μάρναμαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(1ba)
(2a)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Dep., only in pres. and imperf.]<br /><b class="num">1.</b> to [[fight]], do [[battle]], τινί with or [[against]] [[another]], Il.; ἐπί τινι Il.; πρός τινα Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[quarrel]], [[wrangle]] with words, Il.<br /><b class="num">3.</b> in Pind. to [[contend]], [[struggle]], [[strive]] to one's [[uttermost]], Pind.
|mdlsjtxt=[Dep., only in pres. and imperf.]<br /><b class="num">1.</b> to [[fight]], do [[battle]], τινί with or [[against]] [[another]], Il.; ἐπί τινι Il.; πρός τινα Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[quarrel]], [[wrangle]] with words, Il.<br /><b class="num">3.</b> in Pind. to [[contend]], [[struggle]], [[strive]] to one's [[uttermost]], Pind.
}}
{{FriskDe
|ftr='''μάρναμαι''': {márnamai}<br />'''Forms''': nur Präsensstamm, durch Dissimilation das Ptz. [[βαρνάμενος]] (s. d.).<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[kämpfen]], [[sich bekämpfen]] (ep. lyr. seit Il.);<br />'''Composita''' : vereinzelt mit ἐπι, περι-,<br />'''Derivative''': Ohne nominale Ableitungen (dafür [[μάχη]], [[πόλεμος]], Porzig Satzinhalte 79).<br />'''Etymology''' : Das schwundstuflge Nasalpräsens [[μάρναμαι]] (Schwyzer 693) hat eine genaue formale Entsprechung im aind. Ipv. ''mr̥''-''ṇī''-''hí'', wozu das thematische Aktivum ''mr̥ṇáti'' [[zermalmen]] (anders darüber Thieme KZ 66, 233 A. 1 : eig. [[packen]], [[greifen]], [[rauben]]; [[μάρναμαι]] urspr. vom Ringkampf). Wenn die Etymologie überhaupt zutrifft (ablehnend Pedersen IF 2, 294), muß [[μάρναμαι]] ursprünglich [[sich zermalmen]], [[zerschlagen]] bedeutet haben; ein Ableger wird in [[μάρμαρος]] (s.d.) vermutet. Semantisch besser stimmt arm. ''mart'' [[Kampf]] (''d''-Erweiterung); die übrigen herangezogenen Wörter wie germ., z.B. awno. ''meria'' ‘(zer)stoßen’, lat. ''mortārium'', auch ''morbus'' (W.-Hofmann s. vv., WP. 2, 278f., Pok. 735f.) lehren für das Griech. nichts. — Als Neubildung neben [[μάρναμαι]] trat [[μαραίνω]], s.d.<br />'''Page''' 2,177-178
}}
}}

Revision as of 15:20, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρνᾰμαι Medium diacritics: μάρναμαι Low diacritics: μάρναμαι Capitals: ΜΑΡΝΑΜΑΙ
Transliteration A: márnamai Transliteration B: marnamai Transliteration C: marnamai Beta Code: ma/rnamai

English (LSJ)

