezeichnung des Geschlechtes, im Ggstz zum männlichen, ἄῤῥην, von Hom. an überall; von Göttern, θήλεια θεός Il. 8, 7, wie Her. 2, 35; von Menschen, Aesch. Ag. 1704 u. sonst, z. B. ἄπαις θήλεος γόνο υ, ohne weibliche Kinder, Her. 3, 66; von Thieren, θήλεια ἔλαφος Pind. Ol. 3, 30; ἵπποι Od. 4, 635, wie Plat. Hipp. mai. 288 b; ὄρνις Soph. frg. 424. Bei Arist. H. A. oft ὁ θῆλυς ὀρεύς u. ä.; – θήλεια allein für Frau, Eur. Andr. 181; bei Thieren ἡ θήλεια, das Weibchen, Xen. Mem. 2, 1, 4; τὸ θῆλυ γένος, das Weibergeschlecht, Eur. Hec. 885, wie in Prosa τὸ θ ῆλυ dem τὸ ἄῤῥεν oft entgegengesetzt wird. Bei den Gramm. bezeichnet es das genus femininum; schon Ar. Nubb. 672 ὀνόματα θήλεα. – b) was von Weibern kommt, ἀϋτή, Weiberstimme, Od. 6, 122. –, c) zart, schwach, weibisch; Soph. Trach. 1064, vgl. 1051; φρήν Aesch. Ch. 303; Ar. Lys. 708; Φοίβου παρειαί Callim. Ap. 37; Sp., wie ἠθος M. Anton. 4, 28. – d) befruchtend, erquickend; δῆλυς ἐερση Od. 5, 467; Hes. Sc. 395, womit vielleicht θήλεια νύξ Soph. frg. 887 (VLL. ἡ ὕπομβρος καὶ ποιοῦσα θάλλειν) zu vergleichen. – Compar. θηλύτερος; bei Hom. u. Hes. θηλύτεραι γυναῖκες, θεαί, z. B. Il. 8, 520 Od. 8, 324 (vgl. θηλείαις γυναιξί Eur. Or. 1205, θήλειαι κόραι Plat. Legg. VI, 764 d); ihnen nachgebildet oft in der Anth.; auch allein θηλυτέρα, ohne subst., Cyr. 3 (VII, 557) Paul. Sil. 14. 41 (V, 290 VI, 71); fast gleich, dem Positiv, doch auf das schwächere, zartere Geschlecht hindeutend. – Δίαιτα θηλυτέρα ἢ κατ' ἄνδρα Plut. Mar. 54, weichlicher. – Den superl.
Greek (Liddell-Scott)
θῆλυς: θήλεια, θῆλυ, Ὅμ., ἂν καὶ παρὰ ποιηταῖς τὸ θῆλυς συχνάκις ἀπαντᾷ ὡς θηλ. (ἴδε κατωτ.): Ἐπικ. θηλ. θήλεα, αἰτ. πληθ. -εας, Ἰλ. Ε. 269· ἐν τῇ πεζῇ Ἰάδι τοῦ Ἡροδ. καὶ Ἱππ. οἱ θηλ. τύποι εἶναι θήλεα, θηλέης, θηλέῃ, θήλεαν, πληθυντ. θήλεαι, θηλέων, θήλεας, Δινδόρφ. Διάλ. Ἡροδ. xvii· γενική τις θήλυδος ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σοφ. ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. 219. 5· αἰτ. θηλ. θηλείην Νικ. Ἀλ. 42, οὐδ. πληθ. θήλεια Ἄρατ. 1068· ― ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. ἔχουσι καὶ τὸν τύπον θηλύτερος ἄνευ ἐπαισθητῆς ἐννοίας συγκρίσεως, ἂν καὶ παρὰ μεταγενεστ. πεζοῖς θηλύτερος, -ύτατος ἀπαντῶσιν ὡς ἀναμφίβολοι τύποι συγρ. καὶ ὑπερθ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΘΑ, θάω, θηλάζω). Γένους θηλυκοῦ, θηλυκός, ἀντίθετον τῷ ἄρρην, θήλεια θεός, θεά, Ἰλ. Θ. 7· Ἥρη θῆλυς ἐοῦσα, οὖσα θήλεια, Τ. 97, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1231, Σοφ. Τρ. 1062· θήλειαι ἵπποι, φορβάδες, Ὀδ. Δ. 636, κτλ.