άργυρος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἄργυρος]])<br />[[λευκό]] πολύτιμο [[μέταλλο]], [[ασήμι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αργύρια, αργυρά νομίσματα, χρήματα<br /><b>2.</b> «[[ἄργυρος]] [[χυτός]]» — [[υδράργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (AM [[ἄργυρος]])<br />[[λευκό]] πολύτιμο [[μέταλλο]], [[ασήμι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αργύρια, αργυρά νομίσματα, χρήματα<br /><b>2.</b> «[[ἄργυρος]] [[χυτός]]» — [[υδράργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[άργυρος]] έχει άμεση [[αντιστοιχία]] με το μεσσαπικό <i>argorian</i> και <i>argora</i> -<i>pandes</i>. Προέρχεται από αρχικό [[θέμα]] <i>αργ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[αργός]] Ι) παρεκτεταμένο με το [[φωνήεν]] <i>υ</i>- (<i>u</i>-), το οποίο παρατηρείται και σε άλλους τ. (<b>πρβλ.</b> [[άργυφος]], αρχ. ινδ. <i>arjuna</i> - «[[άσπρος]], [[φωτεινός]]», λατ. <i>arg</i><i>ū</i><i>tus</i> «[[οξύς]]», ενώ άλλες γλώσσες έχουν γι' αυτό [[θέμα]] σε -<i>nt</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>argentum</i> «[[άργυρος]], αργύριον», κελτικό -γαλατικό <i>arganto</i>, στον τ. <i>Argantomagus</i>) αβεστ. <i>ә</i><i>r</i><i>ә</i><i>zatam</i>, σανσκρ. <i>rajatam</i> και πιθ. αρμ. <i>arcat</i> «[[σίδερο]]». Αρχικά δεν χαρακτήριζε το [[χρήμα]] [[αλλά]] το φωτεινό [[λευκό]] [[μέταλλο]] σε διάφορες γλώσσες, ενώ η Γερμανική, Βαλτική και Σλαβική δανείστηκαν [[άλλη]] [[λέξη]], άγνωστο όμως από πού (γερμ. <i>Silber</i>, λιθ. <i>sid</i><i>ā</i><i>bras</i>, αρχ. σλαβ. <i>sbrebro</i>). Η μορφολογική αυτή [[ποικιλία]] του τ. επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η [[χρήση]] του αργύρου στους Ινδοευρωπαίους ήταν [[προφανώς]] γνωστή, όχι όμως [[ακόμη]] βασική. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται με τη σημ. «[[ασήμι]]», ενώ [[άπαξ]] μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή για να χαρακτηρίσει τροχούς. Η [[χρήση]] της σπανίζει ως [[χαρακτηρισμός]] του ασημένιου νομίσματος. Ο τ. [[είναι]] αρσενικού γένους, [[πράγμα]] που συνηθίζεται στην Ελληνική για τα ονόματα των μετάλλων.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αργύριο]](<i>ν</i>), <i>αργυρίτις</i>, η κ. [[αργυρίτης]] (ο), [[αργυρός]] (-<i>ούς</i>), [[αργυρώδης]], [[αργυρώνω]] (-<i>όω</i>, <i>ώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αργύρειος]], [[αργύρεος]], [[αργυρεύω]], [[αργυρίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αργυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργυρένιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) <i>αργυρ</i>(<i>ο</i>)-: [[αργυραμοιβός]], [[αργυρομιγής]], [[αργυροφεγγής]], [[αργυροχόος]], [[αργυρώνητος]], [[αργυρωρυχείο]], [[αργυρόθρονος]], [[αργυρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αργυράγχη]], [[αργυράσπιδες]], [[αργυρένδετος]], [[αργυρήλατος]], [[αργυρογνώμων]], [[αργυροδέκτης]], [[αργυροδίνης]], [[αργυρόδουλος]], [[αργυροειδής]], [[αργυρόηλος]], [[αργυροκόπος]], [[αργυρόκυκλος]], [[αργυρόπεζα]], [[αργυρόπους]], [[αργυρόρριζος]], [[αργυρόρρυτος]], [[αργυροστερής]], [[αργυροταμίας]], [[αργυρότευκτος]], [[αργυρότοιχος]], [[αργυρότοξος]], [[αργυροτρώκτης]], [[αργυροφάλαρος]], [[αργυροχάλινος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αργυρολαμπής]], [[αργυροπράτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αργυρόβιος]], [[αργυρολίβανος]], [[αργυροσάλπιγξ]], [[αργυρόχροος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αργυροκέντητος]], [[αργυρόχρυσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργυρογλυπτική]], [[αργυρόηχος]], [[αργυροποίκιλτος]], <i>αργυροΰφαντος</i>, [[αργυρούχος]]<br />(β' συνθετικό) -[[άργυρος]]: [[ανάργυρος]], [[επάργυρος]], [[κατάργυρος]], [[φιλάργυρος]], [[λιθάργυρος]], [[ψευδάργυρος]], [[υδράργυρος]], [[χρυσάργυρος]], <i>ολ</i>(<i>ο</i>)[[άργυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισάργυρος]], [[πανάργυρος]], [[πολυάργυρος]], [[περιάργυρος]], [[λαβάργυρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υπάργυρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:02, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (AM ἄργυρος)
λευκό πολύτιμο μέταλλο, ασήμι
αρχ.
