εὐτέλεια: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(31 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efteleia
|Transliteration C=efteleia
|Beta Code=eu)te/leia
|Beta Code=eu)te/leia
|Definition=Ion. εὐτελείη or εὐτελίη (v. infr. 11.2), ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having little to pay, cheapness</b>, <b class="b3">πρὸς εὐτελείην τῶν σιτίων</b> to procure [[cheapness]] of... <span class="bibl">Hdt.2.92</span>; <b class="b3">εἰς εὐτέλειαν</b> [[cheaply]], i.e. [[vilely]], εἰς εὐ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>805</span>; <b class="b3">κρέα δὲ τίνος ἥδιστ' ἂν ἐσθίοις</b>; Answ. <b class="b3">εἰς εὐτέλειαν</b> [[the cheapest]], <span class="bibl">Antiph.20</span>; μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη <span class="bibl">Id.226.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[meanness]], [[shabbiness]], εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐ. ὑμῖν ἀνέγραψε <span class="bibl">Lys.30.21</span>; εὐ. οἴκου καὶ ἀμορφία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dom.</span>14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[thrift]], [[economy]], <b class="b3">ἐπ' εὐτελείᾳ</b> [[economically]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>406</span> (lyr.); <b class="b3">φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας</b> [[without extravagance]], <span class="bibl">Th.2.40</span>; <b class="b3">ἐς εὐ. ξυντετμῆσθαι</b> to be cut down to [[an economical standard]], <span class="bibl">Id.8.86</span>; <b class="b3">ἐς εὐ. σωφρονίσαι</b> ib. <span class="bibl">1</span>: in pl., [[economies]], ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι <span class="bibl">Antiph.164.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">Εὐτελίη</b> personified, Εὐ., κλεινῆς ἔκγονε Σωφροσύνης Crates Theb. 12.</span>
|Definition=Ion. [[εὐτελείη]] or [[εὐτελίη]] (v. infr. 11.2), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[having little to pay]], [[cheapness]], πρὸς εὐτελείην τῶν σιτίων = to [[procure]] [[cheapness]] of... [[Herodotus|Hdt.]]2.92; [[εἰς εὐτέλειαν]] = [[cheaply]], i.e. [[vilely]], εἰς εὐτέλειαν χηνὶ συγγεγραμμένῳ Ar.Av.805; κρέα δὲ τίνος ἥδιστ' ἂν ἐσθίοις; Answ. [[εἰς εὐτέλειαν]] = the [[cheap]]est, Antiph.20; [[μᾶζα]] πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Id.226.2.<br><span class="bld">2</span> [[meanness]], [[shabbiness]], εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐ. ὑμῖν ἀνέγραψε Lys.30.21; εὐτέλειαν οἴκου καὶ [[ἀμορφία]] Luc.Dom.14.<br><span class="bld">II</span> [[thrift]], [[economy]], [[ἐπ' εὐτελείᾳ]] = [[economically]], Ar.Ra.406 (lyr.); [[φιλοκαλέω|φιλοκαλοῦμεν]] [[μετ' εὐτελείας]] = [[without]] [[extravagance]], Th.2.40; ἐς εὐτέλειαν [[συντέμνω|ξυντετμῆσθαι]] to be [[cut down]] to an [[economical]] [[standard]], Id.8.86; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι ib. ''1'': in plural, [[economies]], ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι Antiph.164.1.<br><span class="bld">2</span> [[Εὐτελίη]] personified, [[Εὐτελίη]], κλεινῆς ἔκγονε Σωφροσύνης Crates Theb. 12.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> [[peu de valeur d'une chose]], [[bas prix]];<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> [[nature vile]] <i>ou</i> vulgaire, vulgarité;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> [[simplicité]], [[frugalité]], [[économie]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐτελής]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, und ion. [[εὐτελέη]],<br><b class="num">1</b> <i>[[Wohlfeilheit]]</i>, πρὸς εὐτελέην τῶν σιτίων τάδε [[σφιν]] ἐξεύρηται Her. 2.92. Dah.<br><b class="num">2</b> <i>der [[geringe]] Wert, [[Geringfügigkeit]]</i>, Arist. und Sp., εἰς εὐτέλειαν, = [[εὐτελῶς]], <i>[[schlecht]]</i>, Ar. <i>Av</i>. 805, wie Antiphan. Ath. IX.402d. Im [[guten]] [[Sinne]], <i>[[Einfachheit]]</i>, Plat. <i>Legg</i>. I.650b; <i>[[Frugalität]], [[Sparsamkeit]]</i>, φιλοκαλοῦμεν γὰρ μετ' εὐτελείας Thuc. 2.40, vgl. 4.86, 8.1; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[πολυχρηματία]], Xen. <i>Symp</i>. 4.42; καὶ [[καρτερία]] <i>Apol</i>. 24; [[personifiziert]] als Εὐτελίη, Crat. phil. 4 (X.104).
