στρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(cc2)
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stronnymi
|Transliteration C=stronnymi
|Beta Code=strw/nnumi
|Beta Code=strw/nnumi
|Definition=and στρωννύω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[στόρνυμι]].</span>
|Definition=and [[στρωννύω]], v. [[στόρνυμι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]] gebildet, w. m. s., – <b class="b2">breiten</b>, ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; [[πέδον]] κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον τίθει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται [[λέχος]], Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῦμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. [[στορέννυμι]]); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]] gebildet, w. m. s., – [[breiten]], ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; [[πέδον]] κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον τίθει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται [[λέχος]], Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῦμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. [[στορέννυμι]]); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.
}}
}}
{{ls
{{Autenrieth
|lstext='''στρώννῡμι''': καὶ -ύω, ἴδε [[στορέννυμι]].
|auten=aor. (ἐ)στόρεσα, [[pass]]. perf. [[ἔστρωμαι]], plup. ἔστρωτο: [[spread]], [[lay]] ([[sternere]]), a [[bed]], [[couch]], [[carpet]]; ‘[[lay]],’ ‘[[calm]],’ the [[wave]]s, Od. 3.158.<br />see [[στορέννυμι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> στρώσω, <i>ao.</i> ἔστρωσα, <i>pf.</i> [[ἔστρωκα]], <i>pqp.</i> ἐστρώκειν;<br /><i>Pass. f.</i> στρωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐστρώθην, <i>pf.</i> [[ἔστρωμαι]], <i>pqp.</i> ἐστρώμην;<br />étendre (un tapis, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Στρω étendre ; cf. Στορ, &gt; [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]].
|btext=<i>f.</i> στρώσω, <i>ao.</i> ἔστρωσα, <i>pf.</i> [[ἔστρωκα]], <i>pqp.</i> ἐστρώκειν;<br /><i>Pass. f.</i> στρωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐστρώθην, <i>pf.</i> [[ἔστρωμαι]], <i>pqp.</i> ἐστρώμην;<br />étendre (un tapis, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Στρω étendre ; cf. Στορ, &gt; [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρώννυμι en στρωννύω zie στόρνυμι.
}}
{{elru
|elrutext='''στρώννῡμι:''' и στρωννύω = [[στορέννυμι]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 31: Line 37:
|lsmtext='''στρώννῡμι:''' και -ύω· βλ. [[στορέννυμι]].
|lsmtext='''στρώννῡμι:''' και -ύω· βλ. [[στορέννυμι]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρώννῡμι:''' и στρωννύω = [[στορέννυμι]].
|lstext='''στρώννῡμι''': καὶ -ύω, ἴδε [[στορέννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρώννυμι en στρωννύω zie στόρνυμι.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 45: Line 48:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':strènnumi 士特朗匿米<br />'''詞類次數''':動詞(7)<br />'''原文字根''':撒佈 相當於: ([[יָצוּעַ]]&#x200E; / [[יָצִיעַ]]&#x200E;)  ([[רָבַד]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':散佈*,鋪,散播,擺設,擺設整齊,收拾,收拾褥子;或源自([[στερεός]])=堅硬的)<br />'''同源字''':1) ([[καταστρώννυμι]])覆沒 2) ([[λιθόστρωτος]])鋪設石頭 3) ([[στρώννυμι]] / [[στρωννύω]])散佈 4) ([[ὑποστρωννύω]])鋪設於下面<br />'''出現次數''':總共(7);太(2);可(3);路(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 鋪(3) 太21:8; 可11:8; 可11:8;<br />2) 把⋯鋪(1) 太21:8;<br />3) 收拾褥子罷(1) 徒9:34;<br />4) 擺設整齊的(1) 路22:12;<br />5) 擺設(1) 可14:15