1. αργύρια, αργυρά νομίσματα, χρήματα
2. «ἄργυρος χυτός» — υδράργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. άργυρος έχει άμεση αντιστοιχία με το μεσσαπικό argorian και argora -pandes. Προέρχεται από αρχικό θέμα αργ- (πρβλ. αργός Ι) παρεκτεταμένο με το φωνήεν υ- (u-), το οποίο παρατηρείται και σε άλλους τ. (πρβλ. άργυφος, αρχ. ινδ. arjuna - «άσπρος, φωτεινός», λατ. argūtus «οξύς», ενώ άλλες γλώσσες έχουν γι' αυτό θέμα σε -nt (πρβλ. λατ. argentum «άργυρος, αργύριον», κελτικό -γαλατικό arganto, στον τ. Argantomagus) αβεστ. әrәzatam, σανσκρ. rajatam και πιθ. αρμ. arcat «σίδερο». Αρχικά δεν χαρακτήριζε το χρήμα αλλά το φωτεινό λευκό μέταλλο σε διάφορες γλώσσες, ενώ η Γερμανική, Βαλτική και Σλαβική δανείστηκαν άλλη λέξη, άγνωστο όμως από πού (γερμ. Silber, λιθ. sidābras, αρχ. σλαβ. sbrebro). Η μορφολογική αυτή ποικιλία του τ. επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η χρήση του αργύρου στους Ινδοευρωπαίους ήταν προφανώς γνωστή, όχι όμως ακόμη βασική. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται με τη σημ. «ασήμι», ενώ άπαξ μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή για να χαρακτηρίσει τροχούς. Η χρήση της σπανίζει ως χαρακτηρισμός του ασημένιου νομίσματος. Ο τ. είναι αρσενικού γένους, πράγμα που συνηθίζεται στην Ελληνική για τα ονόματα των μετάλλων.
ΠΑΡ. αργύριο(ν), αργυρίτις, η κ. αργυρίτης (ο), αργυρός (-ούς), αργυρώδης, αργυρώνω (-όω, ώ)
αρχ.
αργύρειος, αργύρεος, αργυρεύω, αργυρίς
αρχ.-μσν.
αργυρίζω
νεοελλ.
αργυρένιος.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αργυρ(ο)-: αργυραμοιβός, αργυρομιγής, αργυροφεγγής, αργυροχόος, αργυρώνητος, αργυρωρυχείο, αργυρόθρονος, αργυρολόγος
αρχ.
αργυράγχη, αργυράσπιδες, αργυρένδετος, αργυρήλατος, αργυρογνώμων, αργυροδέκτης, αργυροδίνης, αργυρόδουλος, αργυροειδής, αργυρόηλος, αργυροκόπος, αργυρόκυκλος, αργυρόπεζα, αργυρόπους, αργυρόρριζος, αργυρόρρυτος, αργυροστερής, αργυροταμίας, αργυρότευκτος, αργυρότοιχος, αργυρότοξος, αργυροτρώκτης, αργυροφάλαρος, αργυροχάλινος
αρχ.-μσν.
αργυρολαμπής, αργυροπράτης
μσν.
αργυρόβιος, αργυρολίβανος, αργυροσάλπιγξ, αργυρόχροος
μσν.- νεοελλ.
αργυροκέντητος, αργυρόχρυσος
νεοελλ.
αργυρογλυπτική, αργυρόηχος, αργυροποίκιλτος, αργυροΰφαντος, αργυρούχος
(β' συνθετικό) -άργυρος: ανάργυρος, επάργυρος, κατάργυρος, φιλάργυρος, λιθάργυρος, ψευδάργυρος, υδράργυρος, χρυσάργυρος, ολ(ο)άργυρος
αρχ.
ισάργυρος, πανάργυρος, πολυάργυρος, περιάργυρος, λαβάργυρος
αρχ.-μσν.
υπάργυρος].