ἀπογιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπογνώσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀπέγνων]], <i>pf.</i> ἀπέγνωκα;<br />renoncer à : [[τοῦ]] μάχεσθαι XÉN à combattre ; διώκειν PLUT à poursuivre ; <i>abs.</i> s'abandonner soi-même, se décourager : ἄνθρωποι ἀπεγνωκότες PLUT hommes désespérés ; avec un inf. désespérer de ; <i>Pass.</i> être désespéré : ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος PLUT abandonné des médecins.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γιγνώσκω]].
|btext=<i>f.</i> ἀπογνώσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀπέγνων]], <i>pf.</i> ἀπέγνωκα;<br />renoncer à : τοῦ μάχεσθαι XÉN à combattre ; διώκειν PLUT à poursuivre ; <i>abs.</i> s'abandonner soi-même, se décourager : ἄνθρωποι ἀπεγνωκότες PLUT hommes désespérés ; avec un inf. désespérer de ; <i>Pass.</i> être désespéré : ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος PLUT abandonné des médecins.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γιγνώσκω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:41, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογιγνώσκω Medium diacritics: ἀπογιγνώσκω Low diacritics: απογιγνώσκω Capitals: ΑΠΟΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: apogignṓskō Transliteration B: apogignōskō Transliteration C: apogignosko Beta Code: a)pogignw/skw

English (LSJ)

