ἔφεδρος

From LSJ
Revision as of 12:30, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφεδρος Medium diacritics: ἔφεδρος Low diacritics: έφεδρος Capitals: ΕΦΕΔΡΟΣ
Transliteration A: éphedros Transliteration B: ephedros Transliteration C: efedros Beta Code: e)/fedros

English (LSJ)

ον, (ἕδρα) A sitting or seated upon, c. gen., λεόντων ἔφεδρε, of Cybele, S.Ph.401 (lyr.); ἵππου E.Ion202 (lyr.); γῆς ἔ. στρατός Id.Rh.954. 2 ἔφεδρον, τό, firm seat, bench, Hp.Fract.8. 3 ἔφεδρον, τό, = ἵππουρις, prob.in Dsc.4.46, Plin.HN26.133. II sitting by, at, or near, τῶν πηδαλίων, of a helmsman, Pl.Plt. 273e: also c.dat., σκηναῖς E.Tr.139 (anap.):abs., ξύνεστιν ἔφεδρος lies close at hand, S.Aj.610 (lyr.). 2 posted in support or reserve, ἐφέδρους ἱππότας . . ἱππόταις ἔταξε posted horsemen to support horsemen, E.Ph.1095, cf. Plb.8.31.6, Onos.21.6, al. 3 lying by and watching, waiting on, τῶν καιρῶν, τοῖς καιροῖς, Plb.3.12.6, Fr.160, cf. Call.Del. 125; ἔ. βίου waiting upon his life, i.e.for his death, Men.663; χαλεπώτατοι ἔ., of debtors in a city, Aen.Tact.14.1. 4 the third competitor in contests, who sits by to fight the conqueror, Pi.N.4.96, E.Rh.119, Ar. Ra.792, cf. Luc.Herm.41 sq.; πρὸς βασιλέα τὸν μέγιστον ἔφεδρον ἀγωνιζόμεθα X.An.2.5.10; καθάπερ ἔ. ἀθλητῇ Plu.Sull.29; Κράσσος, ὃς ἔ. ἦν ἀμφοῖν Id.Caes.28; ἔ. τοῦ ἀγῶνος Id.Pomp.53; μόνος ὢν ἔφεδρος δισσοῖς, i.e. one against two, with no one to take his place if beaten, A.Ch.866 (anap.). 5 generally, one who waits to take another's place, a successor, ἔ. βασιλεύς Hdt.5.41; ἔ. τινός Luc.Gall.9.

German (Pape)