   A μάρνασαι Pi.N.10.86, μάρναται Il.4.513, μάρνανται E. Med.249; imper. μάρναο Il.15.475; subj. μαρνώμεσθα Hes.Sc.110; opt. μαρναίμεθα Od.11.513; inf. μάρνασθαι Il.5.33, E.Tr.731; part. μαρνάμενος Il.3.307, Tyrt.12.33, E.Ph.1574 (lyr.): impf. ἐμαρνάμην Anacreont.12.11; -αο, -ατο, Od.22.228, Il.12.40 (Ep.μάρνατο 11.498); 3dual ἐμαρνάσθην 7.301; pl. ἐμαρνάμεσθα E.Ph.1142, IT1376; poet. μαρνάμεθα Od.3.108, B.5.125, μάρναντο Il.13.169: only pres. and impf.:—fight, do battle, τινι with, against another, Il.15.475, etc.; ἐπί τινι 9.317; πρός τινα E.Tr.731; σύν τινι together with another, on his side, Od.3.85; ἀμφί τινα about a fallen hero, Il.16.775; περί τινος for or about a person, ib.497; ἐναντίοι ἀλλήλοισι νίκης καὶ κράτεος πέρι μ. Hes.Th.647; γῆς πέρι καὶ παίδων Tyrt.l.c.; περὶ δορᾶς Κουρῆσι B.l.c.; μήλων ἕνεκ' Hes.Op.163: c. dat. instrum., ἔγχεϊ, χαλκῷ μ., Il.16.195,497; φασγάνῳ, δορί, Pi.P.9.21, E.Med.l.c.    2 of boxers, Od.18.31.    3 quarrel, wrangle, Il.1.257.    4 contend, strive, Pi.P.2.65; ἀμφ' ἀρεταῖσι, ἐσλοῖσι πέρι, Id.O.5.15, N.5.47; κασιγνήτου πέρι ib.10.86; μ. φυᾷ strive with all one's natural powers, ib.1.25.—Ep. and Lyr. Verb, used also by E.; cf. βάρναμαι. (Cf. Skt. mṛṇā´ti 'crush'.)

German (Pape)

[Seite 96] nur praes. u. impf. (vgl. μάρη), opt. μαρνοίμην, Od. 11, 513, inf. μάρνασθαι, impf. ἐμαρνάμην, davon 3. dual. ἐμαρνάσθην, Il. 7, 301 inicht aor.), – kämpfen, streiten, in der Schlacht, Hom. oft τινί, gegen Einen, Τρώεσσι, mit den Troern, Il. 15, 475 u. öfter, auch δηΐοισιν ἐπ' ἀνδράσι, 9, 317. 17, 148; ἐναντίοι ἀλλήλοισιν, Hes. Th. 646; aber σύν τινι = mit Einem verbündet, Od. 3, 85; auch ἔγχεϊ μάρνασθαι, mit der Lanze kämpfen, Il. 16, 195, wie φασγάνῳ, δουρί, Pind. P. 9, 21 Ol. 6, 17; περί τινος, um Etwas, Il. 16, 497; Hes. Th. 647; Pind. N. 10, 86; ἕνεκά τινος, Hes. O. 165; – mit Worten streiten, zanken, Il. 1, 257. – Uebh. kämpfen, ringen, ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον Pind. P. 2, 65, μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισι, sich anstrengen, I. 4, 61, ἀμφ' ἀρεταῖσι, Ol. 5, 15, vgl. N. 5, 47; von den Tragg. nur Eur., μάρνανται δορί, Med. 249, vgl. Phoen. 1149; πρός τινα, Troad. 726; sp. D., wie Anacr. 12, 11 Maced. 21 (XI, 63). In Prosa kommt es nicht vor. – Das act. μάρνημι erwähnt Schol. Opp. Hal. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

