ήλιος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἥλιος;" to "Ancient Greek: ἀβέλιος, ἀέλιος, ἅλιος, ἀϝέλιος, ἠέλιος, ἥλιος, πέρρα;")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και γήλιος, ο (AM [[ἥλιος]], Α, επικ. τ. [[ἠέλιος]], δωρ. και αιολ. τ. [[ἀέλιος]], δωρ. τ. και ἄλιος, αρκαδ. τ. [[ἀέλιος]] ή ἁέλιος)<br /><b>1.</b> φωτεινό [[ουράνιο]] [[σώμα]] (το [[κέντρο]] του πλανητικού συστήματος), του οποίου το φως μάς χαρίζει την [[ημέρα]] ενώ η [[απουσία]] του φέρνει τη [[νύχτα]] («ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου», δημ. τραγ.)<br /><b>2.</b> η [[ακτινοβολία]], το φως ή η [[θερμότητα]] που εκπέμπει ο [[ήλιος]] (α. «μ' έκαψε ο [[ήλιος]]» β. «ἥλιον [[εἶναι]] ἐπὶ τοῖς [[ὄρεσι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> φως, [[χαρά]], [[ελπίδα]] («ἡλίους τὰ ἀρσενικά [[τέκνα]] οἱ γονεῖς ὑποκοριζόμενοι καλοῦσι», Αρτεμίδ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «υπό τον ήλιο(ν)» ή «υφ' ήλιον» — στη γη, σε αυτό τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> [[κάθε]] [[ουράνιο]] [[σώμα]] που αποτελεί το [[κέντρο]] του πλανητικού συστήματος<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ηλίανθος]]<br /><b>3.</b> η [[εικόνα]], η [[απεικόνιση]] του ήλιου<br /><b>4.</b> ο πολύ [[ωραίος]], ο πολύ όμορφος («λάμπει σαν τον ήλιο»)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «με τον ήλιο τά [[μπάζω]], με τον ήλιο τά [[βγάζω]]<br />τί έχουν τα [[έρμα]] και ψοφούν;» — δεν προκόβουν αυτοί που ξεκινούν [[αργά]] την καθημερινή τους [[εργασία]] και σταματούν [[νωρίς]]<br />β) «βαρεί του ήλιου πετριές» — για μεγάλες, [[αλλά]] μάταιες προσπάθειες<br />γ) «άναψε μου το λύχνο να δω τον ήλιο» — γι' αυτούς που δεν διακρίνουν και τα πιο οφθαλμοφανή πράγματα<br />δ) «[[σπίτι]] που δεν το βλέπει ο [[ήλιος]], το βλέπει ο [[γιατρός]]» — τα ανήλια σπίτια [[είναι]] ανθυγιεινά<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ήλιος]] [[ήλιος]] και [[βροχή]] που παντρεύονται οι φτωχοί»<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μέ πιάνει ο [[ήλιος]]»<br />«[[μαυρίζω]]» από τις ακτίνες του ήλιου<br />β) «[[ήλιος]] με δόντια» — παγερή [[μέρα]] με [[λιακάδα]]<br />γ) «η [[χώρα]] του ανατέλλοντος ηλίου» — η Ιαπωνία<br />δ) «[[μέχρι]] τέρματος ηλίου» — ώς τη [[συντέλεια]] του κόσμου<br />ε) <b>αστρον.</b> «ηλίου [[κύκλος]]» — [[περίοδος]] 28 ετών [[κατά]] την οποία οι ημέρες της εβδομάδας επανέρχονται με την [[ίδια]] [[τάξη]] στο ιουλιανό [[ημερολόγιο]], ενώ στο γρηγοριανό η [[ίδια]] [[τάξη]] ημερών επανέρχεται [[κάθε]] 400 έτη<br />στ) «δεν έχω στον ήλιο [[μοίρα]]» — [[είμαι]] [[απροστάτευτος]] ή δεν έχω [[καθόλου]] χρήματα<br />ζ) «θα πάω [[εκεί]] που ψήνει ο [[ήλιος]] το [[ψωμί]]» — θα φύγω και θα πάω σε πολύ μακρινή [[χώρα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />«κάθεται ο [[ήλιος]]» ή «κλίνει ο [[ήλιος]]» — βασιλεύει ο [[ήλιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἥλιοι</i><br />αγάλματα ή μνημεία αφιερωμένα στον θεό Ήλιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δίδει ό [[ήλιος]]» — ανατέλλει ο [[ήλιος]]<br />β) «ανατολικά του ηλίου» — ανατολικά<br />γ) «ώρα πρὸς τὸν ήλιον» — [[απόγευμα]]<br />δ) «εἰς ἥλιον καὶ φεγγάριν» — [[μέρα]] [[νύχτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φως της ημέρας, η [[ημέρα]] («λέγ' ἡλίους, ἐν οἷσιν ἁγνεύει [[λεχώ]]» — λέγε τις ημέρες την τελευταία από τις οποίες κάνει τον καθαρμό της η [[λεχώ]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[έτος]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> α) οι ακτίνες του ήλιου<br />β) οι ηλιόλουστες ημέρες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἡλίου [[ἀστήρ]]» — ο [[πλανήτης]] [[Κρόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σaFέλıoc</i>. To <i>F</i> διατηρείται στον κρητικό τ. [[ἀβέλιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἁFέλıoς</i>, με [[ψίλωση]] σε ορισμένες διαλέκτους, πρβλ. δωρ., αιολ., αρκ. [[ἀέλιος]], ενώ στη [[γλώσσα]] τών επών [[ἠέλιος]]). Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>s</i><i>ā</i><i>wel</i>-, η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της οποίας απαντά [[επίσης]] στο γοτθ. <i>sauil</i> «[[ήλιος]]», ενώ η μηδενισμένη της <i>s</i><i>ū</i><i>l</i>- στα αρχ. ινδ. <i>sura</i>, <i>surya</i> «[[ήλιος]]» και το αρχ. ιρλ. <i>s</i><i>ū</i><i>il</i> «[[μάτι]]». Το λατ. <i>s</i><i>ō</i><i>l</i> «[[ήλιος]]» ανάγεται σε μεταπτωτική [[βαθμίδα]] <i>sw</i><i>ō</i><i>l</i>- της <i>s</i><i>ā</i><i>wel</i>- με μηδενισμένη [[βαθμίδα]] ως [[προς]] το πρώτο [[φωνήεν]] και ετεροιωμένη-εκτεταμένη ως [[προς]] το δεύτερο. Το αρχικό ΙΕ θ. [[πρέπει]] να ήταν ετερόκλιτο ουδ. σε -<i>l</i>-/ -<i>n</i>-. Η ετεροκλισία του διαφαίνεται στην αβεστ. ονομ. <i>hvar</i><i>ә</i> και την <i>g</i><i>ā</i><i>th</i><i>ā</i>- αβεστ. γεν. <i>xveng</i> «ηλίου» [[καθώς]] και στις γερμανικές γλώσσες, ορισμένες εκ τών οποίων έχουν παράλληλους τ. και από τα δύο θ. (πρβλ. γοτθ. <i>sauil</i> [[αλλά]] και <i>sunno</i> «[[ήλιος]]», αγγλοσαξ. <i>s</i><i>ō</i><i>l [[αλλά]] και <i>sunne</i> «[[ήλιος]]», από όπου τα σύγχρ. αγγλ. <i>sun</i> και γερμ. <i>Sonne</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>swel</i>- «(σιγο)[[καίω]]» [[είναι]] εντελώς αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (<i>η</i>)[[λιάζομαι]], (<i>η</i>)[[λιάζω]], [[ηλιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Ηλιάδες</i>, [[ηλιάς]], [[ηλίτης]], [[ηλιώδης]], <i>ηλιάω</i>-<i>ώ</i>, <i>ηλιόω</i>-<i>ώ</i>/<i>ούμαι</i>, [[ηλιώτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ηλιανθές]], [[ηλιαυγής]], [[ηλιωπός]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ηλιωνυμία</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηλιανθέλαιο]], [[ηλιάνθεμο]], [[ηλιανθίνη]], [[ηλίανθος]], [[ηλιέλαιο]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>ηλιο</i>-). (Β' συνθετικό) [[ανήλιος]], [[ανθήλιος]], [[αντήλιος]], [[ευήλιος]], [[παρήλιος]], [[προσήλιος]], [[υφήλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυτοήλιος</i>, [[δυσήλιος]], [[μισήλιος]], [[πανήλιος]], [[πολυήλιος]], [[φυξήλιος]].
|mltxt=[[ήλιος]] και [[γήλιος]], ο (AM [[ἥλιος]], Α, επικ. τ. [[ἠέλιος]], δωρ. και αιολ. τ. [[ἀέλιος]], δωρ. τ. και ἄλιος, αρκαδ. τ. [[ἀέλιος]] ή ἁέλιος)<br /><b>1.</b> φωτεινό [[ουράνιο]] [[σώμα]] (το [[κέντρο]] του πλανητικού συστήματος), του οποίου το φως μάς χαρίζει την [[ημέρα]] ενώ η [[απουσία]] του φέρνει τη [[νύχτα]] («ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου», δημ. τραγ.)<br /><b>2.</b> η [[ακτινοβολία]], το φως ή η [[θερμότητα]] που εκπέμπει ο [[ήλιος]] (α. «μ' έκαψε ο [[ήλιος]]» β. «ἥλιον [[εἶναι]] ἐπὶ τοῖς [[ὄρεσι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> φως, [[χαρά]], [[ελπίδα]] («ἡλίους τὰ ἀρσενικά [[τέκνα]] οἱ γονεῖς ὑποκοριζόμενοι καλοῦσι», Αρτεμίδ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «υπό τον ήλιο(ν)» ή «υφ' ήλιον» — στη γη, σε αυτό τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> [[κάθε]] [[ουράνιο]] [[σώμα]] που αποτελεί το [[κέντρο]] του πλανητικού συστήματος<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ηλίανθος]]<br /><b>3.</b> η [[εικόνα]], η [[απεικόνιση]] του ήλιου<br /><b>4.</b> ο πολύ [[ωραίος]], ο πολύ όμορφος («λάμπει σαν τον ήλιο»)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «με τον ήλιο τά [[μπάζω]], με τον ήλιο τά [[βγάζω]]<br />τί έχουν τα [[έρμα]] και ψοφούν;» — δεν προκόβουν αυτοί που ξεκινούν [[αργά]] την καθημερινή τους [[εργασία]] και σταματούν [[νωρίς]]<br />β) «βαρεί του ήλιου πετριές» — για μεγάλες, [[αλλά]] μάταιες προσπάθειες<br />γ) «άναψε μου το λύχνο να δω τον ήλιο» — γι' αυτούς που δεν διακρίνουν και τα πιο οφθαλμοφανή πράγματα<br />δ) «[[σπίτι]] που δεν το βλέπει ο [[ήλιος]], το βλέπει ο [[γιατρός]]» — τα ανήλια σπίτια [[είναι]] ανθυγιεινά<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ήλιος]] [[ήλιος]] και [[βροχή]] που παντρεύονται οι φτωχοί»<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μέ πιάνει ο [[ήλιος]]»<br />«[[μαυρίζω]]» από τις ακτίνες του ήλιου<br />β) «[[ήλιος]] με δόντια» — παγερή [[μέρα]] με [[λιακάδα]]<br />γ) «η [[χώρα]] του ανατέλλοντος ηλίου» — η Ιαπωνία<br />δ) «[[μέχρι]] τέρματος ηλίου» — ώς τη [[συντέλεια]] του κόσμου<br />ε) <b>αστρον.