|sngr='''原文音譯''':strènnumi 士特朗匿米<br />'''詞類次數''':動詞(7)<br />'''原文字根''':撒佈 相當於: ([[יָצוּעַ]]&#x200E; / [[יָצִיעַ]]&#x200E;)  ([[רָבַד]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':散佈*,鋪,散播,擺設,擺設整齊,收拾,收拾褥子;或源自([[στερεός]])=堅硬的)<br />'''同源字''':1) ([[καταστρώννυμι]])覆沒 2) ([[λιθόστρωτος]])鋪設石頭 3) ([[στρώννυμι]] / [[στρωννύω]])散佈 4) ([[ὑποστρωννύω]])鋪設於下面<br />'''出現次數''':總共(7);太(2);可(3);路(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 鋪(3) 太21:8; 可11:8; 可11:8;<br />2) 把⋯鋪(1) 太21:8;<br />3) 收拾褥子罷(1) 徒9:34;<br />4) 擺設整齊的(1) 路22:12;<br />5) 擺設(1) 可14:15
}}
{{mantoulidis
|mantxt=([[στρωννύω]] = στρώνω τό κρεββάτι, ξαπλώνω, [[καταβάλλω]]). Ἀπό ἀρχική ρίζα στρακαί μέ μετάθεση σταρ-. Θέματα: α) στορ + [[πρόσφυμα]] νυ + μι → [[στόρνυμι]]. β) στορ + πρόσφ. ε + σ + νυ +μι → στορέσνυμι → [[στορέννυμι]]. γ) στρω + σ + νυ + μι → στρώσνυμι → [[στρώννυμι]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στρατός]], [[στρατεύω]], [[στρατιά]], [[στρατιώτης]], [[στρατιωτικός]], [[στρατηγός]], [[στρατηλάτης]], [[στρατόπεδον]], [[στρῶμα]], [[στρωματεύς]], [[στρωματόδεσμον]] (=[[δερμάτινος]] [[σάκος]] ὅπου οἱ δοῦλοι τύλιγαν τά στρώματα), [[κατάστρωμα]], στρωματεῖς (=ἔργο συναρμολογημένο ἀπό πολλούς), [[στρῶσις]], [[στρωτήρ]], [[στρώτης]], [[κατάστρωσις]], [[στρωτός]], [[ἄστρωτος]], [[λιθόστρωτος]], [[στρωμνή]].
}}
{{elmes
|esmgtx=1 [[extender]] ἐπὶ δώματος ὑψηλοτάτου ἀνελθὼν στρῶσον ἐπὶ τῆς γῆς σινδόνιον καθαρόν <b class="b3">sube al terrado y extiende en el suelo un lienzo limpio</b> P IV 171 στρώσας καθαρείως ἄμμον ἱεράν <b class="b3">extiende con pureza arena sagrada (en una práctica de inmortalidad) </b> P IV 760 2 [[cubrir]] στρῶσον δὲ θρόνον καὶ κλιντήριον διὰ βυσσίνων <b class="b3">cubre un trono y un sillón con telas de lino</b> P I 332 3 [[preparar]], [[arreglar]] un sentido genérico πρῶτον δὲ τὸν οἶκον στρώσας, καθὼς πρέπει <b class="b3">primero prepara la habitación, como es debido</b> P I 84
}}
{{trml
|trtx=Azerbaijani: yaymaq; Bulgarian: простирам се; Catalan: estendre; Chechen: даржа; Danish: fordele; Dutch: [[verspreiden]], [[spreiden]], [[uitbreiden]], [[verbreiden]], [[uitstrekken]]; Finnish: levittää, tasoittaa; French: [[étaler]]; Friulian: stierni; Galician: estender; Georgian: ავრცელებს; German: [[verteilen]]; Ancient Greek: [[στρώννυμι]]; Hebrew: פָּרַשׂ‎; Ingush: даржа; Irish: scaoil; Italian: [[spartire]]; Japanese: 開く, 裂く; Latin: [[sterno]], [[pando]]; Macedonian: поделува; Malay: hampar; Maori: tahora, māroha, māroharoha; Middle English: spreden, breden; Polish: podzielić; Portuguese: [[estender]]; Romanian: așterne, întinde; Russian: [[распространять]], [[распространить]]; Sanskrit: तनोति; Spanish: [[extender]]; Swahili: enea; Swedish: sprida, vidga; Tagalog: kumalat; Turkish: yaymak; Ukrainian: розповсюджувати, поширювати
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρώννυμι Medium diacritics: στρώννυμι Low diacritics: στρώννυμι Capitals: ΣΤΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: strṓnnymi Transliteration B: strōnnymi Transliteration C: stronnymi Beta Code: strw/nnumi

