διαλλάσσω

Revision as of 13:22, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

Att. διαλλάττω, fut. διαλλάξω: pf. A διήλλαχα Dionys.Com. (v. infr.), A.D.Synt.70.11. I Med., interchange, τὰς τάξεις Hdt.9.47, cf. Pi.O.11(10).21: abs., make an exchange, X.Cyr.8.3.32, Test.Epict.2.14. II exchange, i.e., 1 give in exchange, τί τινι E.Alc.14; τί τινι ἀντὶ ἀργυρίου Pl. R.371d; τινὰ ὑπέρ τινος one for another, D.H.10.24; τὴν σκευὴν πρὸς τὸν δεσπότην D.C.47.10; or, 2 take in exchange, δ. ἀετοῦ βίον take an eagle's life for one's own, Pl.R.620b; ἐσθῆτα τῇ συμφορᾷ πρέπουσαν Plu.Cic.19; δ. Μακεδονίαν change one land for another, i.e. pass through a land, X.HG4.3.3 (also abs., ἐξ ἄλλης εἰς ἄλλην πόλιν δ. Pl. Sph.223d):—Med., τι ἀντί τινος D.H.2.3. 3 simply, change, alter, κελεύθους Emp.35.15; τοὺς ναυάρχους X.HG1.6.4; τοὺς λόγους Arist. Rh.Al.1434a38. 4 abs., change, alter, Emp.17.12; δ. ἀπ' ἀλλήλων to be discordant, Hp.Vict.1.6; διαλλάττοντας = different, opp. ὁμοίους, Phld.Sign.3, al. b depart this life, die, Lycurg.Fr.33, Corn.ND 35. 5 change money, δ. τὸ δηνάριον OGI484.10 (ii A.D.). III esp. change enmity for friendship, reconcile one to another, τινά τινι Th.2.95, 6.47, etc.; πόλεις πρὸς ἀλλήλας Isoc.5.111: most freq.c. acc. pl. only, E.Ph.436, Antipho6.39, Test. ap. D.59.47, D.24.91: rarely c. acc. sg., make it up with one, διαλλάξεις με φιλάσας Theoc.23.42:—Pass. with fut. διαλλαχθήσομαι Ar.V.1395, etc.; διαλλαγήσομαι Pl.R.471a: pf. διήλλαγμαι A.Th.885(lyr.): aor. διηλλάχθην Ar.Lys. 900, διηλλάγην ib.1161:—to be reconciled, to be made friends, A.l.c., Pl. Prt.346b, etc.; τοῖς ἀποστᾶσι Isoc.9.63; πρός τινα περί τινος Id.3.33; τῆς πρόσθεν ἔχθρας ἐς φίλους E.Med.896, cf. And.2.26. IV intr., c. dat. pers. et acc. rei, differ from one in a thing, εἶδος δ. οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι Hdt.7.70; δ. ταῖς ἡλικίαις Arist.EN1161a5; κλήσει, οὐ φύσει D.H.1.29; πρός τινα Aristid.Or.36(48).16: also c. gen. pers., δ. τινός τινι Plb.2.37.11; ἔν τινι Luc.Pisc.23: abs., πολὺ διήλλαχεν Dionys.Com.2.10; τὸ διαλλάσσον τῆς γνώμης Th.3.10: pf. part. διηλλαχώς = differing, τῇ ἐγκλίσει A.D.l.c. 2 excel, πολὺ δ. τῇ ἀρετῇ Arist.EN1165b24; τινῶν τῷ μεγέθει D.S.1.35, D.H.Th.51:— so, V Pass., to be different, τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα Th.3.82; πρὸς τὸν καιρόν Luc.Salt.19.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
A tr.
I 1dar a cambio c. ac. de cosa o pers. y dat. de pers. u otros compl. ἄλλον διαλλάξαντα τοῖς κάτω νεκρόν si (Admeto) entregaba a cambio otro cadáver a los de abajo E.Alc.14, τὴν σκευὴν ... πρὸς τὸν δεσπότην D.C.47.10.3, περὶ ὧν διήλλαξαν τοὺς ... αἰχμαλώτους a cambio de los que entregaron a los cautivos D.H.10.24, abs. τοῖς δὲ ἀντὶ αὖ ἀργυρίου διαλλάττειν Pl.R.371d
sólo c. ac. entregar τὸν βίον LXX 2Ma.6.27
de moneda cambiar τοῖς τὸ δηνάριον δ. βου[λ] ομένοι[ς πρὸ] ς [δ] ε[κα] επτὰ (ἀσσάρια) διδόναι (χαλκόν) dar bronce a razón de diecisiete ases a los que querían cambiar un denario, OGI 484.10 (Pérgamo II d.C.).
