ἀπαλλαγή
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἡ, (ἀπαλλάσσω)
A deliverance, release, relief from a thing, πόνων, πημάτων, ξυμφορᾶς, A.Ag.1,20,Pr.754, S.Ant.1338, etc.: in plural, A.Pr.318, E.Heracl.811; ἀπαλλαγὴ πραγμάτων Antipho6.35; ἀπαλλαγὴ τοῦ πολέμου = putting an end to the war, Th.7.2; οὐκ ἦν τοῦ πολέμου πέρας οὐδ' ἀπαλλαγὴ Φιλίππῳ D.18.145; of contracts, release, discharge, ἀπαλλαγὴ συμβολαίων Id.33.3; generally, relief from, τινός Arist.HA582b12.
2 abs., divorce, in plural, E.Med.236, 1375: sg., PRyl.154.29 (i A.D.), etc.
II removal, Pl.Lg.736a.
III (from Pass.) going away, means of getting away or means of escape, Hdt.1.12, 7.207, al.; τέλος τῆς ἀπαλλαγῆς = the final departure, Id.2.139; ἡ ἀπαλλαγὴ ἐγένετο ἀλλήλων = separation of combatants, Th.1.51; ἐκ τῆς Αἰγύπτου τὴν ἀπαλλαγὴν ποιήσασθαι D.S.15.43.
2 ἀπαλλαγὴ τοῦ βίου = departure from life, Hp.Epid.7.89, X.Cyr.5.1.13; ψυχῆς ἀπὸ σώματος Pl.Phd.64c: hence ἀπαλλαγή alone, death, Thphr.HP9.8.3, etc.
3 avoidance, τῆς μίξεως Sor.1.31.
Spanish (DGE)
(ἀπαλλᾰγή) -ῆς, ἡ
I sent. intr., c. gen. subjet. y/o separat., tb. abs. destierro τούτοις ... δι' εὐφημίας ἀπαλλαγήν, ὄνομα ἀποικίαν τιθέμενος ... ἐξεπέμψατο (les envía) a un destierro al que, por eufemismo, se le da el nombre de colonia Pl.Lg.736a
•separación ἀλλήλων Th.1.51, ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Pl.Phd.64c
•salida, huida οὐδέ οἱ ἦν ἀπαλλαγὴ οὐδεμία ni le quedaba salida Hdt.1.12, ἐκ τῆς Αἰγύπτου D.S.15.43
•fig. ἀπαλλαγὴ τοῦ βίου = muerte Hp.Epid.7.89, X.Cyr.5.1.13, tb. abs., Thphr.HP 9.8.3
•divorcio E.Med.236, PRyl.154.29 (I d.C.).
II sent. tr. c. gen. obj., tb. abs.
1 exención de las liturgias abs. PRyl.77.18 (III d.C.)
•revocación (συμβολαίων) D.33.3.
2 evitación τῆς μίξεως Sor.20.22.
3 liberación πόνων A.A.1, E.Heracl.586, 811, πημάτων A.Pr.316, 754, συμφορᾶς S.Ant.1338, πραγμάτων Antipho 6.35, ἐρίδων Plu.2.92a, αὐτῶν D.C.44.46.6
•abs. Hp.VM 18
•terminación τοῦ πολέμου Th.7.2, γεωργεικῶν ἔργων PCair.Isidor.66.7 (III d.C.), 67.9 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 276] ἡ, 1) Befreiung, Errettung, πημάτων, πόνων, von Leid, Aesch. Prom. 316 Ag. 20; δυστυχούντων Sept. 334; πεπρωμένης οὐκ ἔστι θνητοῖς Soph. Ant. 1319; in Prosa, θάνατος τοῦ παντὸς ἀπ. Plat. Phaed. 107 c. – 2) Entlassung, Ehescheidung, Plut. – 3) Befriedigung eines Gläubigers, Entlassung aus dem Contract, καὶ ἄφεσις Dem. 33, 3. – 4) das Weggehen, der Rückzug, Her. 7, 207; Trennung, ἡ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Plat. Phaed. 64 c; τοῦ βίου, das Sterben, Xen. Cyr. 5, 1, 13; ohne diesen Zusatz = der Tod, D. L. 4, 64.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 séparation ; ἀπαλλαγή τοῦ βίου XÉN séparation d'avec la vie, mort ; particul. retraite des combattants qui se séparent les uns des autres ; divorce;
2 moyen d'échapper, délivrance.
