ἀπόρρητος

From LSJ
Revision as of 08:57, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρρητος Medium diacritics: ἀπόρρητος Low diacritics: απόρρητος Capitals: ΑΠΟΡΡΗΤΟΣ
Transliteration A: apórrētos Transliteration B: aporrētos Transliteration C: aporritos Beta Code: a)po/rrhtos

English (LSJ)

ον, A forbidden, ἀπόρρητον πόλει though it was forbidden to the citizens, S.Ant.44, cf. E.Ph.1668; τἀπόρρητα δρᾶν Ar.Fr.622; τὰ ἀπόρρητα = forbidden exports, τὰ ἀπόρρητα ἐξάγειν, τὰ ἀπόρρητα ἀποπέμπειν, Id.Eq.282, Ra.362; ἀπόρρητον μηδὲν ποιούμενοι Pl.Lg..932c; πράξεις ἀ. Phld.Ir.p.54 W. II not to be spoken, secret, ἀ. ποιεῖσθαι make a secret of, Hdt.9.94; especially of state secrets, Ar.Eq.648; ἐν ἀπορρήτῳ ποιεῖσθαι X.An.7.6.43; τἀπόρρητα ποιοῦνται Lys.12.69; ὁ ἐπὶ τῶν ἀπορρήτων τοῦ βασιλέως Plu.Luc.17, cf. OGI 371; ὁ τῶν ἀπορρήτων γραμματεύς = a secretis, Procop.Pers.2.7; ἀπόρρητα ποιεύμενος πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας keep them secret so that you tell them not to any one, Hdt.9.45; ἐν ἀπορρήτῳ τὴν ἀλήθειαν λέγειν tell as a secret, Pl.Tht.152c; ἐν ἀ. εἰδέναι And.2.19; φυλάττειν ἐν ἀπορρήτοις keep as a secret, Arist.Fr.662; ἐν ἀπορρήτῳ ξυλλαμβάνειν arrest secretly, And.1.45; δι' ἀπορρήτων ἐξαγγέλλειν, δι' ἀπορρήτων ἀκούειν, Lycurg.85, Pl.R.378a; κύριον καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων D.1.4; τἀπόρρητ' οἶδεν Id.21.200; ὁ ἐν ἀπορρήτοις λεγόμενος λόγος of the esoteric doctrines of the Pythagoreans, Pl.Phd.62b; τὰ ἀπόρρητα τῆς κατὰ τὰ μυστήρια τελετῆς SIG 873.9 (Eleusis, ii A.D.); ἐν ἀπορρήτοις in cipher, D.S.15.20: Comp. ἀπορρητότερος Paus.2.17.4, Philostr.VA6.19. 2 of sacred things, ineffable, secret, φλόξ E.IT1331; μυστήρια Id.Rh.943; τἀπόρρητ' . . ἐκφέρειν Ar.Ec.442, cf. Pherecr.133; ἐνεργείας Jul.Or.4.151b. b γόης καὶ ἀπόρρητος a 'man of mystery', Philostr.VA8.7.9. 3 unfit to be spoken, abominable, Lys.10.2; ἀ. ἀδικίαι Pl.Lg.854e; τίς οὐκ οἶδεν . . τὰς ἀπορρήτους, ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ, τὰς τούτου γονάς; D.21.149; of foul abuse, κακῶς τὰ ἀπόρρητα λέγειν ἀλλήλους Id.18.123, etc.; in Att. Law of words (e.g. ῥίψασπις) whose use was punishable, Isoc.20.3. 4 of words, not in common use, ἀ. καὶ ἔξω πάτου Luc.Hist. Conscr. 44. 5 τὰ ἀπόρρητα = τὰ αἰδοῖα, Plu.2.284a, cf. Ar.Ec.12, Longin. 43.5. III Adv. ἀπορρήτως = surreptitiously, Ael.NA7.42; ineffably, inexpressibly, Philostr.VS 2.18; covertly, ἀπορρήτως τὰ γραφόμενα κατεχλεύαζε διὰ τῆς εἰκόνος Eun.Hist.p.263 D.

