περίειμι: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(SL_2)
(32)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[περίειμι]] v. πέρειμι.
|sltr=[[περίειμι]] v. πέρειμι.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ<br />[[επιζώ]], βρίσκομαι [[ακόμη]] στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» — προτιμά να επιζήσει αυτός, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[γύρω]] από [[κάτι]] («[[χωρίον]] ᾧ κύκλῳ [[τειχίον]] περιῆν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[είμαι]] [[υπέρτερος]] από άλλον («περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> διασώζομαι, [[γλυτώνω]] («τὸν ἄνδρα καὶ τὰ [[τέκνα]] ἐγκαταλιποῡσα τὸν ἀδελφεὸν εἵλευ περιεῑναί τοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπολείπομαι]], [[απομένω]] («ἐς Ἀθήνας ἀναχωροῡσι τῷ περιόντι τοῡ στρατοῡ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[υπάρχω]], [[υφίσταμαι]] (α. «ταῡτα μὲν καὶ ἔτι ἐς ἐμὲ ἦ περιεόντα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μένω]] ως [[αποτέλεσμα]], [[υπολείπομαι]], [[απομένω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰμί]] «[[είμαι]]»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], [[πηγαίνω]] [[γύρω]] από [[κάτι]] («περιιέναι κατὰ νώτου αὐτοῑς» — να τους κυκλώσουν και να επιτεθούν από τα [[νώτα]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιέρχομαι]], [[τριγυρνώ]] εδώ κι [[εκεί]] («βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθεωρώ]] («περιιόντος τὰς ἐπὶ τῶν νεῶν φυλακάς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[περιηγούμαι]] («τήν Ἑλλάδα περιῄει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον [[κατά]] [[σειρά]] ή [[κατά]] [[διαδοχή]] («ἡ [[βασιληΐη]] ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για χρονικές περιόδους) [[επανέρχομαι]] κανονικά (α. «περιιόντι τῷ θέρει», <b>Θουκ.</b><br />β. «περιιόντι δὲ τῷ ἐνιαυτῷ», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἶμι]] «[[έρχομαι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίειμι Medium diacritics: περίειμι Low diacritics: περίειμι Capitals: ΠΕΡΙΕΙΜΙ
Transliteration A: períeimi Transliteration B: perieimi Transliteration C: perieimi Beta Code: peri/eimi

English (LSJ)

(εἰμί sum)

   A to be around, χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν Th.7.81 ; but more freq.    II to be superior to another, surpass, excel, c.gen.pers., τόσσον ἐγὼ περί τ' εἰμὶ θεῶν περί τ' εἴμ' ἀνθρώπων 11.8.27, cf. Emp.113, Hdt.3.146, X.Mem.3.7.7: c. acc. rei, περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων Il.13.631 ; περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε Od.18.248, cf. 19.326, etc.; οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι Il.1.258, cf. Od.1.66: later c. dat. rei, σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων π. Pl.Prt.342b, cf. Smp. 222e; τῇ ἐπιμελείᾳ π. τῶν φίλων X.An.1.9.24: without gen. pers., to be superior, ναυσὶ πολὺ π. Th.6.22 ; πολλὸν π. πλήθεϊ Hdt.9.31, cf. X. An.1.8.13 : abs., ἐλπὶς τοῦ περιέσεσθαι hope of success, Th.1.144, cf. Men.Sam.134; ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι at an advantage, Th.8.46.    III to be spared, τινι Hdt.3.119: abs., survive, Id.1.11,120, al., Hp.Prog.20 ; τῇ σεωυτοῦ μοίρῃ περίεις by your own destiny, Hdt.1.121 ; τὴν Ἑλλάδα π. ἐλευθέρην shall remain free, Id.7.139, cf. D.21.222, etc. ; of things, to be extant, still in existence, Hdt.1.92, etc.    2 to be over and above, remain, freq. in part., τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ Th.2.79 ; esp. of property, money, etc., ἡ περιοῦσα παρασκευή Id.1.89 ; π. τινὶ εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.R.416e ; οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῳ imagining that any one has a balance in his hands, D.18.227 ; τὰ περιόντα τοῦ κλήρου the surplus, balance, Pl.Lg.923d, cf. Lys.21.16, Is.5.41; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως the money remaining after paying the expenses, D.59.4, cf. IG12.91.31, PRev.Laws 16.16 (iii B.C.), etc. ; ἃ δὲ νῦν περιόντ' αὐτὸν ὑβρίζειν ἐπαίρει but the superfluous wealth which now incites him... D.21.211.    b metaph., ἐκ τοῦ περιεῦντος γενέσθαι to be a luxury, Democr.144 ; ἐκ τοῦ π. in one's leisure, D.Ep.3.36; as a work of supererogation, Phld.Mus.p.108K.; τοῖς ἐκ τοῦ π. εἰς εὐπρέπειαν ἠσκημένοις Luc.Am.33 ; τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους you have such an excess of hatred against me, Ps.Philipp. ap. D.12.7 ; τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν (sc. τῆς ὕβρεως) D.21.17, cf. Philostr.VA3.46, Ael.NA5.34, Aristid.Or.22(19).6, al.; τοσοῦτον περίεστιν (sc. τῆς ὕβρεως (, ὥστε τοὺς ἠδικημένους πρὸς συκοφαντοῦσιν D.55.29.    3 to be left over and above, to be the net result, ὑμῖν περίεστιν ἐκ τούτων the net result to you of all this is... Id.13.20 ; ἐνίοις . . τὸ μηδὲν ἀναλῶσαι . . περίεστιν to some the net result is that they spend nothing, Id.21.155 ; ὥστε μηδὲν ἄλλ' ἢ τὰς αἰσχύνας αὐτῷ περιεῖναι Aeschin.1.154 ; ψηφίσμαθ' ὑμῖν περιέσται, βελτίω δ' οὐδ' ὁτιοῦν τὰ πράγματ' ἔσται you will have plenty of decrees, but... D. Prooem.21.3 : c. inf., περίεστι τοίνυν ὑμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν Id.2.29 ; cf. περιγίγνομαι.
(εἶμι)

