Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκλείω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(T21)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH συνκλειω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])): 1st aorist συνεκλεισα; [[passive]], [[present]] participle συγγ(῾συν(᾿κλειόμενος, L T Tr WH; [[but]] R G ibid. [[perfect]] participle συγκεκλεισμενος; from [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. [[chiefly]] for סָגַר and הִסְגִּיר, to [[shut]] up (Latin concludo), i. e.<br /><b class="num">a.</b> to [[shut]] up [[together]], [[enclose]] (so [[under]] the [[word]] [[σύν]], II:2; [[but]] others (e. g. Fritzsche as [[below]] Meyer on συν([[always]] intensive, as in b.): a [[shoal]] of fishes in a [[net]], to shup up on [[all]] sides, [[shut]] up [[completely]]; τινα [[εἰς]] τινα or τί, so to [[deliver]] [[one]] up to the [[power]] of a [[person]] or [[thing]] [[that]] he is [[completely]] [[shut]] in, as it were, [[without]] [[means]] of [[escape]]: τινα [[εἰς]] ἀπείθειαν, [[εἰς]] ἀγῶνα, [[Polybius]] 3,63, 3; [[εἰς]] τοιαύτην ἀμηχανιαν συγκλεισθεις Ἀντιγονος μετεμελετο, Diodorus 19,19; οὐ συνέκλεισάς με [[εἰς]] χεῖρας ἐχθροῦ, τά κτήνη [[εἰς]] θάνατον, Romans , ii., p. 545f); [[also]] τινα [[ὑπό]] τί, [[under]] the [[power]] of [[anything]], i. e. so [[that]] he is held [[completely]] [[subject]] to it: [[ὑπό]] ἁμαρτίαν, [[ὑπό]] νόμον, [[with]] the [[addition]] of [[εἰς]] [[τήν]] μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι, [[εἰς]], B. II:3c. γ., p. 185{a} [[bottom]].
|txtha=(T WH συνκλειω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])): 1st aorist συνεκλεισα; [[passive]], [[present]] participle συγγ(῾συν(᾿κλειόμενος, L T Tr WH; [[but]] R G ibid. [[perfect]] participle συγκεκλεισμενος; from [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. [[chiefly]] for סָגַר and הִסְגִּיר, to [[shut]] up (Latin concludo), i. e.<br /><b class="num">a.</b> to [[shut]] up [[together]], [[enclose]] (so [[under]] the [[word]] [[σύν]], II:2; [[but]] others (e. g. Fritzsche as [[below]] Meyer on συν([[always]] intensive, as in b.): a [[shoal]] of fishes in a [[net]], to shup up on [[all]] sides, [[shut]] up [[completely]]; τινα [[εἰς]] τινα or τί, so to [[deliver]] [[one]] up to the [[power]] of a [[person]] or [[thing]] [[that]] he is [[completely]] [[shut]] in, as it were, [[without]] [[means]] of [[escape]]: τινα [[εἰς]] ἀπείθειαν, [[εἰς]] ἀγῶνα, [[Polybius]] 3,63, 3; [[εἰς]] τοιαύτην ἀμηχανιαν συγκλεισθεις Ἀντιγονος μετεμελετο, Diodorus 