2 tomar a cambio c. ac. de cosa o abstr. ἀετοῦ διαλλάξαι βίον Pl.R.620b, τὴν περιπόρφυρον ἐν τῇ βουλῇ καταθέμενος, διήλλαξεν ἐσθῆτα τῇ συμφορᾷ πρέπουσαν dejando su toga pretexta en el senado, tomó a cambio un vestido apropiado para la situación Plu.Cic.19, μὴ τελετὰς προτέροιο διαλλάξειεν Ἰάκχου Nonn.D.31.68
en v. med. mismo sent. ἠναγκάσθησαν ἀντὶ κρείττονος χώρας ... τὴν χείρονα τύχην διαλλάξασθαι (las colonias) fueron forzadas a tomar a cambio de una región mejor una suerte peor D.H.2.3.
3 reconciliar, poner de acuerdo c. ac. plu. de pers. o dos ac. ὁμογενεῖς φίλους E.Ph.436, ἡμᾶς Pl.Smp.213d, Ar.Lys.1091, Στέφανον καὶ Φρυνίωνα Test. en D.59.47, τινας (pueblos), D.24.91, ἐφ' οἷς διήλλαξαν οἱ διαλλακταὶ ἀμφοτέρους Ath.Agora 19.L4a.81 (IV a.C.), c. ac. y dat. u otros compl. de pers. εἰ Ἀθηναίοις τε διαλλάξειεν αὐτόν Th.2.95, cf. 6.47, πόλεις πρὸς ἀλλήλας Isoc.5.111, Βάσσῳ τε Μοῦρκον καὶ τὰ ... τάγματα I.BI 1.219, ἀντιπάλους ... ἀλλήλοις ὄντας ἐθέλων διαλλάξαι D.C.57.64, πρὸς δὲ ὑμᾶς ... τίς διαλλάξει με; Philostr.VA 6.13
fig. atraer Ἡρώδην I.BI 1.454, διήλλαξεν ἡμᾶς ὁ καλός Ἡρόδοτος ἅτε μουσικός Aen.Gaz.Ep.7.
4 diferenciarse de, distinguirse de c. ac. de pers. ἵνα διαλλάξῃ τοὺς ἄλλους συγγραφεῖς (Tucídides) para distinguirse de otros escritores D.H.Th.51.3.
II 1dejar y tomar a cambio, cambiar διαλλάξαντα κελεύθους cambiar los caminos, e.e. dejar unos y tomar otros Emp.B 35.15, τοὺς ναυάρχους X.HG 1.6.4, λόγοι διαλλάξουσιν αὐτὰ δεξιοί unas palabras hábiles van a cambiar esto Ar.V.1394, τοὺς λόγους Anaximen.Rh.1434a39, τοῦ ῥυθμοῦ τὸ ὄνομα διαλλάσσουσιν cambian el tipo del ritmo de los sonidos en el salterio, LXX Sap.19.18, τῶν ὅπλων τὰ παλαιὰ καὶ τὰ πεπονηκότα πάντα διαλλάξας cambiando todas las armas viejas y gastadas Plb.3.49.11
variar, alterar ἐφοδεύειν τε τὸν στρατηγὸν μηδέποτε τὴν αὐτὴν ὥραν ἀλλ' ἀεὶ διαλλάσσοντα que el general nunca haga su ronda a la misma hora, sino variándola continuamente Aen.Tact.26.11, εἰ μὴ ... διαλλάσσοι τι χρῶμα Artem.2.66, σέλας ῥοδέοιο διαλλάξασα προσώπου Nonn.D.6.4.
2 atravesar, cruzar una tierra o país para pasar a otro διαλλάξας Μακεδονίαν εἰς Θετταλίαν ἀφίκετο X.HG 4.3.3.
3 en v. med.-pas. intercambiarse c. ac. διαλλάσσοντο τὰς τάξις Hdt.9.47, οὔτ' ... ἀλώπηξ οὔτ' ... λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος Pi.O.11.20
abs. hacer un intercambio οἱ μὲν δὴ οὕτω διηλλάξαντο X.Cyr.8.3.32.
B intr.
I part. neutr. subst. τὸ διαλλάσσον trueque, intercambio mercantil τὸ δέ γε ἐξ ἄλλης εἰς ἄλλην πόλιν διαλλάττον y el intercambio de una ciudad a otra en el comercio, Pl.Sph.223d
hacer tratos, establecer acuerdos políticos μὴ ἐξεῖναι τῶν στρατηγῶν διαλλάξαι μηθενὶ πρὸς τοὺς ἐν τῇ πόλει SEG 26.1282.4 (Eritras IV a.C.).
II 1variar, cambiar ἐὰν γάρ ἐκφλογωθῇ, διαλλάττει εἰς τέφραν pues si arde, se convierte en ceniza la brasa, Thphr.Ign.75
en v. med. transformarse πρὸς τὸν αὐτὸν καιρὸν ὠκέως διαλλαττομένους Luc.Salt.19
part. neutr. subst. cambio, variación ᾗ δὲ διαλλάσσοντα διαμπερὲς οὐδαμὰ λήγει en la medida en que (estos) cambios incesantes jamás llegan a su fin Emp.B 17.12.
