κριός
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
English (LSJ)
ὁ,
A ram, Od.9.447, 461, Hdt.2.42, etc.; κριοὶ ἄγριοι Id.4.192: prov., κριὸς τροφεῖα ἀπέτεισεν, of ingratitude, because a ram butts at those who have brought him up, Zen.4.63, Suid., Hsch.; κριοὺς ἐκγεννᾶν τέκνα Eup.99; κριοῦ διακονία, of thankless service, Suid., Hsch.; τὸν κριὸν ὡς ἐπέχθη the 'shearing of the ram', in allusion to the ode of Simonides in honour of Crius of Aegina, Ar.Nu.1356.
2 battering ram, X.Cyr.7.4.1, IG22.468, Plb.1.48.9, Ath.Mech.14.1, J. BJ3.7.19, etc.
3 the constellation Aries, Eudox. ap. Hipparch. 1.2.13, Euc.Phaen.p.6 M., Arat.238, J.AJ3.10.5, etc.
II a seamonster, Ael.NA9.49, 15.2, Opp.H.1.372, 5.33, etc.
III kind of mussel, Hegesand.36 (κρεῖος cod. A Ath.).
IV volute on the Corinthian capital, twisted like a ram's horn, Hsch.
V kind of ship, Poll.1.83.
VI part of an irrigation-system, dub. sens. in BGU14iii9 (iii A. D.).
VII a variety of ἐρέβινθος, Thphr. HP 8.5.1, PCair.Zen.192.8 (iii B. C.), Dsc.2.104, Gal.6.533: misspelt κρεῖος in Sophil.8: Lat. Cicer arietinum, Petron.35, etc.; est enim arietino capiti simile, Plin.HN18.124. (Prob. cogn. with κέρας.)
German (Pape)
[Seite 1510] ὁ (vgl. κέρας, κεραός), der Widder, Schaafbock; Od. 9, 461; Pind. P. 4, 121; Soph. Ai. 237; Her. 2, 42 u. sonst in Prosa. – Auch das Himmelszeichen u. Sternbild, Arat. 238. – Ein Seeungeheuer, großes Seethier, von der Art der κήτη, Ael. H. A. 9, 49. 15, 2. – Nach Poll. 1, 83 auch Schiffe, wahrscheinlich von ihrem Bilde am Vordertheile benannt. – Ein Belagerungswerkzeug, Mauerbrecher, aries, Xen. Cyr. 7, 4, 1 u. Folgde. – Ὀροβιαῖος κριός, eine Art Kichererbse, Theophr. Vgl. κρεῖος. – Auch die Schnecke am Knauf der korinthischen Säulen, wegen ihrer Aehnlichkeit mit den gewundenen Widderhörnern, Hesych., Inscr.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. bélier, animal;
II. p. anal.
1 bélier, constellation;
2 cétacé;
3 bélier, machine de siège.
Étymologie: cf. κέρας.
English (Autenrieth)
ram. (Od.)
English (Slater)
κρῑός ram τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ (P. 4.68) “κέλεται γὰρ ἑὰν κομίξαι ψυχὰν Φρίξος ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν, τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” (P. 4.161)
Spanish
Greek Monolingual
ο (AM κριός)
1. κριάρι
2. ονομασία του πρώτου αστερισμού στον ζωδιακό κύκλο
3. φρ. «πολιορκητικός κριός» — είδος πολεμικής μηχανής κατάλληλης να γκρεμίζει μέρος τών τειχών ή να ανοίγει ρήγματα
(«ὁ δὲ Κῡρος μηχανὰς ἐποιεῖτο καὶ κριούς», Ξεν.)
νεοελλ.
φρ. «υδραυλικός κριός» — είδος αντλίας που χρησιμοποιείται για την ανύψωση του νερού σε ύψος μεγαλύτερο από εκείνο που θα επέτρεπε η διαθέσιμη πίεση
αρχ.