   A ibo). [In Com. the ι in περί is sts. elided in the part., περιών, περιόντες, Pherecr.186, Phryn.Com.3.4, Pl.Com.193, Antiph.279, and the part. is so written in Pap. of Arist.Ath.53.1, Hyp.Dem.Fr.4, Lyc.2, also in all or some codd. of Th.1.30, al., X.HG 3.2.25, D.4.10, 48, al.]: go round, fetch a compass, Hdt.2.138, etc. ; π. κατὰ νώτου τισί get round and take them in rear, Th.4.36; π. κατὰ τὰς κώμας go round to every village, Pl.Min.320c ; π. κατ' ἀγρούς Lys.31.18.    b go about, Hp.Fract.15, Gland.12 ; βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι D.4.10, cf. 48,6.14, 18.158, etc. ; κατὰ τὴν ἀγορὰν π. Phryn.Com. l. c.    2 c. acc. loci, go round, compass, π. τὸν νηὸν κύκλῳ Hdt.1.159 ; π. φυλακάς go round the guards, visit them, Id.5.33 ; τὸν βωμόν Ar.Pax 957 ; ἐν κύκλῳ περιῄει πάντα Id.Pl.709 ; ὁ ἥλιος κύκλῳ π. τὴν σελήνην Pl.Cra.409b, cf. La.183b ; τὴν Ἑλλάδα περιῄει X.An.7.1.33; αἰ μὴ περιιεῖεν [τὰν ἱερὰν γᾶν] IG22.1126.18(Amphict. Delph.); of sounds, αὐλῶν σε περίεισιν πνοή Ar.Ra.154.    II come round to one, esp. in one's turn or by inheritance, ἡ ἀρχή, βασιληΐη περίεισι ἔς τινα, Hdt.1.120, 2.120.    2 of revolving periods, χρόνου περιιόντος as time came round, ib.121.α', 4.155 ; ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιών Id.2.4 ; περι (ι) όντι τῷ θέρει, τῷ ἐνιαυτῷ, Th.1.30, X.HG 3.2.25.

German (Pape)