2 diferir, diferenciarse en ... de ... c. ac. de rel. y dat. de pers. διαλλάσσοντες εἶδος ... τοῖσι ἑτέροισι Hdt.7.70, c. dat. instrum. de limitación ταῖς ἡλικίαις διαλλάττουσιν difieren por la edad Arist.EN 1161a5, τῇ ἀρετῇ Arist.EN 1165b24, διαλλάττουσι δ' ἔνια (plantas) τοῖς ὀνόμασιν Thphr.HP 3.8.2, διαλλάτοντες ταύτῃ diferentes a este respecto Phld.Sign.3.16, κλήσει διαλλάττον οὐ φύσει (γένος) D.H.1.29, ἀριθμῷ διαλλάξει Phld.Sign.19.32, τῇ ἐγκλίσει διηλλαχώς diferente por el modo verbal A.D.Synt.70.11
en v. med. mism. sent. ser diferente τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα Th.3.82
diferenciarse de c. gen. y dat. τούτῳ μόνῳ ... τοῦ μὴ ... ἔχειν Plb.2.37.11, οἱ χαυλιόδοντες ... τῷ μεγέθει τῶν ἄλλων διαλλάττοντες D.S.1.35, ᾗ διαλλάττει Λυσίου en qué se diferencia de Lisias D.H.Isoc.10, (la elocuencia pública) τῷ ποσῷ διαλλάττουσα τῆς (μουσικῆς) ..., οὐχὶ τῷ ποιῷ D.H.Comp.11.13, c. otras constr. prep. τὸ δὲ ἀσύμφορον ... διαλλάσσει ἀπ' ἀλλήλων Hp.Vict.1.6, κατά τι διαλλάττειν diferir en algo Phld.Sign.20.8, cf. 3.24, τὰς προαιρέσεις ..., ἐν αἷς διαλλάττομεν Luc.Pisc.23, διαλλάττει ... πρὸς αὐτὴν Αἴγυπτον Aristid.Or.36.16, abs. οὐ ταὐτὸ δ' ἐστι τοῦτο, πολὺ διήλλαχεν Dionys.Com.2.10, χροιὰ διαλλάττουσα color diferente Thphr.HP 6.6.3, tb. en v. med. χρώματα διηλλαγμένα colores variados LXX Sap.15.4, φωναὶ ... διηλλαγμέναι lenguajes diferentes D.H.1.29
part. neutr. subst. τὰ διαλλάσοντα los factores que establecen o motivan las diferencias Hp.Aër.24, τὸ διαλλάσσον τῆς γνώμης la divergencia de criterio Th.3.10, τὸ διαλλάττον ἐν ταῖς Τιβερίου πράξεσιν D.C.57.23.5.
3 cambiar, euf. por partir, morir Lycurg.Fr.34, ἐκεῖσε χωρεῖν τοὺς διαλλάττοντας διεβόησαν Corn.ND 35.
III en v. med.-pas.
1 reconciliarse ἤδη διήλλαχθε σὺν σιδάρῳ ya mediante el hierro hicisteis la paz A.Th.885, ἢν μὴ διαλλαχθῆτε Ar.Lys.900, cf. 1161, παραμυθεῖσθαι καὶ διαλλάττεσθαι Pl.Prt.346b, cf. R.471a, οἶδ' ὁτιὴ ταύτῃ διαλλαχθήσομαι Ar.V.1395, ἐκείνου ... διαλλασσομένου Arr.Epict.1.15.6, cf. Plu.Thes.15, c. dat. de pers. ἐγὼ ... διηλλάγην τούτοις me reconcilié con ellos Antipho 6.39, μὴ διαλλάττεσθαι τοῖς ἀποστᾶσιν Isoc.9.63, διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου Eu.Matt.5.24, Καίσαρι διαλλαγείς Plu.Brut.53, ἡμεῖν PGiss.17.13, cf. BGU 846.10 (ambos II d.C.), οὐδέπω αὐτῷ διήλλαγμαι D.C.58.3.6, cf. Epit.7.24.11, ἵνα διαλλαγῇ μοι Aesop.129, cf. 51
ponerse de acuerdo c. πρός y ac. ἐὰν ... διαλλαγῶμεν πρὸς ἡμᾶς αὐτούς si nos ponemos de acuerdo con nosotros mismos Isoc.17.20, tb. c. περί y gen. περὶ τῶν ἐγκλημάτων Isoc.3.33, c. dat. τούτῳ γὰρ περὶ τῶν συναλλαγμάτων διαλλασσόμεθα Archyt.B 3, ἐν τίνι διαλλαγήσεται ... τῷ κυρίῳ αὐτοῦ; ¿en qué se hará grato a su señor? LXX 1Re.29.4, tb. en v. act. μέχρι ἂν διαλλαγῶσι Χῖοι, φυλακὴν εἶναι παρ' αὀτοῖς SIG 283.17 (Quíos IV a.C.), ἵν' ᾖ τὸ γένος διαλλάσσον para que el género (humano) se ponga de acuerdo, sea conciliador, Hymn.Is.27 (Maronea).
2 c. gen. deponer διαλλάχθηθ' ... τῆς πρόσθεν ἔχθρας ἐς φίλους E.Med.896, cf. And.2.26.