μάρνᾰμαι: μάρνασαι Πινδ. Ν. 10. 161, μάρναται Ἰλ., μάρνανται Εὐρ. Μήδ. 249· προστακ. μάρναο Ἰλ. Ο. 475· ὑποτακτ. μαρνώμεσθα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 110· εὐκτ. μαρνοίμεθα (-αίμεθα Bekk.) Ὀδ. Λ. 512· ἀπαρ. μάρνασθαι Ἰλ., Εὐρ.· μετοχ. μαρνάμενος Ἰλ., Εὐρ.· παρατ. ἐμαρνάμην Ἀνακρεόντ. 12. 11, -αο, -ατο Ὀδ. Χ. 228, Ἰλ. Μ. 40 (Ἐπικ. μάρνατο Λ. 498)· γ΄ δυϊκ. ἐμαρνάσθην Η. 301· πληθ. ἐμαρνάμεσθα Εὐρ. Φοίν. 1142, Ι. Τ. 1376, Ἐπικ. μαρνάμεθα Ὀδ. Γ. 108, μάρναντο Ἰλ.· ― ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατικ. καὶ κλινόμενον κατὰ τὸ ἵσταμαι. (Πρβλ. Σανσκρ. mar, m.ri-.nami, (contero)· ἴσως συγγενὲς τῇ √ΜΕΡ, ἴδε ἐν λέξ. μορτός). Μάχομαι, πολεμῶ, τινί, πρός τινα ἢ κατά τινος, Ἰλ. Ο. 475, κτλ.· ἐπί τινι Ι. 317· πρός τινα Εὐρ. Τρῳ 726· ἐναντίοι ἀλλήλοισιν Ἡσ. Θ. 646· ἀλλά, σύν τινι, ὁμοῦ μετά τινος, ὡς ἐπίκουρος αὐτοῦ καὶ σύμμαχος, Ὀδ. Γ. 85· ἀμφί τινα, περί τινα (ἥρωα) πεσόντα, Ἰλ. Π. 775· περί τινος, ἐπί τινι, Π. 497, Ἡσ. Θ. 647· ἕνεκά τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 162· μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, ἔγχεϊ, χαλκῷ μ. Ἰλ. Π. 195, κτλ.· φασγάνῳ, δορί, κτλ., Πίνδ., Εὐρ. Μήδ. 249. 2) ἐπὶ πυγμάχων, Ὀδ. Σ. 31. 3) ἐρίζω, φιλονικῶ διὰ λόγων, Ἰλ. Α. 257. 4) παρὰ Πινδ. ἀγωνίζομαι, μάχομαι πάσῃ δυνάμει, Π. 2. 120· ἀμφί τινι, περί τινι Ο. 5. 35, Ν. 5. 86· μ. φυᾷ, ἀγωνίζομαι πάσῃ δυνάμει, Ν. 1. 37. ― Ἐπικ. καὶ Λυρ. ῥῆμα ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. ἐμαρνάμην et ao. ἐμαρνάσθην;
combattre, lutter : τινι, ἐπί τινι, πρός τινα, contre qqn ; σύν τινι OD comme allié de qqn ; περί τινος, pour qqn ou pour qch ; particul. combattre en paroles, se disputer.
Étymologie: R. Μαρ, briser ; cf. skr. mrinâmi « je broie ».

English (Autenrieth)

opt. μαρνοίμεθα, inf. μάρνασθαι, ipf. ἐμαρνάσθην: fight; also contend, wrangle, Il. 1.257.

English (Slater)

μάρνᾰμαι (μάρναμαι, -ασαι, -αται; μαρνάσθω; μάρνασθαι; μαρνάμενον, -ένων, -ένα.)
   a fight, contend ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι (O. 6.17) φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν, τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι (P. 2.65) ὧδ' εἶπε μαρναμένων as they fought (P. 8.43) ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε μαρναμένα (sc. Κυράνα) (P. 9.21) τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί, ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων (I. 4.31)
   b strive, exert oneself αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον (O. 5.15) χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ (N. 1.25) χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (N. 5.47) “εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι” (N. 10.86) μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών (I. 5.54) μάρναμαι μὰν (Pae. 2.39)

Greek Monolingual

μάρναμαι (Α)
(αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.)
1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου ή για κάποιον ή ως σύμμαχος κάποιου
2. αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», Πίνδ.)
3. μτφ. φιλονικώ, καβγαδίζω, ερίζω, τσακώνομαι με λόγια («εἰ σφῶιν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μάρναμαι ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα mr- της ΙΕ ρίζας mer- «φθείρω, αφανίζω, συλλαμβάνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. mrnati «συντρίβω, αφανίζω» και, ως προς τη σημ., αρμ. mart «πολεμώ»). Κατ' αυτήν την άποψη η αρχική σημ. του μάρναμαι «αρπάζω, συλλαμβάνω, κυριεύω» εξελίχθηκε σε «μάχομαι, πολεμώ». Η σύνδεση του ρ. με το μάρμαρος και το μαραίνω θεωρείται αμφίβολη].

Greek Monotonic

μάρνᾰμαι: Επικ. προστ. μάρναο, απαρ. μάρνασθαι, παρατ. ἐμαρνάμην, -αο, -ατο, Επικ. μάρνατο, γʹ δυϊκ. ἐμαρνάσθην, πληθ. ἐμαρνάμεσθα, Επικ. μαρνάμεθα, γʹ πληθ. μάρναντο·
1. αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., πολεμώ, μάχομαι, τινι, με ή εναντίον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, στο ίδ.· πρός τινα, σε Ευρ.
2. καυγαδίζω, λογομαχώ, σε Ομήρ. Ιλ.
3. σε Πίνδ., συναγωνίζομαι, παλεύω, προσπαθώ σκληρά για το καλύτερο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μάρνᾰμαι: (только praes., impf. ἐμαρνάμην - 3 л. dual. ἐμαρνάσθην)
1) бороться, сражаться: μ. τινι или ἐπί τινι Hom., πρός τινα Eur. бороться с кем-л.; μ. σύν τινι Hom. воевать вместе (в союзе) с кем-л.; μ. επὶ τραύμασιν Eur. вести кровавый бой;
2) спорить, ссориться Hom.;
3) делать усилия, стараться, добиваться (ἀμφ᾽ ἀέθλοισι Pind.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: fight, do battle (Il.).
Other forms: only present; ptc. βαρνάμενος through dissimilation.
Compounds: Rarely with ἐπι, περι-.
Derivatives: None (instead μάχη, πόλεμος, Porzig Satzinhalte 79).
Origin: IE [Indo-European] [735] *merh₂- seize, grip
Etymology: The zerograde nasal present μάρ-να-μαι (Schwyzer 693) has an exact formal agreement in Skt. ipv. mr̥-ṇī-hí (*mr̥-nh₂-), with the thematic active mr̥ṇáti crush (diff. Thieme KZ 66, 233 n. 1: prop. seize, grip, rob; μάρναμαι originally from wrestling). If the etymology is at all correct (rejected by Pedersen IF 2, 294), μάρναμαι must originally have ment crush one another, slay asunder; a representant is supposed in μάρμαρος (s.v.). Semantically fits better Arm. mart combat (d-enlargement); the other words adduced like Germ., e.g. OWNo. meria push away, Lat. mortārium, also morbus (W.-Hofmann s. vv., WP. 2, 278f., Pok. 735f.) learn nothing for Greek. -- An innovation beside μάρναμαι is μαραίνω, s.v.

Middle Liddell

[Dep., only in pres. and imperf.]
1. to fight, do battle, τινί with or against another, Il.; ἐπί τινι Il.; πρός τινα Eur.
2. to quarrel, wrangle with words, Il.
3. in Pind. to contend, struggle, strive to one's uttermost, Pind.

Frisk Etymology German

μάρναμαι: {márnamai}
Forms: nur Präsensstamm, durch Dissimilation das Ptz. βαρνάμενος (s. d.).
Grammar: v.
Meaning: kämpfen, sich bekämpfen (ep. lyr. seit Il.);
Composita : vereinzelt mit ἐπι, περι-,
Derivative: Ohne nominale Ableitungen (dafür μάχη, πόλεμος, Porzig Satzinhalte 79).
Etymology : Das schwundstuflge Nasalpräsens μάρναμαι (Schwyzer 693) hat eine genaue formale Entsprechung im aind. Ipv. mr̥-ṇī-, wozu das thematische Aktivum mr̥ṇáti zermalmen (anders darüber Thieme KZ 66, 233 A. 1 : eig. packen, greifen, rauben; μάρναμαι urspr. vom Ringkampf). Wenn die Etymologie überhaupt zutrifft (ablehnend Pedersen IF 2, 294), muß μάρναμαι ursprünglich sich zermalmen, zerschlagen bedeutet haben; ein Ableger wird in μάρμαρος (s.d.) vermutet. Semantisch besser stimmt arm. mart Kampf (d-Erweiterung); die übrigen herangezogenen Wörter wie germ., z.B. awno. meria ‘(zer)stoßen’, lat. mortārium, auch morbus (W.-Hofmann s. vv., WP. 2, 278f., Pok. 735f.) lehren für das Griech. nichts. — Als Neubildung neben μάρναμαι trat μαραίνω, s.d.
Page 2,177-178