ἀτιμία: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(CSV import) Tag: Reverted |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
||
Line 54: | Line 54: | ||
===[[dishonour]]=== | ===[[dishonour]]=== | ||
Bengali: অসম্মান, জিল্লত; Bulgarian: срам, позор; Esperanto: malhonoro; French: [[déshonneur]]; Old French: desonor; German: [[Schande]]; Gothic: 𐌿𐌽𐍃𐍅𐌴𐍂𐌹𐌸𐌰; Greek: [[ατίμωση]], [[ντροπή]], [[ντρόπιασμα]], [[ατιμασμός]]; Ancient Greek: [[αἶσχος]], [[αἰσχύνη]], [[ἀσχημόνησις]], [[ἀσχημοσύνη]], [[ἀτιμασία]], [[ἀτιμασμός]], [[ἀτιμία]], [[ἀτιμίη]], [[ἀτίμωσις]], [[κακία]], [[λώβη]], [[ὄνειδος]], [[τὸ αἰσχρόν]], [[τὸ ἀπρεπές]]; Ido: deshonoro; Italian: [[disonore]]; Latin: [[ignominia]]; Malayalam: മാനക്കേട്; Maori: kaipirau, hōnorekore; Norwegian: skam, vanære; Old English: ǣwisċ; Old Norse: vanheiðr; Old Occitan: deshonor; Persian: ننگ; Plautdietsch: Oniea, * Plautdietsch: Schaund; Polish: hańba, dyshonor; Portuguese: [[desonra]]; Russian: [[позор]], [[бесчестие]], [[срам]]; Sanskrit: विमान; Serbo-Croatian Cyrillic: бешчашће; Roman: beščašće; Swedish: vanheder; Ukrainian: безчестя, ганьба | Bengali: অসম্মান, জিল্লত; Bulgarian: срам, позор; Esperanto: malhonoro; French: [[déshonneur]]; Old French: desonor; German: [[Schande]]; Gothic: 𐌿𐌽𐍃𐍅𐌴𐍂𐌹𐌸𐌰; Greek: [[ατίμωση]], [[ντροπή]], [[ντρόπιασμα]], [[ατιμασμός]]; Ancient Greek: [[αἶσχος]], [[αἰσχύνη]], [[ἀσχημόνησις]], [[ἀσχημοσύνη]], [[ἀτιμασία]], [[ἀτιμασμός]], [[ἀτιμία]], [[ἀτιμίη]], [[ἀτίμωσις]], [[κακία]], [[λώβη]], [[ὄνειδος]], [[τὸ αἰσχρόν]], [[τὸ ἀπρεπές]]; Ido: deshonoro; Italian: [[disonore]]; Latin: [[ignominia]]; Malayalam: മാനക്കേട്; Maori: kaipirau, hōnorekore; Norwegian: skam, vanære; Old English: ǣwisċ; Old Norse: vanheiðr; Old Occitan: deshonor; Persian: ننگ; Plautdietsch: Oniea, * Plautdietsch: Schaund; Polish: hańba, dyshonor; Portuguese: [[desonra]]; Russian: [[позор]], [[бесчестие]], [[срам]]; Sanskrit: विमान; Serbo-Croatian Cyrillic: бешчашће; Roman: beščašće; Swedish: vanheder; Ukrainian: безчестя, ганьба | ||
}} | }} | ||
{{lxth | {{lxth | ||
|lthtxt=''[[infamia]]'', [[ill repute]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.34.2/ 5.34.2],<br>''[[ignominia]]'', [[disgrace]], [[shame]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.89.2/ 6.89.2]. | |lthtxt=''[[infamia]]'', [[ill repute]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.34.2/ 5.34.2],<br>''[[ignominia]]'', [[disgrace]], [[shame]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.89.2/ 6.89.2]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:59, 16 November 2024
English (LSJ)
Ion. ἀτιμίη, ἡ,
A dishonour, disgrace, ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν Od.13.142, Pi.O.4.21, S.El.1035, etc.; ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν Hdt.3.3; ἀτιμίην προστιθέναι τινί Id.7.11; ὄνειδος καὶ ἀτιμίαν ἔχειν ib.231; ἀτιμίης κυρεῖν πρός τινος ib.158; θεῶν ἀτιμία = dishonour done to the gods, E.Heracl.72, Pl.Hipparch.229c; οὐκ ἀτιμίᾳ σέθεν A.Eu.796: pl., ταῖς μεγίσταις κολάζειν ἀ. Pl.Plt. 309a, cf. 310e, R. 492d, al.; ὕβρεις καὶ ἀτιμίας D.18.205, 21.23; indignities, Arist.Pol. 1336b11.
