ἰταμός: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=itamos
|Transliteration C=itamos
|Beta Code=i)tamo/s
|Beta Code=i)tamo/s
|Definition=ἰταμή, ἰταμόν, ([[εἶμι]] [[ibo]], [[ἴτης]]) [[headlong]], [[hasty]], [[eager]], κύνες A.''Fr.''282, Alex.234; ἰ. πρόσωπον Nicol.Com.1.28; [[bold]], [[reckless]], ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία D.25.24; ἀναιδὴς καὶ ἰ. Men.''Epit.''311; ἰ. πρὸς τὸ πράττειν Arist.''Pr.''953b4; πρὸς τὰ δεινά Plu. ''Galb.''25; πρὸς λόγους ἰταμώτερος Id.2.1041a: Sup. ἰταμώτατος Phld.''Rh.'' 1.341 S., Luc.''Icar.''30; <b class="b3">τὸ ἰ.</b>, = [[ἰταμότης]], Plu.''Fab.''19, etc.; [[vigour]] of style, Diog.Oen.12; τὸ ἰ. τῆς ψυχῆς Plu.''Rom.''7; ἰ. τι δεδορκώς Luc. ''Fug.''19; ἰ. ἀντιβλέπειν Ael.''NA''17.12. Adv. [[ἰταμῶς]] Alex.105, Euphro 1.25, Men.''Pk.''306, Plu.2.93b, Gal.11.232; οἱ ἰ. πολιτευόμενοι D.8.68: Comp. ἰταμώτερον Pl.''Lg.''773b; ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι D.19.233.
|Definition=ἰταμή, ἰταμόν, ([[εἶμι]] [[ibo]], [[ἴτης]]) [[headlong]], [[hasty]], [[eager]], κύνες A.''Fr.''282, Alex.234; ἰ. πρόσωπον Nicol.Com.1.28; [[bold]], [[reckless]], ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία D.25.24; ἀναιδὴς καὶ ἰ. Men.''Epit.''311; ἰ. πρὸς τὸ πράττειν Arist.''Pr.''953b4; πρὸς τὰ δεινά Plu. ''Galb.''25; πρὸς λόγους ἰταμώτερος Id.2.1041a: Sup. ἰταμώτατος Phld.''Rh.'' 1.341 S., Luc.''Icar.''30; <b class="b3">τὸ ἰ.</b>, = [[ἰταμότης]], Plu.''Fab.''19, etc.; [[vigour]] of style, Diog.Oen.12; τὸ ἰ. τῆς ψυχῆς Plu.''Rom.''7; ἰ. τι δεδορκώς Luc. ''Fug.''19; ἰ. ἀντιβλέπειν Ael.''NA''17.12. Adv. [[ἰταμῶς]] Alex.105, Euphro 1.25, Men.''Pk.''306, Plu.2.93b, Gal.11.232; οἱ ἰ. πολιτευόμενοι D.8.68: Comp. ἰταμώτερον [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''773b; ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι D.19.233.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:35, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰτᾰμός Medium diacritics: ἰταμός Low diacritics: ιταμός Capitals: ΙΤΑΜΟΣ
Transliteration A: itamós Transliteration B: itamos Transliteration C: itamos Beta Code: i)tamo/s

English (LSJ)

ἰταμή, ἰταμόν, (εἶμι ibo, ἴτης) headlong, hasty, eager, κύνες A.Fr.282, Alex.234; ἰ. πρόσωπον Nicol.Com.1.28; bold, reckless, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία D.25.24; ἀναιδὴς καὶ ἰ. Men.Epit.311; ἰ. πρὸς τὸ πράττειν Arist.Pr.953b4; πρὸς τὰ δεινά Plu. Galb.25; πρὸς λόγους ἰταμώτερος Id.2.1041a: Sup. ἰταμώτατος Phld.Rh. 1.341 S., Luc.Icar.30; τὸ ἰ., = ἰταμότης, Plu.Fab.19, etc.; vigour of style, Diog.Oen.12; τὸ ἰ. τῆς ψυχῆς Plu.Rom.7; ἰ. τι δεδορκώς Luc. Fug.19; ἰ. ἀντιβλέπειν Ael.NA17.12. Adv. ἰταμῶς Alex.105, Euphro 1.25, Men.Pk.306, Plu.2.93b, Gal.11.232; οἱ ἰ. πολιτευόμενοι D.8.68: Comp. ἰταμώτερον Pl.Lg.773b; ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι D.19.233.

German (Pape)

[Seite 1274] (εἶμι, vgl. ἴτης), der dreist darauf losgeht, keck, verwegen; ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία, im Gegensatz von βραδὺ καὶ ὀκνηρόν, Dem. 25, 24; πρός τι, Arist. probl. 29, 1; Sp., wie Plut. Galb. 25, τὸ ἰταμὸν τῆς ψυχῆς Rom. 7, Keckheit, Entschiedenheit. – Unverschämt, κύνες Ar. Ran. 1292. – Adv., ἰταμώτερον ἅμα καὶ θᾶττον τοῦ δέοντος πρὸς πάσας τὰς πράξεις φερόμενον, unbesonnen, Plat. Legg. VI, 773 d; Dem. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 vif, ardent;
2 hardi, effronté, impudent ; τὸ ἰταμόν, hardiesse, impudence ; adv. • ἰταμὸν ἀντιβλέπειν ÉL regarder en face avec effronterie;
Cp. ἰταμώτερος, Sp. ἰταμώτατος.
Étymologie: ἴτης.