Ion. and later Att. ἀπογῑνώσκω, fut. -γνώσομαι:— A depart from a judgement, give up a design or intention of doing, τοῦ μάχεσθαι X.An.1.7.19, cf. Plb.1.29.5, etc.; ἀ. τὸ κατὰ γῆν πορεύεσθαι X.HG7.5.7; ἀ. διώκειν Plu.Ant.34, cf. Thes.6; ἀ. μὴ βοηθεῖν resolve not to help, D.15.9, cf.IG22.457.30: c.gen., give up a notion, Simp. in Ph.610.9. II c. gen. rei, despair of, τῆς ἐλενθερίας Lys.2.46; οὐδενὸς χρὴ πράγματος ὅλως ἀπογνῶναι Men.131; ὡς ἀνιάτων D.Chr.32.97; ὑπὲρ σφῶν Jul.Or.2.61c: abs., despair, D.4.42 (where some codd. supply ἑαυτῶν), Babr.43.18: c. fut. inf., αἱρήσειν ἀ. Arr. An.3.20.3; ἀκούσεσθαι Luc.Icar.10: c. aor. inf., τὴν πόλιν ἀπέγνω ἑλεῖν Arr.An.1.5.8, cf. D.Chr.32.9. 2 c.acc., give up as hopeless or desperate, τὴν σωτηρίαν Arist.EN1115b2; τὰς πρεσβείας Plb.5.1.5, al.; τὰς ἐλπίδας Id.2.35.1; ἀ. τι ἀπὸ τῶν παρόντων App.Hisp.37; ἀρετῆς ἀκρίβειαν Porph.Antr.36; ἀ. αὑτόν Plb.21.26.14:—Pass., to be given up, τὰ παρ' ὑμῶν D.19.54; ἐλπίς D.H.5.15; ἐλευθερία Luc. Tyr.6; ἀπεγνωσμέναι ἐλπίδες forlorn hopes, Plb.30.8.3; ἐπιβουλὴ -μένη Hdn.4.4.3; ἀπεγνωσμένοι ἄνθρωποι desperate men, Id.1.16.4 (but ἄνθρωποι ἀπεγνωκότες Plu.Alex. 16); ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀ. to be despaired of .., Id.Per.13. Adv. ἀπεγνωσμένως in despair, Id.Nic.21. b renounce, reject, τι Hp.Medic.4, cf.D.3.33; τινάς Id.6.16, cf. D.C.73.15; φιλίαν Iamb.VP22.102. III as law-term, refuse to receive an accusation, reject, γραφήν, ἔνδειξιν, D.22.39,58.17:hence, 2 ἀ. τινός (sc. δίκην vel γραφήν) reject the charge brought against a man, i.e. acquit him, opp. καταγιγνώσκειν τινός, Id.40.39, cf. Aeschin.2.6, etc.; ἀ. τί τινος Is.5.34: c. inf., ἀ. τινὸς μὴ ἀδικεῖν acquit him of wrong, Lys.1.34; also οὐκ ἀπέγνω τῆς δίκης D.34.21.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tard. ἀπογινώσκω LXX 2Ma.9.22, Ph.2.426, I.BI 4.79
• Morfología: [aor. sigm. ἀπέγνωσα PCair.Zen.3.298.4 (III a.C.), cf. Plb.1.29.5]
I en gener.
1 renunciar a, abandonar la idea de gener. c. inf. τοῦ μάχεσθαι X.An.1.7.19, τοῦ ... παραφυλάττειν τὸν ἐπίπλουν Plb.1.29.5, τὸ κατὰ γῆν πορεύεσθαι X.HG 7.5.7, sin art. διώκειν Plu.Ant.34, πλεῖν Plu.Thes.6, αἱρήσειν Arr.An.3.20.3, ἀκούσεσθαι Luc.Icar.10, τὴν μὲν πόλιν ἀπέγνω ἑλεῖν Arr.An.1.5.8, cf. D.Chr.32.8
c. μή e inf.: μὴ βοηθεῖν D.15.9, μὴ συγχωρῆσαι IG 22.457.18 (IV a.C.).
2 desesperar abs., de pers., D.4.42, μηδ' αὖτ' ἀπογνῷς, μηδ' ἀπελπίσῃς Babr.43.18, ὑπὲρ σφῶν Iul.Or.3.61c, ἄνθρωποι ἀπεγνωκότες hombres desesperados Plu.Alex.16, tb. ἀπεγνωσμένοι ἄνθρωποι Hdn.1.16.4, ἀπεγνωσμένων σκεπαστής (ὁ θεός) LXX Iu.9.11, cf. Eus.HE 10.4.10, Hdn.4.4.3, ἀπεγνωσμένας ἐλπίδας esperanzas perdidas Plb.30.8.3
c. gen. desesperar de τῆς ἐλευθερίας Lys.2.46, οὐδενὸς ... πράγματος Men.Fr.119, τῆς ἐκ τοῦ θεοῦ βοηθείας I.AI 3.297, τῆς σωτηρίας Plu.2.771c, ὡς ἀνιάτων como de gente incurable D.Chr.32.97
c. ac. abandonar por falta de confianza, desesperar de τὴν σωτηρίαν Arist.EN 1115b2, Plb.1.86.1, I.BI 4.79, με Men.Sam.484, ἀπογνοὺς αὑτόν Plb.21.26.14, τὰς πρεσβείας Plb.5.1.5, τὰς ἐλπίδας Plb.2.35.1, Ph.2.283, τὴν ὠφέλειαν Ph.1.176, τὴν ἐλευθερίαν Plu.2.166d, ἀκρίβειαν Porph.Antr.36, τὴν ἐπάνοδον IM 17.24, cf. App.Hisp.37
en gener. rechazar de abstr. εὐρύθμους ... ἐπιδέσιας Hp.Medic.4, φιλίαν Iambl.VP 102, τὰ θνητά Ph.1.299, de pers. Θηβαίους D.6.16, cf. 3.33, τὸν ... Νίγρον D.C.73.15.2
ignorar τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ LXX De.33.9, τὰ κατ' ἐμαυτόν LXX 2Ma.9.22
renunciar a ἀσφάλειαν Ph.2.321, cf. 426
en v. pas. desesperarse, perderse abs. ὥστε πανταχῇ τὰ παρ' ὑμῶν ἀπογνωσθῆναι D.19.54, ἀπέγνωστο παντάπασιν ἡ ἐλευθερία Luc.Tyr.6, ὅταν ἀπογνωσθῇ ... ἐλπίς D.H.5.15.4
en medic. ser desahuciado ὑπὸ τῶν ἰατρῶν Plu.Per.13, Luc.Abd.4, cf. Hierocl.Facet.176.
II sent. jur.
1 desestimar γραφήν un escrito de acusación D.22.39, τὴν ἔνδειξιν D.58.17.
2 absolver c. gen. de pers. ἀ. μου (sc. δίκην o γραφήν) rechazar un cargo contra alguien D.40.39, ἐμοῦ Aeschin.2.6, Λεωχάρους ἅ ... Is.5.34, c. inf. ἐμοῦ ... ἀ. ... μὴ ἀδικεῖν absolverme de la acusación de injusticia Lys.1.34
c. gen. de cosa τῆς δίκης D.34.21
abs. μήτ' ἀπογνώτω μηδὲν μήτε καταγνώτω ni absuelva ni condene Aeschin.3.60.
3 ser declarado culpable, convicto en v. pas. διὰ τί τοὺς ἀπεγνωσμένους ἐπὶ κλοπαῖς ... «φουρκίφερας» καλοῦσιν; Plu.2.280e.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπογνώσομαι, ao.2 ἀπέγνων, pf. ἀπέγνωκα;
renoncer à : τοῦ μάχεσθαι XÉN à combattre ; διώκειν PLUT à poursuivre ; abs. s'abandonner soi-même, se décourager : ἄνθρωποι ἀπεγνωκότες PLUT hommes désespérés ; avec un inf. désespérer de ; Pass. être désespéré : ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος PLUT abandonné des médecins.
Étymologie: ἀπό, γιγνώσκω.