· θήλεια ἔλαφος Πίνδ. Ο. 3. 51· θήλεα κάμηλος Ἡρόδ. 3. 102· ἡ θ. ἵππος αὐτόθι 86· θ. ὄρνις Σοφ. Ἀποσπ. 424· ἄπαις θήλεος γόνου, στερούμενος θήλεος τέκνου, Ἡρόδ. 3. 66· θῆλυς σπορὰ Εὐρ. Ἑκ. 659· θήλειαι γυναῖκες ὁ αὐτ. Ὀρ. 1205· θήλ. κόραι Πλάτ. Νόμ. 764D· ὡσαύτως μετ’ ἀρσεν. ὀνομάτων, ὁ θῆλυς ὀρεύς, ἡ θήλεια ἡμίονος, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 18, 22· θῆλυς ἄνθρωπος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 43. β) ἡ θήλεα, Ἀττ. -εια, ἡ θηλυκή, γυνή, Ἡρόδ. 3. 109, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1671, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· χρῆμα θηλειῶν, τὸ γένος τῶν γυναικῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 181· οὕτω, τὸ θῆλυ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 8, κ. ἀλλ. γ) τὸ θῆλυ γένος, τὸ γένος τῶν γυναικῶν, Εὐρ. Ἑκ. 885· οὕτω, τὸ θῆλυ μόνον, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 536, Πλάτ., κλ.· ὡσαύτως = ἡ θήλεια, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 110C. δ) ἐπί τινων φυτῶν, τὸ θῆλυ, τὸ φέρον τὸν καρπὸν, οἷον ἐπὶ τῆς δρυὸς, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 8 (9), 1· θ. κάλαμος Διοσκ. 1. 114· θήλεια φοίνιξ Ἀχ. Τάτ. 1. 17· θῆλυ βούτομον Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 10, 4. 2) ὁ ἀνήκων εἰς γυναῖκας, γυναικεῖος, θήλεα νοῦσος, παρὰ τοῖς Σκύθαις (πρβλ. Ἐνάρεες), Ἡρόδ. 1. 105· νόμος Αἰσχύλ. Χο. 821· φύσις Πλάτ. Πολ. 453Α· χάρις Ἀνθ. Πλαν. 4. 287· θ. φόνος, τελούμενος ὑπὸ γυναικῶν, Εὐρ. Βάκχ. 796. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων ὡς μετεχόντων τῆς καρποφορίας, τῆς λεπτότητος ἢ τῶν ἄλλων ἰδιοτήτων τοῦ γυναικείου φύλου· ἑπομένως, 1) θῆλυς ἐέρση, «ἁπαλὴ δρόσος» (Σχόλ.), Ἡσίοδ. Ἀσπ. Ἡρ. 395· (ἐν Ὀδ. Ε. 467, πρέπει νὰ εἶναι δροσερὰ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ψυχρά)· οὕτως ἴσως, θ. νὺξ Σοφ. Ἀποσπ. 887· θηλύτατον πεδίον, γονιμώτατον, Καλλ. Ἀποσπ. 296· θῆλυ ὕδωρ Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 6, 3· θηλυτέρα ὀσμὴ αὐτόθι 6. 16, 4. 2) τρυφερός, λεπτός, χαρίεις, θηλύτεραι δὲ γυναῖκες Ἰλ. Θ. 520· θηλύτεραι δὲ θεαὶ Ὀδ. Θ. 324 (ἐκτὸς ἂν ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις εἶναι ἁπλῶς παράδειγμα ὀνομάτων γένους καὶ εἴδους ἐν συνδυασμῷ, ὡς ἐν τοῖς ἀνὴρ αἰπόλος, σῦς κάπρος, κλ.), πρβλ. Ἡσύχ.· κουράων θῆλυς ἀϋτὴ Ζ. 122· Φοίβου θήλειαι... παρειαὶ Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 37· θῆλυς ἀπὸ χροιᾶς, ἔχων λεπτὴν ἐπιδερμίδα, Θεόκρ. 