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτέλεια:''' ион. εὐτελείη и [[εὐτελίη]] ἡ<br /><b class="num">1</b> [[дешевизна]] (τῶν σιτίων Her.);<br /><b class="num">2</b> [[малоценность]], [[незначительность]], [[ничтожность]] (τῆς διανοίας Arst. и τοῦ διανοήματος Plut.): εἰς εὐτέλειαν Arph. по дешевке, т. е. плохо, аляповато;<br /><b class="num">3</b> [[бережливость]], [[экономия]] Xen., Plat.: ἐπ᾽ εὐτελείᾳ Arph. из экономии; μετ᾽ εὐτελείας Thuc. и σὺν εὐτελείᾳ Plut. с умеренными затратами, без расточительности; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. сократить расходы.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτέλεια''': ἡ, Ἰων. εὐτελίη (πρβλ. [[εὐμάρεια]]): [[εὐθηνία]], πρὸς εὐτελίην σιτίων, πρὸς ἐπιτυχίαν εὐθηνίας τῶν τροφίμων, Ἡρόδ. 2. 92· εἰς εὐτέλειαν, εὐθηνά, δηλ. προστύχως, φαύλως, ἀντίθετον τῷ: εἰς [[κάλλος]], εἰς εὐτ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ, «εὐτελῶς γεγραμμένῳ χηνὶ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 805· [[κρέας]] δὲ τίνος ἥδιστ’ ἂν ἐσθίοις; τίνος; Ἀπόκρ. εἰς εὐτέλειαν, τὸ εἰς εὐτελῆ τιμὴν πωλούμενον, Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1· [[μᾶζα]] πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) [[εὐτέλεια]] ὡς καὶ νῦν, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐτ. ὑμῖν ἀνέγραψε Λυσ. 185. 13. ΙΙ. [[οἰκονομία]], [[λιτότης]], ἐπ’ εὐτελείᾳ, οἰκονομικῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας, [[μετὰ]] λιτότητος, [[ἄνευ]] πολυτελείας, Θουκ. 2. 40· εἰς εὐτ. συντέμνειν, περικόπτειν τι [[μέχρι]] σημείου οἰκονομίας, ὁ αὐτ. 8. 86· ἐς εὐτέλ. σωφρονίζειν [[αὐτόθι]] 1· εὐτελίη, κλεινῆς ἔκγονε σωφροσύνης Ἀνθ. Π. 10. 104· ἐν τῷ πληθ., ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι, τὰ μικρὰ καὶ ὀλιγοδάπανα [[εἶναι]] ἀρεστὰ τοῖς θεοῖς, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 2. 2) Εὐτελία, προσωποπ. [[ὄνομα]] κύριον, Κράτ. Θηβ. 3. 3 Bgk.
|lstext='''εὐτέλεια''': ἡ, Ἰων. εὐτελίη (πρβλ. [[εὐμάρεια]]): [[εὐθηνία]], πρὸς εὐτελίην σιτίων, πρὸς ἐπιτυχίαν εὐθηνίας τῶν τροφίμων, Ἡρόδ. 2. 92· εἰς εὐτέλειαν, εὐθηνά, δηλ. προστύχως, φαύλως, ἀντίθετον τῷ: εἰς [[κάλλος]], εἰς εὐτ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ, «εὐτελῶς γεγραμμένῳ χηνὶ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 805· [[κρέας]] δὲ τίνος ἥδιστ’ ἂν ἐσθίοις; τίνος; Ἀπόκρ. εἰς εὐτέλειαν, τὸ εἰς εὐτελῆ τιμὴν πωλούμενον, Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1· [[μᾶζα]] πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) [[εὐτέλεια]] ὡς καὶ νῦν, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐτ. ὑμῖν ἀνέγραψε Λυσ. 185. 13. ΙΙ. [[οἰκονομία]], [[λιτότης]], ἐπ’ εὐτελείᾳ, οἰκονομικῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας, μετὰ λιτότητος, [[ἄνευ]] πολυτελείας, Θουκ. 2. 40· εἰς εὐτ. συντέμνειν, περικόπτειν τι [[μέχρι]] σημείου οἰκονομίας, ὁ αὐτ. 8. 86· ἐς εὐτέλ. σωφρονίζειν [[αὐτόθι]] 1· εὐτελίη, κλεινῆς ἔκγονε σωφροσύνης Ἀνθ. Π. 10. 104· ἐν τῷ πληθ., ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι, τὰ μικρὰ καὶ ὀλιγοδάπανα [[εἶναι]] ἀρεστὰ τοῖς θεοῖς, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 2. 2) Εὐτελία, προσωποπ. [[ὄνομα]] κύριον, Κράτ. Θηβ. 3. 3 Bgk.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> peu de valeur d’une chose, bas prix;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> nature vile <i>ou</i> vulgaire, vulgarité;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> simplicité, frugalité, économie.<br />'''Étymologie:''' [[εὐτελής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτέλεια]], Α και ιων. τ. εὐτελίη) [[ευτελής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] φθηνό, η [[φθήνια]], η χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[χυδαιότητα]], [[προστυχιά]], [[ποταπότητα]], [[μικροπρέπεια]], [[μικρότητα]] («[[ευτέλεια]] συμπεριφοράς, χαρακτήρα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[καταφρόνηση]]<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[ταπεινότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. [[έννοια]]) [[οικονομία]], [[λιτότητα]], [[απλότητα]] («φιλοκαλοῡμεν μετ' εὐτελείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς εὐτέλειαν» <br />α) φθηνά, άσχημα, [[κακώς]]<br />β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή [[τιμή]], της φθήνιας, το φθηνό.
