πυρός
English (LSJ)
(in dialects also σπυρός (q. v.)), ὁ,
A wheat, Triticum vulgare, μελίφρονα, μελιηδέα πυρόν, Il.8.188, 10.569; κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ground it, Od.20.109; given to geese, 19.536: pl., with other grains, πυροί τε ζειαί τε ἰδ' εὐρυφυὲς κρῖ λευκόν 4.604; πυροὶ καὶ κριθαί 9.110, 19.112, cf. Il.11.69, IG12.76.38, al., Hdt.2.36, 4.33, Ar.V.1405, Pax 1145, Av.580, Th.6.22, D.19.145, Thphr.HP8.4.3, Dsc.2.85, etc.
2 a grain of wheat, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμήν Arist.GA728b35, cf. Plu.in Hes.84.
3 πυρὸς ἄγριος = χελιδόνιον τὸ μικρόν (pilewort, Ranunculus ficaria), Dsc.2.181. (Cf. Lith. pūraĩ (pl.) 'wheat', and perh. πυρήν.)
German (Pape)
[Seite 824] ὁ, der Weizen; ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, Od. 20, 109; als Pferdefutter, Il. 10, 569; gew. im plur., vgl. Od. 4, 604; neben κριθαί, 9, 110. 19, 112; Futter der Gänse, ib. 536; Ar.; u. in Prosa, wie Plat. Menex. 238 a u. Folgde überall. – Man findet Zusammenhang mit πῦρ, Feuer, in der gelben Farbe; aber υ ist der Quantität nach verschieden.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρός: ὁ, σῖτος, μελιηδέα, μελίφρονα πυρὸν Ἰλ. Θ. 188, Κ. 569· ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, ἤλεσαν (ὁ ἀληλεσμένος σῖτος ἐκαλεῖτο ἀλείατα ἢ ἄλευρα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄλφιτα τὴν ἀληλεσμένην δηλ. κριθήν, πρβλ. ὡσαύτως μῆλοψ), Ὀδ. Υ. 109· δίδοται δὲ εἰς τοὺς ἵππους, Τ. 536· ἐν τῷ πληθ., μνημονεύεται μετ’ ἄλλων σιτηρῶν, πυροί τε ζειαί τε ἰδ’ εὐρυφυὲς κρῖ λευκὸν Δ. 604· πυροὶ καὶ κριθαὶ Ι. 110., Τ. 112· θερίζεται δὲ διὰ δρεπάνου, Ἰλ. Λ. 67· κἑξ.· - οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 36., 4. 33, Ἀριστοφ. Σφ. 1405, Εἰρ. 1145, Ὄρν. 580, Θουκ. 6. 22, Δημ. 386. 4. 4) κόκκος σίτου, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 16. (Ἐντεῦθεν πυρνός, πύρινος, κτλ.· ὁ Κούρτ. παραβάλλει Σλαυ. pyr-o (ὄλυρα), Βοημ. pyr (ἄγρωστις), Λεττ. pûr-ji (triticum), Λιθ. pyr-agus (σίτινος ἄρτος).)
French (Bailly abrégé)
1gén. de πῦρ.
2οῦ (ὁ) :
blé, froment, plante.