English (LSJ)

and στρωννύω, v. στόρνυμι.

German (Pape)

[Seite 957] und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von στόρνυμι, στορέννυμι gebildet, w. m. s., – breiten, ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; πέδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον τίθει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται λέχος, Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῦμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. στορέννυμι); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.

English (Autenrieth)

aor. (ἐ)στόρεσα, pass. perf. ἔστρωμαι, plup. ἔστρωτο: spread, lay (sternere), a bed, couch, carpet; ‘lay,’ ‘calm,’ the waves, Od. 3.158.
see στορέννυμι.

French (Bailly abrégé)

f. στρώσω, ao. ἔστρωσα, pf. ἔστρωκα, pqp. ἐστρώκειν;
Pass. f. στρωθήσομαι, ao. ἐστρώθην, pf. ἔστρωμαι, pqp. ἐστρώμην;
étendre (un tapis, etc.).
Étymologie: R. Στρω étendre ; cf. Στορ, > στόρνυμι, στορέννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρώννυμι en στρωννύω zie στόρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

στρώννῡμι: и στρωννύω = στορέννυμι.

Spanish

extender, cubrir, preparar, arreglar

English (Strong)

or simpler stronnuo, prolongation from a still simpler stroo, (used only as an alternate in certain tenses) (probably akin to στερεός through the idea of positing); to "strew," i.e. spread (as a carpet or couch): make bed, furnish, spread, strew.

Greek Monolingual

και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α
βλ. στρώνω.

Greek Monotonic

στρώννῡμι: και -ύω· βλ. στορέννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

στρώννῡμι: καὶ -ύω, ἴδε στορέννυμι.

Frisk Etymological English

See also: s. στόρνυμι.

Frisk Etymology German

στρώννυμι: {strṓnnumi}
See also: s. στόρνυμι.
Page 2,812

Chinese

原文音譯:strènnumi 士特朗匿米
詞類次數:動詞(7)
原文字根:撒佈 相當於: (יָצוּעַ‎ / יָצִיעַ‎) (רָבַד‎)
字義溯源:散佈*,鋪,散播,擺設,擺設整齊,收拾,收拾褥子;或源自(στερεός)=堅硬的)
同源字:1) (καταστρώννυμι)覆沒 2) (λιθόστρωτος)鋪設石頭 3) (στρώννυμι / στρωννύω)散佈 4) (ὑποστρωννύω)鋪設於下面
出現次數:總共(7);太(2);可(3);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 鋪(3) 太21:8; 可11:8; 可11:8;
2) 把⋯鋪(1) 太21:8;
3) 收拾褥子罷(1) 徒9:34;
4) 擺設整齊的(1) 路22:12;
5) 擺設(1) 可14:15

Mantoulidis Etymological

(στρωννύω = στρώνω τό κρεββάτι, ξαπλώνω, καταβάλλω). Ἀπό ἀρχική ρίζα στρακαί μέ μετάθεση σταρ-. Θέματα: α) στορ + πρόσφυμα νυ + μι → στόρνυμι. β) στορ + πρόσφ. ε + σ + νυ +μι → στορέσνυμι → στορέννυμι. γ) στρω + σ + νυ + μι → στρώσνυμι → στρώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στρατός, στρατεύω, στρατιά, στρατιώτης, στρατιωτικός, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατόπεδον, στρῶμα, στρωματεύς, στρωματόδεσμον (=δερμάτινος σάκος ὅπου οἱ δοῦλοι τύλιγαν τά στρώματα), κατάστρωμα, στρωματεῖς (=ἔργο συναρμολογημένο ἀπό πολλούς), στρῶσις, στρωτήρ, στρώτης, κατάστρωσις, στρωτός, ἄστρωτος, λιθόστρωτος, στρωμνή.

Léxico de magia

1 extender ἐπὶ δώματος ὑψηλοτάτου ἀνελθὼν στρῶσον ἐπὶ τῆς γῆς σινδόνιον καθαρόν sube al terrado y extiende en el suelo un lienzo limpio P IV 171 στρώσας καθαρείως ἄμμον ἱεράν extiende con pureza arena sagrada (en una práctica de inmortalidad) P IV 760 2 cubrir στρῶσον δὲ θρόνον καὶ κλιντήριον διὰ βυσσίνων cubre un trono y un sillón con telas de lino P I 332 3 preparar, arreglar un sentido genérico πρῶτον δὲ τὸν οἶκον στρώσας, καθὼς πρέπει primero prepara la habitación, como es debido P I 84

Translations

Azerbaijani: yaymaq; Bulgarian: простирам се; Catalan: estendre; Chechen: даржа; Danish: fordele; Dutch: verspreiden, spreiden, uitbreiden, verbreiden, uitstrekken; Finnish: levittää, tasoittaa; French: étaler; Friulian: stierni; Galician: estender; Georgian: ავრცელებს; German: verteilen; Ancient Greek: στρώννυμι; Hebrew: פָּרַשׂ‎; Ingush: даржа; Irish: scaoil; Italian: spartire; Japanese: 開く, 裂く; Latin: sterno, pando; Macedonian: поделува; Malay: hampar; Maori: tahora, māroha, māroharoha; Middle English: spreden, breden; Polish: podzielić; Portuguese: estender; Romanian: așterne, întinde; Russian: распространять, распространить; Sanskrit: तनोति; Spanish: extender; Swahili: enea; Swedish: sprida, vidga; Tagalog: kumalat; Turkish: yaymak; Ukrainian: розповсюджувати, поширювати