[Seite 574] (s. εἶμι), umgehen, umhergehen; ἐκεῖνος δ' ἐν κύκλῳ τὰ νοσήματα σκοπῶν περιῄει πάντα κοσμίως πάνυ, Ar. Plut. 708; Plat. Conv. 193 a; κύκλῳ, Lach. 183 b, u. öfter; κατὰ νώτου τινί, Thuc. 4, 36, im Rücken umgehen. – In der Reihe herumgehen und wieder an denselben Ort kommen, u. übh. an Einen kommen, gelangen, ἡ ἀρχὴ ἐς τὸν παῖδα περιιοῦσα, die auf den Sohn vererbte, Her. 1, 120; ἡ βασιληΐη ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε, 2, 120; ἐς τωὐτό, 2, 4; u. von der Zeit, χρόνου περιιόντος, als Zeit verflossen war, im Verlauf der Zeit, 2, 121, 1. 4, 155; περιιόντος ἐνιαυτοῦ τοῦ δευτέρου, Plut. Agesil. 14; u. so περιιόντι τῷ θέρει Thuc. 1, 30 für περιόντι zu lesen; vgl. Xen. Hell. 3, 2, 25. – Auch trans., umgehen, umwandeln, τὰς φυλακάς, die Runde machen, Her. 5, 33; τὴν Ἑλλάδα περιῄει, er ging in ganz Griechenland herum, Xen. An. 7, 1, 33. (s. εἰμί), 1) herumsein, χωρίον, ᾡ κύκλῳ τειχίον περιῆν, Thuc. 7, 81. – 2) wie ὑπέρειμι, über einen Andern sein, d. i. besser oder vorzüglicher als er sein, ihn übertreffen, c. gen. der Person, die man, u. c. acc. der Sache, in der man überlegen ist, ἀλλάων περίειμι νόον, Od. 19, 326; περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε, 18, 248; öfter in tmesi (vgl. περί); ὡς δόξαι τὴν ἑωυτοῦ δύναμιν περιέσεσθαι τῆς βασιλῆος, Her. 3, 146; in Prosa häufiger c. dat. der Sache, πολλὸν γὰρ περιέασαν (od. περίεσαν) πλήθεϊ οἱ Πέρσαι, 9, 31, an Zahl übertreffen, mehr sein, wie Xen. An. 1, 8, 13; ναυσὶ πολὺ περιεῖναι, Thuc. 6, 22, wie auch ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι 8, 46 zu nehmen, mit der Uebermacht; σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων περίεισιν, Plat. Prot. 342 b; Conv. 222 e u. öfter; τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν φίλων, Xen. An. 1, 9, 24; πανταχοῦ κρατοῦμεν καὶ περίεσμεν τῷ λόγῳ, Dem. 10, 3, öfter; Pol. 1, 27, 11 u. öfter, u. Folgde. – 3) überleben; ἢν περιῇς τῶν κηρίων, Ar. Eccl. 1035; τινί, Her. 1, 121. 3, 119; häufig absolut, ἔςτ' ἂν πυνθάνηται περιεόντα τὸν πατέρα, 3, 53, am Leben bleiben, gerettet werden, genesen, vgl. 1, 11. 120. 7, 107, öfter; οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν, Thuc. 1, 89; 5, 11 u. öfter; dah. = übrig sein, vom Gelde und Besitzthume, Ggstz von ἐνδεῖν, Plat. Rep. III, 416 e; πρὸς μέρος νεμέτω ὁ πατὴρ τὰ περιόντα τοῦ κλήρου, Legg. XI, 923 d; τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ihr habt so viel übrig, so reichlichen Haß gegen mich, Dem. 12, 7 (epist. Phil.); vgl. τούτοις δὲ τοσοῦτον περίεστιν, ὥςτε τοὺς ἠδικημένους προσσυκοφαντοῦσι, 55, 29, sie sind so übermüthig, sie wissen sich vor Uebermuth nicht zu lassen, wie οὐδ' ἐνταῦθα ἔστη τῆς ὕβρεως, ἀλλὰ τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν, 21, 17. Auch περίεστιν ὑμίν ἐκ τούτων, das habt ihr davon, das kommt davon, Dem. 13, 20, vgl. ep. 3 p. 643; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως, der Ueberschuß, der nach Abzug der Ausgabe übrigbleibt, Cassenbestand, 59, 4, vgl. 18, 227. – Dah. ἐκ τοῦ περιόντος ταῦτα ποιῶ, aus Uebermuth, Dem. ep. 3 p. 643; ohne Noth, Luc. amor. 33 u. Plut. – Auch als Resultat, Endergebniß übrigbleiben, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίειμι: (εἰμί, sum) εἶμαι πέριξ, χωρίοντειχίον περιῆν Θουκ. 7. 