2 deprivation of privileges, A.Eu.394 (lyr.); esp. deprivation of civic rights, And.1.74, X.Lac.9.6, D.9.44; coupled with θάνατος and φυγή, IG1.27a74.
II of things, ἐσθημάτων ἀτιμία, i.e. sorry garb, A.Pers.847; κόμη.. ἀτιμίας πλέως Cratin.9. [Ep. ἀτιμῑη Hom. l.c., Tyrt.10.10.]
Spanish (DGE)
(ἀτῑμία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀτιμίη Od.13.42, Tyrt.6.10
1 en rel. c. el menosprecio dirigido contra alguien, en plu. actos o tratos que implican merma de honra, desafueros, desprecios entre dioses ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν Od.l.c., entre pers. ὕβρεις καὶ ἀτιμίαι D.18.205, 21.33, ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται Ep.Diog.5.14
•en sg. pérdida de la honra o los privilegios ἐπὶ δέ μοι γέρας παλαιόν, οὐδ' ἀτιμίας κυρῶ sobre mí sigue el antiguo privilegio y no pierdo honra A.Eu.394, cf. 796, οὗτος δὲ τῇ μεγίστῃ με ἀτιμίᾳ περιβέβληκεν PSI 330.7 (III a.C.)
•gener. desprecio, menosprecio ἀτιμίης δὲ πρὸς ὑμέων κυρήσας mas aunque en vosotros hallé desprecio (Gelón a los embajadores griegos), Hdt.7.158, θεῶν desprecio hacia los dioses E.Heracl.72, ἑαυτῶν Plot.5.1.1, en las rel. familiares μ' ἀτιμίας ἄγεις S.El.1035, cf. 1036
•menosprecio, desdén amoroso ἐμὲ ... ἐν ἀτιμίῃ ἔχει Hdt.3.3, cf. Ach.Tat.6.19.7, LXX Iu.1.11
•ref. al que recibe el menosprecio, gener. deshonor, deshonra esp. en rel. a la falta de valor guerrero πᾶσα δ' ἀτιμίη ... ἕπεται Tyrt.l.c., ὄνειδος καὶ ἀ. Hdt.7.231, 9.71, cf. 7.11, Gorg.B 11a.1, Th.6.89, κρεῖττον ἐν ταῖς δόξαις ... τελευτῆσαι τὸν βίον μᾶλλον ἢ ζῆν ἐν ταῖς ἀτιμίαις Isoc.6.89, cf. Trag.Adesp.110, en los juegos atléticos (διάπειρα) ἅπερ Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (prueba) que evitó al hijo de Clímeno una deshonra ante las mujeres lemnias Pi.O.4.20
•causado por rel. sex. ilícitas ἀτιμίης πλέος lleno de deshonor Archil.92, cf. Trag.Adesp.401, Ep.Rom.1.26, Hld.1.17.5, κτίζεται θέατρα τῆς ἀτιμίας Amph.Seleuc.108
•por la pobreza ἀ. βίου E.Fr.19.17M.
•ref. a los médicos que anulan su disposición natural dejándose dominar por la teoría τὴν πᾶσαν ἀμφιέννυνται κακίην καὶ ἀτιμίην se recubren de cualquier maldad y deshonra Hp.Decent.4
•gener. op. τιμαί Pl.Lg.696d, 697b, 862d, Fauorin.de Ex.22.45, τιμὰς καὶ ἀτιμίας ὀρίζουσι Plot.3.2.17
•op. δόξα 1Ep.Cor.15.43, 2Ep.Cor.6.8
•op. virtud κακία ... ἀτιμίαν ἔχει Plot.2.9.9
•desgracia ἀτιμίᾳ περιπεσών habiendo caído en desgracia de un familiar y favorito, Plu.2.174b, cf. LXX Ib.40.8, Ps.82.17
•respecto a prácticas o ciencias desprecio Aristid.Quint.2.25, I.AI 4.229.
