κριθή: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
(21)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή (AM [[κριθή]], ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ)<br /><b>1.</b> [[φυτό]] δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] τών αγρωστωδών, το [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]] («οἴνω δ' ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> μικρό [[εξάνθημα]] που οφείλεται σε [[φλεγμονή]] ενός βλεφαρικού αδένα και που εμφανίζεται, εξωτερικά, στο [[χείλος]] του βλεφάρου, ή εσωτερικά, [[κάτω]] από τον βλεφαρικό βλεννογόνο, το [[κριθαράκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κόκκος]] του φυτού [[αυτού]], ως το πιο μικρό [[βάρος]]<br /><b>2.</b> [[πόσθη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κριθὴ Ἰνδική» — [[είδος]] κέγχρου, κεχριού <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[κριθή]] <span style="color: red;"><</span> <i>κριθ</i>-, που αρχικά απαντά με τη [[μορφή]] <i>κρι</i> (η [[μακρότητα]] του -<i>ι</i>- οφείλεται στο ότι ο [[αρχικός]] τ. <i>κρι</i> [[είναι]] [[μονοσύλλαβος]]). Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με λατ. <i>hordeum</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>gersta</i> [[καθώς]] και με αλβ. <i>drith</i> «[[κριθάρι]], [[σιτηρά]]», που ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>gherzd</i>(<i>h</i>)- «[[κόκκος]] σιτηρού, [[κριθάρι]]». Η [[αναγωγή]], [[ωστόσο]], τών τ. <i>κρι</i> και [[κριθή]] σ' αυτή τη [[ρίζα]] γεννά προβλήματα στην [[ερμηνεία]] του σχηματισμού τους. Ο τ. <i>κρι</i>, [[τέλος]], [[είναι]] πιθ. αιγαιακής προελεύσεως ή «μεταφερόμενη [[λέξη]]» (Wanderwort). Ο τ. [[κριθή]] απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>kirita</i> = <i>κριθά</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κριθάρι]](<i>ον</i>), [[κρίθινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρίθα]], [[κριθαία]], [[κριθάμινος]], [[κριθανίας]], [[κριθίδιον]], [[κριθίζω]], [[κριθικός]], [[κριθίον]], [[κριθιώ]], [[κριθώ]], [[κριθώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κριθί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κριθάλευρο]](<i>ν</i>), [[κριθομαντεία]], [[κριθοπώλης]], [[κριθοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κριθάχυρον]], [[κριθηλογία]], [[κριθολόγος]], [[κριθόμαντις]], [[κριθοπομπία]], [[κριθόπυρον]], [[κριθοτράγος]], [[κριθοφάγος]], [[κριθοφυλακία]], [[κριθώλεθρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κριθοδεία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>άκριθος</i>, [[ετεόκριθος]], [[εύκριθος]], [[ισόκριθος]], <i>ολυρόκριθος</i>, [[ομοιόκριθος]], [[πολύκριθος]].
|mltxt=ή (AM [[κριθή]], ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ)<br /><b>1.</b> [[φυτό]] δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] τών αγρωστωδών, το [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]] («οἴνω δ' ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> μικρό [[εξάνθημα]] που οφείλεται σε [[φλεγμονή]] ενός βλεφαρικού αδένα και που εμφανίζεται, εξωτερικά, στο [[χείλος]] του βλεφάρου, ή εσωτερικά, [[κάτω]] από τον βλεφαρικό βλεννογόνο, το [[κριθαράκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κόκκος]] του φυτού [[αυτού]], ως το πιο μικρό [[βάρος]]<br /><b>2.</b> [[πόσθη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κριθὴ Ἰνδική» — [[είδος]] κέγχρου, κεχριού <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[κριθή]] <span style="color: red;"><</span> <i>κριθ</i>-, που αρχικά απαντά με τη [[μορφή]] <i>κρι</i> (η [[μακρότητα]] του -<i>ι</i>- οφείλεται στο ότι ο [[αρχικός]] τ. <i>κρι</i> [[είναι]] [[μονοσύλλαβος]]). Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με λατ. <i>hordeum</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>gersta</i> [[καθώς]] και με αλβ. <i>drith</i> «[[κριθάρι]], [[σιτηρά]]», που ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>gherzd</i>(<i>h</i>)- «[[κόκκος]] σιτηρού, [[κριθάρι]]». Η [[αναγωγή]], [[ωστόσο]], τών τ. <i>κρι</i> και [[κριθή]] σ' αυτή τη [[ρίζα]] γεννά προβλήματα στην [[ερμηνεία]] του σχηματισμού τους. Ο τ. <i>κρι</i>, [[τέλος]], [[είναι]] πιθ. αιγαιακής προελεύσεως ή «μεταφερόμενη [[λέξη]]» (Wanderwort). Ο τ. [[κριθή]] απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>kirita</i> = <i>κριθά</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κριθάρι]](<i>ον</i>), [[κρίθινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρίθα]], [[κριθαία]], [[κριθάμινος]], [[κριθανίας]], [[κριθίδιον]], [[κριθίζω]], [[κριθικός]], [[κριθίον]], [[κριθιώ]], [[κριθώ]], [[κριθώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κριθί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κριθάλευρο]](<i>ν</i>), [[κριθομαντεία]], [[κριθοπώλης]], [[κριθοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κριθάχυρον]], [[κριθηλογία]], [[κριθολόγος]], [[κριθόμαντις]], [[κριθοπομπία]], [[κριθόπυρον]], [[κριθοτράγος]], [[κριθοφάγος]], [[κριθοφυλακία]], [[κριθώλεθρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κριθοδεία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>άκριθος</i>, [[ετεόκριθος]], [[εύκριθος]], [[ισόκριθος]], <i>ολυρόκριθος</i>, [[ομοιόκριθος]], [[πολύκριθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρῑθή:''' ἡ, [[κυρίως]] στον πληθ., κριθάλευρα, [[κριθάρι]] (πρβλ. κρῑ), το [[αλεύρι]] είναι <i>ἄλφιτα</i>, σε Όμηρ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[οἶνος]] ἐκ. κριθέων πεποιημένος, είδος μπύρας (πρβλ. [[κρίθινος]]), σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθή Medium diacritics: κριθή Low diacritics: κριθή Capitals: ΚΡΙΘΗ
Transliteration A: krithḗ Transliteration B: krithē Transliteration C: krithi Beta Code: kriqh/