81˙ ἃ δὲ νῦν περιόντ’ αὐτὸν ὑβρίζειν ἐπαίρει Δημ. 582. 12 (κοινῶς περιιόντ’). ΙΙ. ὡς τὸ ὑπέρειμι, εἶμαι ὑπέρτερός τινος, ὑπερέχω, ἐξέχω, μετὰ γεν. προσ., τόσον ἐγὼ περί τ’ εἰμὶ θεῶν περί τ’ εἶμ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Θ. 27, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146˙ μετ’ αἰτ. πράγμ., περὶ φρένας ἔμεναι ἄλλων Ἰλ. Ν. 631˙ περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε Ὀδ. Σ. 248, πρβλ. Τ. 326, κτλ.˙ οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι (= μάχην) Ἰλ. Α. 258, πρβλ. Ὀδ. Α. 66˙ ― παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγμ., σοφίᾳ π. τῶν Ἑλλήνων Πλάτ. Πρωτ. 342Β, πρβλ. Συμπ. 222Ε˙ καὶ ἄνευ τῆς γεν. προσ., εἶμαι ὑπέρτερος, ναυσὶ πολὺ π. Θουκ. 6. 22˙ πολλὸν π. πλήθει Ἡρόδ. 9. 31, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 13 καὶ 9. 24 ἀπολ., ἐλπὶς τοῦ περιέσεσθαι, ἐλπὶς ἐπιτυχίας, Θουκ. 1. 144˙ ἐκ περιόντος, ἐξ ὑπεροχῆς, ὁ αὐτ. 8. 46˙ ἀλλά, ἐκ τοῦ παριόντος, ἐξ αὐθαδείας, ἀκολασίας, Δημ. 1483.15, Λουκ. Ἔρωτ. 33˙ πρβλ. περιουσία. ΙΙΙ. ἐπιζῶ, ζῶ μετά τινα, τινι Ἡρόδ. 1. 121, 3. 119˙ ἀπολ., ἐπιζῶ, διαμένω ἐν τῇ ζωῇ, συχν. παρ’ Ἡρόδ., ὡς 1. 11, 120 κτλ.˙ τὴν Ἑλλάδα π. ἐλεύθερην, ὅτι θέλει διαμείνῃ, παραμείνῃ ἐλευθέρα, ὁ αὐτ. 7. 139˙ οὕτω καὶ παρὰ Δημ. 585. 18, κτλ.˙ ― ἐπὶ πραγμάτων, ὑφίσταμαι, ὑπάρχω Ἡρόδ. 1. 92, κτλ. 2) διαμένω, ὑπολείπομαι, ἀπομένω, τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ Θουκ. 2. 79˙ ἰδίως ἐπὶ περιουσίας, χρημάτων κτλ., ἡ περιοῦσα παρασκευὴ ὁ αὐτ. 1. 89˙ π. τινι εἰς τὸν ἐνιαυτὸν Πλάτ. Πολ. 416Ε˙ οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῳ, φανταζόμενοι ὅτι ἔχει τις περίσσευμα ἀνὰ χεῖρας, Δημ. 303. 22˙ τὰ περιόντα, τὸ περίσσευμα, τὸ ὑπόλοιπον, Πλάτ. Νόμ. 923D, Ἰσαῖ. 55. 13˙ τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως, τὰ ὑπολειπόμενα χρήματα μετὰ τὴν πληρωμὴν τῆς δαπάνης, Δημ. 1346. 18. 3) ὑπολείπομαι ἐπὶ πλέον, εἶμαι ἀποτέλεσμα, ἀκολουθῶ, περίεστιν ὑμῖν ἐκ τούτων, ὅ,τι ἐκερδήσατε ἐκ πάντων τούτων εἶναι ..., Δημ. 172. 9˙ ἐνίοις ... τὸ μηδὲν ἀναλῶσαι ... περίεστιν, εἴς τινας τὸ ἀποτέλεσμα ... εἶναι ὅτι οὐδὲν ἐδαπάνησεν, ὁ αὐτ. 565. 2˙ συχνάκις ἐπὶ τῆς κακῆς ἐννοίας, τοσοῦτον ὑμῖν περίεστιν τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ἔχει ὑπολειφθῆ εἰς ὑμᾶς τοσοῦτον μῖσος ἐναντίον μου, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 160. 12˙ τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν (ἐξυπακ. τῆς ὕβρεως) ὁ αὐτ. 520. 16 περιεῖναι αὐτῷ μηδὲν ἄλλ’ ἢ τὰς αἰσχύνας Αἰσχίν. 22. 8 ψηφίσμαθ’ ὑμῖν περιέσται, βελτίω δ’ οὐδὲν ἔσται τὰ πράγματα, θὰ ἔχητε ἀφθονίαν ψηφισμάτων, ἀλλὰ ..., Δημ. 1432. 16, πρβλ. 565. 4˙ μετ’ ἀπαρ., περίεστι τοίνυν ὑμῖν αὐτοῖς ἐρίζειν ὁ αὐτ. 26. 19˙ οὕτω, τούτοις τοσοῦτον περίεστιν, ὥστε προσσυκοφαντοῦσιν, εἰς τοιαύτην κατάστασιν ἔχουσι φθάσῃ τὰ πράγματα παρ’ αὐτοῖς ὥστε ..., ὁ αὐτ. 1280. 1. Πρβλ. περιγίγνομαι, ἀπ ἀρχῆς μέχρις τέλους.