19,19; οὐ συνέκλεισάς με [[εἰς]] χεῖρας ἐχθροῦ, τά κτήνη [[εἰς]] θάνατον, Romans , ii., p. 545f); [[also]] τινα [[ὑπό]] τί, [[under]] the [[power]] of [[anything]], i. e. so [[that]] he is held [[completely]] [[subject]] to it: [[ὑπό]] ἁμαρτίαν, [[ὑπό]] νόμον, [[with]] the [[addition]] of [[εἰς]] [[τήν]] μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι, [[εἰς]], B. II:3c. γ., p. 185{a} [[bottom]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [[κλείω]] / [[κλῄω]]<br />[[κλείνω]] [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[μέσα]], [[περικλείω]] («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στήθος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιλαμβάνω]] («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποκλείω]], [[φράζω]] («[ἡ [[πολεμία]]] ξυνέκληε διά μέσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[ενδυμασία]], πέπλα <b>κ.λπ.</b>) [[σκεπάζω]] από όλες τις μεριές («κεῑται ξυγκεκλη<br />μένη πέπλοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπλέκω]] (α. «εἰς παραπλήσιον γὰρ αὐτοὺς ἀγῶνα καὶ καιρὸν τὴν τύχην συγκεκλεικέναι», <b>Πολ.</b><br />β. «εἰς χαλεπὸν... συγκεκλεισμένος βίον», Μέν.)<br /><b>6.</b> [[ενεργώ]] ώστε να εμπλακεί [[κάποιος]] σε [[φιλονικία]] και [[έχθρα]]<br /><b>7.</b> [[κλείνω]] κάμπτοντας τα [[άκρα]] ενός αντικειμένου<br /><b>8.</b> [[κλείνω]] [[σφιχτά]] (α. «ὦ δεινὰ λέξασ', οὐχὶ συγκλήσεις [[στόμα]];», <b>Ευρ.</b><br />β. «τοὺς δ' ὀφθαλμοὺς συγκλεῑσαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> ([[απλώς]]) [[κλείνω]] («πρὶν ξυγκλησθῆναι [[πάλιν]] τὰς πύλας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> (για [[τραύμα]]) [[επουλώνω]]<br /><b>11.</b> [[πλησιάζω]] [[προς]] το [[τέρμα]], [[κοντεύω]] να τελειώσω («ὥρας ἤδη συγκλειούσης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>12.</b> [[συμπυκνώνω]] («ξυγκλῄσαντες ἀνεχώρησαν εἰς τὸ ἔσχατον [[ἔρυμα]] τῆς νήσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> [[ενώνω]] [[στενά]] [[μαζί]]<br /><b>14.</b> [[τελειώνω]] («συγκλείειν τὸν λόγον», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>15.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ συγκλείων</i><br />ο [[σιδηρουργός]]<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> «[[συγκλείω]] τὰς ἀσπίδας» — [[πυκνώνω]] την [[παράταξη]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλείω Medium diacritics: συγκλείω Low diacritics: συγκλείω Capitals: ΣΥΓΚΛΕΙΩ
Transliteration A: synkleíō Transliteration B: synkleiō Transliteration C: sygkleio Beta Code: sugklei/w

