παράκλητος

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκλητος Medium diacritics: παράκλητος Low diacritics: παράκλητος Capitals: ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: paráklētos Transliteration B: paraklētos Transliteration C: paraklitos Beta Code: para/klhtos

English (LSJ)

ον,

   A called to one's aid, in a court of justice : as Subst., legal assistant, advocate, D.19.1, Lycurg. Fr.102, etc.    2 summoned, δοῦλοι D.C.46.20, cf. BGU601.12 (ii A.D.).    II intercessor, Ph.2.520 : hence in NT, Παράκλητος, of the Holy Spirit, Ev.Jo.14.16, cf. 1 Ep.Jo.2.1.

German (Pape)

[Seite 483] zu Hülfe gerufen, hülfreich, bes. vor Gericht, advocatus, als subst. Sachwalter, Dem. 19, 1; auch der für Einen bittet, Sp., vgl. D. L. 4, 50; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παράκλητος: -ον, ὁ προσκληθεὶς ὡς βοηθός τινος ἐν δικαστηρίῳ, Λατ. advocatus· ὡς οὐσιαστ., νομικὸς βοηθός, συνήγορος, Δημ. 341. 10, κτλ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 142. 14· - μεσίτης ὑπέρ τινος, Φίλων 2. 520, κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ συνήγοροςπαρήγορος, = διδάσκαλος, Θεόδ. Μοψουεστ. 777Α· - μετὰ τῆς λέξεως πνεῦμα, τίθεται οὐδετέρως τὸ παράκλητον, Εὐσεβ. VI. 1008A, 1012D, 1009B, Μακάρ. 521C, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on appelle à son secours ; ὁ παράκλητος avocat, défenseur (lat. advocatus).
Étymologie: παρακαλέω.

English (Strong)

an intercessor, consoler: advocate, comforter.

English (Thayer)

παρακλητου, ὁ (παρακαλέω), properly, summoned, called to one's side, especially called to one's aid; hence,
1. "one who pleads another's cause before a Judges , a pleader, counsel for defense, legal assistant; an advocate": Demosthenes, p. 341,11; (Diogenes Laërtius 4,50, cf. Dio Cassius, 46,20.
2. universally, one who pleads another's cause with one, an intercessor: Philo, de mund. opif. § 59; de Josepho § 40; in Flaccum §§ 3,4; so of Christ, in his exaltation at God's right hand, pleading with God the Father for the pardon of our sins, Philo, vita Moys. iii. § 14).
3. in the widest sense, a helper, succorer, aider, assistant; so of the Holy Spirit destined to take the place of Christ with the apostles (after his ascension to the Father), to lead them to a deeper knowledge of gospel truth, and to give them the divine strength needed to enable them to undergo trials and persecutions on behalf of the divine kingdom: Philo de mund. opif. § 6 at the beginning says that God in creating the world had no need of a παράκλητος, an adviser, counsellor, helper. The Targums and Talmud borrow the Greek words פְּרַקְלִיט and פְּרַקְלִיטָא and use them of any intercessor, defender, or advocate; cf. Baxtorf, Lex. Talm., p. 1843 (edited by Fischer, p. 916)); so Targ. on מֵלִיץ מַלְאָך, i. e. an angel that pleads man's cause with God; (cf. πλουσίων παρακλητοι in ' Teaching' etc. 5 [ET] under the end; the Epistle of Barnabas 20,2 [ET]; Apostolic Constitutions 7,18)). Cf. Knapp, Scripta varii Argumenti, p. 124ff; Düsterdieck on G, in Ellicott's N. T. Commentary for English Readers; Westcott in the Speaker's commentary Additional Note on John 14:16; Schaff in Lange ibid.).

Greek Monolingual

-η, -ο / παράκλητος, ον, ΝΜΑ παρακαλώ
1. αυτός που καλείται να βοηθήσει κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ο βοηθός
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παράκλητος
εκκλ. i) προσωνυμία που αποδίδεται από το Ευαγγέλιο του Ιωάννου στο Αγιο Πνεύμα, το οποίο υπόσχεται να αποστείλει ο Ιησούς στους μαθητές του, προκειμένου να τους φωτίσει στο κήρυγμα του θείου Λόγου
ii) προσωνυμία του Ιησού Χριστού
αρχ.
1. αυτός που προσκλήθηκε
2. αυτός που ενεργεί ως μεσίτης, ως μεσολαβητής ή παρηγορητής για λογαριασμό κάποιου
3. το αρσ. ως ουσ. παράκλητος
(ως δικανικός όρος)
συνήγορος σε δικαστήριο.

Greek Monotonic

παράκλητος: -ον, I. αυτός που καλείται σε βοήθεια, Λατ. advocatus· ως ουσ., νομικός βοηθός, συνήγορος, σε Δημ.
II. σε Καινή Διαθήκη, ὁ Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα, ο Μεσολαβητής ή Παρηγορητής.