δυσκίνητος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A hard to move, Pl.Ti.56a, Ph.2.227 (Comp.), Thphr.Vent.35 (Sup.); πλοῖα Plb.1.22.3. Adv. δυσκινήτως, ἔχειν πρὸς τοὺς ἀνέμους Arist.Cael.294b17. II in mental relations, δ. πρὸς τοὺς φόβους Pl.R.503d; δ. ὑπὸ ὀργῆς Arist.VV1250a5; δ. ποιεῖν τὴν διάνοιαν Id.PA686a30; ἕξις -οτέρα διαθέσεως Id.Cat.9a10; τὸ δυσκίνητον = obstinacy, Phld.Lib.p.55 O.; of language, clumsiness, τὸ ἄσχημον καὶ δυσκίνητον Id.Po.994.35. Adv. δυσκινήτως καὶ δυσμαθῶς ἔχειν Pl.R.503d. 2 firm, resolute, Plu. Thes.36; inexorable, Ἅιδης AP7.221. 3 impervious to motion, of the soul, Plot.1.4.8.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu bewegen, unbeweglich; γᾶ Plat. Locr. 98 c; Tim. 56 a; σκώληκες, langsam sich bewegend, Arist. H. A. 5, 19; πλοῖα Pol. 1, 22; neben μόνιμος, fest, beständig, Plut. Thes. 36 u. öfter; – daher = unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 660 (VII. 221); – vom Geiste, langsam, δυσκινήτως καὶ δυσμαθῶς ἔχειν Plat. Rep. VI, 503 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. difficile à mouvoir;
II. fig. 1 qui ne se laisse pas émouvoir;
2 lent ou pesant (d'esprit);
3 ferme, résolu.
Étymologie: δυσ-, κινέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσκίνητος: дор. δυσκίνᾱτος 2 (ῑ)
1) с трудом двигающийся, малоподвижный, медлительный (γᾶ Plat.; καμπή Arst.; πλοῖα Polyb.; στρατιά Plut.);
2) перен. неповоротливый, вялый (διάνοια Arst.);
3) устойчивый, незыблемый (μόνιμος καὶ δ. Plut.);
4) непреклонный, неумолимый (Ἃιδης Anth.);
5) несклонный (πρὸς τοὺς φόβους Plat.; πρὸς γέλωτα Plut.): δ. ὑπὸ ὀργῆς Arph. не подверженный гневу.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκίνητος: [ῑ], -ον, δυσκόλως κινούμενος, Πλάτ. Τιμ. 56Α, κτλ. ΙΙ. βραδύς, δ. πρὸς τοὺς φόβους, ὁ αὐτ. Πολ. 503D· δ. ὑπὸ ὀργῆς Ἀριστ. π. Ἀρετ. 2. 1· δ. ποιεῖν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ., δυσκινήτως καὶ ἀμαθῶς ἔχειν Πλάτ. Πολ. 503D. 2) σταθερός, ἀποφασιστικός, Πλούτ. Θησ. 36· καί, ἀνεξιλέωτος, ᾍδης Ἀνθ. Π. 7. 221.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσκίνητος, -ον)
1. αυτός που κινείται με δυσκολία, βραδυκίνητος
2. (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολα
μσν.
(για χρόνο) δύσκολος
αρχ.
1. σταθερός, αμετάβλητος
2. (για ψυχή) ασυγκίνητος
3. αμείλικτος, σκληρός
4. το ουδ. ως ουσ. το δυσκίνητον
α) σταθερότητα
β) (για τη γλώσσα) έλλειψη ευκαμψίας.
Greek Monotonic
δυσκίνητος: -ον (κῑνέω), δύσκολος στο να μετακινηθεί, αργοκίνητος, σε Πλάτ.· αμετακίνητος, σταθερός, αποφασιστικός, σε Πλούτ.· αδυσώπητος, αμείλικτος, σκληρός, σε Ανθ.
Middle Liddell
δυσ-κίνητος, ον [κῑνέω]
hard to move, Plat.:— immovable, resolute, Plut.: inexorable, Anth.
{{DGE
|dgtxt=-ον
• Alolema(s): hiperdor. δυσκίνατος Ti.Locr.98c
I 1 que se mueve con dificultad, de movimientos torpes, lento, torpe σώματα Pl.Ti.74e, cf. Paul.Aeg.1.32, ζῷον Arist.Mir.845a13, cf. HA 552b9, PA 693b18, D.S.3.25, Gal.5.476, Prou.Bodl.202, τῶν γὰρ Ἑλλήνων μεγάλαις ἀσπίσι χρωμένων καὶ διὰ τοῦτο δυσκινήτων ὄντων D.S.15.44, cf. Plu.Arist.14, D.C.38.49.6, c. giro prep. (ἡ ἀρρωστία) με ... πρὸς πολλὰ ποιεῖ δυσκίνητον Gr.Naz.Ep.210.1, de elem. primordiales τὸ δυσκινητότατον εἶδος del agua con respecto al fuego, Pl.Ti.56a, cf. 64b, Arist.GA 780a6, Ti.Locr.l.c., Nemes.Nat.Hom.5.160, de la tierra, Plot.4.4.22, 26, Simp.in Ph.25.11, de humores corporales χυμοί Gal.6.263, cf. 1.506, 3.369, τὸ ἐν πολλῷ χρόνῳ μόλις κινούμενον, ὃ καὶ δυσκίνητον ἄν τις εἴποι Them.in Ph.172.15
• neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de movimiento de la tortuga, Aesop.254.3, τῶν σωμάτων Basil.Ep.48, cf. Dam.in Phlb.195
• fig. que actúa torpemente, sin soltura διάνοια Arist.PA 686a31, λογισμός Plu.2.714d, (θηρία) δυσκίνητα καὶ νωθρὰ ταῖς ψυχαῖς ὄντα Plu.2.420d, c. giro prep. δυσκίνητοι ... πρὸς τὰς ἀντιλήψεις τῶν ποιοτήτων = lentos de reacción ante la percepción de las cualidades de las cosas de los viejos, Plu.2.625a
• neutr. subst. τὸ δ. torpeza de estilo τὸ ἄσχημον καὶ δ. Phld.Po.A 35.22.