English (LSJ)

fut. -κλείσω: Ion. συγ-κληΐω, fut -κληΐσω: old Att. ξυγκλήω, fut. -κλῄσω: Ep. aor.

   A συνεκλήϊσσα Nonn.D.48.309:—Pass., aor. συνεκλείσθην, old Att. ξυνεκλῄσθην: pf. συγκέκλειμαι Isoc.15.68, but -εισμαι Men.670, D.S.15.63, v.l. in E.Hec. 487; old Att. ξυνκέκλῃμαι, Ion. συγκεκλήιμαι (v. infr.):—shut or coop up, hem in, enclose, Hdt.4.157, 7.41; ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Th.8.67; πρὶν συγκλεῖσαι (sc. τοὺς ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Arist. HA533b26; αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στῆθος Id.PA654b35; σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Plb.1.17.8; εἰς πολιορκίαν Id.1.8.2 (Pass.); σ. [θεοὺς] τῇ ὕλῃ include them in matter, Plu.2.426b; [ἡ πολεμία] δυνέκλῃε διὰ μέσου shut off and intercepted them, Th.5.64:—Pass., λίμνη συγκεκληιμένη πάντοθεν ὄρεσι Hdt.7.129; τὸ στόμα τῶν μητρέων ὑπὸ πιμελῆς -είεται Hp.Aër.21; σ. εἰς στενὴν ἐντομήν D.S.1.32; ξυγκεκλῃμένη πέπλοις close muffled, E.Hec.487.    2 generally, of straits or difficulties, τινὰ εἰς ἀγῶνα Plb.3.63.3; εἰς τὸν ἔσχατον καιρόν Id.11.2.10:—Pass., συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν, τῶν πραγμάτων, Id.2. 60.4, 11.20.7; εἰς χαλεπὸν . . συγκεκλεισμένος βίον 'cabin'd, cribb'd, confined', Men. l.c.    3 pit against one another, set to fight as in the lists, οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι . . ξυνέκλῃσαν E.Andr.122 (lyr.).    4 ὁ συγκλείων,= smith, LXX 4 Ki.24.14:—Pass., χρυσίον συγκεκλεισμένον ib.3 Ki.6.20.    II shut close, close, στόμα E.Hipp.498; ὄμμα Id.Hec.430, Ion 241; [τὰ βλέφαρα] X.Mem.1.4.6 (Pass.); ξ. τὰς πύλας Th.4.67; τὰς θύρας Aeschin.1.74; τὰς θυρίδας Gal.16.578: abs., σύγκλῃε shut the doors, Ar.Ach.1096; σ. τὰ δικαστήρια close the courts, Id.Eq.1317; τὰ καπηλεῖα Lys.Fr.1.3; σ. τοὺς ὀφθαλμούς close them up by blows, D.54.8:—Pass., τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο And.1.48 codd. (συνεκέκλῃτο Sauppe); of bivalve fish, Arist. HA 528a16; of eyebrows, come together, Hp.Loc.Hom.3; of wounds, Dsc.Ther.2.    2 intr. in Act., ὥρας ἤδη συγκλειούσης as the season was now closing in, i.e. the days becoming shorter, Plb.18.7.3, cf. D.S.10.4; τοῦ καιροῦ συγκλείοντος εἰς χειμῶνα GDI3087.19 (Chersonesus).    III close jointly, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων IG12.91.17.    IV σ. τὰς ἀσπίδας lock their shields, X.Cyr.7.1.33: hence, abs., close up the ranks, Th.4.35; τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν the part that was not closed up, of a gap in the line, Id.5.72.    2 connect closely together, τὰ ἀνόμοια ἁρμονίᾳ συγκεκλεῖς θαι Philol.6; ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς well linked or compacted, E.Ba.1300; ς. (sc. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτόν Pl.Criti.117e, cf. Ti.76a, etc.; σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Isoc. 12.24, cf. 15.68 (Pass.):—Pass., συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ' ἀλλήλοις X.HG5.2.19.    V conclude, complete, λόγον, διάνοιαν, A.D.Adv.121.1, Synt.66.8:—Pass., ib.11.9.

German (Pape)