Étymologie: ἀπαλλάττω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαλλᾰγή: ἡ
1 освобождение, избавление (πόνων Aesch.; πεπρωμένης Soph.; τοῦ παντός Plat.; τυραννίδος Plut.);
2 прекращение (τοῦ πολέμου Thuc., Dem., Plut.);
3 развод (οὐκ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ γυναιξίν Eur.);
4 отделение, расставание (τινος ἀπό τινος Plat.);
5 уход, отступление (τοῦ Αἰθίοπος, sc. ἐκ τῆς Αἰγύπτου Her.): οὐχ οἱ ἦν ἀ. οὐδεμία Her. он никак не мог уйти; ἡ ἀ. ἐγένετο ἀλλήλων Thuc. (противники) отошли друг от друга;
6 (тж. ἀ. τοῦ βίου Xen.) кончина, смерть Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλλᾰγή: ἡ, (ἀπαλλάσω) ἀπελευθέρωσις, «γλυτωμὸς» ἀπό τινος πόνων, πημάτων, ξυμφορᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1. 20, Πρ. 754, Σοφ. Ἀντ. 1338, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. Αἰσχύλ. Πρ. 316, Εὐρ. Ἡρακλ. 811· ἀπ. πραγμάτων Ἀντιφῶν 145. 30· ἀπ. τοῦ πολέμου Θουκ. 7. 2· τοῦ πολέμου οὐκ ἦν πέρας οὐδ᾿ ἀπ. Δημ. 275. 29· ἐπὶ ὑποθέσεων, ἀπ. συμβολαίων ὁ αὐτ. 893. 13· ἐν γένει διακοπή, τινος Ἀριστ. Ἱστ. 7. 2, 3. 2) ἀπολ. διαζύγιον, Εὐρ. Μήδ. 236. 1375. ΙΙ. μετατόπισις, ἀπαλλαγὴν ὄνομα ἀποικίαν τιθέμενος Πλάτ. Νόμ. 736Α. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ ἀπέρχεσθαι, μέσον πρὸς ἀναχώρησιν, διαφυγή, ὑποχώρησις. Ἡρόδ. 1. 12, 7, κ. ἀλλ.· τέλος τῆς ἀπαλλαγῆς, ἡ τελευταία ἀναχώρησις, ὁ αὐτ. 2. 139· ἡ ἀπ. ἐγένετο ἀλλήλων, χωρισμὸς τῶν διαμαχομένων, Θουκ. 1. 51. 2) ἀπ. τοῦ βίου, ἡ ἀπὸ τῆς ζωῆς ἀποδημία Ἱππ. 1234Α, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 13· ψυχῆς ἀπὸ σώματος Πλάτ. Φαίδων 64C. Ἐντεῦθεν, ἀπαλλαγή, θάνατος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 8, 3, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM ἀπαλλαγή)
1. λύτρωση, ανακούφιση από κάτι δυσάρεστο
2. τέλος, θάνατος
«την κακή σου την απαλλαγή» (κατάρα)
αρχ.
«ἀπαλλαγὴ βίου» (Ιπποκρ.), «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» (Πλάτων), «τὸ χύλισμα τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω ποιεῖ καὶ θάττω» — φέρνει τον θάνατο ευκολότερα και γρηγορότερα (Θεόφρ.)
νεοελλ.
ελάφρυνση, αποδέσμευση από κάποια υποχρέωση («φορολογική απαλλαγή», «πήρε απαλλαγή από τον στρατό»)
αρχ.