1. ονομασία θαλάσσιου κήτους
2. είδος μαλακοστράκου
3. ο κοχλίας του κορινθιακού κιονοκράνου
4. τμήμα αρδευτικού συστήματος
5. είδος ρεβιθιού
6. είδος πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κριός < κρι-Fος
η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα ker-ә- «κέρατο, κεφαλή», οπότε συνδέεται με τη λ. κέρας και με γερμ. λ. δηλωτικές άλλων ζώων που έχουν κέρατα (πρβλ. λατ. ceruos, γερμ., αρχ. νορβ. hreinn, αγγλοσαξ. hran «τάρανδος»). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με βαλτοσλαβικές λ. με σημ. «γαμψός, κυρτός», πρβλ. λιθουαν. kreivas «κυρτός», αρχ. σλαβ. krivŭ «σκολιός» (πρβλ. κροιός), οπότε το ζώο θα έλαβε την ονομασία του από το σχήμα τών κεράτων του. Η άποψη, τέλος, κατά την οποία η λ. με σημ. «ρεβίθι» συνδέεται με λατ. cicer «ρεβίθι» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kiker- «μπιζέλι» δεν φαίνεται πιθ., ενώ πιο πιθ. είναι ότι έλαβε τη σημ. αυτή λόγω του κυρτού σχήματος του λοβού του ρεβιθιού.
ΠΑΡ. αρχ. κριώ, κριώδης, κρίωμα, κριωπός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κριοκέφαλος, κριόμορφος
αρχ.
κριοβόλος, κριοδόχη, κριοειδής, κριοκέρατος, κριοκοπώ, κριοκρούω, κριομαχώ, κριόμυξος, κριοπρόσωπος, κριόπρωρος, κριόστασις, κριοτάφος, κριοφάγος, κριοφόρος
μσν.
κριομύξης. (Β' συνθετικό) αρχ. αντίκριος].
Greek Monotonic
κριός: [ῑ], ὁ,
1. κριάρι, Λατ. aries, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. πολιορκητικός κριός, Λατ. aries, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κρῑός: ὁ
1 баран Hom., Her. etc.;
2 стеноломное орудие, таран (μηχαναὶ καὶ κριοί Xen.);
3 созвездие Овна Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριός -οῦ, ὁ ram:; κριὲ πέπον lieve ram Od. 9.447; overdr.: ᾆσαι Σιμωνίδου μέλος, τὸν Κριόν Simonides' lied, de Ram, te zingen Aristoph. Nub. 1356. milit. stormram.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: ram (Od.; on the meaning as opposed to ἀρνειός Benveniste BSL 45, 103), often metaph., esp. = battering ram (X., Plb., hell. inscr.); also name of a plant, kind of chickpea (Thphr., hell. pap., Dsc.; s. below), and a sea-monster (Ael., Opp.; Strömberg Fischnamen 102).
Compounds: Compp., e.g. κριο-πρόσωπος with a ram's face (Hdt.), ἀντί-κριος enemy batt. ram (Aen. Tact.).
Derivatives: κριώδης ram-like (Ph.); κρίωμα kind of ship (Aq.), also batt. ram (Apollod. Poliorc.?);
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On the formation Chantraine Formation 187. Generally as *κρι-Ϝός connected with κέρας horn, but this is impossible because of the laryngeal (*ḱerh₂-). Connection was sought esp. with the Germanic name of the reindeer, OWNo. hreinn, OE hrān (IE *ḱroi-no-) (Persson Beitr. 2, 774; 891; 910 and Specht Ursprung 127 a. 138). Formally closer are some Balto-Slavic words for curb etc., e.g. ORuss. Csl. krivъ σκολιός', Lith. kreĩvas, Eastlith. kraĩvas oblique, curbed, bent (cf. on κροιός); the ram would then have been called after his crooked horns. - As name of a kind of chickpea κριός has nothing to do with Lat. cicer (Bq, Pok. 598); the plant has rather its name from its curbed shells, s. Strömberg Theophrastea 50. - Forssman, IF 101 (1996) 304 suggests connection with Goth. hrisjan shake, dally, from *kris-.