German (Pape)

[Seite 587] 1) vertauschen, aus-, umtauschen, τινί τι ἀντί τινος, an Jem. etwas wofür, Plat. Rep. II, 371 d; ἀετο ῦ διαλλάξαι βίον, eingetauscht haben, d. i. wie ein Adler leben, X, 620 b; auch περί τινος, Dion. Hal. 10, 24; ἄλλον τοῖς κάτω νεκρόν, einen andern Todten den Unterirdischen geben, Eur. Alc. 14; ναυάρχους, andere Schiffsbefehlshaber einsetzen, Xen. Hell. 1, 6, 4. – Med., unter sich, mit einander vertauschen, τὸ ἐμφυὲς ἦθος Pind. Ol. 10, 21; τὰς τάξεις Her. 9, 47; absol., Xen. Cyr. 8, 3, 32 u. Sp. – Dah. διαλλάττειν χώραν, ein Land mit einem andern vertauschen, dasselbe durchwandern, Xen. Hell. 4, 3, 2; u. so med., Plat. Soph. 223 d; ἐσθῆτα, vestem mutare, Plut. Cic. 19. – 2) Übertr. auf die Gesinnung, versöhnen, τινά, Eur. Phoen. 439; Ar. Lys. 1091; Plat. Conv. 213 d; τοὺς τελευτήσαντας εὐχαῖς, Menex. 244 a; διαλλαγῆναί τινι, Antiph. 6, 39; Plat. Conv. 193 b; τινά τινι, Einen mit Jemandem, Thuc. 8, 89. – Med., sich versöhnen, Plat. Prot. 346 b; τὴν ἔχθραν, D. Hal. 7, 51. – 3) intraus., in etwas von einem andern verschieden sein, οὐ ταὐτὸ δ' ἐστὶ τοῦτο· πολὺ διήλλαχεν Dionys. com. Ath. IX, 405 (v. 10); gew. τί τινι, z. B. εἶδος οὐδὲν τοῖς ἑτέροις Her. 7, 70; auch τινί τινος, durch etwas von etwas, Pol. 2, 37, 11 u. Sp., wie Dion. Hal. 6, 83; ἐν αἷς διαλλάττομεν Luc. Pisc. 23; τὸ διαλλάττον τῆς γνώμης, die Verschiedenheit, Thuc. 3, 10; dah. = sich auszeichnen, τινί, durch etwas, D. Sic. 1, 64; auch geradezu τινά, Einen übertreffen, Dion. Hal. de Thuc. 51. – Pass., verschieden sein, τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένοι Thuc. 3, 82.