Russian (Dvoretsky)

ἰτᾰμός: (ῐ)
1 стремительный, нетерпеливый (κύνες Aesch. ap. Arph.);
2 решительный, быстрый (βοήθεια Plut.);
3 дерзновенный, дерзостный (πονηρία Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰτᾰμός: ῐ, ή, όν, (εἶμι, ἴτης) ὁρμητικός, σπεύδων, κύνες Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1292. ἕτοιμος πρὸς πᾶν πρᾶγμα, παράτολμος, θρασύς, ἀναίσχυντος, ἀσυλλόγιστος, ἄσωτος, ὡς τὸ Λατ. audax, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία Δημ. 777. 3· ἰτ. πρός τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 6, Πλουτ. Γάλβ. 25· ἰταμώτερος πρός λόγους ὁ αὐτ. 2. 1041Α· τὸ ἴταμὸν ἰταμότης, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19, κτλ.· τό ἰτ. τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 7. ἰταμόν τι δεδορκὼς Λουκ., Δραπέτ. 19· ἰτ. ἀντιβλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 17. 12. - Ἐπίρρ. -μῶς, Ἄλεξ. ἐν «Κνιδίᾳ» 1, ἐν «Φαίδρῳ» 2˙ Συγκρ. - ώτερον. Πλάτ. Νόμ. 773Β· ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι Δημ. 414. 1· Ὑπερθ., -ώτατος Λουκ. Ἰκαρομ. 30.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰταμός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, αναίσχυντος
2. το ουδ. ως ουσ. το ιταμό(ν)
η αυθάδεια, η θρασύτητα, η ιταμότητα
αρχ.
1. ορμητικός, τολμηρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰταμόν
η τολμηρότητα, η ορμητικότητα.
επίρρ...
ιταμώς (Α ἰταμῶς)
με αναίδεια, με θρασύτητα, ασύστολα
αρχ.
ορμητικά, τολμηρά, ριψοκίνδυνα, θαρραλέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -της που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα -ι- του εἶμι (πρβλ. -έναι, -τός). Το επίθημα της λ. ἰτ-αμός δημιουργεί πρόβλημα, γιατί αυτό εμφανίζεται —εξαιρέσει τών μηδ-αμός, ουδ-αμός— μόνο σε ουσ. (πρβλ. ουλαμός, ποταμός). Τόσο η λ. ἴτης όσο και η ἰταμός πρέπει να ήταν τ. της καθομιλουμένης αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. ιταμότητα(-της)
αρχ.
ιταμεύομαι, ιταμία
μσν.
ιταμώδης].

Greek Monotonic

ἰτᾰμός: [ῐ], -ή, -όν (εἶμι, ibo), ορμητικός, γρήγορος, απρόσεχτος, παράτολμος, ασυλλόγιστος, αναίσχυντος, Λατ. audax, σε Αισχύλ., Δημ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: headlong, hasty, eager, bold, reckless' (Att.)
Derivatives: - Also ἴτης, -ου m. id. (Ar., Pl.), and ἰτητικός = ἰταμός (Arist.; from ἰτάω, s. εἶμι?). ἰταμότης (Pl., Plb.), ἰταμία (LXX) vigour, effrontery, ἰταμεύομαι be ἰτ. (Jul. Or. 7, 210c; interpolated).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mostly ἴ-της is derived from ἰ-έναι go (Chantraine Formation 318) as "Draufgänger" (Curtius 401 with the ancients, e. g. Pl. Prt. 349e, 359c), though the oxytona in -αμός further are mostly substantives (ποταμός etc.). From the Attic popular language. (Wrong Fraenkel Nom. ag. 2, 58f.).

Middle Liddell

ἰ˘τᾰμός, εἶμι ibo]
headlong, hasty, eager, ready for anything, reckless, Lat. audax, Aesch., Dem.

Frisk Etymology German

ἰταμός: {itamós}
Meaning: keck, verwegen, unverschämt (att.)
Derivative: mit ἰταμότης (Pl., Plb. u. a.), ἰταμία (LXX) Keckheit, ἰταμεύομαι keck sein (Jul. Or. 7, 210c; interpoliert). — Daneben ἴτης, -ου m. verwegener Mensch, Brausekopf (Ar., Pl.), auch ἰτητικός = ἰταμός (Arist. u. a.; von ἰτάω, s. εἶμι).
Etymology : Wie πότης Trinker gebildet (Chantraine Formation 318) gehört ἴτης als "Draufgänger" wahrscheinlich zu ἰέναι gehen (Curtius 401 mit den Alten, z. B. Pl. Prt. 349e, 359c); das davon nicht zu trennende ἰταμός steht der Bildung nach ziemlich allein, da die Oxytona auf -αμός (von οὐδ-, μηδαμός abgesehen) sonst Substantiva sind (ποταμός usw.). Beide Wörter dürfen aus der attischen Umgangssprache stammen (verfehlt Fraenkel Nom. ag. 2, 58f.).
Page 1,743

English (Woodhouse)

hasty, rash, reckless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)