Greek (Liddell-Scott)
κριὸς: ῑ, ὁ, «κριάρι», Λατ. aries, Ὀδ. Ι. 447, 461, Ἡρόδ., κτλ.· κριοὶ ἄγριοι ὁ αὐτ. ἐν 4. 192· ― παροιμ., κριὸς τροφεῖα ἀπέτισεν, ἐπὶ ἀγνωμοσύνης, διότι ὁ κριὸς κερατίζει τοὺς θρέψαντας αὐτόν, Μένανδρ. παρὰ Ζηνοβ. 4. 63, Σουΐδ., Ἡσύχ.· οὕτω, κριοὺς ἐκγεννᾶν τέκνα Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 10· κριοῦ διακονία, ἐπὶ ἀχαριστίας, Σουΐδ.· ― ὡσαύτως, τὸν κριὸν ὡς ἐπέχθη, πῶς ἐκουρεύθη ὁ κριός, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν ᾠδὴν τοῦ Σιμων. 15 (19) ἀρχομένην ὧδε: ἐπέξαθ’ ὁ Κριός, εἰς τιμὴν τοῦ Κριοῦ Αἰγινήτου, Ἀριστοφ. Νεφ. 1356, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 50, καὶ ἴδε τὸ ῥῆμα πέκω. 2) κριὸς πολιορκητικός, Λατ. aries, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 1, Ἰώσηπ., κτλ. 3) ὁ ἀστερισμὸς τοῦ κριοῦ, Ἄρατ. 238, Πλούτ. 2. 908C. ΙΙ. μέγα θαλάσσιόν τι κῆτος, Αἰλ. π. Ζ. 9. 49, 15. 2, κτλ. ΙΙΙ. εἶδος διθύρου μαλακοστράκου, Ἡσύχ.· κρεῖος ἐν Ἀθην. 87Β. ΙV. ὁ κοχλίας τοῦ Ἰων. κιονοκράνου, ἐπειδὴ εἶναι συνεστραμμένος ὡς τὸ κέρας τοῦ κριοῦ, Ἡσύχ. V. εἶδος Ἀφρικανικοῦ τινος πλοίου, Πολυδ. Α΄, 83. (Πιθ., ὡς τὸ Λατ. cervus, συγγενὲς τῇ λ. κέρας).
Middle Liddell
κρῑός, οῦ,
1. a ram, Lat. aries, Hom., Hdt., etc.
2. a battering-ram, Lat. aries, Xen.
Frisk Etymology German
κριός: {krīós}
Grammar: m.
Meaning: Widder, Schafbock (seit Od.; zur Bed. gegenüber ἀρνειός Benveniste BSL 45, 103), oft übertr., bes. = Sturmbock, Mauerbrecher (X., Plb., hell. Inschr.), auch N. einer Pflanze, Art Kichererbse (Thphr., hell. Pap., Dsk. u.a.; s.u.), und eines Meerungeheuers (Ael., Opp.; Strömberg Fischnamen 102).
Composita: Kompp., z.B. κριοπρόσωπος mit einem Widdergesicht (Hdt. u. a.), ἀντίκριος feindlicher Sturmbock (Aen. Tact.).
Derivative: Davon κριώδης widderähnlich (Ph.); κρίωμα Art Schiff (Aq.), auch Sturmbock (Apollod. Poliork.?); zur Bildung Chantraine Formation 187.
Etymology: Allgemein als *κρι-ϝός zur Sippe von κέρας Horn gezogen und zunächst mit dem germanischen Namen des Renntiers, awno. hreinn, ags. hrān (idg. *ḱroi-no-) verbunden (Lit. bei WP. 1, 406, auch Persson Beitr. 2, 774; 891; 910 und Specht Ursprung 127 u. 138); die sog. "i-Basis" dieser "Wurzel" gegenüber der "u-Basis" in lat. cerv-us, κερα(ϝ)-ός bedarf indessen einer besseren Begründung. Formal näher liegen einige baltisch-slavische Wörter für krumm, z.B. aruss. ksl. krivъ’σκολιός’, lit. kreĩvas, ostlit. kraĩvas schief, krumm, gebogen (vgl. zu κροιός); der Widder wäre dann nach seinen krummen Hörnern benannt. — Als Benennung einer Kichererbsenart hat κριός nichts mit lat. cicer usw. zu tun (Bq, WP. 1, 452, Pok. 598 u. A.); die Pflanze hat vielmehr ihren Namen von ihren krummen Hülsen erhalten, s. Strömberg Theophrastea 50.