[Seite 968] ion. συγκληΐω u. συγκληΐζω, verschließen; στόμα, Eur. Hipp. 498; ὄμμα, Ion 241; συγκεκλεισμένη πέπλοις, Hec. 487; οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόνην ἔριδι στυγερᾷ συνεκλήϊσαν, Andr. 122; Her. 7, 41; λίμνη συγκεκληϊσμένη πάντοθεν, 7, 129; τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο, Andoc. 1, 48; βλέφαρα ἐν τῷ ὕπνῳ συγκλείεται, Xen. Mem. 1, 4, 6; in die Enge treiben, συγκλειούσης τῆς ὥρας ἤδη, da die Zeit schon drängte, zu Ende ging, Pol. 17, 7, 3; τοὺς ὀφθαλμοὺς συγκλεῖσαι, Dem. 54, 8, so schlagen, daß die Augen vor der Geschwulst nicht aufgemacht werden können.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλείω: μέλλ. -κλείσω· Ἰων. -κληίω, μέλλ. κληίσω· ἀρχ. Ἀττ. ξυγκλῄω, μέλλ. -κλῄσω· Ἐπικ. ἀόρ. συνεκλήισα Νόνν. Δ 18. 309. ― Παθ., ἀόρ. συνεκλείσθην, ἀρχ. Ἀττ. ξυνεκλῄσθην˙ πρκμ. συγκέκλειμαι Ἰσοκρ. 342D, ἀλλὰ -εισμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124, Διόδ. 15. 63, κτλ.˙ ἀρχ. Ἀττ. ξυγκέκλῃμαι, Ἰων. συγκεκλήιμαι (ἴδε κατωτ.). Κλείω ὁμοῦ, περικλείω, ἐγκλείω, κλείω ἐντός, κατακλείω, Ἡρόδ. 4. 157., 7. 41˙ ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸ ἱερὸν Θουκ. 8. 67˙ πρὶν συγκλεῖσαι (ἐνν. ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 14˙ αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στῆθος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 8˙ σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Πολύβ. 1. 17, 8˙ εἰς πολιορκίαν ὁ αὐτ. 1. 8, 2˙ σ. θεοὺς ὕλῃ, περιλαμβάνω αὐτοὺς εἰς τὴν ὕλην, Πλούτ. 2. 426Β˙ [ἡ πολεμία] ξυνέκλῃε διὰ μέσου, ἀπέκλειε καὶ ἀπεχώριζεν αὐτούς, Θουκ. 5. 64. ― Παθ., λίμνη συγκεκληιμένη παντόθεν οὔρεσι Ἡρόδ. 7. 129˙ σ. εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32˙ συγκεκλῃμένη πέπλοις, περικεκαλυμμένη, Εὐρ. Ἑκ. 487. 2) καθόλου, ἐπὶ δυσχερειῶν, τινὰ εἰς ἢ πρὸς καιρὸν Πολύβ. 3. 63, 3., 11. 2, 10. ― Παθ., συγκλείεσθαι ὑπὸ καιρῶν, πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 60, 4., 11. 20 7˙ εἰς χαλεπόν... συγκεκλεισμένος βίον, περιωρισμένος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124. 3) ἐμπλέκω καὶ ἐξεγείρω εἰς μάχην, οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι... ξυνέκλῃσαν Εὐρ. Ἀνδρ. 122˙ πρβλ. συνέηκε μάχεσθαι Ἰλ. Α. 8. ΙΙ. κλείω στενῶς, στόμα Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292, Εὐρ. Ἱππ. 498˙ ὄμμα ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 430, Ἴων 241˙ τὰ βλέφαρα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6˙ ξ. τὰς πύλας Θουκ. 4. 67, κτλ.˙τὰς θύρας Αἰσχίν. 11. 5˙ ἀπολ., σύγκλειε, κλεῖσον τὰς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096˙ οὕτω, σ. τὰ δικαστήρια, κλείω τὰ δικ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317˙ τὰ καπηλεῖα Λυσί. Ἀποσπ. 2. 5˙ σ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Δημ. 1259. 13. ― Παθ., τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλῃτο Ἀνδοκ. 7. 26˙ ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 4. 2) ὥσπερ ἀμετάβ., ὥρας ἤδη συγκλειούσης, ὅτε ἡ ὥρα ἦτο πρὸς τὸ τέλος της, δηλ. ὅτε αἱ ἡμέραι ἐγίνοντο βραχύτεραι, Πολύβ. 17. 7, 3. ΙΙΙ. κλείω ὁμοῦ, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 17. IV. σ. τὰς ἀσπίδας, συμπυκνῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 3˙ ἐντεῦθεν ἀπολ., συμπυκνῶ, οἷον ὅτε στρατός τις συμπυκνοῖ τὰς τάξεις αὐτοῦ, Θουκ. 4. 35˙ τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν, τὸ μέρος τὸ ὁποῖον δὲν συνεπυκνώθη, ἔμεινε κενὸν ἢ ἀραιόν, ὁ αὐτ. 5. 72. 2) συνδέω στενῶς ὁμοῦ, ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς, συγκεκροτημένον, συμπαγές, Εὐρ. Βάκχ. 1301˙ σ. (δηλ. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Κριτί. 117Ε, πρβλ. Τίμ. 76Α, κτλ.˙ σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Ἰσοκρ. 238Α, πρβλ. 342D. ― Παθ., συγκλεισθήσεται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ’ ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19. Πρβλ. κλείω.