1. διάλυση του γάμου
2. αναχώρηση ή τα μέσα για αναχώρηση ή διαφυγή.
Greek Monotonic
ἀπαλλᾰγή: ἡ (ἀπαλλάσσω)·
I. 1. απολύτρωση, απελευθέρωση, ανακούφιση από κάτι, γλυτωμός από αυτό, πόνων, ξυμφορᾶς, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
2. απόλ., διαζύγιο, σε Ευρ.
II. (από τον Παθ. τύπο),
1. αναχώρηση, απομάκρυνση, μέσο για αναχώρηση, διαφυγή, υποχώρηση, σε Ηρόδ.· ἡ ἀπαλλαγὴ ἀλλήλων, χωρισμός αυτών που συμπλέκονται μεταξύ τους, σε Θουκ.
2. ἀπαλλαγὴ τοῦ βίου, αναχώρηση από την ζωή, δηλ. θάνατος, σε Ξεν.· ψυχῆςἀπὸ σώματος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀπαλλάσσω
I. deliverance, release, relief from a thing, riddance of it, πόνων, ξυμφορᾶς Aesch., Soph., etc.
2. absol. a divorce, Eur.
II. (from Pass.) a going away, a means of getting away, an escape, departure, Hdt.; ἡ ἀπ. ἀλλήλων separation from one another, of combatants, Thuc.
2. ἀπ. τοῦ βίου departure from life, Xen.; ψυχῆς ἀπὸ σώματος Plat.
English (Woodhouse)
abatement, deliverance, freedom, parting, relief, riddance, dvliverance, freeing, quittance from any obligation, relief from
Translations
departure
Arabic: رَحِيل, مُغَادَرَة; Armenian: մեկնում; Azerbaijani: gediş; Belarusian: адпраўленне, выезд, ад'езд, вылет; Bulgarian: заминаване, тръгване; Chinese Mandarin: 出發/出发, 離開/离开; Czech: odchod, odjezd, odlet; Danish: afgang, afrejse, udsejling; Dutch: vertrek; Esperanto: disiĝo foriro; Finnish: lähtö; French: départ; Galician: ida, saída, partida; Georgian: გამგზავრება; German: Abfahrt, Abreise, Abflug; Gothic: 𐌿𐍂𐍂𐌿𐌽𐍃, 𐌳𐌹𐍃𐍅𐌹𐍃𐍃; Greek: αναχώρηση; Ancient Greek: ἀνάλυσις, ἀνάστασις, ἀπαλλαγή, ἀπανάστασις, ἄπαρσις, ἄπιξις, ἀπόβασις, ἄποδος, ἀποπορεία, ἀποστασία, ἀπόστασις, ἀποχώρησις, ἄφιξις, ἄφοδος, ἔκβασις, ἔξοδος, μεταχώρησις, παροίχησις, χωρισμός; Hebrew: הַפְלָגָה; Hindi: प्रस्थान; Hungarian: távozás, indulás; Icelandic: brottför; Indonesian: keberangkatan; Italian: partenza; Japanese: 出発, 発車; Korean: 출발(出發); Latin: abitus, itus, abitio, egressus; Macedonian: заминување; Malay: perlepasan; Maori: wehenga, haerenga; Norwegian Bokmål: avgang, avreise; Nynorsk: avgang, avreise; Persian: عزیمت; Portuguese: partida; Quechua: lluqsi; Romanian: plecare; Russian: отправление, выезд, отъезд, вылет; Slovene: odhod; Spanish: salida, partida; Swedish: avgång, avfart, avfärd; Telugu: పోకడ; Tocharian B: lalñe; Ukrainian: відправлення, виїзд, від'ї́зд, виліт; Vietnamese: sự rời khỏi, sự ra đi; Yiddish: אַוועקפֿאָר
relief