Page 2,21-22
Mantoulidis Etymological
(=κριάρι, πολιορκητική μηχανή). Ἔχει σχέση μέ τό κέρας καί κεραός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη κεραία.
Léxico de magia
ὁ 1 carnero del cual se usan sesos ἐπίθυε κριοῦ μέλανος ἐγκέφαλον quema como ofrenda los sesos de un carnero negro P II 45 P IV 1314 P VII 539 grasa χρῖσον αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον λίπει κριοῦ μέλανος ἄρρενος unta la propia mecha con grasa de un carnero negro P IV 1092 πρόχρισον δὲ τὸ ἄχι λίπει κριοῦ μέλανος ἄρρενος unta previamente la hierba con grasa de un carnero negro P IV 1101 el cordón umbilical λαβὼν πρωτοτόκου κριοῦ ὀμφάλιον μὴ πεσὸν χαμαί toma el cordón umbilical de un carnero primogénito sin que se caiga al suelo P XXXVI 312 cuernos καταδεσμεύω σε, ... τοῖς κέρασι τοῦ κριοῦ καὶ τῷ ἰῷ τῆς ἀσπίδος te ato a los cuernos de un carnero y al veneno del áspid (en un hechizo) SM 38 2 2 Aries signo zodiacal, momento para realizar determinadas prácticas σελήνης οὔσης ἀνατολικῆς ἐν κριῷ ἢ λέοντι ἢ παρθένῳ ἢ τοξότῃ cuando la luna esté saliendo en Aries, Leo, Virgo o Sagitario P V 379 P VII 310 P VII 810 κριῷ· ἔμπυρον ἤτοι ἀγώγιμον en Aries hechizo de fuego o encantamiento amoroso P VII 295 ἁγνὸς μεῖνον ἡμέρας μαʹ προψηφίσας, ἵνα εἰς τὴν συνόδον τὴν ἐν κριῷ καταντήσῃ espera purificado cuarenta y un días, habiéndolo calculado con anterioridad, para que los completes en la luna nueva de Aries P XIII 5 ὁπόταν δὲ γενήται ἐν κριῷ, χαμαικοίτει πρὸ μιᾶς καὶ θυσιάσας ἐπίθυε τὰ ζʹ ἐπιθύματα cuando (la luna) se encuentre en Aries, duerme en tierra una noche antes y realiza un sacrificio quemando las siete sustancias aromáticas P XIII 350
Translations
ram
Abkhaz: аҭыӷь; Albanian: dash; Arabic: كَبْش; Egyptian Arabic: كبش; Aragonese: mardán; Archi: баӏкӏ; Armenian: խոյ; Aromanian: birbec; Azerbaijani: qoç, qoyun; Bashkir: тәкә, һарыҡ тәкәһе; Basque: ahari; Belarusian: баран; Breton: maout, tourz; Budukh: викьер; Bulgarian: овен, коч; Burmese: သိုးထီး; Catalan: marrà; Chinese Mandarin: 公羊; Crimean Tatar: qoçqar; Czech: beran; Danish: vædder; Dutch: ram; Esperanto: virŝafo; Estonian: oinas, jäär, lambanahk; Faroese: veðrur, veður; Finnish: pässi; French: bélier; Friulian: roc; Galician: carneiro, marón, brexo, borro, carnocho, rexelo, bidente; Georgian: ვერძი; German: Schafbock, Schafsbock, Widder, Hammel, Schöps; Greek: κριάρι, κριός; Ancient Greek: κριός; Gutnish: vädrä; Hebrew: אַיִל; Hindi: मेंढ़ा, भेड़ा, मेष; Hungarian: kos; Icelandic: hrútur; Inari Sami: vierccâ; Irish: reithe; Italian: ariete, montone; Japanese: 雄羊; Javanese: bandhot; Kashmiri: کَٹھ; Kazakh: қой, қошқар; Korean: 숫양; Kurdish Central Kurdish: بەران; Laki: ڤِرەن; Northern Kurdish: beran; Southern