ὑπώπιον: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1241.png Seite 1241]] τό, 1) die Gegend des Gesichts unterhalb der Augen, νυκτὶ θοῇ [[ἀτάλαντος]] ὑπώπια, der Nacht gleich im Angesicht, finster, Il. 21, 463. – 2) wie [[ὑπωπιασμός]], ein Schlag ins Gesicht, τηροῦ, μὴ λάβῃς ὑπώπια Ar. Vesp. 1386, Amphis bei Ath. II, 44 a, und eine dadurch verursachte Beule, mit Blut unterlaufene Stelle, vgl. Ath. III, 97 f u. Schol. Ar. Pax 533, ὑπὸ τῶν ὄψεων τὰ ὀγκώματα καὶ κρούσματα [[ἅπερ]] κορδύλας φασίν; Luc. gymn. 13. – Uebh. eine aufgelaufene Stelle, Schwiele, wie [[τύλος]], die durch harte Arbeit in der Hand entstandene Schwiele, Ar. Ach. 525; Lys. 4, 9. – Auch ein Kraut, dessen Wurzeln auf Beulen u. Schwielen gelegen wurden, sonst [[θαψία]] genannt, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1241.png Seite 1241]] τό, 1) die Gegend des Gesichts unterhalb der Augen, νυκτὶ θοῇ [[ἀτάλαντος]] ὑπώπια, der Nacht gleich im Angesicht, finster, Il. 21, 463. – 2) wie [[ὑπωπιασμός]], ein Schlag ins Gesicht, τηροῦ, μὴ λάβῃς ὑπώπια Ar. Vesp. 1386, Amphis bei Ath. II, 44 a, und eine dadurch verursachte Beule, mit Blut unterlaufene Stelle, vgl. Ath. III, 97 f u. Schol. Ar. Pax 533, ὑπὸ τῶν ὄψεων τὰ ὀγκώματα καὶ κρούσματα [[ἅπερ]] κορδύλας φασίν; Luc. gymn. 13. – Übh. eine aufgelaufene Stelle, Schwiele, wie [[τύλος]], die durch harte Arbeit in der Hand entstandene Schwiele, Ar. Ach. 525; Lys. 4, 9. – Auch ein Kraut, dessen Wurzeln auf Beulen u. Schwielen gelegen wurden, sonst [[θαψία]] genannt, Diosc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 06:37, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπώπιον Medium diacritics: ὑπώπιον Low diacritics: υπώπιον Capitals: ΥΠΩΠΙΟΝ
Transliteration A: hypṓpion Transliteration B: hypōpion Transliteration C: ypopion Beta Code: u(pw/pion

English (LSJ)

τό, (< ὤψ)1.the part of the face under the eyes, νυκτὶ θοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια like night in countenance, i.e. dark, gloomy, Il. 12.463, cf. Hp. Int. 12 (v.l. ὑπόπυα), Philostr. Gym. 48.2.a blow in the face, black eye, E. Fr. 374, Ar. Ach. 551, V. 1386, Apolloph. 3, Lys. 4.9, etc. ; then, any bruise or weal, Thphr. HP 9.20.3, cf. Gal. 12.804 ; improperly applied to a bruise on the foot, as is shown by the joke in Ath. 3.97f. metaph, blot, disgrace, Cic. Att. 1.20.5.3.a plant, the root of which was bruised and applied as a cure for black eyes, = θαψία, Ps.-Dsc. 4.153.

German (Pape)