2 difícil de mover de cosas τὸ ἐπὶ τὸ ἐναντίον τῆς ῥοπῆς δυσκίνητον = lo que (es movido) en dirección contraria a su peso es difícil de mover Arist.Mech.851b34, τὰ αὐτόματα Hero Aut.2.2, ἅπαντα τὰ δεδεμένα δυσκίνητά εἰσιν = todas las cosas que están atadas no tienen posibilidad de moverse Gal.6.120
• medic., de partes del cuerpo que se mueve con dificultad o se ha quedado inmóvil αἱ γλῶτται καὶ τὰ στόματα de los que tartamudean, Arist.Aud.801b8, τὰ βλέφαρα Aët.7.79, Steph.in Gal.252, τὰ χείλη Gr.Nyss.Beat.156.6
• esp. de miembros anquilosado οἱ πόδες Dsc.Eup.1.228, ἐπιγονατίδες Sor.2.34.2, οἱ μηροί Pall.in Hp.14, cf. Gal.17(2).261, Orib.47.6.5, μέλη del torpor producido por el vino, Ph.2.227
• náut. difícil de gobernar, poco marinero πλοῖα Plb.1.22.3, cf. 16.2.5, Polyaen.5.39, D.C.50.29.1
• neutr. subst. τὸ δυσκινητότατον = la gran dificultad de mover el mar, por parte de los vientos, Thphr.Vent.35.
II ref. al carácter o conducta
1 inconmovible, inflexible, firme de Áyax, Sch.S.Ai.913aCh., ᾍδης AP 7.221, del alma, Plot.1.4.8, cf. Euagr.Pont.Schol.Pr.184.
2 c. giro prep. reacio, poco propenso ἤθη ... ἐν τῷ πολέμῳ πρὸς τοὺς φόβους δυσκίνητα ὄντα = caracteres poco propensos al miedo en la guerra Pl.R.503d, πρὸς ὀργάς Arist.VV 1250a5, πρὸς γέλωτα Plu.Cat.Mi.1, πρὸς φιλίαν Him.10.9, cf. Gr.Naz.M.35.440A, ἐν ταῖς ἡδοναῖς ταῖς περὶ τὸ σῶμα δ. Plu.Alex.4, δ. δὲ ἦν περὶ τὰς διαλέξεις καὶ φιλονεικίας Eun.VS 502
• neutr. subst. τὸ δ. sent. posit. la firmeza de carácter τὸ δ. ἐν τῇ φύσει αὐτοῦ Plu.Fab.1
• τὸ δ. sent. neg. la obstinación Phld.Lib.15b.8.
3 de abstr. difícil de mover, e.d. difícil de cambiar, permanente πάθος Arist.Cat.9b20, ἐπιστήμη Arist.Cat.8b30
• como propio de las ἕξεις ‘estados’ op. las διαθέσεις ‘condiciones’ διαφέρει ἕξις διαθέσεως τῷ τὸ μὲν εὐκίνητον εἶναι, τὸ δὲ πολυχρονιώτερόν τε καὶ δυσκινητότερον Arist.Cat.9a10, cf. 9a5, Ael.NA 12.17, Plot.2.6.2, Basil.M.29.224C, Simp.in Cat.238.2
• neutr. subst. τὸ δ. la permanencia δυσθυμία δὲ λύπη ἐπ' ἀλύτῳ καὶ δυσκινήτῳ = el desánimo es la aflicción por lo irremediable y difícil de cambiar Chrysipp.Stoic.3.100, τὸ δ. ... τῆς τοῦ θεοῦ δυνάμεως Plu.Thes.36
• τὸ δ. la capacidad de resistencia al movimiento τὸ στάσιμον ... καὶ δυσκίνητον provocada por el frío, Plu.2.946b.
III adv. [[δυσκινήτως], c. ἔχειν
1 moverse con dificultad, ser torpe δ. ἔχοντας Πέρσας por el vino y el placer, Polyaen.8.28.1, c. giro prep. τὸ δ. ἔχειν ἐν τῷ στρέφεσθαι = la dificultad para darse la vuelta de enfermos, Steph.in Hp.Progn.154.30.
2 ser difícil de mover, ser inamovible ἔχειν δ. πρὸς τοὺς ἀνέμους de la Tierra de forma plana, Arist.Cael.294b17.
3 ser torpe, lento δ. καὶ δυσμαθῶς ἔχειν = ser torpe y lento para aprender Pl.R.503d.
4 c. giro prep. ser reacio a, ser poco propenso a δ. ἔχειν πρὸς θυμόν Phlp.in de An.50.27.
}}