</b> «ηλίου [[κύκλος]]» — [[περίοδος]] 28 ετών [[κατά]] την οποία οι ημέρες της εβδομάδας επανέρχονται με την [[ίδια]] [[τάξη]] στο ιουλιανό [[ημερολόγιο]], ενώ στο γρηγοριανό η [[ίδια]] [[τάξη]] ημερών επανέρχεται [[κάθε]] 400 έτη<br />στ) «δεν έχω στον ήλιο [[μοίρα]]» — [[είμαι]] [[απροστάτευτος]] ή δεν έχω [[καθόλου]] χρήματα<br />ζ) «θα πάω [[εκεί]] που ψήνει ο [[ήλιος]] το [[ψωμί]]» — θα φύγω και θα πάω σε πολύ μακρινή [[χώρα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />«κάθεται ο [[ήλιος]]» ή «κλίνει ο [[ήλιος]]» — βασιλεύει ο [[ήλιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> οἱ ἥλιοι<br />αγάλματα ή μνημεία αφιερωμένα στον θεό Ήλιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δίδει ό [[ήλιος]]» — ανατέλλει ο [[ήλιος]]<br />β) «ανατολικά του ηλίου» — ανατολικά<br />γ) «ώρα πρὸς τὸν ήλιον» — [[απόγευμα]]<br />δ) «εἰς ἥλιον καὶ φεγγάριν» — [[μέρα]] [[νύχτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φως της ημέρας, η [[ημέρα]] («λέγ' ἡλίους, ἐν οἷσιν ἁγνεύει [[λεχώ]]» — λέγε τις ημέρες την τελευταία από τις οποίες κάνει τον καθαρμό της η [[λεχώ]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[έτος]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> α) οι ακτίνες του ήλιου<br />β) οι ηλιόλουστες ημέρες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἡλίου [[ἀστήρ]]» — ο [[πλανήτης]] [[Κρόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> σaFέλıoc. To F διατηρείται στον κρητικό τ. [[ἀβέλιος]] <span style="color: red;"><</span> ἁFέλıoς, με [[ψίλωση]] σε ορισμένες διαλέκτους, πρβλ. δωρ., αιολ., αρκ. [[ἀέλιος]], ενώ στη [[γλώσσα]] τών επών [[ἠέλιος]]). Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] sāwel-, η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της οποίας απαντά [[επίσης]] στο γοτθ. sauil «[[ήλιος]]», ενώ η μηδενισμένη της sūl- στα αρχ. ινδ. sura, surya «[[ήλιος]]» και το αρχ. ιρλ. sūil «[[μάτι]]». Το λατ. sōl «[[ήλιος]]» ανάγεται σε μεταπτωτική [[βαθμίδα]] swōl- της sāwel- με μηδενισμένη [[βαθμίδα]] ως [[προς]] το πρώτο [[φωνήεν]] και ετεροιωμένη-εκτεταμένη ως [[προς]] το δεύτερο. Το αρχικό ΙΕ θ. [[πρέπει]] να ήταν ετερόκλιτο ουδ. σε -l-/ -n-. Η ετεροκλισία του διαφαίνεται στην αβεστ. ονομ. hvarә και την gāthā- αβεστ. γεν. xveng «ηλίου» [[καθώς]] και στις γερμανικές γλώσσες, ορισμένες εκ τών οποίων έχουν παράλληλους τ. και από τα δύο θ. (πρβλ. γοτθ. sauil [[αλλά]] και sunno «[[ήλιος]]», αγγλοσαξ. sōl [[αλλά]] και sunne «[[ήλιος]]», από όπου τα σύγχρ. αγγλ. sun και γερμ. Sonne. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], με την ΙΕ [[ρίζα]] swel- «(σιγο)[[καίω]]» [[είναι]] εντελώς αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (η)[[λιάζομαι]], (η)[[λιάζω]], [[ηλιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ηλιάδες, [[ηλιάς]], [[ηλίτης]], [[ηλιώδης]], ηλιάω-ώ, ηλιόω-ώ/ούμαι, [[ηλιώτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ηλιανθές]], [[ηλιαυγής]], [[ηλιωπός]]<br /><b>μσν.</b><br />ηλιωνυμία<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηλιανθέλαιο]], [[ηλιάνθεμο]], [[ηλιανθίνη]], [[ηλίανθος]], [[ηλιέλαιο]] (<b>βλ.</b> και λ. ηλιο-). (Β' συνθετικό) [[ανήλιος]], [[ανθήλιος]], [[αντήλιος]], [[ευήλιος]], [[παρήλιος]], [[προσήλιος]], [[υφήλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτοήλιος, [[δυσήλιος]], [[μισήλιος]], [[πανήλιος]], [[πολυήλιος]], [[φυξήλιος]].
}}
{{trml
|trtx====[[sun]]===