Étymologie: DELG lit. purai « blé d’hiver », puras « grain de blé », termes apparentés en slave, mais désignant d’autres espèces de céréales ; terme i.-e.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
και σπυρός, ὁ, Α
1. το σιτάρι, ο σίτος
2. κόκκος σιταριού
3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» — το φυτό χελιδόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία του σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pūro- «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν διάφορα είδη δημητριακών (πρβλ. λιθουαν, pūraī «σίτος», ρωσ. pyro «κεχρί», αγγλοσαξ. fyrs «άγρωστις»). Έχουν διατυπωθεί, επίσης, διάφορες απόψεις, οι οποίες παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως λ. χ, η σύνδεση της λ. με το λατ. pavio «χτυπώ» και το λιθουαν. piauti «κόβω, αλέθω, δέρνω» ή η άποψη ότι πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με ευρεία διάδοση. Ο δωρ. τ. σπυρός εμφανίζει αρκτικό -σ-, το οποίο προέρχεται, κατά μία άποψη, από κάποια αρχαϊκού τύπου εναλλαγή (πρβλ. πέλεθος: σπέλεθος, πύραθος: σπύραθος), ενώ, κατ' άλλη άποψη, από αναλογική επίδραση τών σῖτος, σπόρος, σπέρμα. Τέλος, από την οικογένεια της λ. πυρός, η οποία πολύ νωρίς αντικαταστάθηκε από αυτήν του σῖτος, μόνο το παρ. πυρήν διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην επιστημονική ορολογία].
(II)
-ή, -ό, Ν
(στον Ερωτόκρ.) πυρώδης, διάπυρος, φλογερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ κατά τα επίθ. σε -ος (πρβλ. χρυσός: αρχ. χρυσοῦς)].
Greek Monotonic
πῡρός: ὁ, σιτάρι, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πῠρός:
I gen. к πῦρ.
πῡρός: II ὁ
1) пшеница Hom., Her., Thuc., Arph. etc.;
2) пшеничное зерно Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πῡρός -οῦ, ὁ, meestal plur., tarwe.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: (grain of) wheat (Il.).
Other forms: mostly pl. πυροί (Schwyzer-Debr. 43, Chantraine Gramm. hom. 2, 30), Dor. (Cos, Thera, Syracuse a.o.) σπυρός.
Compounds: Compp., e.g. πυρο-φόρος wheat-bearing (Il.), διόσ-πυρον n. the cherry-like fruit of Celtis australis (Thphr.), -πυρος m. = λιθόσπερμον (Dsc.; Strömberg Pfl.namen 128 a. 138); on the gender cf. βούτυρον, -ος (s.v.).
Derivatives: Dimin. πυρίδια pl. n. (Ar., pap.); the adj. πύρ-ινος (E., X., hell.), -ικός (pap.), -ώδης (Str.), -άμινος (Hes. fr. 117 a.o.; after κυάμ-, σησάμ-ινος; Forbes Mnem. 4 : 11, 157) of wheat, -αμίς, -αμοῦς (s. v.); the subst. πυρ-ίτης ἄρτος wheat-bread (Aët.), αὑτο-πυρίτης (Phryn. Com., Hp.) = αὑτό-πυρος a. o. (Redard 90). -- Also πυρήν, -ῆνος m. pip, stone of fruit (Ion., Arist., hell.; Solmsen Wortforsch. 125f.) with ἀ-πύρην-ος pitless (Ar. Fr. 118, Thphr. etc.) a.o.; πυρην-ίς (Tanagra IIIa; wr. πουρεινις), -ιον (Thphr.), -ίδιον (Delos IIIa, pap.) kernel, knag, knob; also πυρην-άδες f. pl. n. of guild in Ephesos (inscr.); -ώδης pit-like (Thphr.).
Origin: IE [Indo-European] [850] *puH-ro- (peh₁u-, puh₁-?) corn, wheat
Etymology: Old designation of wheat, which is also retained in Balto-Slav., e.g. Lith. pūraĩ pl. winter corn, sg. pũras m. single corn of winter corn, SCr. pȉr m. spelt, Russ.-CSl. pyro ὄλυρα, κέγχρος', Russ. pyréj dog-grass, Triticum repens; to this from Germ. OE fyrs dog-grass (deviating stem; cf. Specht Ursprung 69). Skt. pūraḥ m. cake remains far (Mayrhofer KEWA s.v. w. lit.). On the facts Schrader-Nehring Reallex. 2, 647. -- Anlaut. σ- in σπυρός perh. from σῖτος or from σπόρος, σπέρμα (Fraenkel Phil. 97, 169 f., IF 59, 304 f.). Further forms w. lit. in Fraenkel and Vasmer s.vv.; also WP. 2, 83 and Pok. 850. -- Orig. old Wanderwort (Schwyzer 58 n. 3 with Güntert a.o.)? After Nieminen KZ 74, 170f. as "what is beaten , what is threshed" to IE *pēu-, pǝu- (Pok. 827) beat, hew cutting in Lith. piáuti cut, mow, Lat. paviō beat; worth considering.