Spanish (DGE)

-ον
I prohibido ἀπόρρητον πόλει S.Ant.44, E.Ph.1668, τἀπόρρητα δρᾶν Ar.Fr.633, ἐξάγων γε τἀπόρρηθ' exportando artículos prohibidos Ar.Eq.282, τἀπόρρητ' ἀποπέμπει Ar.Ra.362, cf. PTeb.5.27 (II a.C.), ἀπόρρητον μηδὲν ποιούμενοι Pl.Lg.932c, πράξεις Phld.Ir.25.19.
II 1gener. que no se puede decir, secreto ἀπόρρητα ποιεύμενος pidiendo el secreto Hdt.9.45, cf. 94, Ar.Eq.648, Lys.12.69, λόγοι Plb.23.3.7, γράμματα D.C.43.17.4, cf. Plu.2.50e, Paus.2.17.4, D.C.41.57.4, Aristid.Quint.104.3, ἔννοιαι Philostr.VS 528, ὁ ἐπὶ τῶν ἀπορρήτων τοῦ βασιλέως el secretario privado del rey Plu.Luc.17, cf. OGI 371.4 (I a.C.), ὁ τῶν ἀπορρήτων γραμματεύς Procop.Pers.2.7.15
τὰ ἀπόρρητα = los secretos κύριον καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων D.1.4., cf. 18.123, 21.200, Plb.3.20.3, Aristid.Quint.23.23, τά τε ἀπόρρητα τῆς κατὰ τὰ μυστήρια τελετῆς IG 22.1110.8 (Eleusis II d.C.), τὰ τῶν φιλτάτων ἀπόρρητα las intimidades Aen.Gaz.Ep.7
ἐν ἀπορρήτῳ, δι' ἀπορρήτων = en secreto Pl.R.378a X.An.7.6.43, And.2.19, Myst.45, Arist.Fr.662, Lycurg.85, Plb.38.13.4, Numen.27.58, ἐν ἀπορρήτοις D.S.15.20.
2 de cosas sagradas inefable, misterioso, esotérico φλόξ E.IT 1331, μυστήρια E.Rh.943, cf. Pherecr.140, Iren.Lugd.Haer.1.1.3, Philostr.VA 6.19, γόης καὶ ἀ. Philostr.VA 8.7, del λόγος divino, Hippol.Haer.5.7.22, λογισμοί Eus.E.Th.3.3, ἐνέργεια Iul.Or.11.151b
τὰ ἀπόρρητα = los misterios τἀπόρρητ' ... ἐκ Θεσμοφόροιν Ar.Ec.442, los de los iniciados en las doctrinas de los Pitagóricos, Pl.Phd.62b, τὰ θεοῦ ἀ. Ph.1.76, τὰ τῆς φύσεως ἀ. Ph.1.636, τὰ τῶν δογμάτων ἀ. Procop.Gaz.M.87.1001D, de las Sagradas Escrituras, Origenes Hom.12.7 in Ier., cf. Io.6.12.
3 que no debe ser dicho, abominable de palabras, Lys.10.2, cf. Plu.2.175c, ἀδικίαι Pl.Lg.854e, γοναί D.21.149, de palabras castigadas por la ley, Isoc.20.3, tb. de palabras que no son de uso común μήτε ἀπορρήτοις καὶ ἔξω πάτου ὀνόμασι Luc.Hist.Cons.44.
4 vergonzoso, indecente τὰ ἀπόρρητα = las partes sexuales Plu.2.284a, cf. Ar.Ec.12, Longin.43.5.
III adv. ἀπορρήτως = de manera indecible, de manera inexpresable Philostr.VS 598
secretamente ἀ. τὰ γραφόμενα κατεχλεύαζε διὰ τῆς εἰκόνος Eun.Hist.68, καταφωράσας πάνυ ἀ. Ael.NA 7.42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. interdit, défendu : τινι à qqn ; ἀπόρρητα ποιεῖσθαι avec l'inf. HDT interdire de, etc;
II. dont il ne faut pas parler :
1 secret : ῥητὰ καὶ ἀπόρρητα DÉM ce qu’on peut dire et ce qu'on ne doit pas dire, càd tout indistinctement ; τὰ ἀπόρρητα la doctrine secrète des Pythagoriciens;
2 qu'on ne devrait pas dire, horrible, abominable ; ἀπόρρητα λέγειν τινά DÉM dire à qqn des choses abominables;
3 τὰ ἀπόρρητα PLUT litt. ce dont il ne faudrait pas parler = τὰ αἰδοῖα;
Cp. ἀπορρητότερος.
Étymologie: ἀπορρηθῆναι, v. ἀπερῶ, ἀπεῖπον.