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτέλεια]], Α και ιων. τ. εὐτελίη) [[ευτελής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] φθηνό, η [[φθήνια]], η χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[χυδαιότητα]], [[προστυχιά]], [[ποταπότητα]], [[μικροπρέπεια]], [[μικρότητα]] («[[ευτέλεια]] συμπεριφοράς, χαρακτήρα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[καταφρόνηση]]<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[ταπεινότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. [[έννοια]]) [[οικονομία]], [[λιτότητα]], [[απλότητα]] («φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς εὐτέλειαν» <br />α) φθηνά, άσχημα, [[κακώς]]<br />β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή [[τιμή]], της φθήνιας, το φθηνό.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐτέλεια:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φθήνια]], σε Ηρόδ.· <i>εἰς εὐτέλειαν</i>, φθηνά, δηλ. άθλια, πρόστυχα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποταμίευση]], [[οικονομία]], [[λιτότητα]], <i>ἐπ' εὐτελείᾳ</i>, οικονομικά, στον ίδ.· <i>μετ' εὐτελείας</i>, σε Θουκ.· <i>εἰς εὐτ. συντέμνειν</i>, [[περικόπτω]], κάνω περικοπές για λόγους οικονομίας, στον ίδ.
|lsmtext='''εὐτέλεια:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φθήνια]], σε Ηρόδ.· <i>εἰς εὐτέλειαν</i>, φθηνά, δηλ. άθλια, πρόστυχα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποταμίευση]], [[οικονομία]], [[λιτότητα]], <i>ἐπ' εὐτελείᾳ</i>, οικονομικά, στον ίδ.· <i>μετ' εὐτελείας</i>, σε Θουκ.· <i>εἰς εὐτ. συντέμνειν</i>, [[περικόπτω]], κάνω περικοπές για λόγους οικονομίας, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''εὐτέλεια:''' ион. εὐτελείη и [[εὐτελίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> дешевизна (τῶν σιτίων Her.);<br /><b class="num">2)</b> малоценность, незначительность, ничтожность (τῆς διανοίας Arst. и τοῦ διανοήματος Plut.): εἰς εὐτέλειαν Arph. по дешевке, т. е. плохо, аляповато;<br /><b class="num">3)</b> бережливость, экономия Xen., Plat.: ἐπ᾽ εὐτελείᾳ Arph. из экономии; μετ᾽ εὐτελείας Thuc. и σὺν εὐτελείᾳ Plut. с умеренными затратами, без расточительности; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. сократить расходы.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[cheapness]], Hdt.; εἰς εὐτέλειαν [[cheaply]], i. e. [[vilely]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[thrift]], [[economy]], ἐπ' εὐτελείᾳ [[economically]], Ar.; μετ' εὐτελείας Thuc.; εἰς εὐτ. συντέμνειν to cut [[down]] to an [[economical]] [[standard]], Thuc. [from [[εὐτελής]]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[cheapness]], [[economy]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[parsimonia]]'', [[thrift]], [[frugality]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.40.1/ 2.40.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.4.3/ 8.4.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.4.1/ 8.4.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.86.6/ 8.86.6].
}}
}}
{{mdlsj
{{trml
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[cheapness]], Hdt.; εἰς εὐτέλειαν [[cheaply]], i. e. [[vilely]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[thrift]], [[economy]], ἐπ' εὐτελείᾳ [[economically]], Ar.; μετ' εὐτελείας Thuc.; εἰς εὐτ. συντέμνειν to cut [[down]] to an [[economical]] [[standard]], Thuc. [from [[εὐτελής]]
|trtx====[[stinginess]]===
Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: [[gierigheid]]; Faroese: gírni; French: [[radinerie]]; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: [[Geiz]], [[Knauserei]]; Greek: [[τσιγκουνιά]], [[καρμιριά]], [[σφιχτοχεριά]], [[σπαγκιά]], [[ματζιριά]]; Ancient Greek: [[ἀκρίβεια]], [[ἀκριβείη]], [[ἀκριβολογία]], [[ἀμεταδοσία]], [[ἀνελευθερία]], [[ἀνελευθεριότης]], [[γλισχρία]], [[γλισχρότης]], [[εὐτέλεια]], [[εὐτελείη]], [[εὐτελίη]], [[κιμβεία]], [[κιμβικεία]], [[κιμβικία]], [[κινάβρα]], [[κνιπεία]], [[μικροδοσία]], [[μικρολογία]], [[σμικρολογία]], [[φειδωλία]]; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: [[taccagneria]], [[tirchieria]], [[avarizia]], [[grettezza]], [[pitoccheria]], [[spilorceria]]; Latin: [[avaritia]]; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: [[жадность]], [[скупость]]; Slovene: skopušnost; Spanish: [[tacañería]]; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik
}}
}}