[Seite 1113] 11 darauf sitzend; ταυροκτόνων λεόντων ἔφεδρε Soph. Phil. 399 ch., von Löwen gezogen; πτεροῦντος ἵππου ἔφεδρος Eur. Ion 202; γῆς ἔφεδρος στρατός Rhes. 954, das Land besetzende, im Lande lagernde Heer. – 2) daneben, dabei sitzend, σκηναῖς ἔφ. Ἀγαμεμνονείαις Eur. Tr. 139; τῶν πηδαλίων, der am Steuerruder sitzt, der Steuermann, Plat. Polit. 273 d. – Bes. im Kampfspiel, der Fechter, der statt des Überwundenen eintritt u. den Kampf fortsetzt, Ar. Ran. 791 ff., wo der Schol. erkl. ὁ μαχομένων τινῶν παρακαθήμενος καὶ μέλλων τῷ νεκικηκότι μαχήσασθαι; ἔφ. ἀγῶνος Plut. Pomp. 53; so vielleicht Soph. Ai. 604 zu nehmen, καί μοι δυσθεράπευτος Αἴας ξύνεστιν ἔφεδρος, nach dem Schol. ὅτι ἔσχατος ἐλείφθη Αἴας εἰς κακόν, s. Lob. zu der Stelle; vgl. noch Luc. Hermot. 41 ff.; Plut. Sull. 29; ἔφεδρος ἀμφοῖν, der die von beiden siegende Partei bekämpfen wird, Caes. 28; übertr., ὡς ἔφεδρος ἀνίστημι τὴν τελευταίαν ἀπορίαν, ἐπεὶ ταῖς πρώταις διηγώνισται μετρίως S. N. V. 12; zum Schutze bereitstehend, ἱππόται Eur. Phoen. 1095; als Reserve dienend, Pol. 8, 33, 6; übh. ein frischer, gefährlicher Feind, Pind. N. 4, 96; πρὸς βασιλέα τὸν μέγιστον ἔφεδρον ἀγωνιζοίμεθα Xen. An. 2, 5, 10; ähnlich heißt so Orest Aesch. Ch. 853, mit dem Nebengedanken "der Rächer seines Vaters". – Dah. auch der in die Stelle eines Andern eintritt, βασιλεύς, der Thronfolger, Her. 5, 41; βασιλείας, Kronprätendent, Luc. Gall. 9; – der bei Etwas sitzt, um aufzulauern, der Wächter, Callim. Del. 125; τῶν καιρῶν, der den rechten Zeitpunkt abpaßt, Pol. 3, 12, 6; βίου, der auf den Tod des Andern wartet, Men. Stob. fl. 83, 5. – Bei Hippocr. ist τὸ ἔφεδρον ein feststehender Sitz, Stuhl.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφεδρος: -ον, (ἕδρα) καθήμενος ἐπί τινος, μετὰ γεν., λεόντων ἔφεδρε, ἐπὶ τῆς Κυβέλης, Σοφ. Φιλ. 401· ἵππου Εὐρ. Ἴων 202· γῆς ἔφ. στρατὸς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 954. 2) ἔφεδρον, τό, σταθερὸν κάθισμα, θρανίον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 757. - «ἔφεδρόν τι· ὀστοῦν τι ἐν ἡμῖν» Ἡσύχιος. ΙΙ. ὁ καθήμενος πλησίον, τῶν πηδαλίων, ἐπὶ τοῦ πηδαλιούχου, Πλάτ. Πολιτικ. 273D· ὡσαύτως μετὰ δοτ., σκηναῖς Εὐρ. Τρῳ. 139· ἀπολ… ξύνεστιν ἔφεδρος, κεῖται πλησίον, Σοφ. Αἴ. 610. 2) τοποθετημένος ἐν ἐφεδρείᾳ πρὸς βοήθειαν ἢ ἀνακούφισιν, ἐφέδρους, ἱππότας… ἱππόταις ἔταξε, ἔταξεν ἱππεῖς ὡς ἐφεδρείαν πρὸς βοήθειαν τῶν ἱππέων, Εὐρ. Φοίν. 1095· πρβλ. Πολύβ. 8. 33, 6. 3) παρακαθήμενος καὶ παραφυλάττων, τῶν καιρῶν, τοῖς καιροῖς ὁ αὐτ. 3. 12, 6, κτλ., πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 125· ἔφ. βίου, καιροφυλακῶν τὴν ζωήν του, δηλ. καραδοκῶν τὸν θάνατόν του, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 3, Ἡσύχ. 4) συχνάκις ἐπὶ τοῦ τρίτου ἀγωνιστοῦ (πυγμάχου ἢ παλαιστοῦ), ὅστις παρακάθηται ὅπως ἀγωνισθῇ κατὰ τοῦ νικητοῦ, ὡς τὸ διάδοχος, supposititius (Martial.), Πίνδ. Ν. 4. 156, Εὐρ. Ρῆσ. 119, Ἀριστοφ. Βάτρ. 792, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 41 κἑξ.· πρὸς βασιλέα μέγιστον ἔφεδρον ἀγωνιζοίμεθα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 10· καθάπερ ἔφ. ἀθλητῇ Πλουτ. Σύλλ. 29 Κράσσος, ὃς ἔφ. ἦν ἀμφοῖν ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 28· ἔφ. τοῦ ἀγῶνος ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 53· οὕτω, κατά τινα ἀντίφασιν ἐν Αἰσχύλ. Χο. 866, μόνος ὢν ἔφεδρος δισσοῖς, δηλ. εἷς ἐναντίον δύο, μηδενὸς ὑπάρχοντος ὅπως λάβῃ τὴν θέσιν αὐτοῦ ἡττηθέντος. 5) καθόλου, ὁ ἀναμένων ὅπως λάβῃ τὴν θέσιν ἑτέρου, διάδοχος, ἔφ. βασιλεὺς (ἄνευ διαφ. γραφ. ἔπεδρος) Ἡρόδ. 5. 41· ἔφ. τινὸς Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 9. - Ὁ Κόντος (ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 327) διορθοῖ τὸ ἐν Μιχ. Ἀκομινάτῳ (τόμ. Β΄, σ. 119, 17) ἔφεδρος εἰς ὕφεδρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est assis ou s'assied sur, qui est posé ou se pose sur, gén.;
2 qui est assis ou s'assied auprès, τινι ; qui observe, qui épie, gén. ; en parl. d’athlètes qui se tient prêt à remplacer un champion vaincu, athlète de réserve ; en gén. champion ; p. ext. qui se tient prêt à prendre la place de : τινος de qqn ; ou qui succède à un autre, successeur ; fig. nouvel adversaire, nouveau fléau.
Étymologie: ἐπί, ἕδρα.