German (Pape)

1 untersagt, verboten, πόλει Soph. Ant. 44; ἀπόρρητον μηδὲν ποιεῖσθαι, nichts für unerlaubt halten, Plat. Legg. XI.932c; ἀπόρρητα ποιεύμενος πρὸς μηδένα λέγειν, verbietend, Einem Andern zu sagen, Her. 9.45; vgl. 9.94; ἐν ἀπορρήτῳ ποιησάμενος λέγει, nachdem er ihm verboten davon zu sprechen, Xen. An. 7.6.43; τὰ ἀπόρρητα, Waren, deren Ausfuhr verboten, Böckh Staatshaushalt I p. 58; s. Ar. Eq. 282, Ran. 362.
2 nicht ausgesprochen,
a geheim, ἐν ἀπορρήτῳ τε καὶ ἀδήλῳ κατακρύψουσιν Plat. Rep. V.460c; ἐν ἀπορρήτῳ od. ἐν ἀπορρήτοις, geheim, Theaet. 152c, öfter; δι' ἀπορρήτων Rep. II.378b; Sp., z.B. Pol. 2.21.4, 4.16.5.
b abscheulich, nicht auszusprechen, καὶ μεγάλαι ἀδικίαι Plat. Legg. IX.854e; εἴ τι ἄλλο τῶν ἀπορρήτων ἤκουσα Lys. 10.2, vom Morde; ἄρρητα καὶ ἀπόρρητα λέγειν τινά, Einem abscheuliche Dinge vorwerfen, Plut. Dio 21; λοιδορουμένους καὶ πλύνοντας αὐτοὺς τἀπόρρητα Dem. 58.40; ῥητὰ καὶ ἀπόρρητα, alles zusammen, 1.4.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρητος:
1 запрещенный, запретный Soph., Her., Arph., Xen., Plut.: ἀπόρρητον μηδὲν ποιεῖσθαι Plat. ничего не запрещать;
2 не подлежащий огласке, тайный (ῥητὰ καὶ ἀπόρρητα Dem.; πιστεῦσαί τινι λόγον ἀπόρρητον Plut.): ἐν ἀπορρήτῳ (ἐν ἀπορρήτοις) Xen., Plat., Arst. и δι᾽ ἀπορρήτων Plat. в тайне;
3 невыразимый, недопустимый, позорный, ужасный (ἀδικίαι Plat.; ἀπόρρητα λέγειν τινά Plut.): τὰ ἀπόρρητα Plut. = τὰ αἰδοῖα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρητος: ον (ἀπερῶ) ἀπηγορευμένος, ἀπόρρητον πόλει, πρᾶγμα ἀπηγορευμένον τοῖς πολίταις, Σοφ. Ἀντ. 44, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1668· τἀπόρρητα δρᾶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 520· ἰδίως, τὰ ἀπόρρητα, ἐμπορεύματα ὧν ἡ ἐξαγωγὴ ἦτο ἀπηγορευμένη, ὁ αὐτ. Ἱππ. 282, Βάτρ. 362· πρβλ. Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 74. ΙΙ. ὁ μὴ λεγόμενος, περὶ οὗ δὲν πρέπει νὰ γίνηται λόγος, μυστικός, Λατ. tacendus, ἀπ. ποιέεσθαι, φυλάττειν μυστικόν, Ἡρόδ. 9. 94· ἀπόρρητα ποιεύμενος, πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας αὐτόθι 45, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 432C· οὕτως, ἐν ἀπορρήτοις ἢ ἐν ἀπορρήτῳ λέγειν, εἰσαγγέλλειν, λέγειν τι ὡς ἀπόρρητον, Πλάτ. Θεαίτ. 152C, Ἀνδοκ. 22. 24· ἐν ἀπορρήτοις φυλάττειν, φυλάττειν τι ὡς ἀπόρρητον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 612· ἐν ἀπορρήτῳ ξυλλαμβάνειν, συλλαμβάνειν κρυφίως, ἄνευ θορύβου, Ἀνδοκ. 7. 5· οὕτω, δι’ ἀπορρήτων Λυκοῦργ. 158. 26, Πλατ. Πολ. 378A· κύριον καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων, περὶ τοῦ Φιλίππου, ὅμοιον τῷ Λατ. dicenda tacenda, Δημ. 10. 10: -ἀπόρρητον, τό, μυστικὸν τῆς πολιτείας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 648, Λυσίας 126. 25, κτλ.· τἀπόρρητα οἶδεν Δημ. 579. 3· -ἀπόρρητα, ὡσαύτως τὰ ἐσωτερικὰ δόγματα τῶν Πυθαγορείων, Stallb. Φαίδων 62B: - Συγκρ. -ότερος, Παυσ. 2. 17, 4. 2) ἐπὶ ἱερῶν πραγμάτων, ἄρρητα, μυστικά, φλὸξ Εὐρ. Ι. Τ. 1331· μυστήρια ὁ αὐτ. Ρῆσ. 943· τἀπόρρητ’... ἐκφέρειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 442, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 8. 3) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ προφέρῃ, βδελυρός, ἀποτρόπαιος, Λυσ. 116, 21, Πλάτ. Νόμ. 854E· τίς οὐκ οἶδεν... τὰς ἀπορρήτους, ὥσπερ ἐν τραγωδίᾳ, τὰς τούτου γονάς; Δημ. 563. 1: -ὡσαύτως ἐπὶ φαύλης κακολογίας, κακῶς τὰ ἀπόρρητα λέγομεν ἀλλήλους Δημ. 268. 22, κτλ.· λέξεις τινὲς ἐθεωρουντο διὰ νόμου ἀπόρρητοι καὶ ἡ χρῆσις αὐτῶν ἐτιμωρεῖτο διὰ βαρέος προστίμου, ὡς π.χ. ἡ λέξις ῥίψασπις, Ἰσοκρ. 396A, Λυσ. 117. 18, πρβλ. Λεξικὸν Ἀρχαιολογ. καὶ τὴν λέξιν πλύνω ΙΙ. 4) τὰ ἀπόρρητα, = τὰ αἰδοῖα, «τὰ κρυφά», Πλούτ. 2. 284A, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 12. ΙΙΙ. ἀπορρήτως, ἀρρήτως, ἀνεκφράστως, Φιλόστρ. 598: - μυστηριωδῶς, συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. -Πρβλ. ἄρρητος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόρρητος, -ον) ρητός
1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητο
το μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») —για κρατικούς λειτουργούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, γιατρούς κ.λπ.—, «το απόρρητο της εξομολόγησης», «το απόρρητο της αλληλογραφίας»
μσν.
1. ανέκφραστος, ανείπωτος, απροσδιόριστος, δυσκολοπερίγραπτος
2. παράξενος, θαυμαστός
3. φρ. «ὁ τὼν ἀπορρήτων γραμματεύς» — μυστικοσύμβουλος
4. «ὁ ἐξ ἀπορρήτων» — ανώτερος υπάλληλος της υψηλής πύλης, είδος υπουργού ή διερμηνέα
αρχ.
1. απαγορευμένος
2. βδελυρός, αποτρόπαιος
3. (για ιερά πράγματα) αυτός που δεν είναι όσιο να λεχθεί, ο άρρητος
4. (για λέξεις) αυτή που είναι απαγορευμένη και η χρήση της τιμωρείται με βαρύ πρόστιμο
5. (πληθ. ουδ.) τὰ ἀπόρρητα
α) εμπορεύματα των οποίων η εξαγωγή ήταν απαγορευμένη
β) τα εσωτερικά δόγματα των Πυθαγορείων
γ) τα αιδοία
6. (επιρρ. φρ.) «ἐν ἀπορρήτῳ» — κρυφά, μυστικά.