16. 49· ἐπὶ κράσεως ἢ χαρακτῆρος, μαλακός, τρυφερός, ἤπιος, ἀσθενής, ἀδύνατος, γυνὴ δὲ θῆλυς οὖσα Σοφ. Τρ. 1062· θῆλυς ηὕρημαι τάλας αὐτόθι 1075· γυνῆ δὲ θῆλυ κἀπὶ δακρύοις ἔφυ Εὐρ. ἐν Μηδ. 928· θήλεια φρὴν Ἀριστοφ. Λυσ. 708· δίαιτα θηλυτέρα ἢ κατ’ ἄνδρα Πλούτ. Μαρ. 54· θηλύτατος Λουκ. Εἰκ. 13· ― τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς, ἐκθήλυνσις, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 16. 3) ἐν τῇ μηχανικῇ, ἐκεῖνα τὰ μέρη ἐκαλοῦντο θήλεα ἐντὸς τῶν ὁποίων εἰσήρχοντο ἕτερα, ὡς ὁ θῆλυς κοχλίας («βίδα»), Πολυδ. Β΄, 178. 4) ἐν τῇ γραμμ., γένους θηλυκοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 671 κἑξ.· ἅττα δ’ αὐτῶν (τῶν ὀνομάτων) θήλεα αὐτόθι 682· τὰ θήλεα Ἀριστ. Ποιητ. 21, 23. 5) ἐν τῇ τῶν Πυθαγορείων γλώσσῃ, οἱ ἄρτιοι ἀριθμοὶ ἐλέγοντο θήλεις, οἱ δὲ περιττοὶ ἄρρενες, πρβλ. Πλούτ. 2. 264Α, 288D. ΙΙΙ. θήλειαι, αἱ, εἶδος τυροῦ, «τοὺς δὲ λεπτοὺς τῶν τυρῶν καὶ πλατεῖς Κρῆτες θηλείας καλοῦσιν» Ἀθήν. 658D.
French (Bailly abrégé)
θήλεια (poét. θῆλυς), θῆλυ ; gén. εος, είας (poét. -εος), εος;
I. 1 féminin : θήλεια θεός IL une déesse ; ἡ θήλεια ESCHL la femme ; τὸ θῆλυ γένος EUR le sexe féminin, la femme ; ἄπαις θήλεος γόνου HDT sans descendance féminine ; en parl. d’animaux θήλεια ἵππος OD cavale ; σῦς OD truie ; ὄϊς IL brebis ; t. de gramm. féminin ; t. pythagoricien nombre féminin, càd pair (par opp. aux nombres masculins, càd impairs);
2 de femme, qui concerne la femme : θήλεια ἀϋτή OD cri de femme ; θήλεια φύσις PLAT nature de femme;
II. p. anal. qui a les qualités d’une femme ou d’une chose féminine :
1 tendre, délicat;
2 en mauv. part mou, efféminé : δίαιτα PLUT genre de vie efféminé ; θήλεια νοῦσος HDT litt. maladie féminine, càd mœurs de débauché;
3 frais, rafraîchissant : θῆλυς ἐέρση OD rosée rafraîchissante;
Cp. θηλύτερος, Sp. θηλύτατος.
Étymologie: R. Θα, sucer ; téter, allaiter ; cf. θηλή, τίτθη, lat. fellare.
English (Autenrieth)
θήλεια, θῆλυ (also w. two endings): female; ἀῦτή, i. e. of women's voices, Od. 6.122 ; ἐέρση, with the thought of ‘nourishing,’ Od. 5.467; comp., θηλύτερος, weaker (of the two sexes), weak, Il. 8.520, Od. 8.324.
English (Slater)
1 female χρυσόκερων ἔλαφον θήλειαν (O. 3.29)
English (Strong)
from the same as θηλάζω; female: female, woman.
English (Thayer)
θηλείᾳ, θῆλυ (cf. θηλάζω, at the beginning), of the female sex; ἡ θηλείᾳ, a substantive, a woman, a female: τό θῆλυ, Homer down.)