Middle Liddell
πῡρός, οῦ, ὁ,
wheat, Hom.; also in plural, Od., etc.
Frisk Etymology German
πυρός: {pūrós}
Forms: meist pl. πυροί (Schwyzer-Debr. 43, Chantraine Gramm. hom. 2, 30), dor. (Kos, Thera, Syrakus u.a.) σπυρός,
Grammar: m.
Meaning: Weizenkorn, Weizen (seit Il.).
Composita : Kompp., z.B. πυροφόρος Weizen tragend (vorw. poet. seit Il.), διόσπυρον n. die kirschenähnliche Frucht von Celtis australis (Thphr.), -πυρος m. = λιθόσπερμον (Dsk.; Strömberg Pfl.namen 128 u. 138); zum Genus vgl. βούτυρον, -ος (s.d.).
Derivative: Davon das Demin. πυρίδια pl. n. (Ar., Pap.); die Adj. πύρινος (E., X., hell.), -ικός (Pap.), -ώδης (Str.), -άμινος (Hes.Fr. 117 u.a.; nach κυάμ-, σησάμινος; Forbes Mnem. 4 : 11, 157) aus Weizen, -αμίς, -αμοῦς (s. bes.); das substantive πυρίτης ἄρτος Weizenbrot (Aët.), αὐτοπυρίτης (Phryn. Kom., Hp. u.a.) = αὐτόπυρος u. a. (Redard 90). — Auch πυρήν, -ῆνος m. ‘Obst-, Fruchtkern’ (ion., Arist., hell.; Solmsen Wortforsch. 125f.) mit ἀπύρηνος ohne Kern (Ar. Fr. 118, Thphr. usw.) u.a.; πυρηνίς (Tanagra IIIa; geschr. πουρεινις), -ιον (Thphr.), -ίδιον (Delos IIIa, Pap.) Kernchen, Knollen, Knorren; auch πυρηνάδες f. pl. N. einer Gilde in Ephesos (Inschr.); -ώδης kernartig (Thphr.).
Etymology : Alte Benennung des Weizens, die auch im Baltoslav. erhalten ist, z.B. lit. pūraĩ pl. Winterweizen, sg. pũras m. Einzelkorn von Winterweizen, skr. pȉr m. Spelt, russ.-ksl. pyro ’ὄλυρα, κέγχρος’, russ. pyréj Quecke, Triticum repens; dazu aus dem Germ. ags. fyrs Quecke (Stammbildung abweichend; vgl. Specht Ursprung 69). Aind. pūraḥ m. Kuchen bleibt fern (Mayrhofer s.v. m. Lit.). Zum Sachlichen Schrader-Nehring Reallex. 2, 647. — Anlaut. σ- in σπυρός stammt von σῖτος oder von σπόρος, σπέρμα (Fraenkel Phil. 97, 169 f., IF 59, 304 f.). Weitere Formen m. Lit. bei Fraenkel und Vasmer s.vv.; auch WP. 2, 83 und Pok. 850. — Urspr. altes Wanderwort (Schwyzer 58 A. 3 mit Güntert u.a.)? Nach Nieminen KZ 74, 170f. als "das Geschlagene, das Gedroschene" zu idg. pēu-, pəu- schlagen, schneidend hauen in lit. piáuti schneiden, mähen, lat. paviō schlagen; erwägenswert.
Page 2,631