Greek Monotonic

ἀπόρρητος: -ον (ἀπερῶ),
I. απαγορευμένος· ἀπόρρητον πόλει, παρότι ήταν απαγορευμένο στους πολίτες, σε Σοφ.· τὰἀπόρρητα, τα εμπορεύμτα των οποίων η εξαγωγή ήταν απαγορευμένη, λαθραία εμπορεύματα, σε Αριστοφ.
II. 1. αυτός για τον οποίο δεν πρέπει να γίνεται ή δεν θα έπρεπε να έχει γίνει λόγος, μυστικός, Λατ. tacendus· ἀπόρρητον ποιεῖσθαι, κρατώ κάτι κρυφό, σε Ηρόδ.· κύριος καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων, λέγεται για τον Φίλιππο τον Μακεδόνα, όπως το Λατ. dicenda tacenda, σε Δημ.· ἀπόρρητον, τό, το μυστικό της πολιτείας, το κρατικό μυστικό, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για ιερά πράγματα, μυστικός, απόκρυφος, άρρητος, σε Ευρ.
3. αυτός ο οποίος δεν αρμόζει να αναφέρεται, αποτρόπαιος, βδέλυγμα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀπερῶ
I. forbidden, ἀπόρρητον πόλει though it was forbidden to the citizens, Soph.; τὰ ἀπόρρητα prohibited exports, contraband articles, Ar.
II. not to be spoken, that should not be spoken, Lat. tacendus, ἀπ. ποιεῖσθαι to keep secret, Hdt.; κύριος καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων, of Philip, like dicenda tacenda, Dem.: ἀπόρρητον, ου, τό, a state-secret, Ar.
2. of sacred things, ineffable, Eur.
3. unfit to be spoken, abominable, Plat.

English (Woodhouse)

forbidden, unspeakable, not to be divulged, not to be spoken

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀπαγορευμένος, μυστικός). Σύνθετο ἀπό τό ἀπό + ἐρῶ τοῦ λέγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀγορεύω καί στό λέγω.