English (LSJ)

ἡ, mostly in pl.,

   A barleycorns, barley (cf. κρῖ), the meal being ἄλφιτα: πυρῶν ἢ κριθῶν Il.11.69, cf. Od.9.110, 19.112, Ar.Eq.1101; κριθᾶν μέδιμμνον IG42(1).40.7 (Epid.); τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο—τοῦτο δ' ἐστὶ τί;—κριθαί Strato Com.1.35; οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος a kind of beer, Hdt.2.77; ἐκ κριθῶν μέθυ A.Supp.953, cf.Arist.Fr.106; κριθαὶ πεφρυγμέναι, = κάχρυς, Th.6.22, cf. Moer.p.213 P.: pl., also of species of barley, Thphr. HP8.1.1: sg., PGrenf.2.29.9 (ii B. C.); κ. Ἰνδική millet, Sorghum halepense, Thphr.HP8.4.2.    II pustule on the eyelid, stye, Hp. Epid.2.2.5, Gal.12.742.    III barley-corn, the smallest weight, Thphr.Lap.46.    IV in sg., = πόσθη, Ar.Pax965. (The connexion with Lat.hordeum, OHG.gersta is doubtful.)

German (Pape)

[Seite 1508] ἡ (nach Buttmann mit κρύος, ὀκριόεις verwandt, wie horreum mit horreo, horridus, wegen der rauhen, struppigen Gestalt), gew. im plur.; – 1) Gerste; π υροὶ καὶ κριθαί Od. 9, 110; so auch Plat. Legg. VIII, 847 e (vgl. κρῖ); οὐ πίνοντες ἐκ κριθῶν μέθυ Aesch. Suppl. 931; κριθὰς ποριῶ σοι καὶ βίον καθ' ἡμέραν Ar. Equ. 1101; οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος Her. 2, 27; vgl. Ath. 1, 34 b; κριθαὶ πεφρυγμέναι, geröstete Gerste, Thuc. 6, 22, von Moeris als hellenistisch für κάχρυς verworfener Ausdruck. – 2) Gerstenkorn, ein kleines Geschwür am Auge, Medic., vgl. ποσθία. – 3) Das kleinste Gewicht, ein Gran, Theophr. – 4) auch = πόσθη, Ar. Pax 965; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθή: ἡ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., κόκκοι κριθῆς, «κριθάρι» (πρβλ. κρῑ), τὸ δὲ ἐκ κριθῆς ἄλευρον καλεῖται ἄλφιτα· συνεχῶς τιθεμένη παρὰ τὸν σῖτον, ὄγμον... πυρῶν ἢ κριθέων Ἰλ. Λ. 67· πυροὶ καὶ κριθαὶ Ὀδ. Ι. 110., Τ. 112, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1100, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ χωρίου τοῦ Στράτωνος ἴδε ἐν λ. οὐλοχύται· ― οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος, εἶδος ζύθου (πρβλ. κρίθινος), Ἡρόδ. 2. 77· οὕτως, ἐκ κριθῶν μέθυ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 953· βρῦτον ἐκ ἢ ἀπὸ τῶν κρ. παρ’ Ἀθην. 447Β· κριθαὶ πεφρυγμέναι = κάχρυς, Θουκ. 6. 22. πρβλ. Μοῖριν σ. 213. ΙΙ. μικρὸν ἐξάνθημα ἐπὶ τοῦ ἄκρου βλεφάρου, «κριθαράκι» Ἱππ. 1010G, Γαλην. ΙΙΙ. τὸ σμικρότατον «βάρος», «κόκκος», ὡς νῦν λέγομεν «σιτάρι», Θεοφρ. π. Λίθ. 46. IV. ἐν τῷ ἑνικ. = πόσθη, Ἀριστοφ. Εἰρ. 965· πρβλ. κόκκος. (Λατ. hord-eum, Ἀρχ. Γερμ. gerst-a, ἴδε Κουρτ. Gr. Et. ἀριθμ. 75.)