German (Pape)

Sp. ἀπογινώσκω (s. γιγνώσκω),
1 nicht anerkennen, verwerfen, z.B. τὴν θειότητα τῆς ἀρετῆς Plut. Rom. 28. Daher
a vom Richter, lossprechen, Gegensatz καταγιγνώσκειν Dem. 22.37; öfter bei den Rednern, τινός 40.39; τῆς δίκης 34.21, 45; τὴν γραφήν, die Anklage verwerfen, 22.39.
b etwas aufgeben, bes. mit dem inf., τοῦ μάχεσθαι od. μαχεῖσθαι Xen. An. 1.7.19, s. Krüger; τὸ πορεύεσθαι Hell. 7.5.7; μὴ βοηθεῖν Dem. 15.9; oft Pol., sowohl τὸ πολιορκεῖν 1.48, als τοῦ διαφθείρειν ibid.; ἑαυτῶν Dem. 4.42, wo Bekker das pron. ausläßt; τοὺς Θηβαίους 6.16; τὰς πρεσβείας Pol. 5.1; oft ἐμαυτόν, Plut. T.Gracch. 13 Pol. 22.9; – an etwas verzweifeln, τῆς ἐλευθερίας Lys. 2.47; τὴν σωτηρίαν Arist. Eth. 3.6; Pol. 1.86; DS. 2.27, 17.109. – Pass., τὰ παρ' ἡμῖν ἀπεγνώσθη Dem. 19.54; ἐλπίδες ἀπεγνωσμέναι, aufgegebene Hoffnungen, Pol. 30.8; ἀπεγνωσμένος ὑπὸ τῶν ἰατρῶν Luc. Abdic. 4, wie Aesop. 15.

Russian (Dvoretsky)

