ἐσθίω
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
(cf. ἔσθω, ἔδω, the latter of which is the radic. form, and supplies fut. and pf. of ἐσθίω), impf.
A ἤσθιον Hes.Op.147 : fut. ἔδομαι (old pres. subj. of non-thematic stem) Il.4.237, Ar.Pax1357(lyr.), etc. ; ἐδοῦμαι late, (προκατ-) Luc.Hes.7, etc. : pf. ἐδήδοκα Ar.Eq.362, X.An.4.8.20 ; opt. ἐδηδοκοίη Cratin.320 ; Ep.part. ἐδηδώς, -υῖα, Il.17.542, h.Merc.560 : plpf. ἐδηδόκειν Luc.Gall.4(v.l.):—Med., aor. 1 ἠδεσάμην (κατ-) Gal.5.752:—Pass., ἐσθίομαι Od.4.318, Thphr.HP1.12.4, Luc.Cyn.11, etc. : aor. 1 ἠδέσθην v.l. in Hp.Vict.2.54, Arist.Pr.908a29, (ἀπ-, κατ-) Pl.Com.138,35: pf. ἐδήδεσμαι (κατ-) Pl.Phd.110e, ἐδήδεμαι (ἀπ-) Arist.HA591a5 (v.l.) ; Ep. 3sg. ἐδήδοται Od.22.56.— The aor. 2 and later also the fut. are supplied by φαγ- (v. φαγεῖν); in Ion. and Hellenistic Greek the pf. is βέβρωκα βέβρωμαι, aor. Pass. ἐβρώθην; in late Greek the pres. is τρώγω:—eat, ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Od.2.305, 21.69 ; τὰ ἐσθίοντα ἐν στρατιᾷ the ration-strength, X.Cyr.1.6.17 : usu. c. acc., κρέα ἤσθιον Od.20.348, cf. S.Fr.671 (from a satyric drama), E.Cyc.233 : c. gen., ἐ. τινός eat of.., X.HG3.3.6, etc. ; of animals, devour, ἤσθιε δ' ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος Od.9.292 ; χρόα γῦπες ἔδονται Il.4.237, cf. Hes.Th.524, 773, Semon.9, etc. ; consume, βίοτον καὶ κτήματ' ἔδονται Od.2.123:—Pass., ἐσθίεταί μοι οἶκος my house is eaten up, I am eaten out of house and home, 4.318 ; ὅσσα τοι ἐκπέποται καὶ ἐδήδοται 22.56. 2 metaph., πάντας πῦρ ἐσθίει the fire devours all, Il.23.182 ; of an eating sore, A.Fr.253:—Pass., ὀδόντες ἐσθιόμενοι decayed teeth, Thphr.Char.19.3 ; ἐσθιόμενα eroded parts of the bowel, Hp.Epid.4.20. 3 fret, vex, ἐ. ἑαυτόν Ar.V.287 (lyr.) ; ἐ. τὴν χελύνην ὑπ' ὀργῆς to bite the lip, ib.1083 ; ἐ. καρδίαν Pythag. ap. Plu.2.12e. 4 take in one's mouth, γλῶτταν αὐλοῦ Philostr.Im.1.20.