French (Bailly abrégé)

ής (ἡ) :
1 litt. le grain d’orge, orge d’ord. au pl.
2 p. anal. prépuce.
Étymologie: cf. κρῖ.

English (Autenrieth)

only pl. κριθαί: barley, barleycorn.

Spanish

granos de cebada

English (Strong)

of uncertain derivation; barley: barley.

English (Thayer)

κριθῆς, ἡ (in Greek writings (from Homer down) only in plural αἱ κριθαί), the Sept. for שְׂעֹרָה, barley: κριθῆς R G, κριθῶν L T Tr WH.

Greek Monolingual

ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ)
1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι
2. ο καρπός του φυτού αυτού («οἴνω δ' ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται», Ηρόδ.)
3. μικρό εξάνθημα που οφείλεται σε φλεγμονή ενός βλεφαρικού αδένα και που εμφανίζεται, εξωτερικά, στο χείλος του βλεφάρου, ή εσωτερικά, κάτω από τον βλεφαρικό βλεννογόνο, το κριθαράκι
αρχ.
1. ο κόκκος του φυτού αυτού, ως το πιο μικρό βάρος
2. πόσθη
3. φρ. «κριθὴ Ἰνδική» — είδος κέγχρου, κεχριού (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κριθή < κριθ-, που αρχικά απαντά με τη μορφή κριμακρότητα του -ι- οφείλεται στο ότι ο αρχικός τ. κρι είναι μονοσύλλαβος). Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με λατ. hordeum, αρχ. άνω γερμ. gersta καθώς και με αλβ. drith «κριθάρι, σιτηρά», που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα gherzd(h)- «κόκκος σιτηρού, κριθάρι». Η αναγωγή, ωστόσο, τών τ. κρι και κριθή σ' αυτή τη ρίζα γεννά προβλήματα στην ερμηνεία του σχηματισμού τους. Ο τ. κρι, τέλος, είναι πιθ. αιγαιακής προελεύσεως ή «μεταφερόμενη λέξη» (Wanderwort). Ο τ. κριθή απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη μορφή kirita = κριθά.
ΠΑΡ. κριθάρι(ον), κρίθινος
αρχ.
κρίθα, κριθαία, κριθάμινος, κριθανίας, κριθίδιον, κριθίζω, κριθικός, κριθίον, κριθιώ, κριθώ, κριθώδης
νεοελλ.
κριθί.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κριθάλευρο(ν), κριθομαντεία, κριθοπώλης, κριθοφόρος
αρχ.
κριθάχυρον, κριθηλογία, κριθολόγος, κριθόμαντις, κριθοπομπία, κριθόπυρον, κριθοτράγος, κριθοφάγος, κριθοφυλακία, κριθώλεθρος
μσν.
κριθοδεία. (Β' συνθετικό) αρχ. άκριθος, ετεόκριθος, εύκριθος, ισόκριθος, ολυρόκριθος, ομοιόκριθος, πολύκριθος.

Greek Monotonic

κρῑθή: ἡ, κυρίως στον πληθ., κριθάλευρα, κριθάρι (πρβλ. κρῑ), το αλεύρι είναι ἄλφιτα, σε Όμηρ., Αριστοφ. κ.λπ.· οἶνος ἐκ. κριθέων πεποιημένος, είδος μπύρας (πρβλ. κρίθινος), σε Ηρόδ.