καθοράω

From LSJ
Revision as of 10:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθοράω Medium diacritics: καθοράω Low diacritics: καθοράω Capitals: ΚΑΘΟΡΑΩ
Transliteration A: kathoráō Transliteration B: kathoraō Transliteration C: kathorao Beta Code: kaqora/w

English (LSJ)

Ion. κατοράω, impf.
A καθεώρων X.Cyr.3.2.10, Ion. 3sg. κατώρα Hdt.7.208: pf. καθεώρακα Pl.Lg.905b: fut. κατόψομαι Hdt.3.17: 3sg. pf. κατῶπται Pl.R. 432b: aor. 1 κατώφθην Id.Phlb.46b: for aor. Act., v. κατεῖδον:—look down, ἐξ Ἴδης καθορῶν Il.11.337; ἐπί τινος Hdt.7.44:—Med., ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν Il.13.4.
II trans., look down upon, ὅσους θνητοὺς ἠέλιος καθορᾷ Sol.14, cf. Thgn.168, 616, X.Cyr. 3.2.10; ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον Pl.Sph.216c, etc.: metaph., φρένα Δίαν κ., ὄψιν ἄβυσσον A.Supp.1058 (lyr.):—Med., Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται Il.24.291.
2 have within view, see distinctly, descry, Hdt. 7.208, 9.59, Ar.Nu.326, Pl.R. 516a, etc.:—Pass., Th.3.20, 112, Pl. Phlb.38d, etc.
3 behold, observe, perceive, Pi.P.9.49, E.Fr.910.5 (anap.); καθορᾶν τι ἔν τινι to observe something therein, Pl.Lg. 905b, cf. Grg.457c; τι ἐν τῇ ζητήσει Id.R.368e; ἵν' ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου that he may not observe thy knavish tricks, Ar.Eq.803; also κ. τὰς τρίχας εἰ… to look and see whether... Hdt.2.38.
4 explore, τὰ ἄλλα Id.3.17, cf. 123.
5 regard, reverence, τὸ τοῦ θεοῦ κράτος LXX 3 Ma.3.11.

German (Pape)

[Seite 1289] (s. ὁράω), herab-, heruntersehen, -schauen; Κρονίων ἐξ Ἴδης καθορῶν Il. 11, 337; Hom. im med., ὅςτε Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται 24, 291, ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν 13, 4; ἀφ' ὑψηλοτέρου Xen. Hell. 6, 2, 29; ἀπὸ τοῦ ἄκρου τὰ ὄπισθεν γιγνόμενα An. 4, 2, 15; ἄνωθεν Plat. Rep. V, 476 d; ὕψοθεν τὸν τῶν κάτω βίον Soph. 216 c; durchschauen, erkennen, Pind. P. 9, 47; τί δὲ μέλλω φρένα Δῖαν καθορᾷν; wie soll ich Zeus Rathschluß durchschauen? Aesch. Suppl. 1044; πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι ib. 89; übh. erblicken, κατεῖ. δον δὲ πῆμ' ἄελπτον Pers. 985; τἡν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν Soph. Ant. 1206; τὴν σὴν (ὀργὴν) ὁμοῦ ναίουσαν οὐ κατεῖδες O. R. 338; ἵνα ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου Ar. Equ. 803; Ἀθηναίους ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα Her. 9, 59; τί τοιοῦτο ἐν τῇ ζητήσει καθορᾷς Plat. Rep. II, 368 e; an Einem Etwas bemerken, ἐν αὐτοῖς τὸ τοιόνδε ὅτι Gorg. 457 c; τοῦτο ἐν κυσὶ κατόψει Rep. II, 376 a; c. partic., wie das simpl., ἕτερον ἡμῖν γεγονός Polit. 266 b; Sp, πέμπειν ἐκέλευεν εἰς Ἀθήνας τοὺς κατοψομένους, die es in Augenschein nehmen sollten, Plut. Them. 19. – Das med. außer Hom. noch Soph. El. 880, κατιδέσθαι Her. 5, 35. 7, 208.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. κατόψομαι, ao.2 κατεῖδον, etc.
1 regarder d'en haut : ἐπί τινος qch;
2 p. ext. examiner, observer, acc. ; remarquer, se rendre compte de, acc.;
Moy. καθοράομαι, καθορῶμαι voir d'en haut, contempler : ἐπὶ αἶαν IL la terre.
Étymologie: κατά, ὁράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-οράω, Ion. κατοράω, Ion. imperf. κατώρων naar beneden kijken, neerzien:; ἐξ Ἴδης καθορῶν vanaf de Ida neerziend Il. 11.337; κατορῶν ἐπὶ τῆς ἠϊόνος uitziend over het strand Hdt. 7.44; ook med.: καθορώμενος αἶαν neerziend op de aarde Il. 13.4. goed bekijken, waarnemen, met acc.:; τὰ ἄλλα κατοψομένους om de rest goed te bekijken Hdt. 3.17.2; overdr. opmerken, doorzien:. φρένα Δίαν καθορᾶν de gedachten van Zeus doorzien Aeschl. Suppl. 1058; ἵν’ ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου opdat hij jouw schurkenstreken niet opmerkt Aristoph. Eq. 803.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθοράω: ион. κᾰτοράω тж. med. (impf. καθεώρων - ион. 3 л. sing. κατώρα, fut. κατόψομαι, aor. 1 κατώφθην, aor. 2 κατεῖδον, pf. καθεόρακα и κατῶμμαι)
1 глядеть вниз, смотреть, взирать (ἐξ Ἴδης Hom.; ἀφ᾽ ὑψηλοτέρου Xen.; ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν Hom.);
2 осматривать: ἀποπέμπειν κατοψόμενόν τινα Her. послать кого-л. для осмотра;
3 озирать, обозревать, наблюдать (Τροίην πᾶσαν Hom. - in tmesi; τὰ ὄπισθεν γιγνόμενα Xen.);
4 филос. созерцать (αὐτὸ καλόν, ὑψόθεν τὸ τῶν κάτω βίον Plat.);
5 постигать (φρένα Δῖαν Aesch.);
6 замечать, видеть (Ἀθηναίους Her.; τὰς αἰτίας Arst.);
7 видеть, усматривать (τι ἔν τινι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