English (Slater)

ἔφεδρος the third member in a competition who waits to fight the winner among the others. μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος (N. 4.96)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔφεδρος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα της πρώτης γραμμής, ο εφεδρικός
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο έφεδρος
στρατεύσιμος πολίτης που έχει εκπληρώσει την καθορισμένη θητεία του στον στρατό και ανήκει σε μια από τις εφεδρικές κλάσεις
2. φρ. «έφεδρος αξιωματικός» — στρατιωτικός ο οποίος μετά το τέλος της γενικής του εκπαίδευσης εκπαιδεύθηκε σε ειδική σχολή εφέδρων αξιωματικών και αποφοίτησε από αυτήν ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, μπορεί δε να προαχθεί ώς τον βαθμό του λοχαγού
αρχ.
1. αυτός που κάθεται επάνω σε κάτι (για την Κυβέλη «ἔφεδρε λεόντων», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφεδρον
α) κάθισμα, θρανίο
β) το φυτό ίππουρις
3. αυτός που κάθεται κοντά σε κάτι (α. «ἔφεδρος τῶν πηδαλίων» — ο τιμονιέρης, Πλατ.
β. «καὶ μοι Αἴας ξύνεστιν ἔφεδρος» — βρίσκεται κοντά μου ο Αίας, Σοφ.)
4. (στην πυγμαχία ή στην πάλη) αθλητής που περιμένει τη λήξη του προκριματικού αγώνα για να αντιμετωπίσει τον νικητή («νικῶν δ' ἔφεδρος παῑδ' ἔχεις τὸν Πηλέως», Ευρ.)
5. κατάλληλος, διαθέσιμος για να διαδεχθεί, να αντικαταστήσει άλλον, διάδοχος («οὗ ἔφεδρος ἐγώ... ἐκλήμην», Λουκιαν.)
6. αυτός που παραμονεύει για να επωφεληθεί από κάτι («ἵνα τοὺς μὲν ἐφέδρους νομίζοντες εἶναι τῶν καιρῶν ἀεὶ φυλάττωνται», Πολ.)
7. αυτός που επιβουλεύεται κάτιἔφεδρος βίου» — επιβουλευόμενος τη ζωή του, περιμένοντας την ώρα του θανάτου, Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφέδρα (< εφέζομαι)].

Greek Monotonic

ἔφεδρος: -ον (ἕδρα),·
I. αυτός που κάθεται πάνω σε, με γεν., λεόντων ἔφεδρε, λέγεται για την Κυβέλη, σε Σοφ.· ἔφ. ἵππου, σε Ευρ.
II. 1. αυτός που κάθεται κοντά σε, τῶνπηδαλίων, λέγεται για τον πηδαλιούχο, σε Πλάτ.· επίσης, με δοτ., σε Ευρ.· απόλ., ὁ κοντινός, σε Σοφ.
2. αυτός που έχει τοποθετηθεί σε εφεδρεία αναμένοντας να βοηθήσει ή να ανακουφίσει, σε Ευρ.
3. αυτός που βρίσκεται κοντά, λέγεται για τρίτο αγωνιστή (πυγμάχο ή παλαιστή), που στέκεται παραδίπλα, για να αγωνιστεί με τον νικητή, σε Πίνδ., Αριστοφ., Ξεν.· μόνος ὢν ἔφεδρος δισσοῖς, δηλ. ένας εναντίον δύο, με κανέναν αντικαταστάτη, αν εκείνος νικηθεί, σε Αισχύλ.
4. διάδοχος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔφεδρος:
1) сидящий, восседающий (ἵππου Eur.): λεόντων ἔ. Soph. восседающая на львах (Кибела); ἔ. τῶν πηδαλίων Plat. сидящий у кормила, кормчий;
2) живущий, обитающий (σκηναῖς Ἀγαμεμνονίαις Eur.);
3) стоящий лагерем, занимающий (γῆς ἔ. Ἑλλήνων στρατός Eur.);
4) находящийся рядом, т. е. готовый оказать помощь (Αἴας ξύνεστίν μοι ἔ. Soph.): ἔ. τοῦ ἀγῶνος Plut. запасный или свежий боец;
5) находящийся в резерве (ἱππόται Eur.);
6) идущий на смену, являющийся преемником или будущий (βασιλεύς Her.);
7) подкарауливающий, подстерегающий, высматривающий (τῶν καιρῶν и τοῖς καιροῖς Polyb.).
II
1) соперник, противник: ἔ. ἦν ἀμφοῖν Plut. (Красс) был противником обоих;
2) преемник (ἔ. καὶ διάδοχός τινος Luc.).

Middle Liddell

ἔφ-εδρος, ον ἕδρα
I. sitting or seated upon, c. gen., λεόντων ἔφεδρε, of Cybele, Soph.; ἔφ. ἵππου Eur.
II. sitting by, at, or near, τῶν πηδαλίων, of a pilot, Plat.; also c. dat., Eur.: absol. close at hand, Soph.
2. posted in support or reserve, Eur.
3. lying by, of a third combatant (pugilist or wrestler), who sits by to fight the conqueror, Pind., Ar., Xen.:— μόνος ὢν ἔφεδρος δισσοῖς, i. e. one against two, with no one to take his place if beaten, Aesch.
4. a successor, Hdt.