French (Bailly abrégé)

f. διαλλάξω, ao. διήλλαξα, etc.
A. tr. I. échanger :
1 prendre en échange : ἐσθῆτα PLUT changer de vêtement;
2 donner en échange : τινά τινι échanger une personne contre une autre;
II. changer, remplacer, acc.;
III. changer les dispositions de qqn ; réconcilier : τινά τινι, τινα πρός τινα une personne avec une autre ; Pass. διαλλαχθῆναι τῆς ἔχθρας ἐς φίλους EUR abandonner ses sentiments hostiles pour ses amis ; se réconcilier : τινί, πρός τινα avec qqn;
B. intr. être différent, différer : τινί ou ἔν τινι en qch ; τὶ δ. οὐδέν τινι HDT ne différer en rien de qqn en qch;
Moy. διαλλάσσομαι;
1 changer : ἐσθῆτα PLUT de vêtement ; τὰς τάξεις HDT changer la disposition des troupes;
2 changer de sentiments, se réconcilier.
Étymologie: διά, ἀλλάττω.

Russian (Dvoretsky)

διαλλάσσω: атт. διαλλάττω (fut. διαλλάξω; pass.: fut. διαλλαχθήσομαι и διαλλαγήσομαι, aor. διηλλάχθην и διηλλάγην)
1 давать взамен (ἄλλον τοῖς κάτω νεκρόν Eur.); обменивать (ἀντ᾽ ἀργυρίου δ. τινί Plat.);
2 (пере)менять, сменять (τοὺς ναυάρχους Xen.): διαλλάξαι ἐσθῆτα Dem. переодеться в другое платье; διελλάσσοντο τὰς τάξις Her. они поменялись боевыми позициями; ἀετοῦ διαλλάξαι βίον Plat. превратиться в орла;
3 тж. med. (о месте, стране и т. п.) менять (τόπον Arst.), в знач. покидать, оставлять или проходить: διαλλάξας Μακεδονίαν εἰς Θετταλίαν ἀφίκετο Xen. пройдя Македонию, он прибыл в Фессалию; ἐξ ἄλλης εἰς ἄλλην πόλιν διαλλάττεσθαι Plut. (о товарах) перевозиться из одного города в другой;
4 мирить, примирять (τινάς Eur., Plat., τινά τινι Thuc. и τινὰ πρός τινα Arph., Isocr.); med.-pass. мириться (τινι и πρός τινα Isocr., τινι и ἐπί τινι Plut.): διαλλαχθῆναι τῆς ἔχθρας ἐς φίλους Eur. прекратить вражду с (прежними) друзьями;
5 различаться, отличаться (τινί Her., Arst., Polyb., Plut. и ἔν τινι Luc.): τὸ διαλλάσσον τῆς γνῶμης Thuc. разница во мнениях, разногласие; редко pass.: τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένοι Thuc. различные по характеру;
6 отличаться, выделяться (τινὸς τῇ κατὰ τὴν χειρουργίαν τέχνῃ Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

διαλλάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω. Ι. μέσ., κάμνω ἀλλαγὴν, ἀνταλλάσσω, τὰς τάξεις Ἡροδ. 9. 47, πρβλ. Πίνδ. Ο. 11 (10), ἐν τέλ.· ἀπολ., κάμνω ἀνταλλαγήν, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 32. ΙΙ. δίδω τι εἰς ἀνταλλαγήν, τί τινι Εὐρ. Ἀλκ. 14· τί τινι ἀντὶ ἀργυρίου Πλάτ. Πολ. 371D· τινὰ περί τινος, ἕνα ἀντ᾿ ἄλλου, Διον. Ἁλ. 10. 24· τι πρός τινα Δίων Κ. 47. 10· ἢ, 2) λαμβάνω εἰς ἀνταλλαγήν, δ. ἀετοῦ βίον, λαμβάνω βίον ἀετοῦ ἀντὶ τοῦ ἰδίου μου βίου, ἐκλέγω αὐτὸν, Πλάτ. Πολ. 620Β· τὴν ἐσθῆτα πρέπουσαν Πλούτ. Κικ. 19· δ. τὴν χώραν, ἀλλάσσω χώραν τινὰ ἀντὶ ἄλλης, δηλ. διέρχομαι δι᾿ αὐτῆς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 3· οὕτως ἐν τῷ μέσ., Πλάτ. Σοφ. 223D· τι ἀντὶ τινος Διον. Ἁλ. 2. 3. 3) ἁπλῶς, μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, Ἐμπεδ. 203· τοὺς ναυάρχους Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4· τοὺς λόγους Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 23, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἰδίως, ἀνταλλάσσω ἔχθραν πρὸς φιλίαν, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 2. 95., 6. 47, κτλ.· τινὰ πρός τινα Ἀριστοφ. Λυσ. 628, Ἰσοκρ. 104Ε· ἀλλὰ συχνότατα μετ᾿ αἰτιατ. πληθ. μόνον, ὡς Εὐρ. Φοιν. 436, Ἀντιφῶν 146. 2, κτλ.· σπανίως μετ᾿ αἰτιατικῆς ἑνικῆς, «τὰ ταιρειάζω» μέ τινα, διαλλάξεις με φιλάσας Θεόκρ. 23. 42· ἀπολ., συμφιλιώνω, Πλάτ. Πρωτ. 346Β, πρβλ. Μαρτυρ. παρὰ Δημ. 1361. 3. ― Παθ., μετὰ μέλλοντ., διαλλαχθήσομαι Ἀριστοφ. Σφηξ. 1395, κτλ., πρβλ. Θωμ. Μ. 238, ἀλλ᾿ ὡσαύτως διαλλαγή σομαι Πλάτ. Πολ. 471Α· ἀόρ. -ηλλάχθην καὶ -ηλλάγην (ἴδε ἀλλάσσω)· -συνδιαλλάττομαι, συμφιλιοῦμαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 885, κτλ.· τινι Ἰσοκρ. 201D· πρός τινα περί τινος ὁ αὐτ. 33 D· τῆς ἔχθρας ἐς φίλους Εὐρ. Μηδ. 896, πρβλ. Ἀνδοκ. 23. 4. IV. ἀμεταβ., μετὰ δοτ. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., διαφέρω τινὸς ἔν τινι πράγματι, Λατ. differre aliquid alicui, εἶδος δ. οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι Ἡρόδ. 7. 70· δ. ταῖς ἡλικίαις, τῇ ἀρετῇ, διαφέρω εἰς, ὡς πρὸς…, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6., 9. 3, 4· ὡσαύτως μετὰ γεν. προσ., δ. τινός τινι Πολύβ. 2. 37, 11· ἔν τινι Λουκ.Ἁλ. 23· ἀπολ., πολὺ διήλλαχεν Διονύσ. Κωμ. Θεσμ. 1. 10· τὸ διαλλάσσον τῆς γνώμης Θουκ.3. 10. 2) δ. τινά, ὑπερβαίνω τινά, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 51· -οὕτω, V.παθ., εἶμαι διάφορος, Λατ. distare, διηλλαγμένα τοῖς εἴδεσι Θουκ.3. 82, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 29. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.

English (Slater)

διαλλάσσω alter τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος (-αίατ Wackernagel, Sprachl. Unters. zu Hom., 90: -αντο Lehrs) (O. 11.20)

English (Strong)

from διά and ἀλλάσσω; to change thoroughly, i.e. (mentally) to conciliate: reconcile.