2 jur. en la vida pública baldón público, infamia penal que implica la pérdida de derechos πλε̄̀ν φυγε͂ς καὶ θανάτο καὶ ἀτιμίας IG 13.40.74 (V a.C.), θανάτοις τε ἐκβάλλει καὶ φυγαῖς καὶ ταῖς μεγίσταις κολάζουσα ἀτιμίαις Pl.Plt.309a, ἄξιος ... νόμῳ δὲ ἀτιμίας, ἔργῳ δὲ ζημίας τυχεῖν Gorg.B 11.7, def. como de varias clases, And.Myst.74, ἀτιμίαις κολάζειν καὶ πληγαῖς Arist.Pol.1336b11, ἐν τῇ ἀτιμίᾳ ἔστωσαν SEG 9.1.48 (Cirene IV a.C.), cf. Th.5.34, Is.10.17, D.9.44, X.Lac.9.6, Arr.Epict.4.1.60, PGiss.40.2.5 (III d.C.), D.C.52.7.1.
3 en rel. c. el aspecto externo y objetos indecencia, desaliño, suciedad ἀ. ... ἐσθημάτων A.Pers.847, cf. Cratin.10 (pero v. Archil.92 en 1)
•(σκευή) ξύλινα ... εἰς ἀτιμίαν recipientes de madera para usos bajos 1Ep.Ti.2.20.
German (Pape)
[Seite 386] ἡ, Entehrung, Verachtung, Beschimpfung, Od. 13, 142; Pind. Ol. 4, 23; Her. 3, 3 u. A.; bei Plat. oft Gegensatz von τιμή, auch im plur. In Athen bes. Entziehung der bürgerlichen Rechte, Ehrlosmachung, die verschiedene Grade hatte. S. ἄτιμος. Dah. χρήμασι καὶ ἀτιμίᾳ ζημιοῦσθαι, Geld- u. Ehrenstrafe, Plat. Legg. IV, 721 b; oft bei Rednern.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 mépris : ἐν ἀτιμίᾳ εἶναι XÉN être méprisé ou dédaigné ; αἱ ἀτιμίαι marques de mépris;
2 à Athènes privation (partielle ou totale) des droits de citoyen;
3 en parl. de choses aspect sordide (des vêtements, de la chevelure, etc., en signe de deuil).
Étymologie: ἄτιμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτῑμία: эп.-ион. ἀτῑμίη ἡ тж. pl.
1 непочитание, неуважение, пренебрежение, презрение, тж. бесславие (ἀτιμίῃσίν τινα ἰάλλειν Hom.; ἀτιμίην προστιθέναι τινί Her.; ἐν ἀτιμίᾳ ἔχειν τινά Xen.): ἀ. ἐσθημάτων Aesch. жалкое рубище;
2 (в Афинах) юр. бесчестие, лишение прав гражданского состояния (χρήμασι καὶ ἀτιμίᾳ ζημιοῦσθαι Plat.; ἀτιμίαι ἀνελεύθεροι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῑμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀτιμία, αἰσχύνη, ὄνειδος, Ὀδ. Ν 142 (ἴδε ἰάλλω) Πινδ. Ο. 4. 33, Σοφ., κτλ.· ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν Ἡρόδ. 3. 3· ἀτιμίην προστιθέναι τινὶ 7. 11· ἀτ. ἔχειν 7. 231., 9. 71· ἀτιμίης κυρεῖν πρός τινος 7. 158· ἀτ. τινός, ἀτιμία γενομένη εἴς τινα, Εὐρ. Ἡρακλ. 72· διὰ τὴν τῆς ἀδελφῆς ἀτιμίαν Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C· οὐκ ἀτιμίᾳ σέθεν Αἰσχύλ. Εὐμ. 796: -πληθ., ταῖς μεγίσταις κολάζειν ἀτ. Πλάτ. Πολιτ. 309A, πρβλ. 310E, Πολ. 492D, κ. ἀλλ.· ὕβρεις καὶ ἀτιμίας Δημ. 296. 21., 552. 13, ἔνθα ἴδε Δινδόρ. 2) ἐν Ἀθήναις δημοσία καταισχύνη, στέρησις τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων ἢ πάντων ἢ μέρους αὐτῶν, δυσφημία, Λατ. deminutio capitis, Αἰσχύλ. Εὐμ. 395: Ἀνδοκ. 10. 14, Ἀριστ. Πολ. 7. 17· ἴδε ἄτιμος Ι. 2. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀτιμία ἐσθημάτων, ῥακώδης κατάστασις ἐνδυμάτων, ἀτιμίαν γε παιδὸς ἀμφὶ σώματι ἐσθημάτων κλύουσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 847· ὠμολίνοις κόμη βρύουσ’, ἀτιμίας πλέως Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 8. [Ἐπ. ἀτιμῑη, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Τυρταῖος 1. 10].