Abkhaz: амра; Adyghe: тыгъэ; Afrikaans: son; Ahtna: saa; Ainu: クㇷ゚; Aka-Bo: oute; Akan: ewia; Akkadian: 𒌓; Aklanon: adlaw; Alabama: hasi; Albanian: diell, diejtë; Alutiiq: macaq; Apinayé: myt; Arabic: شَمْس‎; Egyptian Arabic: شمس‎; Hijazi Arabic: شَمْس‎; Aragonese: sol; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܫܸܡܫܵܐ‎; Hebrew: שמשא‎; Syriac: ܫܡܫܐ‎; Archi: бархъ; Armenian: արև, արեգակ; Aromanian: soari, soare; Assamese: বেলি, সূৰ্য; Asturian: sol; Atikamekw: kicikaw pisimw; Avar: бакъ; Avestan: 𐬵𐬎𐬎𐬀𐬭𐬆‎; Aymara: inti, willka; Azerbaijani: günəş; Baluchi: روچ‎; Banjarese: matahari; Banyumasan: srengenge; Baram Kayan: daw; Bashkir: ҡояш; Basque: eki, eguzki; Baure: ses; Bavarian: sun, sunn; Bay Miwok: hii; Belarusian: сонца; Bemba: akasuba; Bengali: সূর্য, আফতাব; Berber Tashelhit: tafukt; Bhojpuri: सुरुज; Bikol Central: aldaw, saldang; Binukid: aldaw; Bole: poti; Bouyei: danglngonz; Breton: heol; Brunei Malay: mataari; Budukh: вирагъ; Bulgarian: слъ́нце; Burmese: နေ, သူရီယ, ရဝိန်, သူရကန်, ဥဏှဂူ; Buryat: наран; Cahuilla: támit, támyat; Caló: cam, ocán; Canela: pyt; Catalan: sol; Cebuano: adlaw; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⴼⵓⴽⵜ; Central Dusun: tadau; Central Mazahua: jyaru̷; Chachi: pahta; Chamicuro: mo'sojko; Chang: chanyu; Chechen: малх; Cherokee: ᏅᏓ; Cheyenne: eše'he; Chichewa: dzuwa; Chickasaw: hashi'; Chinese Cantonese: 太陽, 太阳, 日頭, 日头, 熱頭, 热头; Dungan: эрту, жәту, тэён; Hakka: 日頭, 日头, 太陽, 太阳; Literary Chinese: 日; 陽, 阳; 太陽, 太阳; Mandarin: 太陽, 太阳, 日, 日頭, 日头; Min Nan: 日頭, 日头, 太陽, 太阳; Wu: 太陽, 太阳, 日頭, 日头; Chukchi: тиркытир; Chuvash: хӗвел; Comanche: taabe; Coptic: ⲣⲏ; Cornish: howl; Corsican: soli; Cree: ᒌᔑᑳᐅᐲᓯᒽ; Creek: hvse; Czech: slunce; Dalmatian: saul; Danish: sol; Darkinjung: bunnal; Dhivehi: އިރު‎; Dibabawon Manobo: sega; Drung: nvm'lung; Dutch: [[Zon]]; East Futuna: laʻā; Eastern Bontoc: orkiw; Eastern Keres: ozatch; Elfdalian: suol; Emilian: såul; Erzya: чи; Esperanto: suno, Suno; Estonian: päike; Etruscan: 𐌖𐌑𐌉𐌋; Evenki: дылача; Ewe: ɣe; Extremaduran: sol; Faroese: sól; Finnish: aurinko; Franco-Provençal: soley; French: [[soleil]], [[Soleil]]; Friulian: soreli; Fula: naange; Galician: sol; Gcwi: ǀamsa; Georgian: მზე; German: [[Sonne]]; Alemannic German: Sunne; Gothic: 𐍃𐌿𐌽𐌽𐍉, 𐍃𐌰𐌿𐌹𐌻; Greek: [[ήλιος]]; Ancient Greek: [[ἀβέλιος]], [[ἀέλιος]], [[ἅλιος]], [[ἀϝέλιος]], [[ἠέλιος]], [[ἥλιος]], [[πέρρα]]; Guaraní: kuarahy; Gujarati: સૂર્ય; Haitian Creole: solèy; Hausa: rana; Hawaiian: lā; Hebrew: שֶׁמֶשׁ‎, חַמָּה‎; Hiligaynon: adlaw; Hindi: सूर्य, सूरज, ख़्वुरशेद, रवि, सुरुज, खुरशीद, आफ़ताब, शम्स, आदित्य, अंशुमान; Hittite: 𒀭𒌓𒇷𒄿𒀀; Hlai: cahwan; Hopi: taawa; Hungarian: Nap; Hunzib: бохъ; Icelandic: sól, sunna; Ido: suno, Suno; Igbo: anyanwụ; Ilocano: init; Indonesian: matahari; Ingush: малх; Interlingua: sol; Inuktitut: ᓯᕿᓂᖅ; Inupiaq: siqiñiq, mazaq; Irish: grian; Old Irish: grían; Istriot: sul; Istro-Romanian: sore; Italian: [[sole]]; Japanese: 太陽, 日; Jarawa: jehe; Javanese: ꦱꦽꦔꦺꦔꦺ; Jingpho: jan; Jola-Fonyi: balaab; K'iche': q'ij; Kabardian: дыгъэ; Kabyle: iṭij, tafukt; Kaingang: rã; Kairiru: woryang; Kalagan: suga; Kalasha: suri; Kalmyk: нарн; Kannada: ಸೂರ್ಯ; Kapampangan: aldo; Kaqchikel: q'ij; Karachay-Balkar: кюн; Karakalpak: quyash; Kashubian: słuńce; Kaurna: timtu; Kayan River Kayan: daw; Kayapó: myt; Kazakh: күн; Khakas: кӱн; Khmer: ថ្ងៃ; Khvarshi: бухъ; Kikai: 天道; Kikuyu: riũa; Koasati: hasí; Kongo: ntangu; Konkani: सुर्यू; Konyak Naga: wanghi; Korean: 해, 태양(太陽); Koyraboro Senni: waynaw; Krahô: pyt; Kumyk: гюн; Kunigami: 天道; Kurdish Central Kurdish: خۆر‎; Northern Kurdish: xewer, roj; Kyrgyz: күн; Ladin: surëdl; Ladino Hebrew: סול‎; Latin: [[sol]]; Lakota: wí; Lao: ຕາເວັນ; Latgalian: saule; Latin: [[sol]]; Latvian: saule; Lezgi: рагъ; Limburgish: zón; Lingala: mói; Lithuanian: saulė; Livonian: pǟva; Lolopo: merni; Lombard: sol, sul; Low German: Sünn; Lubuagan Kalinga: ilit; Luganda: njuba; Luo: chíeng'; Luxembourgish: Sonn; Maasai: engalong, ndama; Macedonian: сонце; Maguindanao: alungan, senang; Mahican: keesog; Maithili: বেৰি, बेरि; Makasar: allo; Malagasy: masoandro; Malay Jawi: ماتاهاري‎, منتاري‎, سوريا‎, راوي‎, شمس‎; Rumi: matahari, mentari, suria, rawi, syamsi, syamsu; Malayalam: സൂര്യന്‍; Maltese: xemx; Mamanwa: sega; Manchu: ᡧᡠᠨ; Manipuri: ꯅꯨꯃꯤꯠ, ꯀꯣꯔꯧꯍꯟꯕ; Mansaka: suga; Manx: grian; Maore Comorian: jua 5, djouwa; Maori: rā; Mapudungun: anchü, aṉtü; Maranao: alongan, senang; Marathi: सूर्य; Maricopa: inya; Mattole: ǰinxaˀ; Mazanderani: خارشید‎; Middle Persian: 𐭧𐭥𐭫𐭱𐭩𐭲‎, 𐭧𐭥𐭫𐭧𐭱𐭩𐭲‎; Middle Vietnamese: 𩈘𡗶; Mingrelian: ბჟა; Mirandese: sol; Miyako: 天道; Moksha: ши; Mon: တ္ၚဲ, အဒိုတ်; Mongolian: нар; Moore: nwiniga; Mundang: com; Mòcheno: sunn; Nahuatl Central: tonatih; Central Huasteca: tonatij; Classical: tonatiuh; Eastern Huasteca: tonatih; Guerrero: tonajli; Highland Puebla: tonal; Mecayapan: totajtzi̱n; Michoacán: tonali; Northern Puebla: tonaltzintli; Tetelcingo: tunali̱; Tlamacazapa: tonal; Western Huasteca: tonati; Nama: sores; Nauruan: ekwan; Navajo: shá, jóhonaaʼéí; Nepali: घाम; Newar: सूर्द्य; Ngazidja Comorian: djua, djua; North Frisian: san; Northern Kankanay: agew; Norwegian Bokmål: sol; Nynorsk: sol; O'odham: tash; Occitan: solelh; Ojibwe: giizis; Okinawan: 天道; Old Church Slavonic: слъньцє; Old English: sunne; Oriya: ସୂର୍ଯ୍ୟ; Oromo: biiftuu; Ossetian: хур; Ottoman Turkish: گونش‎; Pacoh: mát rbang, mát puaq; Paiwan: qadaw; Paku Karen: mü; Panará: inpyti, wâtâti; Papiamentu: solo; Pará Gavião: pyt; Pashto: لمر‎; Paumarí: safini; Persian: خورشید‎, آفتاب‎, هور‎, خور‎; Phoenician: 𐤔𐤌𐤔‎; Piedmontese: sol; Pipil: tunal; Plautdietsch: Sonn; Polish: słońce; Pontic Greek: ήλος; Portuguese: [[Sol]]; Pumpokol: hixem; Punjabi: ਸੂਰਜ; Pykobjê: pyht; Quechua: inti; Rajasthani: सूरज; Rapa Nui: ra'ä, mahana; Romani: kham; Romanian: soare; Romansch: sulegl, sulagl, sulai; Russian: [[солнце]]; Rwanda-Rundi: izuba; Saanich: SḰEḰEL¸; Sami Inari: peivi; Kildin: пе̄ййв; Lule: biejvve; Northern: beaivváš, beaivi; Pite: bäjjve; Skolt: peiʹvv; Southern: biejjie; Ter: пэйвве; Ume: beäjvvie; Samoan: lā; Sanskrit: सूर्य, रवि, आदित्य, अंशुमत्; Santali: ᱥᱤᱧ ᱪᱟᱸᱫᱚ; Sardinian: sole, sobi, soi, soli; Saterland Frisian: Sunne; Scots: sun; Scottish Gaelic: grian; Serbo-Croatian Cyrillic: сунце; Roman: sunce; Shona: zuva; Shor: кӱн; Sicilian: suli; Silesian: słůńce; Sindhi: سوُرَجُ‎; Sinhalese: ඉර, හිරු; Slovak: slnko; Slovene: sonce; Somali: qorrax; Sorbian Lower Sorbian: słyńco; Upper Sorbian: słónco; Southern Altai: кӱн; Spanish: [[sol]]; Sranan Tongo: son; Sui: ndal vanl; Suyá: mbyry, mbyt; Swahili: jua; Swazi: lí-langa; Swedish: sol; Tabasaran: ригъ; Tagabawa: allo; Tagalog: araw; Tajik: офтоб, Офтоб, хуршед; Tamil: சூரியன், ஞாயிறு; Taos: thȕléna; Tapayuna: wyry, wyt; Tatar: кояш; Tboli: mata kdaw; Telugu: సూర్యుడు; Tetum: loro, loro-maran; Thai: ดวงอาทิตย์, พระอาทิตย์, ตะวัน; Tibetan: ཉི་མ; Tigre: ሸምሽ; Tiruray: térésang; Tocharian A: koṃ; Tocharian B: kauṃ; Tofa: һүн; Tok Pisin: san; Tumbuka: zuwa; Tupinambá: kûarasy; Turkish: güneş; Turkmen: gün, гүн, güneş; Tuvan: хүн; Tày: tha vằn; Udi: беъгъ; Udmurt: шунды; Ugaritic: 𐎌𐎔𐎌; Ukrainian: сонце; Urdu: سوریہ‎, سورج‎, خورشید‎, روی‎; Uyghur: قۇياش‎, كۈن‎; Uzbek: quyosh, қуёш, oftob; Venetian: sołe; Vietnamese: Mặt Trời; Vilamovian: zunn; Volapük: sol; Voro: päiv; Wallisian: laʻā; Walloon: solea, slo; Waray-Waray: sudang, sirak; Warlpiri: wanta; Wauja: kamá; Welsh: haul; West Flemish: zon; West Frisian: sinne; Western Maninkakan: tele; White Hmong: hnub; Wolof: jant bi; Wutunhua: raitek; Xavante: bötö; Xerénte: sdakro, btâ; Xhosa: ilanga; Xokleng: la; Yaeyama: 天道; Yagara: bigi; Yakut: күн; Yamdena: lere; Yiddish: זון‎; Yonaguni: 天道; Yoron: 天道; Yoruba: òrùn; Yucatec Maya: k'iin; Yup'ik: akerta, macaq, puqlaneq; Yámana: löm, lam; Zazaki: tij, roc; Zealandic: zunne; Zhuang: daengngoenz; Zulu: ilanga, ililanga; Zuni: yadokkya, yato; ǃXóõ: ǁʻân
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 November 2024

Greek Monolingual

ήλιος και γήλιος, ο (AM ἥλιος, Α, επικ. τ. ἠέλιος, δωρ. και αιολ. τ. ἀέλιος, δωρ. τ. και ἄλιος, αρκαδ. τ. ἀέλιος ή ἁέλιος)
1. φωτεινό ουράνιο σώμα (το κέντρο του πλανητικού συστήματος), του οποίου το φως μάς χαρίζει την ημέρα ενώ η απουσία του φέρνει τη νύχτα («ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου», δημ. τραγ.)
2. η ακτινοβολία, το φως ή η θερμότητα που εκπέμπει ο ήλιος (α. «μ' έκαψε ο ήλιος» β. «ἥλιον εἶναι ἐπὶ τοῖς ὄρεσι», Πλάτ.)
3. φως, χαρά, ελπίδα («ἡλίους τὰ ἀρσενικά τέκνα οἱ γονεῖς ὑποκοριζόμενοι καλοῦσι», Αρτεμίδ.)
4. φρ. «υπό τον ήλιο(ν)» ή «υφ' ήλιον» — στη γη, σε αυτό τον κόσμο
νεοελλ.