ἀπογιγνώσκω: ион. и позднеатт. ἀπογῑνώσκω
1 оставлять намерение, отказываться (τοῦ и τὸ ποιεῖν τι Xen., ποιεῖν τι Plut. и μὴ ποιεῖν τι Dem.);
2 не признавать, отрицать, отвергать (τὴν θειύτητα τῆς ἀρετης и τῆς προνοίας Plut.);
3 юр. отклонять: ἀ. τινός (sc. δίκην или γράφην) Aeschin., Dem. отклонить обвинение против кого-л., т. е. оправдать кого-л.; ἀ. (δίκης) Dem. выносить оправдательный приговор;
4 оставлять надежду, отчаиваться (τινός Lys., Polyb., Plut. и τι Xen., Arst., Polyb., Plut.): ἐλπίδες ἀπεγνωσμέναι Polyb. разбитые надежды; τὸν ἑαυτοῦ βίον ἀπεγνωκώς Plut. пропащий человек; ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος Plut., Luc. признанный врачами безнадежно больным.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογιγνώσκω: Ἰων. καὶ παρὰ μεταγ. Ἀττ. -γῑνώσκω: μέλλ. - γνώσομαι: - ἐγκαταλείπω σχέδιόν τι ἢ τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ πράξω τι ἐπεὶ δ’ ἐπὶ τῇ τάφρω οὐκ ἐκώλυε βασιλεὺς τὸ Κύρου στράτευμα διαβαίνειν, ἔδοξε καὶ Κύρῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ἀπεγνωκέναι τοῦ μάχεσθαι (διάφ. γραφ. τὸ μάχεσθαι) Ξεν. Ἀν. 1. 7. 19, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 5, κτλ.· ἀπ. τὸ πορεύεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 7· ἀπ. διώκειν Πλουτ. Ἀντών. 34· πρβλ. Θησ. 6· ἀπ. μὴ βοηθεῖν, ἀποφασίζω νὰ μὴν βοηθήσω, Δημ. 193. 5. ΙΙ. Μετὰ γεν. πράγμ., ἀπελπίζω, εὑρίσκομαι ἐν ἀπογνώσει, χάνω πᾶσαν ἐλπίδα, τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 195. 7· οὐδενὸς χρὴ πράγματος τὸν εὖ πονοῦνθ’ ὅλως ἀπογνῶναί ποτὲ Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5: - ἀπολ., εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἐν ἀπελπισμῷ, Δημ. 37. 28., 52. 16 (ἔνθα τινὰ τῶν χειρογράφων ἔχουσι τὴν προσθήκην ἑαυτῶν), Βαβρ., 43. 18· καὶ μετ’ ἀπαρ., αἱρήσειν ἀπ. Ἀρρ. Ἀν. 3. 20, 3 Λουκ., κλ. 2) μετ’ αἰτ., ἐγκαταλείπω τι ὡς ἀπεγνωσμένον, χάνω πᾶσαν ἐλπίδα περὶ αὐτοῦ, οἱ μὲν γὰρ ἀπεγνώκασι τὴν σωτηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 11· τὰς πρεσβείας Πολύβ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.· τὴν ἐλπίδα, τὴν πίστιν, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 35, 1, κτλ.· ἀπ. τι ἀπὸ τῶν παρόντων Ἀππ. Ἱσπ 37: οὕτω μετ’ αἰτ. προσ., Δημ. 69 ἐν τέλ.· ἀπ. αὑτὸν Πολύβ. 22. 9, 14: - Παθ., εἶμαι ἀπεγνωσμένος ὥστε πανταχῇ τὰ παρ’ ὑμῶν ἀπογνωσθῆναι Δημ. 358. 13· ἐλπὶς Διον. Ἁλ. 5. 15· ἐλευθερία Λουκ. Τυραννοκ. 6· πρὸς ἀπεγνωσμένας ἐλπίδας Πολύβ. 30. 8, 3· ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος, «ἀποφασισμένος», Πλουτ. Περικλ. 13· καὶ ἐπίρρ. -νως, ἐν ἀπογνώσει, ὁ αὐτ. Νικ. 21. β) ἀποκηρύττω, ἀπορρίπτω, τι Ἱππ. 20. 14· τινὰ Δίων Κ. 73. 15. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἀρνοῦμαι νὰ δεχθῶ κατηγορίαν, ἀπορρίπτω, γραφήν, ἔνδειξιν Δημ. 605. 15., 1327. 8, ἐντεῦθεν, 2) ἀπ. τινὸς (ἐνν. δίκην ἢ γραφὴν) ἀπορρίπτω καταγγελίαν εἰσαγομένην ἐναντίον τινός, ὅ ἐ. ἀθῳώνω τὸν ἄνθρωπον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταγιγνώσκειν τινός, Δημ. 1020. 14, πρβλ. Αἰσχίν. 29. 6, κτλ.· ἀπ. τί τινος Ἰσαῖος 54. 20· οὕτω μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινὸς μὴ ἀδικεῖν, κηρύττω αὐτὸν ἀθῷον ἀδικίας, Λυσ. 95. 4: - ἀλλ’ ὡσαύτως, 3) ἀπ. (ἐνν. τῆς δίκης ἢ τῆς γραφῆς), ἀπαλλάσσω τινὰ τῆς κατηγορίας, κηρύττω αὐτὸν ἀθῷον, Δημ. 539. 3· οὐκ ἀπέγνω τῆς δίκης, ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ καταγνῶναι, ὁ αὐτ. 913. 22, κἑξ.