English (Slater)
ᾰτῑμία derision διάπειρα ἅπερ Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (O. 4.20)
English (Strong)
from ἄτιμος; infamy, i.e. (subjectively) comparative indignity, (objectively) disgrace: dishonour, reproach, shame, vile.
English (Thayer)
ἀτιμίας, ἡ (ἄτιμος), dishonor, ignominy, disgrace (from Homer down): δόξα, ἐν ἀτιμία namely, ὄν, in a state of disgrace, used of the unseemliness and offensiveness of a dead body); κατ' ἀτιμίαν equivalent to ἀτιμως, with contempt namely, of myself, R. V. by way of disparagement, cf. κατά, II. at the end); πάθη ἀτιμίας base lusts, vile passions, Winer's Grammar, § 34,3b.; (Buttmann, § 132,10). εἰς ἀτιμίαν for a dishonorable use, of vessels, opposed to τιμή: 2 Timothy 2:20.
Greek Monolingual
η (AM ἀτιμία, Α και ἀτιμίη, ιων. τ.) άτιμος
ντροπή, εξευτελισμός
μσν.- νεοελλ.
1. προσβολή
2. άτιμη, επονείδιστη πράξη
νεοελλ.
άτιμος άνθρωπος, εξαιρετικά ανέντιμος
μσν.
1. μείωση της προσωπικότητας κάποιου
2. προσβλητικά λόγια
αρχ.
1. στέρηση της τιμής και της υπόληψης
2. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων
3. στέρηση προνομίων
4. ασέβεια προς τους θεούς
5. φρ. α) «κόμης ἀτιμία» — τρισάθλια μαλλιά
β) «ἐσθημάτων ἀτιμία» — πανάθλια ρούχα.
Greek Monotonic
ἀτῑμία: Ιων. -ίη[-ῑη Επικ.], ἡ,
1. ατίμωση, αισχύνη, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν, ἀτιμίην προστιθέναι τινί, σε Ηρόδ.· ἀτιμία τινός, ατίμωση που γίνεται σε κάποιον, σε Ευρ.
2. στην Αθήνα, η απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων, Λατ. deminutio capitis, σε Αισχύλ., Ρήτ.
II. ἐσθημάτων ἀτιμία, δηλ. ρακώδης κατάσταση ενδυμάτων, κουρέλια, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
I. dishonour, disgrace, Od., Soph., etc.; ἐν ἀτιμίηι τινὰ ἔχειν, ἀτιμίην προστιθέναι τινί Hdt.; ἀτ. τινός dishonour done to one, Eur.
2. at Athens, the loss of civil rights, Lat. deminutio capitis, Aesch., Oratt.