1. αστρον. κάθε ουράνιο σώμα που αποτελεί το κέντρο του πλανητικού συστήματος
2. το φυτό ηλίανθος
3. η εικόνα, η απεικόνιση του ήλιου
4. ο πολύ ωραίος, ο πολύ όμορφος («λάμπει σαν τον ήλιο»)
5. παροιμ. α) «με τον ήλιο τά μπάζω, με τον ήλιο τά βγάζω
τί έχουν τα έρμα και ψοφούν;» — δεν προκόβουν αυτοί που ξεκινούν αργά την καθημερινή τους εργασία και σταματούν νωρίς
β) «βαρεί του ήλιου πετριές» — για μεγάλες, αλλά μάταιες προσπάθειες
γ) «άναψε μου το λύχνο να δω τον ήλιο» — γι' αυτούς που δεν διακρίνουν και τα πιο οφθαλμοφανή πράγματα
δ) «σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός» — τα ανήλια σπίτια είναι ανθυγιεινά
6. παροιμ. φρ. «ήλιος ήλιος και βροχή που παντρεύονται οι φτωχοί»
7. φρ. α) «μέ πιάνει ο ήλιος»
«μαυρίζω» από τις ακτίνες του ήλιου
β) «ήλιος με δόντια» — παγερή μέρα με λιακάδα
γ) «η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου» — η Ιαπωνία
δ) «μέχρι τέρματος ηλίου» — ώς τη συντέλεια του κόσμου
ε) αστρον. «ηλίου κύκλος» — περίοδος 28 ετών κατά την οποία οι ημέρες της εβδομάδας επανέρχονται με την ίδια τάξη στο ιουλιανό ημερολόγιο, ενώ στο γρηγοριανό η ίδια τάξη ημερών επανέρχεται κάθε 400 έτη
στ) «δεν έχω στον ήλιο μοίρα» — είμαι απροστάτευτος ή δεν έχω καθόλου χρήματα
ζ) «θα πάω εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί» — θα φύγω και θα πάω σε πολύ μακρινή χώρα
νεοελλ.-μσν.
«κάθεται ο ήλιος» ή «κλίνει ο ήλιος» — βασιλεύει ο ήλιος
μσν.
1. στον πληθ. οἱ ἥλιοι
αγάλματα ή μνημεία αφιερωμένα στον θεό Ήλιο
2. φρ. α) «δίδει ό ήλιος» — ανατέλλει ο ήλιος
β) «ανατολικά του ηλίου» — ανατολικά
γ) «ώρα πρὸς τὸν ήλιον» — απόγευμα
δ) «εἰς ἥλιον καὶ φεγγάριν» — μέρα νύχτα
αρχ.
1. το φως της ημέρας, η ημέρα («λέγ' ἡλίους, ἐν οἷσιν ἁγνεύει λεχώ» — λέγε τις ημέρες την τελευταία από τις οποίες κάνει τον καθαρμό της η λεχώ, Ευρ.)
2. το έτος
3. πληθ. α) οι ακτίνες του ήλιου
β) οι ηλιόλουστες ημέρες
4. φρ. «ἡλίου ἀστήρ» — ο πλανήτης Κρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σaFέλıoc. To F διατηρείται στον κρητικό τ. ἀβέλιος < ἁFέλıoς, με ψίλωση σε ορισμένες διαλέκτους, πρβλ. δωρ., αιολ., αρκ. ἀέλιος, ενώ στη γλώσσα τών επών ἠέλιος). Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sāwel-, η απαθής βαθμίδα της οποίας απαντά επίσης στο γοτθ. sauil «ήλιος», ενώ η μηδενισμένη της sūl- στα αρχ. ινδ. sura, surya «ήλιος» και το αρχ. ιρλ. sūil «μάτι». Το λατ. sōl «ήλιος» ανάγεται σε μεταπτωτική βαθμίδα swōl- της sāwel- με μηδενισμένη βαθμίδα ως προς το πρώτο φωνήεν και ετεροιωμένη-εκτεταμένη ως προς το δεύτερο. Το αρχικό ΙΕ θ. πρέπει να ήταν ετερόκλιτο ουδ. σε -l-/ -n-. Η ετεροκλισία του διαφαίνεται στην αβεστ. ονομ. hvarә και την gāthā- αβεστ. γεν. xveng «ηλίου» καθώς και στις γερμανικές γλώσσες, ορισμένες εκ τών οποίων έχουν παράλληλους τ. και από τα δύο θ. (πρβλ. γοτθ. sauil αλλά και sunno «ήλιος», αγγλοσαξ. sōl αλλά και sunne «ήλιος», από όπου τα σύγχρ. αγγλ. sun και γερμ. Sonne. Η σύνδεση, τέλος, με την ΙΕ ρίζα swel- «(σιγο)καίω» είναι εντελώς αμφίβολη.
ΠΑΡ. (η)λιάζομαι, (η)λιάζω, ηλιακός
αρχ.
Ηλιάδες, ηλιάς, ηλίτης, ηλιώδης, ηλιάω-ώ, ηλιόω-ώ/ούμαι, ηλιώτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ηλιανθές, ηλιαυγής, ηλιωπός
μσν.
ηλιωνυμία
νεοελλ.
ηλιανθέλαιο, ηλιάνθεμο, ηλιανθίνη, ηλίανθος, ηλιέλαιο (βλ. και λ. ηλιο-). (Β' συνθετικό) ανήλιος, ανθήλιος, αντήλιος, ευήλιος, παρήλιος, προσήλιος, υφήλιος
αρχ.
αυτοήλιος, δυσήλιος, μισήλιος, πανήλιος, πολυήλιος, φυξήλιος.

