ἐφορμίζω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eformizo | |Transliteration C=eformizo | ||
|Beta Code=e)formi/zw | |Beta Code=e)formi/zw | ||
|Definition=(ὅρμος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=(ὅρμος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[bring]] a ship <b class="b2">to her moorings, bring to shore</b>, in Med., ἀμφὶ ταύτην θῖνα <span class="title">AP</span>7.636 (Crin.):—Med. and Pass., <b class="b2">come to anchor</b>, ἐς [λιμένα] <span class="bibl">Th.4.8</span>:—in Med. also, = [[ἐφορμέω]], -ορμιούμενος τοῖς πολεμίοις <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.108</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> intr. in Act., <b class="b2">seek refuge in</b>, [ἔλαφοι] ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν <span class="title">AP</span>9.244 (Apollonid.), cf. <span class="bibl">254</span> (Phil.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:55, 29 June 2020
English (LSJ)
(ὅρμος)
A bring a ship to her moorings, bring to shore, in Med., ἀμφὶ ταύτην θῖνα AP7.636 (Crin.):—Med. and Pass., come to anchor, ἐς [λιμένα] Th.4.8:—in Med. also, = ἐφορμέω, -ορμιούμενος τοῖς πολεμίοις App.BC5.108. II intr. in Act., seek refuge in, [ἔλαφοι] ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν AP9.244 (Apollonid.), cf. 254 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1123] das Schiff in die Bucht einlaufen lassen, u. med. in den Hafen einlaufen, ἐς λιμένα, Thuc. 4, 8; bei App. B. C. 5, 108, ὡς ἐφορμιούμενος τοῖς πολεμίοις, blokirend, = ἐφορμέω, auch wie das act., ἀμφὶ δὲ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας Εὖρος ἐφωρμίσατο Crinag. 39 (VII, 636). – Intr., ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν, sie gingen zu den Flüssen, Apolldns. 15 (IX, 244); ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν ἐφώρμισα Philp. 65 (IX, 254), ich nehme zu fremden Kindern meine Zuflucht.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφορμίζω: φέρω τὸ πλοῖον εἰς ὅρμον, φέρω εἰς τὴν ἀκτήν, ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἀμφὶ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας Εὖρος ἐφωρίσατο Ἀνθ. Π. 7. 636· - Μέσ. καὶ Παθ., ἔρχομαι εἰς ὅρμον, ἀγκυροβολῶ, εἰς τόπον Θουκ. 4. 8· πρβλ. ἐφορμέω ἐν τέλ.: - ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, = ἐφορμέω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ζητῶ καταφύγιον ἔν τινι τόπῳ ἔλαφοι ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν Ἀνθ. Π. 9. 244, πρβλ. 254.
French (Bailly abrégé)
f. ἐφορμίσω, att. ἐφορμιῶ;
aborder : ἐς λιμένα THC à un port.
Étymologie: ἐπί, ὁρμίζω.
Greek Monolingual
(Α ἐφορμίζω) [[[έφορμος]] II]
1. ορμίζω, οδηγώ πλοίο σε όρμο, προσορμίζω
2. (μέσ. και παθ.) εφορμίζομαι
εισπλέω σε όρμο, μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω
αρχ.
1. ζητώ καταφύγιο σε κάποιον τόπο ή σε κάτι
2. μέσ. εφορμώ, επιτίθεμαι.
Greek Monotonic
ἐφορμίζω: Αττ. -ιῶ,
I. φέρνω πλοίο στο λιμάνι, προσορμίζω (ὅρμος) — Μέσ. και Παθ., έρχομαι στο λιμάνι, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ, προσλιμενίζομαι, σε Θουκ.
II. αμτβ., στην Ενεργ., αναζητώ καταφύγιο σ' έναν τόπο, προσφεύγω, καταφεύγω, με δοτ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφορμίζω: (fut. ἐφορμίσω - атт. ἐφορμιῶ)
1) подплывать, приплывать (ποταμοῖσιν Anth.);
2) med. (о судах) входить, становиться на якорь (ἐς λιμένα Thuc.);
3) med. (к берегу) прибивать, пригонять (τινα ἀμφὶ τὴν θῖνα Anth.);
4) искать убежища, прибегать (ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν Anth.).
Middle Liddell
attic ιῶ
I. to bring a ship to its moorings (ὅρμοσ):—Mid. and Pass. to come to anchor, Thuc.
II. intr. in Act. to seek refuge in a place, c. dat., Anth.