II. ἐσθημάτων ἀτ., i. e. ragged garments, Aesch.
Chinese
原文音譯:¢tim⋯a 阿-提米阿
詞類次數:名詞(7)
原文字根:不-價值 相當於: (כְּלִמָּה) (קָלֹון)
字義溯源:卑賤,侮辱,恥辱,羞辱,可恥,羞慚;源自(ἄτιμος)=未受重視的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=無)與(τιμή)=價值)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=償還)。這字全用在保羅的書信中。參讀 (αἰδώς / δέος)同義字
出現次數:總共(7);羅(2);林前(2);林後(2);提後(1)
譯字彙編:
1) 羞辱(3) 林前11:14; 林前15:43; 林後6:8;
2) 卑賤的(2) 羅9:21; 提後2:20;
3) 羞慚(1) 林後11:21;
4) 可恥的(1) 羅1:26
English (Woodhouse)
disgrace, dishonour, infamy, deprivation of civil rights, loss of civil rights, loss of civil status, public disgrace
Translations
disgrace
Arabic: عَار, خِزْي, خَزًى; Armenian: խայտառակություն; Azerbaijani: rüsvay; Belarusian: ганьба, бясчэсце, сорам; Bengali: অপমান; Bulgarian: позор, срам; Catalan: desgràcia; Chinese Mandarin: 恥辱/耻辱, 恥/耻, 辱; Czech: ostuda, hanba; Danish: skændsel, vanære; Dutch: schande; Estonian: häbi; Finnish: häpeä, epäsuosio; French: honte, disgrâce, ignominie; Georgian: შერცხვენა; German: Ungnade, Schande; Gothic: 𐌹𐌳𐍅𐌴𐌹𐍄; Greek: δυσμένεια, όνειδος, ανυποληψία; Ancient Greek: αἰσχύνη; Hebrew: חֶרְפָּה; Hindi: अपमान; Hungarian: kegyvesztettség, szégyen; Icelandic: óvirðing; Ido: deshonoro; Italian: vergogna; Japanese: 恥, 恥辱, 不名誉; Kazakh: масқара; Korean: 치욕(恥辱); Kyrgyz: маскара; Ladino: manziya, desgrasia; Latin: dedecus, ignominia; Macedonian: срам, срамота; Manx: anghoo; Maori: māteatea; Norwegian Bokmål: vanære; Old Church Slavonic Cyrillic: срамъ; Glagolitic: ⱄⱃⰰⰿⱏ; Old East Slavic: соромъ; Old English: sċand; Persian: فضاحت, رسوایی; Plautdietsch: Schaund; Polish: hańba, sromota; Portuguese: desgraça; Romanian: dizgrație; Russian: позор, бесчестие, срам, срамота; Sanskrit: अपकीर्ति, अकीर्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: срамо̀та; Roman: sramòta; Slovak: hanba; Slovene: sramota; Spanish: desgracia; Swedish: skam, onåd, vanära; Tajik: фазихат, фазоҳат, расвои, иснод; Ukrainian: ганьба, сором; Uzbek: sharmandalik, uyat, isnod; Vietnamese: sỉ nhục; Yiddish: שאַנד
dishonour
Bengali: অসম্মান, জিল্লত; Bulgarian: срам, позор; Esperanto: malhonoro; French: déshonneur; Old French: desonor; German: Schande; Gothic: 𐌿𐌽𐍃𐍅𐌴𐍂𐌹𐌸𐌰; Greek: ατίμωση, ντροπή, ντρόπιασμα, ατιμασμός; Ancient Greek: αἶσχος, αἰσχύνη, ἀσχημόνησις, ἀσχημοσύνη, ἀτιμασία, ἀτιμασμός, ἀτιμία, ἀτιμίη, ἀτίμωσις, κακία, λώβη, ὄνειδος, τὸ αἰσχρόν, τὸ ἀπρεπές; Ido: deshonoro; Italian: disonore; Latin: ignominia; Malayalam: മാനക്കേട്; Maori: kaipirau, hōnorekore; Norwegian: skam, vanære; Old English: ǣwisċ; Old Norse: vanheiðr; Old Occitan: deshonor; Persian: ننگ; Plautdietsch: Oniea, * Plautdietsch: Schaund; Polish: hańba, dyshonor; Portuguese: desonra; Russian: позор, бесчестие, срам; Sanskrit: विमान; Serbo-Croatian Cyrillic: бешчашће; Roman: beščašće; Swedish: vanheder; Ukrainian: безчестя, ганьба
Lexicon Thucydideum
infamia, ill repute, 5.34.2,
ignominia, disgrace, shame, 6.89.2.