Latest revision as of 15:21, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτέλεια Medium diacritics: εὐτέλεια Low diacritics: ευτέλεια Capitals: ΕΥΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: eutéleia Transliteration B: euteleia Transliteration C: efteleia Beta Code: eu)te/leia

English (LSJ)

Ion. εὐτελείη or εὐτελίη (v. infr. 11.2), ἡ,
A having little to pay, cheapness, πρὸς εὐτελείην τῶν σιτίων = to procure cheapness of... Hdt.2.92; εἰς εὐτέλειαν = cheaply, i.e. vilely, εἰς εὐτέλειαν χηνὶ συγγεγραμμένῳ Ar.Av.805; κρέα δὲ τίνος ἥδιστ' ἂν ἐσθίοις; Answ. εἰς εὐτέλειαν = the cheapest, Antiph.20; μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Id.226.2.
2 meanness, shabbiness, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐ. ὑμῖν ἀνέγραψε Lys.30.21; εὐτέλειαν οἴκου καὶ ἀμορφία Luc.Dom.14.
II thrift, economy, ἐπ' εὐτελείᾳ = economically, Ar.Ra.406 (lyr.); φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας = without extravagance, Th.2.40; ἐς εὐτέλειαν ξυντετμῆσθαι to be cut down to an economical standard, Id.8.86; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι ib. 1: in plural, economies, ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι Antiph.164.1.
2 Εὐτελίη personified, Εὐτελίη, κλεινῆς ἔκγονε Σωφροσύνης Crates Theb. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. peu de valeur d'une chose, bas prix;
II. p. suite
1 nature vile ou vulgaire, vulgarité;
2 en b. part simplicité, frugalité, économie.
Étymologie: εὐτελής.

German (Pape)

ἡ, und ion. εὐτελέη,
1 Wohlfeilheit, πρὸς εὐτελέην τῶν σιτίων τάδε σφιν ἐξεύρηται Her. 2.92. Dah.
2 der geringe Wert, Geringfügigkeit, Arist. und Sp., εἰς εὐτέλειαν, = εὐτελῶς, schlecht, Ar. Av. 805, wie Antiphan. Ath. IX.402d. Im guten Sinne, Einfachheit, Plat. Legg. I.650b; Frugalität, Sparsamkeit, φιλοκαλοῦμεν γὰρ μετ' εὐτελείας Thuc. 2.40, vgl. 4.86, 8.1; Gegensatz πολυχρηματία, Xen. Symp. 4.42; καὶ καρτερία Apol. 24; personifiziert als Εὐτελίη, Crat. phil. 4 (X.104).