καθοράω: Ἰων. κατοράω: παρατ. καθεώρων Ξεν. Κύρ. 3. 2, 10, Ἰων. γ΄ ἑνικ. κατώρα Ἡρόδ· 7. 208: πρκμ. καθεώρακα ἢ -εόρακα: μέλλ. κατόψομαι: πρκμ. κατῶμμαι Πλάτ. Πολιτ. 432Α: ἀόρ. α΄ κατώφθην ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 46Β· - περὶ τοῦ ἐνεργ. ἀορ. ἴδε κατεῖδον. Ὁρῶ πρὸς τὰ κάτω, ἐξ Ἴδης καθορῶν Ἰλ. Ζ. 21, Λ. 337· ἐπί τινος Ἡρόδ. 7. 44· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν Ἰλ. Ν. 4. ΙΙ. μεταβ., ὅσους ἢ ὁπόσους ἠέλιος καθορᾷ· Σόλων 14, Θέογν. 168, 850, πρβλ. 616, Ξεν. Κυρ. 3. 2, 10· ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον Πλάτ. Σοφιστ. 216C, κτλ.: - οὕτω παρ’ Ὁμ. τὸ μέσον, Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται Ἰλ. Ω. 291. 2) βλέπω τι εὐκρινῶς, κατώρα πᾶν μὲν οὐ τὸ στρατόπεδον Ἡρόδ. 7. 208., 9. 59, Ἀριστοφ. Νεφ. 326, Πλάτ., κλ.: - Θουκ. 3. 20, 112, Πλάτ., κλ. 3) βλέπω, παρατηρῶ, εὖ καθορᾷς Πινδ. Π. 9, 86, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1059· καθορᾶν τι ἔν τινι Πλάτ. Νόμ. 905Β, πρβλ. Γοργ. 457C· ἵν’ ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου, ἵνα μὴ παρτηρῇ τὰ πανοῦργα τεχνάσματά σου) ἃ πανουργεῖς = τὰ πανουργήματα), Ἀριστοφ. Ἱππ. 803· ὡσαύτως, κατορᾷ δὲ τὰς τρίχας τῆς οὐρῆς εἰ κατά φύσιν ἔχει πεφυκυίας, παρατηρεῖ δὲ κτλ., Ἡρόδ. 2. 38. 4) ἐρευνῶ, ἐξετάζω, τὰ ἄλλα Ἡρόδ. 3. 17, πρβλ. 123. 5) θεωρῶ μετὰ σεβασμοῦ, σέβομαι, τὸ τοῦ Θεοῦ κράτος Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 11).

English (Autenrieth)

mid. part. καθορώμενος: look down upon, Il. 11.337, Il. 13.4.

English (Slater)

καθοράω survey χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷς sc. Apollo (P. 9.49)

English (Strong)

from κατά and ὁράω; to behold fully, i.e. (figuratively) distinctly apprehend: clearly see.

English (Thayer)

καθόρω:
1. to look down, see from above, view from on high (Homer, Herodotus, Xenophon, Plato, others).
2. "to see thoroughly (cf. κατά, III:1 at the end), perceive clearly, understand" (German erschauen): present passive 3rd person singular καθορᾶται, Romans, i., p. 61.

Greek Monotonic

καθοράω: Ιων. κατ-· παρατ. καθεώρων, Ιων. γʹ ενικ. κατώρα· παρακ. καθεόρακα· επίσης από √ΟΤΤ, μέλ. κατόψομαι, παρακ. κατῶμμαι, αόρ. αʹ κατώφθην· για τον αόρ. βʹ, βλ. κατεῖδον·
I. κοιτάζω προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. με αιτ., κοιτάζω προς τα κάτω, είμαι πάνω από κάτι και κοιτάζω προς τα κάτω, ὁπόσους ἠέλιος καθορᾷ, σε Θέογν. κ.λπ.
2. βλέπω κάτι ευκρινώς, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, διακρίνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
3. βλέπω, παρατηρώ, σε Πίνδ., Αριστοφ.
4. ερευνώ, εξετάζω, τὰ ἄλλα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ionic κατ- imperf. καθεώρων ionic 3rd sg. κατώρα perf. καθεόρακα fut. κατόψομαι perf. κατῶμμαι aor1 κατώφθην [for the aor2, v. κατεῖδον
I. to look down, Il., Hdt.; so in Mid., Il.
II. c. acc. to look down upon, ὁπόσους ἠέλιος καθορᾷ Theogn., etc.
2. to have within view, to perceive, Hdt., Ar., etc.
3. to look to, observe, Pind., Ar.
4. to explore, τὰ ἄλλα Hdt.

Chinese

原文音譯:kaqor£w 卡特-哦拉哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-看見 相當於: (רָאָה‎ / רָאֶה‎ / רְאוּת‎)
字義溯源:全然注視,看得清楚,覺察,注意,曉得;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(εἶδον / ὁράω)*=凝視)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 曉得(1) 羅1:20