Kurdish: وەرەن; Kyrgyz: кой, кочкор; Ladin: muton, bagot, curnëtl; Latin: aries; Latvian: auns, tekulis; Lithuanian: avinas, tekis; Low German: Ramm; Luxembourgish: Widder, Schofsbock; Macedonian: овен; Manchu: ᠪᡠᡴᠠ; Manx: rea, conrea, faase rea; Maori: hipi toa; Mingrelian: ერჯი; Navajo: deenástsʼaaʼ; Northern Sami: vierca; Norwegian Bokmål: vær, saubukk, sauebukk; Nynorsk: vêr, saubukk, sauebukk; Occitan: marran; Old Church Slavonic Cyrillic: овьнъ; Glagolitic: ⱁⰲⱐⱀⱏ; Old East Slavic: баранъ, боранъ; Ossetian: фыр; Persian: قوچ, تکل, راک; Middle Persian: warān; Polish: tryk, baran; Portuguese: carneiro, aríete; Romanian: berbec, arete; Russian: баран, овен; Sanskrit: उरण; Scots: tuip; Scottish Gaelic: rùda; Serbo-Croatian Cyrillic: ован, баран; Roman: ovan, baran; Sicilian: crastu; Slovak: baran; Slovene: oven; Sorbian Lower Sorbian: baran; Spanish: carnero, morueco, ariete, ramiro; Swedish: bagge, gumse; Tajik: гӯсфанд, гӯспанд, қӯшқор, тагал; Tatar: тәкә; Telugu: పొట్టేలు; Turkish: koç, koyun; Ukrainian: баран; Uyghur: قوچقار; Uzbek: qoʻchqor, qoʻy; Vietnamese: cừu đực; Volapük: hijip, hojip; Welsh: hwrdd, maharen; Wolof: kuuy mi; Yiddish: ווידער; Yoruba: àgbò; Zazaki: beran
battering ram
Arabic: مِدَق; Armenian: խոյ; Belarusian: таран; Catalan: ariet, moltó; Chinese Mandarin: 破城槌, 攻城槌; Czech: beranidlo; Danish: rambuk; Dutch: stormram; Esperanto: ramo; Finnish: muurinmurtaja, muurinsärkijä; French: bélier; Galician: ariete; German: Rammbock, Sturmbock; Greek: πολιορκητικός κριός; Ancient Greek: κριός; Hebrew: איל ניגוח; Hungarian: faltörő kos; Icelandic: múrbrjótur; Ido: arieto; Irish: reithe cogaidh; Italian: ariete, puntone, rompimuro; Japanese: 破城槌; Korean: 파성퇴; Latin: aries; Macedonian: опсаден овен, овен; Norman: mouton; Norwegian Bokmål: rambukk; Nynorsk: rambukk; Occitan: aret; Persian: راک, چکش تیرکوب, دژکوب; Polish: taran; Portuguese: aríete; Romanian: berbec; Russian: таран, сокол, сокол; Spanish: ariete; Swedish: murbräcka; Turkish: şahmerdan; Ukrainian: таран; Welsh: hwrdd rhyfel, hwrddbeiriant
ar: مدق; ast: ariete; az: qoçbaşı; be: таран; bg: таран; br: tourterez; ca: ariet; cs: beranidlo; da: rambuk; de: Rammbock; el: πολιορκητικός κριός; en: battering ram; eo: ramo; es: ariete; et: taraan; eu: ahari-buru; fa: دژکوب; fi: muurinsärkijä; fr: bélier; gl: ariete; he: איל ניגוח; hr: udarni ovan; id: pelantak tubruk; io: arieto; it: ariete; ja: 破城槌; ko: 충차; lt: taranas; lv: tarāns; mk: ударен овен; nl: stormram; no: rambukk; pl: taran; pt: aríete; ro: berbec; ru: таран; scn: muntuni; sh: udarni ovan; simple: battering ram; sk: baranidlo; sl: oblegovalni oven; sr: ударни ован; sv: murbräcka; tr: koçbaşı; uk: таран; zh_yue: 攻城鎚; zh: 冲车