French (Bailly abrégé)

ao. συνέκλεισα, pf. συγκέκλεικα;
enfermer ensemble ; d’où
1 lier étroitement ensemble : τὰς ἀσπίδας XÉN joindre étroitement les boucliers les uns aux autres, càd former des rangs serrés ; abs. συγκλῄσαντες ἀπεχώρησαν THC ils se retirèrent en rangs serrés ; τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν THC le vide (dans l’armée) ; abs. fermer le passage : ἡ πολεμία ξυνέκλῃε διὰ μέσου THC le territoire ennemi fermait la route (par laquelle il fallait passer);
2 fermer, clore (les paupières, la bouche, etc.) acc. ; fig. συγκεκλῃμένη πέπλοις EUR enveloppée de voiles;
3 enfermer, ceindre, cerner, acc. : σ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν THC serrer, entasser l’assemblée à Colonos ; enfermer, emprisonner : θεοὺς τῇ ὕλῃ PLUT les dieux dans la matière ; Pass. λίμνη συγκεκληϊμένη παντόθεν οὔρεσιν HDT lac enfermé de toutes parts par des montagnes.
Étymologie: σύν, κλείω.

English (Strong)

from σύν and κλείω; to shut together, i.e. include or (figuratively) embrace in a common subjection to: conclude, inclose, shut up.

English (Thayer)

(T WH συνκλειω (cf. σύν, II. at the end)): 1st aorist συνεκλεισα; passive, present participle συγγ(῾συν(᾿κλειόμενος, L T Tr WH; but R G ibid. perfect participle συγκεκλεισμενος; from Herodotus down; the Sept. chiefly for סָגַר and הִסְגִּיר, to shut up (Latin concludo), i. e.
a. to shut up together, enclose (so under the word σύν, II:2; but others (e. g. Fritzsche as below Meyer on συν(always intensive, as in b.): a shoal of fishes in a net, to shup up on all sides, shut up completely; τινα εἰς τινα or τί, so to deliver one up to the power of a person or thing that he is completely shut in, as it were, without means of escape: τινα εἰς ἀπείθειαν, εἰς ἀγῶνα, Polybius 3,63, 3; εἰς τοιαύτην ἀμηχανιαν συγκλεισθεις Ἀντιγονος μετεμελετο, Diodorus 19,19; οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθροῦ, τά κτήνη εἰς θάνατον, Romans , ii., p. 545f); also τινα ὑπό τί, under the power of anything, i. e. so that he is held completely subject to it: ὑπό ἁμαρτίαν, ὑπό νόμον, with the addition of εἰς τήν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι, εἰς, B. II:3c. γ., p. 185{a} bottom.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α κλείω / κλῄω
κλείνω μαζί
αρχ.
1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.)
2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.)
3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε διά μέσου», Θουκ.)
4. (σχετικά με ενδυμασία, πέπλα κ.λπ.) σκεπάζω από όλες τις μεριές («κεῑται ξυγκεκλη
μένη πέπλοις», Ευρ.)
5. μτφ. εμπλέκω (α. «εἰς παραπλήσιον γὰρ αὐτοὺς ἀγῶνα καὶ καιρὸν τὴν τύχην συγκεκλεικέναι», Πολ.
β. «εἰς χαλεπὸν... συγκεκλεισμένος βίον», Μέν.)
6. ενεργώ ώστε να εμπλακεί κάποιος σε φιλονικία και έχθρα
7. κλείνω κάμπτοντας τα άκρα ενός αντικειμένου
8. κλείνω σφιχτά (α. «ὦ δεινὰ λέξασ', οὐχὶ συγκλήσεις στόμα;», Ευρ.
β. «τοὺς δ' ὀφθαλμοὺς συγκλεῑσαι», Δημοσθ.)
9. (απλώς) κλείνω («πρὶν ξυγκλησθῆναι πάλιν τὰς πύλας», Θουκ.)
10. (για τραύμα) επουλώνω
11. πλησιάζω προς το τέρμα, κοντεύω να τελειώσω («ὥρας ἤδη συγκλειούσης», Πολ.)
12. συμπυκνώνω («ξυγκλῄσαντες ἀνεχώρησαν εἰς τὸ ἔσχατον ἔρυμα τῆς νήσου», Θουκ.)
13. ενώνω στενά μαζί
14. τελειώνω («συγκλείειν τὸν λόγον», Απολλ. Δύσκ.)
15. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ συγκλείων
ο σιδηρουργός
16. φρ. «συγκλείω τὰς ἀσπίδας» — πυκνώνω την παράταξη.