German (Pape)
[Seite 1042] (auch ἔσθω), nur praes. u. impf.; für den gew. Gebrauch ist das fut. dazu ἔδομαι, aor. ἔφαγον, perf. ἐδήδοκα, ἐδήδεσμαι, aor. ἠδέσθην; essen, gew. von Menschen, absolut, bes. oft ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν, od. τί, Hom. u. Folgde; auch von Thieren, fressen, Ar. Pax 31; Arist. H. A. 6, 18; u. von anderen Dingen, π ῦρ πάντας ἐσθίει, das Feuer verzehrt sie, Il. 23, 182; οἶκος ἐσθίεται, das Haus wird aufgezehrt durch Schwelgerei, Od. 4, 318; selten bei den Tragg.; in Prosa überall; übertr., ἑαυτόν, sich abhärmen, Ar. Vesp. 287; vgl. μὴ ἐσθίειν καρδίαν, Pyth. bei Plut. ed. lib. 17; beißen, anbeißen, Ael. H. A. 6, 9 u. a. Sp. – Hippocr. hat auch das med., bes. τὰ ἐσθιόμενα, scharfe, beißende Sachen.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤσθιον, f. ἔδομαι, et réc. φάγομαι, ao.2 ἔφαγον, pf. ἐδήδοκα, pf.2 ἔδηδα, pqp. ἐδηδόκειν;
Pass. ao. ἠδέσθην, pf. ἐδήδεσμαι;
1 manger : τι, qch ; τινος, de qch ; τὰ ἐσθίοντα XÉN l’organe qui sert à manger, la bouche;
2 rar. en parl. d’animaux paître, se repaître;
3 fig. dévorer, consumer.
Étymologie: R. Ἐδ, manger, dévorer ; cf. ἔδω.
English (Autenrieth)
inf. ἐσθέμεναι, ipf. ἤσθιον, ἦσθε, aor. ἔφαγον, inf. φαγέμεν, φαγέειν, for fut. and perf., see ἔδω: eat, said of both men and animals; fig., ‘consume,’ ‘devour,’ Od. 2.75 ; πῦρ, Il. 23.182; pass., οἶκος, Od. 4.318.
Spanish
English (Abbott-Smith)
ἐσθίω, and (poet, and late prose) ἔσθω, [in LXX chiefly for אכל;]
to eat;
(a)absol.: Mt 14:20, 21 Mk 6:31, Jo 4:31, al.; ἐν τ. φαγεῖν (on this aor. form, v. M, Pr., 111), I Co 11:21; διδόναι φαγεῖν, c. dat. pers., Mk 5:43, al.; ἐ. καὶ πίνειν, Mt 6:25, 31 Lk 10:7, al.; of ordinary use of food and drink, I Co 9:4 11:22; of partaking of food at table, Mk 2:16, Lk 5:30, al.; opp. to fasting, Mt 11:18, Lk 5:33, al.; of revelling, Mt 24:49, Lk 12:45 .
(b)c. acc. rei: Mt 6:25, Mk 1:6, Jo 6:31, Ro 14:2, al.; ἄρτον (Heb. אָכַל לֶחֶם), Mt 15:2, Mk 3:20, al.; τὸν ἑαυτοῦ ἄ., II Th 3:12; ἄ. seq. παρά, gen. pers., II Th 3:8; τά seq. id., Lk 10:7; τ. πάσχα, Mt 26:17, Mk 14:12 al; τ. κυριακὸν δεῖπνον, I Co 11:20; τ. θυσίας, I Co 10:18; seq. ἐκ (= cl. part. gen.), Jo 6:26, 5o, 51, I Co 11:28; ἀπό (cf. Heb. אָכַל מִן), Mt 15:27, Mk 7:28; metaph., to devour, consume: He 10:27, Ja 5:3, Re 17:16 (cf. κατ-, συν-εσθίω) .
English (Strong)
strengthened for a primary edo (to eat); used only in certain tenses, the rest being supplied by φάγω; to eat (usually literal): devour, eat, live.
English (Thayer)
(ἔσθω) equivalent to ἐσθίω, a poetic form in use from Homer down, very rare in prose writings; from it are extant in the N. T. the participle ἔσθων in T Tr WH; (L T Tr WH); L Tr WH, (also 34 WH); the present subjunctive 2nd person plural ἔσθητε in L T Tr WH; (cf. κατεσθίω). It occurs several times in the Sept., as Alex.); ἔσθετε, Tdf. Proleg., p. 81); Buttmann, 58 (51).
Greek Monolingual
ἐσθίω (AM)
τρώγω
αρχ.
1. (για θηρία) καταβροχθίζω
2. (για φωτιά και διαβρωτική νόσο) κατατρώγω («πάντας πῡρ ἐσθίει», Αισχύλ.
«ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.)
3. φθείρω, στενοχωρώ («ἐσθίειν ἑαυτόν» — στενοχωρεί τον εαυτό του)
4. βάζω μέσα στο στόμα μου («ἐσθίω γλῶτταν αὐλοῡ», Φιλόστρ.)
5. καταξοδεύω («ἐσθίεται οἶκος» — η περιουσία κατασπαταλιέται, Ομ. Οδ.)
6. φρ. α) «ἐσθίω τὴν χελύνην» — δαγκώνω το χείλος
β) «ὀδόντες ἐσθιόμενοι» — σαπισμένα δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα εσθίω και έσθω είναι άλλοι τ. ενεστ. του έδω, που προήλθαν πιθ. από την αθέματη προστ. έσθι (Οδ. ρ 478) που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. addhi].
Greek Monotonic
ἐσθίω: παρατ. ἤσθιον, μέλ. ἔδομαι από ἔδω, παρακ. ἐδήδοκα, Επικ. μτχ. ἐδηδώς, υπερσ. ἐδηδόκειν, σε Λουκ. — Παθ., παρακ. ἐδήδεσμαι, Επικ. γʹ ενικ. ἐδήδοται· ο αόρ. βʹ συμπληρώνεται από το φαγεῖν·
1. τρώω, Λατ. edo (πρβλ. ἔδω), σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐσθ. τινός, τρώω από κάτι (επιμεριστική γεν.), σε Ξεν — Παθ., οἶκοςἐσθίεται, η περιουσία καταναλώνεται, η περιουσία κατατρώγεται, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., πάντας πῦρ ἐσθίει, η φωτιά αφανίζει, ρημάζει τα πάντα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐσθ. ἑαυτόν, στενοχωριέμαι (όπως το Ομηρ. ὃν θυμὸν κατέδων), σε Αριστοφ.· ἐσθ. τὴν χελύνην, δαγκώνω το χείλος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐσθίω: (impf. ἤσθιον, fut. ἔδομαι - поздн. φάγομαι, aor. 2 ἔφᾰγον, pf. ἐδήδοκα, pf. 2 ἔδηδα, ppf. ἐδηδόκειν; pass.: aor. ἠδέσθην, pf. ἐδήδεσμαι)
1) есть (τι Hom., Arst. и τινός Xen., Arst.): τὰ ἐσθίοντα Xen. органы еды, т. е. рот;
2) (о животных) поедать, пожирать (ὥστε λέων Hom.; αἰετὸς ἧπαρ ἤσθιεν, sc. Προμηθέως Hes.): ἐδηδοκώς Arst. наевшийся;
3) перен. пожирать, истреблять, уничтожать (πάντας πῦρ ἐσθίει Hom.); pass. быть разоряемым, гибнуть (ἐσθίεταί μοι οἶκος Hom.);
4) (тж. ἐ. τὴν χαρδίαν Pythagoras ap. Plut.) терзать, мучить: ἀνίστασο μηδ᾽ οὕτως σεαυτὸν ἔσθιε Arph. перестань так терзаться;
5) кусать: ὑπ᾽ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐ. Arph. в гневе кусать губы.
Frisk Etymological English
ἔσθω See also: s. ἔδω.
Middle Liddell
1. to eat, Lat. edo (cf. ἔδω), Hom., etc.; ἐσθ. τινός to eat of a thing (partitive gen.), Xen.:—Pass., οἶκος ἐσθίεται the house is eaten up, we are eaten out of house and home, Od.
2. metaph., πάντας πῦρ ἐσθίει the fire devours all, Il.; ἐσθ. ἑαυτόν to vex oneself (like Homer's ὃν θυμὸν κατέδων), Ar.; ἐσθ. τὴν χελύνην to bite the lip, Ar.
Frisk Etymology German
ἐσθίω: ἔσθω
{esthíō}
Grammar: v.
Meaning: essen
See also: s. ἔδω.
Page 1,574