Greek Monolingual

ἀπογιγνώσκω κ. απογινώσκω (Α)
(νεοελλ., σε χρήση μόνο η μτχ. πρκμ. απεγνωσμένος, -η, -ο
απελπισμένος, χωρίς ελπίδα επιτυχίας) βρίσκομαι σε απελπιστική θέση για κάτι
αρχ.
1. παραιτούμαι από ένα σχέδιο, εγκαταλείπω τον σκοπό μου να πράξω κάτι
2. εγκαταλείπω κάτι, χάνω κάθε ελπίδα γι' αυτό
3. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι την καταγγελία
4. απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία, τον αθωώνω.

Greek Monotonic

ἀπογιγνώσκω: Ιων. και μεταγεν. Αττ. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι·
I. εγκαταλείπω μια γνώμη, παραιτούμαι από το σχέδιο ή την πρόθεση να κάνω κάτι, ἀπογιγνώσκω τὸμάχεσθαι, σε Ξεν.· ἀπογιγνώσκω μὴ βοηθεῖν, αποφασίζω να μη βοηθήσω, σε Δημ.
II. 1. με γεν. πράγμ., απελπίζομαι για κάτι, με γεν., σε Λυσ.· απόλ., περιέρχομαι σε απόγνωση, σε Δημ.
2. με αιτ., εγκαταλείπω κάτι θεωρώντάς το απέλπιδα προσπάθεια, στον ίδ. — Παθ., είμαι απεγνωσμένος, απελπισμένος, σε Δημ.
III. ως νομικός όρος, αρνούμαι να αποδεχθώ μια κατηγορία, την απορρίπτω, δηλώνω αθώος, στον ίδ.· ἀπογίγνομαί τινος (ενν. δίκην ή γραφὴν), απορρίπτω την καταγγελία που ήλθε ενώπιον του δικαστηρίου κάποιου, δηλ. τον απαλλάσσω αντίθ. προς το καταγιγνώσκειν τινός, στον ίδ.· επίσης, ἀπογιγνώσκω τινά (ενν. τῆς δίκης ή γραφῆς), απαλλάσσω κάποιον από μια κατηγορία, τον αθωώνω, στον ίδ.

Middle Liddell


I. depart from a judgment, give up a design or intention of doing, ἀπ. τὸ μάχεσθαι Xen.; ἀπ. μὴ βοηθεῖν to resolve not to help, Dem.
II. c. gen. rei, to despair of a thing, c. gen., Lys.:—absol. to despair, Dem.
2. c. acc. to give up as hopeless, Dem.:—Pass. to be so given up, Dem.
III. as law-term, to refuse to receive an accusation, reject, Dem.:— ἀπ. τινος (sc. δίκην vel γραφήν) to reject the charge brought against a man, i. e. acquit him, opp. to καταγιγνώσκειν τινός, Dem.: also, ἀπ. τινά (sc. τῆς δίκης vel γραφῆς) to judge one free from the accusation, to acquit him, Dem.