[Seite 1241] τό, 1) die Gegend des Gesichts unterhalb der Augen, νυκτὶ θοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια, der Nacht gleich im Angesicht, finster, Il. 21, 463. – 2) wie ὑπωπιασμός, ein Schlag ins Gesicht, τηροῦ, μὴ λάβῃς ὑπώπια Ar. Vesp. 1386, Amphis bei Ath. II, 44 a, und eine dadurch verursachte Beule, mit Blut unterlaufene Stelle, vgl. Ath. III, 97 f u. Schol. Ar. Pax 533, ὑπὸ τῶν ὄψεων τὰ ὀγκώματα καὶ κρούσματα ἅπερ κορδύλας φασίν; Luc. gymn. 13. – Übh. eine aufgelaufene Stelle, Schwiele, wie τύλος, die durch harte Arbeit in der Hand entstandene Schwiele, Ar. Ach. 525; Lys. 4, 9. – Auch ein Kraut, dessen Wurzeln auf Beulen u. Schwielen gelegen wurden, sonst θαψία genannt, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 aspect du visage, air;
2 contusion, meurtrissure, enflure sur le visage, œil au beurre noir.
Étymologie: ὑπό, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπώπιον: τό
1 pl. нижняя половина лица, лик: νυκτὶ ἀτάλαντος ὑπώπια Hom. ликом подобный ночи;
2 синяк или кровоподтек под глазами Eur., Arph., Lys., Luc.;
3 досл. пощечина, перен. оскорбление Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπώπιον: τό, (ὢψ) τὸ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς μέρος, νυκτὶ θοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια, ὅμοιος πρὸς νύκτα κατὰ τὴν ὄψιν, ἀπὸ μέρους τὸ ὅλον, Ἰλ. Μ. 463, πρβλ. Ἱππ. 537. 30, Littré (κοινῶς φέρεται ὑπόπυα). ΙΙ. ὡς τὸ ὑπωπιασμός, κτύπημα εἰς τὸ πρόσωπον, μώλωψμελανία κατὰ τὸν ὀφθαλμόν, Εὐρ. Ἀποσπ. 375, Ἀριστοφ. Ἀχ. 551, Σφ. 1386, Λυσίας 101. 24, κλπ.· ― ἀκολούθως πᾶς μώλωψοἴδημα, Λατ. sugillatio, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 3, καταχρηστικῶς λεγόμενον ἐπὶ τραύματος κατὰ τὸν πόδα, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς παιδιᾶς τῆς παρ’ Ἀθην. 97F. 2) μεταφορ., αἶσχος, ὄνειδος, μῶμος, Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 20, 5. ΙΙΙ. φυτόν τι, οὗ αἱ ῥίζαι κοπανιζόμεναι ἐχρησίμευον ὡς φάρμακον τῶν μεμελανισμένων ἢ μεμωλωπισμένων ὀφθαλμῶν, Ἀπολλοφάν. ἐν «Ἰφιγέροντι» 1, Διοσκ. 4. 157, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 10. 20, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπώπια· τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς οἰδήματα. ἀπὸ μέρους δὲ ὅλην τὴν ὄψιν δηλοῖ. καὶ τὰ πελιώματα». ― Κατὰ Φώτ.: «ὑπώπια: τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς πελιώματα· ἢ τὰ ἐξ αὐτῶν ἐξιόντα πῦα», ― «κύλα δὲ λέγονται τὰ ὑποκάτω τοῦ κάτω βλεφάρου· ἃ ἡμεῖς ὑπώπια καλοῦμεν» ὁ αὐτ. ἐν λ. κυλοιδιᾶν.

English (Autenrieth)

(ὤψ): pl., face, countenance, Il. 12.463†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. το κάτω από τα μάτια μέρος του προσώπου
2. συνεκδ. όλη η όψη του προσώπου
3. (γενικά) μώλωπας, οίδημα
4. φυτό, από τις ρίζες του οποίου παρασκεύαζαν φάρμακο, κατάλληλο για τα μωλωπισμένα μάτια
5. μτφ. όνειδος, ντροπή
6. στον πληθ. τὰ ὑπώπια
α) μώλωπας, μελανιά στα μάτια
β) συνεκδ. πληγή στο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὑπ' ὦπα (< ὤψ < θ. οπ- του ὄπωπα) + κατάλ. -ιον (πρβλ. ἐν-ώπ-ιος, μετ-ώπ-ιον)].

Greek Monotonic

ὑπώπιον: τό (ὤψ),
I. το μέρος του προσώπου κάτω από τα μάτια· γενικά, πρόσωπο, όψη, παρουσιαστικό, εμφάνιση, σε Ομήρ. Ιλ.
II. χτύπημα στο πρόσωπο, μελανιασμένο μάτι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὑπώπιον, ου, τό, [ὤψ]
I. the part of the face under the eyes: generally the face, countenance, Il.
II. a blow in the face, a black eye, Ar.