Translations

sun

Abkhaz: амра; Adyghe: тыгъэ; Afrikaans: son; Ahtna: saa; Ainu: クㇷ゚; Aka-Bo: oute; Akan: ewia; Akkadian: 𒌓; Aklanon: adlaw; Alabama: hasi; Albanian: diell, diejtë; Alutiiq: macaq; Apinayé: myt; Arabic: شَمْس‎; Egyptian Arabic: شمس‎; Hijazi Arabic: شَمْس‎; Aragonese: sol; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܫܸܡܫܵܐ‎; Hebrew: שמשא‎; Syriac: ܫܡܫܐ‎; Archi: бархъ; Armenian: արև, արեգակ; Aromanian: soari, soare; Assamese: বেলি, সূৰ্য; Asturian: sol; Atikamekw: kicikaw pisimw; Avar: бакъ; Avestan: 𐬵𐬎𐬎𐬀𐬭𐬆‎; Aymara: inti, willka; Azerbaijani: günəş; Baluchi: روچ‎; Banjarese: matahari; Banyumasan: srengenge; Baram Kayan: daw; Bashkir: ҡояш; Basque: eki, eguzki; Baure: ses; Bavarian: sun, sunn; Bay Miwok: hii; Belarusian: сонца; Bemba: akasuba; Bengali: সূর্য, আফতাব; Berber Tashelhit: tafukt; Bhojpuri: सुरुज; Bikol Central: aldaw, saldang; Binukid: aldaw; Bole: poti; Bouyei: danglngonz; Breton: heol; Brunei Malay: mataari; Budukh: вирагъ; Bulgarian: слъ́нце; Burmese: နေ, သူရီယ, ရဝိန်, သူရကန်, ဥဏှဂူ; Buryat: наран; Cahuilla: támit, támyat; Caló: cam, ocán; Canela: pyt; Catalan: sol; Cebuano: adlaw; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⴼⵓⴽⵜ; Central Dusun: tadau; Central Mazahua: jyaru̷; Chachi: pahta; Chamicuro: mo'sojko; Chang: chanyu; Chechen: малх; Cherokee: ᏅᏓ; Cheyenne: eše'he; Chichewa: dzuwa; Chickasaw: hashi'; Chinese Cantonese: 太陽, 太阳, 日頭, 日头, 熱頭, 热头; Dungan: эрту, жәту, тэён; Hakka: 日頭, 日头, 太陽, 太阳; Literary Chinese: 日; 陽, 阳; 太陽, 太阳; Mandarin: 太陽, 太阳, 日, 日頭, 日头; Min Nan: 日頭, 日头, 太陽, 太阳; Wu: 太陽, 太阳, 日頭, 日头; Chukchi: тиркытир; Chuvash: хӗвел; Comanche: taabe; Coptic: ⲣⲏ; Cornish: howl; Corsican: soli; Cree: ᒌᔑᑳᐅᐲᓯᒽ; Creek: hvse; Czech: slunce; Dalmatian: saul; Danish: sol; Darkinjung: bunnal; Dhivehi: އިރު‎; Dibabawon Manobo: sega; Drung: nvm'lung; Dutch: Zon; East Futuna: laʻā; Eastern Bontoc: orkiw; Eastern Keres: ozatch; Elfdalian: suol; Emilian: såul; Erzya: чи; Esperanto: suno, Suno; Estonian: päike; Etruscan: 𐌖𐌑𐌉𐌋; Evenki: дылача; Ewe: ɣe; Extremaduran: sol; Faroese: sól; Finnish: aurinko; Franco-Provençal: soley; French: soleil, Soleil; Friulian: soreli; Fula: naange; Galician: sol; Gcwi: ǀamsa; Georgian: მზე; German: Sonne; Alemannic German: Sunne; Gothic: 𐍃𐌿𐌽𐌽𐍉, 𐍃𐌰𐌿𐌹𐌻; Greek: ήλιος; Ancient Greek: ἀβέλιος, ἀέλιος, ἅλιος, ἀϝέλιος, ἠέλιος, ἥλιος, πέρρα; Guaraní: kuarahy; Gujarati: સૂર્ય; Haitian Creole: solèy; Hausa: rana; Hawaiian: lā; Hebrew: שֶׁמֶשׁ‎, חַמָּה‎; Hiligaynon: adlaw; Hindi: सूर्य, सूरज, ख़्वुरशेद, रवि, सुरुज, खुरशीद, आफ़ताब, शम्स, आदित्य, अंशुमान; Hittite: 𒀭𒌓𒇷𒄿𒀀; Hlai: cahwan; Hopi: taawa; Hungarian: Nap; Hunzib: бохъ; Icelandic: sól, sunna; Ido: suno, Suno; Igbo: anyanwụ; Ilocano: init; Indonesian: matahari; Ingush: малх; Interlingua: sol; Inuktitut: ᓯᕿᓂᖅ; Inupiaq: siqiñiq, mazaq; Irish: grian; Old Irish: grían; Istriot: sul; Istro-Romanian: sore; Italian: sole; Japanese: 太陽, 日; Jarawa: jehe; Javanese: ꦱꦽꦔꦺꦔꦺ; Jingpho: jan; Jola-Fonyi: balaab; K'iche': q'ij; Kabardian: дыгъэ; Kabyle: iṭij, tafukt; Kaingang: rã; Kairiru: woryang; Kalagan: suga; Kalasha: suri; Kalmyk: нарн; Kannada: ಸೂರ್ಯ; Kapampangan: aldo; Kaqchikel: q'ij; Karachay-Balkar: кюн; Karakalpak: quyash; Kashubian: słuńce; Kaurna: timtu; Kayan River Kayan: daw; Kayapó: myt; Kazakh: күн; Khakas: кӱн; Khmer: ថ្ងៃ; Khvarshi: бухъ; Kikai: 天道; Kikuyu: riũa; Koasati: hasí; Kongo: ntangu; Konkani: सुर्यू; Konyak Naga: wanghi; Korean: 해, 태양(太陽); Koyraboro Senni: waynaw; Krahô: pyt; Kumyk: гюн; Kunigami: 天道; Kurdish Central Kurdish: خۆر‎; Northern Kurdish: xewer, roj; Kyrgyz: күн; Ladin: surëdl; Ladino Hebrew: סול‎; Latin: sol; Lakota: wí; Lao: ຕາເວັນ; Latgalian: saule; Latin: sol; Latvian: saule; Lezgi: рагъ; Limburgish: zón; Lingala: mói; Lithuanian: saulė; Livonian: pǟva; Lolopo: merni; Lombard: sol, sul; Low German: Sünn; Lubuagan Kalinga: ilit; Luganda: njuba; Luo: chíeng'; Luxembourgish: Sonn; Maasai: engalong, ndama; Macedonian: сонце; Maguindanao: alungan, senang; Mahican: keesog; Maithili: বেৰি, बेरि; Makasar: allo; Malagasy: masoandro; Malay Jawi: ماتاهاري‎, منتاري‎, سوريا‎, راوي‎, شمس‎; Rumi: matahari, mentari, suria, rawi, syamsi, syamsu; Malayalam: സൂര്യന്‍; Maltese: xemx; Mamanwa: sega; Manchu: ᡧᡠᠨ; Manipuri: ꯅꯨꯃꯤꯠ, ꯀꯣꯔꯧꯍꯟꯕ; Mansaka: suga; Manx: grian; Maore Comorian: jua 5, djouwa; Maori: rā; Mapudungun: anchü, aṉtü; Maranao: alongan, senang; Marathi: सूर्य; Maricopa: inya; Mattole: ǰinxaˀ; Mazanderani: خارشید‎; Middle Persian: 𐭧𐭥𐭫𐭱𐭩𐭲‎, 𐭧𐭥𐭫𐭧𐭱𐭩𐭲‎; Middle Vietnamese: 𩈘𡗶; Mingrelian: ბჟა; Mirandese: sol; Miyako: 天道; Moksha: ши; Mon: တ္ၚဲ, အဒိုတ်; Mongolian: нар; Moore: nwiniga; Mundang: com; Mòcheno: sunn; Nahuatl Central: tonatih; Central Huasteca: tonatij; Classical: tonatiuh; Eastern Huasteca: tonatih; Guerrero: tonajli; Highland Puebla: tonal; Mecayapan: totajtzi̱n; Michoacán: tonali; Northern Puebla: tonaltzintli; Tetelcingo: tunali̱; Tlamacazapa: tonal; Western Huasteca: tonati; Nama: sores; Nauruan: ekwan; Navajo: shá, jóhonaaʼéí; Nepali: घाम; Newar: सूर्द्य; Ngazidja Comorian: djua, djua; North Frisian: san; Northern Kankanay: agew; Norwegian Bokmål: sol; Nynorsk: sol; O'odham: tash; Occitan: solelh; Ojibwe: giizis; Okinawan: 天道; Old Church Slavonic: слъньцє; Old English: sunne; Oriya: ସୂର୍ଯ୍ୟ; Oromo: biiftuu; Ossetian: хур; Ottoman Turkish: گونش‎; Pacoh: mát rbang, mát puaq; Paiwan: qadaw; Paku Karen: mü; Panará: inpyti, wâtâti; Papiamentu: solo; Pará Gavião: pyt; Pashto: لمر‎; Paumarí: safini; Persian: خورشید‎, آفتاب‎, هور‎, خور‎; Phoenician: 𐤔𐤌𐤔‎; Piedmontese: sol; Pipil: tunal; Plautdietsch: Sonn; Polish: słońce; Pontic Greek: ήλος; Portuguese: Sol; Pumpokol: hixem; Punjabi: ਸੂਰਜ; Pykobjê: pyht; Quechua: inti; Rajasthani: सूरज; Rapa Nui: ra'ä, mahana; Romani: kham; Romanian: soare; Romansch: sulegl, sulagl, sulai; Russian: солнце; Rwanda-Rundi: izuba; Saanich: SḰEḰEL¸; Sami Inari: peivi; Kildin: пе̄ййв; Lule: biejvve; Northern: beaivváš, beaivi; Pite: bäjjve; Skolt: peiʹvv; Southern: biejjie; Ter: пэйвве; Ume: beäjvvie; Samoan: lā; Sanskrit: सूर्य, रवि, आदित्य, अंशुमत्; Santali: ᱥᱤᱧ ᱪᱟᱸᱫᱚ; Sardinian: sole, sobi, soi, soli; Saterland Frisian: Sunne; Scots: sun; Scottish Gaelic: grian; Serbo-Croatian Cyrillic: сунце; Roman: sunce; Shona: zuva; Shor: кӱн; Sicilian: suli; Silesian: słůńce; Sindhi: سوُرَجُ‎; Sinhalese: ඉර, හිරු; Slovak: slnko; Slovene: sonce; Somali: qorrax; Sorbian Lower Sorbian: słyńco; Upper Sorbian: słónco; Southern Altai: кӱн; Spanish: sol; Sranan Tongo: son; Sui: ndal vanl; Suyá: mbyry, mbyt; Swahili: jua; Swazi: lí-langa; Swedish: sol; Tabasaran: ригъ; Tagabawa: allo; Tagalog: araw; Tajik: офтоб, Офтоб, хуршед; Tamil: சூரியன், ஞாயிறு; Taos: thȕléna; Tapayuna: wyry, wyt; Tatar: кояш; Tboli: mata kdaw; Telugu: సూర్యుడు; Tetum: loro, loro-maran; Thai: ดวงอาทิตย์, พระอาทิตย์, ตะวัน; Tibetan: ཉི་མ; Tigre: ሸምሽ; Tiruray: térésang; Tocharian A: koṃ; Tocharian B: kauṃ; Tofa: һүн; Tok Pisin: san; Tumbuka: zuwa; Tupinambá: kûarasy; Turkish: güneş; Turkmen: gün, гүн, güneş; Tuvan: хүн; Tày: tha vằn; Udi: беъгъ; Udmurt: шунды; Ugaritic: 𐎌𐎔𐎌; Ukrainian: сонце; Urdu: سوریہ‎, سورج‎, خورشید‎, روی‎; Uyghur: قۇياش‎, كۈن‎; Uzbek: quyosh, қуёш, oftob; Venetian: sołe; Vietnamese: Mặt Trời; Vilamovian: zunn; Volapük: sol; Voro: päiv; Wallisian: laʻā; Walloon: solea, slo; Waray-Waray: sudang, sirak; Warlpiri: wanta; Wauja: kamá; Welsh: haul; West Flemish: zon; West Frisian: sinne; Western Maninkakan: tele; White Hmong: hnub; Wolof: jant bi; Wutunhua: raitek; Xavante: bötö; Xerénte: sdakro, btâ; Xhosa: ilanga; Xokleng: la; Yaeyama: 天道; Yagara: bigi; Yakut: күн; Yamdena: lere; Yiddish: זון‎; Yonaguni: 天道; Yoron: 天道; Yoruba: òrùn; Yucatec Maya: k'iin; Yup'ik: akerta, macaq, puqlaneq; Yámana: löm, lam; Zazaki: tij, roc; Zealandic: zunne; Zhuang: daengngoenz; Zulu: ilanga, ililanga; Zuni: yadokkya, yato; ǃXóõ: ǁʻân