Russian (Dvoretsky)

εὐτέλεια: ион. εὐτελείη и εὐτελίη
1 дешевизна (τῶν σιτίων Her.);
2 малоценность, незначительность, ничтожность (τῆς διανοίας Arst. и τοῦ διανοήματος Plut.): εἰς εὐτέλειαν Arph. по дешевке, т. е. плохо, аляповато;
3 бережливость, экономия Xen., Plat.: ἐπ᾽ εὐτελείᾳ Arph. из экономии; μετ᾽ εὐτελείας Thuc. и σὺν εὐτελείᾳ Plut. с умеренными затратами, без расточительности; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. сократить расходы.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτέλεια: ἡ, Ἰων. εὐτελίη (πρβλ. εὐμάρεια): εὐθηνία, πρὸς εὐτελίην σιτίων, πρὸς ἐπιτυχίαν εὐθηνίας τῶν τροφίμων, Ἡρόδ. 2. 92· εἰς εὐτέλειαν, εὐθηνά, δηλ. προστύχως, φαύλως, ἀντίθετον τῷ: εἰς κάλλος, εἰς εὐτ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ, «εὐτελῶς γεγραμμένῳ χηνὶ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 805· κρέας δὲ τίνος ἥδιστ’ ἂν ἐσθίοις; τίνος; Ἀπόκρ. εἰς εὐτέλειαν, τὸ εἰς εὐτελῆ τιμὴν πωλούμενον, Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1· μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) εὐτέλεια ὡς καὶ νῦν, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐτ. ὑμῖν ἀνέγραψε Λυσ. 185. 13. ΙΙ. οἰκονομία, λιτότης, ἐπ’ εὐτελείᾳ, οἰκονομικῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας, μετὰ λιτότητος, ἄνευ πολυτελείας, Θουκ. 2. 40· εἰς εὐτ. συντέμνειν, περικόπτειν τι μέχρι σημείου οἰκονομίας, ὁ αὐτ. 8. 86· ἐς εὐτέλ. σωφρονίζειν αὐτόθι 1· εὐτελίη, κλεινῆς ἔκγονε σωφροσύνης Ἀνθ. Π. 10. 104· ἐν τῷ πληθ., ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι, τὰ μικρὰ καὶ ὀλιγοδάπανα εἶναι ἀρεστὰ τοῖς θεοῖς, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 2. 2) Εὐτελία, προσωποπ. ὄνομα κύριον, Κράτ. Θηβ. 3. 3 Bgk.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) ευτελής
1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή
2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότηταευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.)
μσν.
1. περιφρόνηση, καταφρόνηση
2. (με καλή σημ.) ταπεινότητα, μετριοφροσύνη
αρχ.
1. (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. έννοια) οικονομία, λιτότητα, απλότητα («φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας», Θουκ.)
2. φρ. «εἰς εὐτέλειαν»
α) φθηνά, άσχημα, κακώς
β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή τιμή, της φθήνιας, το φθηνό.

Greek Monotonic

εὐτέλεια: Ιων. -ίη, ἡ,
I. φθήνια, σε Ηρόδ.· εἰς εὐτέλειαν, φθηνά, δηλ. άθλια, πρόστυχα, σε Αριστοφ.
II. αποταμίευση, οικονομία, λιτότητα, ἐπ' εὐτελείᾳ, οικονομικά, στον ίδ.· μετ' εὐτελείας, σε Θουκ.· εἰς εὐτ. συντέμνειν, περικόπτω, κάνω περικοπές για λόγους οικονομίας, στον ίδ.

Middle Liddell

I. cheapness, Hdt.; εἰς εὐτέλειαν cheaply, i. e. vilely, Ar.
II. thrift, economy, ἐπ' εὐτελείᾳ economically, Ar.; μετ' εὐτελείας Thuc.; εἰς εὐτ. συντέμνειν to cut down to an economical standard, Thuc. [from εὐτελής

English (Woodhouse)

cheapness, economy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

parsimonia, thrift, frugality, 2.40.1, 8.4.3, 8.4.1, 8.86.6.

Translations

stinginess

Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: gierigheid; Faroese: gírni; French: radinerie; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: Geiz, Knauserei; Greek: τσιγκουνιά, καρμιριά, σφιχτοχεριά, σπαγκιά, ματζιριά; Ancient Greek: ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀκριβολογία, ἀμεταδοσία, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: taccagneria, tirchieria, avarizia, grettezza, pitoccheria, spilorceria; Latin: avaritia; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: жадность, скупость; Slovene: skopušnost; Spanish: tacañería; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik