βοή: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - " ;" to ";")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βοή]] -ῆς, ἡ, Dor. βοᾱ́<br /><b class="num">1.</b> (hulp)kreet, (krijgs)geschreeuw:; βοὴν [[ἀγαθός]] goed in krijgsgeschreeuw Il. 2.408; οἱ δὲ βοῆς ἀίοντες en toen zij zijn geschreeuw hoorden Od. 9.401; van dieren ; θηρίων β. gebrul van wilde beesten Eur. Ba. 1085; uitbr. van ander luid geluid. [[ἴτω]] [[ξύναυλος]] βοὰ χαρᾷ laat schallend gezang gepaard gaan aan onze vreugde Eur. El. 879; [[νόμισμα]] θυστάδος βοῆς de gewoonte van de luide offerbede Aeschl. Sept. 269.<br /><b class="num">2.</b> geluid, klank (van muziekinstrumenten) :. αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν [[ἔχον]] fluiten en lieren klonken voortdurend luid Il. 18.495; β. σάλπιγγος trompetgeschal Aeschl. Sept. 394.<br /><b class="num">3.</b> uitbr. voor de hulp waarom geroepen werd (= [[βοήθεια]]) hulp :. εἰ βραδύνοιμεν βοῇ als wij langzaam te hulp komen (i. p. v. het normale βοη-θεῖν ‘op hulpgeroep afrennen, te hulp snellen’) Aeschl. Suppl. 730; δεῦρ ’ ἀστοῖσι κηρύσσειν βοήν de burgers verkondigen dat ze hierheen te hulp moeten komen Aeschl. Ag. 1349.
|elnltext=[[βοή]] -ῆς, ἡ, Dor. βοᾱ́<br /><b class="num">1.</b> (hulp)kreet, (krijgs)geschreeuw:; βοὴν [[ἀγαθός]] goed in krijgsgeschreeuw Il. 2.408; οἱ δὲ βοῆς ἀίοντες en toen zij zijn geschreeuw hoorden Od. 9.401; van dieren; θηρίων β. gebrul van wilde beesten Eur. Ba. 1085; uitbr. van ander luid geluid. [[ἴτω]] [[ξύναυλος]] βοὰ χαρᾷ laat schallend gezang gepaard gaan aan onze vreugde Eur. El. 879; [[νόμισμα]] θυστάδος βοῆς de gewoonte van de luide offerbede Aeschl. Sept. 269.<br /><b class="num">2.</b> geluid, klank (van muziekinstrumenten) :. αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν [[ἔχον]] fluiten en lieren klonken voortdurend luid Il. 18.495; β. σάλπιγγος trompetgeschal Aeschl. Sept. 394.<br /><b class="num">3.</b> uitbr. voor de hulp waarom geroepen werd (= [[βοήθεια]]) hulp :. εἰ βραδύνοιμεν βοῇ als wij langzaam te hulp komen (i. p. v. het normale βοη-θεῖν ‘op hulpgeroep afrennen, te hulp snellen’) Aeschl. Suppl. 730; δεῦρ ’ ἀστοῖσι κηρύσσειν βοήν de burgers verkondigen dat ze hierheen te hulp moeten komen Aeschl. Ag. 1349.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe

Revision as of 08:50, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοή Medium diacritics: βοή Low diacritics: βοή Capitals: ΒΟΗ
Transliteration A: boḗ Transliteration B: boē Transliteration C: voi Beta Code: boh/

English (LSJ)

Dor. βοά, ἡ, A loud cry, shout, in Hom. mostly battle-cry, βοὴν ἀγαθός Il.2.408, al.; βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη let there be not even the name of war, Thcoc.16.97; later of prayer, Ἑλληνικὸν νόμισμα θυστάδος β. A.Th.269; κακοφάτιδα β. cry of mourning, Id.Pers.936 (lyr.); β. καὶ οἶκτος And.1.48; κραυγὴ καὶ β. D.54.9; also, song of joy, ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ E.El.879(lyr.), cf. Pi.N.3.67, Ar.Ra.212; of oracles, ἀείδουσα… βοὰς ἂς ἂν Ἀπόλλων κελαδήσῃ E.Ion 92 (lyr.); shout, murmur of a crowd, Pl.Lg.700c(pl.); θόρυβος καὶ β. Id.Ti.70e; of things, roar of the sea, Od.24.48; sound of musical instruments, αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον Il.18.495, cf. Pi.O.3.8, P.10.39 (pl.); β. σάλπιγγος A.Th.394; cry of birds, S.Ant.1021; θηρίων β. E.Ba. 1085; βοὴν θωΰσσειν, ἀϋτεῖν, S.Aj.335, E.Hec.1092(lyr.); ἐφθέγξατο βοή τις Id.IT1386; βοάσομαι τὰν ὑπέρτονον βοάν Phryn.Com.46 (lyr.); βοὴν ἱστάναι Antiph.196.2; ὅσον καὶ ἀπὸ βοῆς ἕνεκα as far as sound went, only in appearance, Th.8.92, cf. X.HG2.4.31. II = βοήθεια, aid called for, succour, A.Supp.730, Ag.1349.S.OC1057 (lyr.). (gu̯ou̯ā, cf. Skt. jō-guvē (intensive of gávatē) 'proclaim aloud'.)

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, 1) das Geschrei, der Ruf, βοὴν βοᾶν Ar. Nub. 1138; ἀϋτεῖν Eur. Hec. 1092; κελαδεῖν Hel. 375; ἀνολολύζειν Troa. 999; θωΰσσειν Soph. Ai. 335; bes. bei Hom. Schlachtgeschrei, Schlachtgetümmel, βοὴν ἀγαθός, tüchtig zum lauten Schlachtruf, zur Schlacht selbst, Beiwort des Menelaus u. anderer Helden, βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος Iliad. 2, 408, βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης 5, 347, βοὴν ἀγαθὸς Αἴας 15, 249, βοὴν ἀγαθὸν Πολίτην 24, 250, Ἕκτωρ βοὴν ἀγαθός 13, 123; von einem Heere, Aesch. Spt. 88; u. übh. von verworrenem Geschrei, bes. der Klage, θόρυβος καὶ βοή Plat. Tim. 70 e; ἄμουσοι βοαὶ πλήθους Lgg. III. 700 c; κλαυμοναὶ καὶ βοαί VII, 792 a. Uebtr., von leblosen Dingen, vom Brausen des Meeres, vgl. Od. 24, 48; von Flöten, βοὰν ἔχειν, = βοᾶν, Iliad. 18, 495 ἐν δ' ἄρα τοῖσιν αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον; αὐλῶν, καλάμοιο, λυρᾶν, Pind. Ol. 3, 8 N. 5, 38 P. 10, 39; Πιερίδων 1, 13; σάλπιγγος Aesch. Spt. 376; ξύναυλος ὕμνων βοά Ar. Ran. 212; ἐν Φρυγίαις βοαῖς Eur. Bacch. 159; ὄρνις ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς Soph. Ant. 1021. Bei Eur. Ion. 92 von der Stimme Apollo's im Orakel. – 2) flehender Anruf, Gebet, Tragg., Aesch. Spt. 254 Ch. 497; Soph. El. 630; Eur. Phoen. 1050. – 3) = βοήθεια, herbeigerufene Hülfe, Aesch. Ag. 1322 Suppl. 711. – 4) ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα Thuc. 8, 92; Xen. Hell. 2, 4, 31; ὅσον ἀπὸ βοῆς D. Cass. öfter, nur mit blindem Lärm, zum Schein.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
A. cri :
I. cri de l’homme et des animaux;
1 cri de l’homme (cri d’appel, de douleur, de joie, de guerre) : βοὴν ἀγαθός IL vaillant pour pousser le cri de guerre;
2 cri ou chant des oiseaux;
II. p. anal. son bruyant (d’un instrument), bruit de la trompette, son aigu de la flûte;
III. p. ext. toute parole sonore :
1 chant;
2 parole : ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα (ou ἕνεκεν) THC, XÉN seulement pour parler, càd par feinte ou en apparence;
B. secours, cf. βοήθεια.
Étymologie: R. ΒοϜ, crier = lat. bovare, boare.

English (Autenrieth)

ῆς: shout, shouting, outcry; freq. of the battle-cry, βοὴν ἀγαθός, i. e. good at fighting; also of a call to the rescue, alarm, Od. 10.118, Od. 14.226, Od. 22.77; and of a cry of pain, Il. 6.465, Od. 24.48, Od. 9.401 ; βοὴν ἔχον (φόρμιγγες), ‘kept sounding.’ Il. 18.495.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. βοά B.9.35, Pi.O.7.37
I de pers.
1 grito de guerra βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος Il.2.408, cf. Pi.l.c., Th.4.34, X.An.4.7.23, βοὰν ὤτρυνε λαῶν B.l.c., S.OC 1057, de dolor y miedo βοῆς ἀΐοντες Od.9.401, como expresión de alteración psíquica φυλασσέσθω ... βοὴν καὶ ὀξυθυμίην Hp.Int.1, cf. Epid.3.17.13, Gal.17(2).131, τὴν τῶν ἐγρηγορότων βοήν I.BI 4.306, de alegría λέγεις μοι χαράν, λέγεις μοι βοάν Ar.Pl.637
lamento, treno, Il.6.465, τίνα βοὴν ἵστης δόμοις; A.Ch.885, κακοφάτιδα βοάν A.Pers.936, cf. E.Hec.1092, And.Myst.48, D.54.20, Lyc.263, 1337, Numen.26.90
grito ritual en sacrificios y otras celebraciones religiosas νόμισμα θυστάδος βοῆς A.Th.269, ἀνέβη ἡ β. αὐτῶν πρὸς τὸν θεόν LXX Ex.2.23, cf. I.AI 8.339, Nonn.Par.Eu.Io.9.31, Meth.Symp.11 (p.133).
2 clamor, griterío β. δ' ἄσβεστος ὀρώρει Il.16.267, cf. Od.10.118, Pi.O.9.93, Hdt.8.37, E.IT 1386, βοαὶ πλήθους Pl.Lg.700c, cf. 791e, Ti.70e, μὴ ... θορύβου καὶ βοῆς ... ἐμπλήσητε τὸ δικαστήριον Isoc.15.272, κρίνουσι ... βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ los lacedemonios, Th.1.87, cf. PSI 406.22 (III a.C.), Plb.14.5.12, Ep.Iac.5.4, Luc.Symp.17, Vett.Val.389.7.
3 pregón, proclama de heraldo, Pi.O.13.100.
4 aclamación βοὰ ... νικαφόρῳ ... πρέπει Pi.N.3.67, μετὰ ... βοῶν εἰσεδέχθη LXX 2Ma.4.22.
5 canto Πιερίδων Pi.P.1.13, cf. N.5.38, ἴτω ξύναυλος β. χαρᾷ E.El.879, cf. Ar.Ra.212, ἀείδουσ' Ἕλλησι βοάς la Pitia, E.Io 92, βοάσομαι ... τὰν ὑπέρτονον βοάν quizá ref. a un canto coral, Phryn.Com.48.
II de anim. bramido, rebuzno, graznido ἵνα οἱ ... ὄνοι βοὴν παρέχωνται Hdt.4.135, θηρῶν ... βοήν E.Ba.1085, οὐδ' ὄρνις εὐσήμους ἀπορροιβδεῖ βοάς S.Ant.1021.
III de inanimados
1 estruendo, ruido del mar β. δ' ἐπὶ πόντον ὀρώρει θεσπεσίη un estruendo prodigioso se alzó sobre el mar, Od.24.48, μοί τις ἐξήχησεν οὐρανοῦ β. Vett.Val.231.12.
2 sonido de distintos instrumentos musicales αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον Il.18.495, cf. Pi.P.10.39, βοὰν αὐλῶν Pi.O.3.8, cf. B.9.68, βοὴν σάλπιγγος A.Th.394, cf. D.C.66.23.1.
IV fig.
1 ayuda, socorro εἰ βραδύνοιμεν βοῇ si nos retrasamos en la ayuda A.Supp.730, ἀστοῖσι κηρύσσειν βοήν A.A.1349.
2 fanfarronería, palabrería ὅσον καὶ ἀπὸ βοῆς ἕνεκα sólo por hablar e.d. de un modo fingido Th.8.92, cf. X.HG 2.4.31.
3 guerra βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη y que de la guerra ya ni nombre quede Theoc.16.97.

• Etimología: Algunos lo rel. c. γοάω de *gou- c. deslabialización y rel c. ai. jóguve ‘proclamar’, lituan. gaudžiú, gaûsti ‘aullar’, aesl. govorŭ ‘ruido’. Tb. es posible origen imitativo.

English (Abbott-Smith)

βοή, -ῆς, ἡ, [in LXX for זְעָקָה, etc.;]
a cry: Ja 5:4.†

English (Strong)

from βοάω; a halloo, i.e. call (for aid, etc.): cry.

Greek Monolingual

και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.)
1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος
2. κραυγή, ιδίως θρηνητική
3. συγκεχυμένος θόρυβος
4. υπόκωφος, βαρύς ήχος
5. ο ήχος των κυμάτων
νεοελλ.
1. βόμβος, βούισμα
2. δυσφήμηση
3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό
αρχ.
1. πολεμική κραυγή
2. ο πόλεμος
3. το κελάιδημα των πουλιών
4. οι φωνές των ζώων
5. ήχος μουσικού οργάνου
6. βοήθεια, συμπαράσταση
7. φρ. «ὅσον ἀπὸ βοῆς» — φαινομενικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ' όλο που μορφολογικά θα δικαιολογούνταν η προέλευση του ρ. βοώ από το βοή, εν τούτοις η σύγκριση με τα σημασιολογικώς συγγενή γοώ, μυκώμαι οδηγεί στην υπόθεση ότι η βοή είναι μεταρρηματικό παράγωγο του βοώ, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από άλλο ρήμα. Επειδή εξάλλου το βοώ συνδέθηκε με αρχ. ινδ. επιτατικό jogure «εκφράζω δυνατά», λιθ. gaudži, gaŭsti «ουρλιάζω, ωρύομαι», αρχ. σλαβ. govorŭ «θόρυβος», τύπους με τους οποίους συνδέεται και το γοώ, τα δύο αυτά ρήματα συσχετίστηκαν αφού θεωρήθηκε ότι το γοώ προέρχεται από τύπο, ο οποίος έχει χάσει το χειλικό του στοιχείο και ο οποίος ανάγεται σε ινδοευρ. ρίζα gwou- (πρβλ. γογγύζω). Κατά την επικρατέστερη τέλος άποψη, το βοώ δημιουργήθηκε με βάση το ηχομιμητικό στοιχείο bu (πρβλ.βύας) και συνδέεται με το γοώ από μορφολογικής απόψεως. Το λατ. boō, boāre είναι δάνειο από την Ελληνική].

Greek Monotonic

βοή: Δωρ. βοά, ,
I. δυνατή κραυγή, αλαλαγμός, σε Όμηρ. κ.λπ.· ιαχή μάχης· βοὴν ἀγαθός, ικανός στην ιαχή του πολέμου, επίθ. των ηρώων, σε Ομήρ. Ιλ.· βοᾶς μηδ' ὄνομ' ἔστω, ας μην ακούγεται ούτε το όνομα του πολέμου, σε Θεόκρ.· επίσης λέγεται για τον παφλασμό της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως χρησιμοποιείται και για τον ήχο των μουσικών οργάνων, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· λέγεται για το ξεφωνητό των πουλιών ή των τετραπόδων, σε Σοφ., Ευρ.· ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν, μέχρι το σημείο όπου έφτασε ο ήχος, μόνο φαινομενικά, εξ όψεως, σε Θουκ., Ξεν.
II. βοήθεια κατόπιν επίκλησης, αρωγή, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βοή: дор. βοά
1) крик, вопль (β. ὀρώρει Hom.);
2) крик радости, шумное ликование: λέγειν τινὶ βοάν Arph. вызывать у кого-л. радостный крик;
3) боевой клич (ἄσβεστος β. γένετο Hom.);
4) шум боя: βοὴν ἀγαθός Hom. храбрый в бою;
5) шум, гул, рев (κλαυθμοναὶ καὶ βοαί Plat.; θηρῶν Eur.);
6) голос, звуки, пение (αὐλῶν Pind.; σάλπιγγος Aesch.; ὄρνις ἀπορροιβδεῖ βοάς Soph.: ὕμνων Arph.);
7) крик о помощи, зов, призыв (βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων Hom.);
8) вещее слово, прорицание (γυνὴ ἀείδουσ᾽ Ἓλλησι βοάς Eur.);
9) слово, речь: ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα Thuc. (ἕνεκεν Xen.) только на словах, т. е. для виду;
10) Aesch. = βοήθεια.

Middle Liddell


I. a loud cry, shout, Hom., etc.:— a battle-cry, βοὴν ἀγαθός good at the battle-cry, Il.; βοᾶς μηδ' ὄνομ' ἔστω let there be not even the name of war, Theocr.:—also of the roar of the sea, Od.; of the sound of musical instruments, Il., Pind.; the cry of birds or beasts, Soph., Eur.;— ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν as far as sound went, only in appearance, Thuc., Xen.
II. = βοήθεια, aid called for, succour, Aesch., Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοή -ῆς, ἡ, Dor. βοᾱ́
1. (hulp)kreet, (krijgs)geschreeuw:; βοὴν ἀγαθός goed in krijgsgeschreeuw Il. 2.408; οἱ δὲ βοῆς ἀίοντες en toen zij zijn geschreeuw hoorden Od. 9.401; van dieren; θηρίων β. gebrul van wilde beesten Eur. Ba. 1085; uitbr. van ander luid geluid. ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ laat schallend gezang gepaard gaan aan onze vreugde Eur. El. 879; νόμισμα θυστάδος βοῆς de gewoonte van de luide offerbede Aeschl. Sept. 269.
2. geluid, klank (van muziekinstrumenten) :. αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον fluiten en lieren klonken voortdurend luid Il. 18.495; β. σάλπιγγος trompetgeschal Aeschl. Sept. 394.
3. uitbr. voor de hulp waarom geroepen werd (= βοήθεια) hulp :. εἰ βραδύνοιμεν βοῇ als wij langzaam te hulp komen (i. p. v. het normale βοη-θεῖν ‘op hulpgeroep afrennen, te hulp snellen’) Aeschl. Suppl. 730; δεῦρ ’ ἀστοῖσι κηρύσσειν βοήν de burgers verkondigen dat ze hierheen te hulp moeten komen Aeschl. Ag. 1349.

Frisk Etymology German

βοή: {boḗ}
Grammar: f.
Meaning: lauter Ruf, Geschrei.
Derivative: Daneben βοάω, Aor. βοῆσαι (ion. auch βῶσαι) laut rufen, schreien (beide seit Il.) mit selten vorkommenden Ableitungen: βοητύς Ruf (α 369 ohne merkbaren Unterschied von βοή χ 77 und 133; voreiliger Versuch einer semantischen Differenzierung bei Benveniste Noms d’agent 70), βόαμα, βόημα ib. (A. u. a.), βόησις ib. (Thd., Quint.); βοητής Rufer (Hp.; kaum mit Fraenkel Nom. ag. 1, 165 βοήτης, von βοή), fem. βοᾶτις (αὐδά) laut (A. in lyr.). Hierher auch der Fischname βόαξ, βόηξ, βῶξ (Epich., Ar., Arist. u. a.)?; vgl. Strömberg Fischnamen 66, Björck Alpha impurum 62. — Zu βοηθέω, -θόος, -θός und βωστρέω s. bes.
Etymology : Formal kann βοάω entweder ein Denominativum von βοή oder ein intensives Deverbativum vom Typus ποτάομαι sein, wobei βοή als postverbal zu beurteilen wäre. Die eigene Bedeutung und die Bildungsweise der semantisch verwandten γοάω, μυκάομαι usw. (Schwyzer 683) entscheiden zugunsten der letzteren Alternative. — Aus anderen Sprachen melden sich zum Vergleich das aind. Intensivum jóguve laut aussprechen und eine balto-slavische Gruppe, z. B. lit. gaudžiù, gaũsti heulen, aksl. govorъ Lärm. Diese können aber ebensogut zu γοάω gehören; bei einer solchen Gruppierung kann man auch eine germanische Gruppe, z. B. ags. cīegan (< urg. *kaujan) rufen einbeziehen. Eine Zurückführung von γοάω auf eine vor der anzunehmenden Schwundstufe γυ- (γογγύζω) entlabialisierte Wurzel gou-, woraus auch βοάω (Aufrecht KZ 1, 190), ist bedenklich. So liegt der Gedanke nahe, mit Persson Beiträge 898 A. 2 und Anderen βοάω aus einer Lautimitation (s. βύας) mit formaler Anlehnung an γοάω (Güntert Reimwortbildungen 162 A. 1) herzuleiten. — Lat. boō, boāre ist aus βοάω entlehnt (W.-Hofmann s. v.).
Page 1,247-248

Chinese

原文音譯:bo» 波誒
詞類次數:名詞(1)
原文字根:懇求(著)
字義溯源:大喊,大叫,冤聲;源自(βοάω)*=喊叫)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 冤聲(1) 雅5:4

English (Woodhouse)

cry, noise, outcry, shout, cry of animals, flourish of trumpets, noise of animals, shouting

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)