English (Thayer)

2nd aorist passive διηλλαγην; (see διά, C. 6);
1. to change: τί ἀντί τίνος (cf. Winer's Grammar, 206 (194)).
2. to change the mind of anyone, to reconcile (so from (Aeschylus) Thucydides down): τινα τίνι. Passive to be reconciled, τίνι, to renew friendship with one: Romans, vol. i., p. 276ff (in opposed to Tittmann's view that it implies mutual enmity; see καταλλάσσω, at the end); cf. Winer's De verb. comp. etc. Part v., pp. 7,10; (Tholuck, Bergrede Christi, p. 171 (on Matthew 5:24)).

Greek Monolingual

(AM διαλλάσσω και διαλλάττω) αλλάσσω
συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω
αρχ.
1. ανταλλάσσω
2. παίρνω σε αντάλλαγμα
3. αλλάζω, μεταβάλλω, αλλοιώνω
4. (αμτβ.) α) διαφέρω
β) διαπρέπω
γ) πεθαίνω.

Greek Monotonic

διαλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, παρακ. δι-ήλλᾰχα — Παθ. μέλ. δι-αλλαχθήσομαι και -αλλᾰγήσομαι, αόρ. αʹ -ηλλάχθην και -ηλλάγην [ᾰ], παρακ. -ήλλαγμαι·
I. Μέσ., ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο, κάνω ανταλλαγή, σε Ηρόδ.· απόλ., κάνω ανταλλαγή, σε Ξεν.
II. Ενεργ., δίνω κάτι σε ανταλλαγή·
1. δίνω ως αντάλλαγμα, τί τινι, σε Ευρ.· τι ἀντί τινος, σε Πλάτ.
2. παίρνω ως αντάλλαγμα, στον ίδ.· δ. τὴν χώραν, ανταλλάσσω μια χώρα για μια άλλη, αλλάζω μια χώρα με την άλλη, δηλ. περνώ, διασχίζω μια περιοχή, σε Ξεν.
3. απλώς, παραλλάσσω, αλλάζω, τοὺς ναυάρχους, στον ίδ.
III. μετατρέπω την εχθρότητα σε φιλία, συμφιλιώνω, συμφιλιώνω τον ένα με τον άλλο, τινά τινι, σε Θουκ.· τινὰ πρός τινα, σε Αριστοφ.· ή με αιτ. πληθ. μόνο, σε Ευρ. κ.λπ.· απόλ., συμφιλιώνω, σε Πλάτ. — Παθ., συμφιλιώνομαι, γίνομαι φίλος, μονοιάζω, σε Αισχύλ. κ.λπ.
IV. αμτβ., με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ., διαφέρω από κάποιον σε κάτι, διαλλάσειν οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι, σε Ηρόδ.· απόλ., τὸ διαλλάσσον, η διαφορά, σε Θουκ.
V.Παθ., είμαι διαφορετικός, Λατ. distare, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ξω perf. δι-ήλλᾰχα Pass., fut. δι-αλλαχθήσομαι and -αλλᾰγήσομαι aor1 -ηλλάχθην and -ηλλάγην perf. -ήλλαγμαι
I. Mid. to change one with another, interchange, Hdt.: absol. to make an exchange, Xen.
II. Act. to exchange, i. e.,
1. to give in exchange, τί τινι Eur.; τι ἀντί τινος Plat.
2. to take in exchange, Plat.; δ. τὴν χώραν to change one land for another, i. e. to pass through a land, Xen.
3. simply, to change, τοὺς ναυάρχους Xen.
III. to change enmity for friendship, to reconcile one to another, τινά τινι Thuc.; τινὰ πρός τινα Ar.; or c. acc. pl. only, Eur., etc.: absol. to make friends, Plat.:—Pass. to be reconciled, to be made friends, Aesch., etc.
IV. intr., c. dat. pers. et acc. rei, to differ from one in a thing, διαλλάσσειν οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι Hdt.: absol., τὸ διαλλάσσον the difference, Thuc.
V. Pass. to be different, Lat. distare, Thuc.