French (Bailly abrégé)

1impf. περιῆν, f. περιέσομαι;
I. être autour de, τινι;
II. être au-dessus de, être supérieur à, l’emporter sur : τινος sur qqn ; τινός τι sur qqn en qch ; τινι en qch, être supérieur en qch ; ἐκ περιόντος THC avec supériorité;
III. être de plus, être en plus :
1 être de reste : τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ THC le reste de l’armée ; ἡ περιοῦσα παρασκευή THC ce qui reste des biens mobiliers;
2 survivre : τινί, à qqn;
3 rester, se maintenir : περεῖναι ἐλευθέρην HDT rester libre en parl. de la Grèce;
4 rester comme résultat final : ὑμῖν περίεστι ἐκ τούτων DÉM de cela il vous reste l’avantage de, vous gagnerez à cela de ; avec l’inf. περίεστι τοίνυν ἡμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν DÉM nous y gagnons de nous quereller mutuellement.
Étymologie: περί, εἰμί.
2impf. περιῄειν, f. περίειμι;
I. aller autour, d’où
1 faire le tour de, avec un rég. ; abs. aller çà et là ; particul. aller çà et là en flânant ; κατὰ νώτου τινι THC faire le tour pour se mettre derrière qqn ; abs. χρόνου περιϊόντος HDT le temps s’écoulant;
2 faire un tour à travers, parcourir dans une tournée : φύλακας HDT visiter les postes ; τὴν Ἑλλάδα XÉN parcourir la Grèce;
II. échoir par tour de succession : ἔς τινα, à qqn.
Étymologie: περί, εἶμι.

English (Autenrieth)

(εἰμί): be superior, excel one in something; τινός τι, ς 2, Od. 19.326.

English (Slater)

περίειμι v. πέρειμι.

Greek Monolingual

(I)
ΜΑ
επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» — προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ.
β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.)
αρχ.
1. βρίσκομαι γύρω από κάτιχωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.)
2. υπερέχω, είμαι υπέρτερος από άλλον («περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε», Ομ. Οδ.)
3. διασώζομαι, γλυτώνω («τὸν ἄνδρα καὶ τὰ τέκνα ἐγκαταλιποῡσα τὸν ἀδελφεὸν εἵλευ περιεῑναί τοι», Ηρόδ.)
4. υπολείπομαι, απομένω («ἐς Ἀθήνας ἀναχωροῡσι τῷ περιόντι τοῡ στρατοῡ», Θουκ.)
5. υπάρχω, υφίσταμαι (α. «ταῡτα μὲν καὶ ἔτι ἐς ἐμὲ ἦ περιεόντα», Ηρόδ.
β. «τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως», Δημοσθ.)
6. μένω ως αποτέλεσμα, υπολείπομαι, απομένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἰμί «είμαι»].———————— (II)
Α
1. περιέρχομαι, πηγαίνω γύρω από κάτι («περιιέναι κατὰ νώτου αὐτοῑς» — να τους κυκλώσουν και να επιτεθούν από τα νώτα, Θουκ.)
2. περιέρχομαι, τριγυρνώ εδώ κι εκεί («βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι», Δημοσθ.)
3. επιθεωρώ («περιιόντος τὰς ἐπὶ τῶν νεῶν φυλακάς», Αριστοφ.)
4. περιηγούμαι («τήν Ἑλλάδα περιῄει», Ξεν.)
5. περιέρχομαι σε κάποιον κατά σειρά ή κατά διαδοχή («ἡ βασιληΐη ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε», Ηρόδ.)
6. (για χρονικές περιόδους) επανέρχομαι κανονικά (α. «περιιόντι τῷ θέρει», Θουκ.
β. «περιιόντι δὲ τῷ ἐνιαυτῷ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἶμι «έρχομαι»].