Arabic: رَاحَة, تَخْفِيف; Belarusian: палёгка, аблягчэнне; Bulgarian: облекчение; Catalan: consol, alleujament; Chinese Mandarin: 解除, 安心, 救濟/救济; Czech: úleva; Danish: lettelse; Dutch: opluchting; Finnish: helpotus, huojennus; French: soulagement, allégement; Galician: alivio, acougo; German: Erleichterung, Entlastung; Greek: ανακούφιση; Ancient Greek: ἄκημα, ἄκος, ἀνακούφισις, ἀνακούφισμα, ἀνάψυξις, ἀναψυχή, ἀνοχή, ἀπαλλαγή, ἀπολώφησις, ἐπικουφισμός, εὐαρέστησις, κούφισις, κουφότης, λώφημα, παραμυθία, πράϋνσις, συνυπόληψις; Hebrew: הקלה; Hungarian: könnyítés, enyhítés, csillapítás; Irish: faoiseamh; Italian: sollievo; Japanese: 安心, 救済; Korean: 제고, 안심; Latin: solacium, aberratio; Maori: whakamāmātanga; Norwegian Bokmål: lettelse, lindring; Nynorsk: lindring; Polish: ulga; Portuguese: alívio; Quechua: allinyay; Romanian: ușurare, alinare; Russian: облегчение; Scottish Gaelic: faochadh; Spanish: alivio, desahogo; Swahili: faraja; Swedish: lättnad, lindring; Telugu: ఉపశమనం; Ukrainian: полегшення; Welsh: gollyngdod, rhyddhad
divorce
Albanian: divorc; Arabic: طَلَاق, تَطْلِيق, خُلْع; Hijazi Arabic: طلاق; Armenian: ամուսնալուծություն, ապահարզան; Assyrian Neo-Aramaic: ܕܘܼܠܵܠܵܐ; Asturian: divorciu; Azerbaijani: boşanma; Belarusian: развод; Bulgarian: развод; Catalan: divorci; Chinese Cantonese: 離婚/离婚; Mandarin: 離婚/离婚; Czech: rozvod; Danish: skilsmisse; Dutch: echtscheiding; Esperanto: divorco, eksgeedziĝo; Estonian: abielulahutus, lahutus; Faroese: hjúnaskilnaður; Finnish: avioero; French: divorce; Galician: divorcio; Georgian: გაყრა, განქორწინება; German: Scheidung, Ehescheidung; Gothic: 𐌰𐍆𐍃𐍄𐌰𐍃𐍃; Greek: διαζύγιο; Ancient Greek: ἀναπομπή, ἀπαλλαγή, ἀποζυγή, ἀποκοπή, ἀπόπεμψις, ἀποπομπή, ἀποστάσιον, ἀπόστασις, ἄφεσις, διάζευξις, διαζυγή, διαζύγιον, διακοπή, διάλυσις, διάλυσις γάμου, διάλυσις τοῦ γάμου, διαστάσιον, διάστασις, διαχωρισμός, διέσιον, δίεσις, ἐκβολή, ἐκπομπά, ἐκπομπή, ἐξεσίη, ἔξεσις, ἔξοδος, λύσις γάμου, ῥεπούδιον, χήρευσις, χωρισμός; Hebrew: גירושין \ גֵּרוּשִׁין; Hindi: तलाक़, तलाक, त्याग, स्त्रीपुरुषविच्छेद, विवाहविच्छेद, विच्छेदन; Hungarian: válás; Icelandic: skilnaður, hjónaskilnaður; Ido: divorco, desmariajo; Indonesian: perceraian; Irish: colscaradh, idirscaradh; Italian: divorzio; Japanese: 離婚; Kazakh: ажырасу; Khmer: ការលែងលះ; Korean: 이혼(離婚), 리혼(離婚); Kurdish Central Kurdish: تەلاق; Northern Kurdish: telaq; Kyrgyz: ажырашуу; Lao: ການຢ່າ; Latin: divortium; Latvian: šķiršanās; Lithuanian: skyrybos, ištuoka; Luxembourgish: Scheedung; Macedonian: развод; Malay: perceraian; Marathi: घटस्फोट, काडीमोड, वेगळेहोणे; Mongolian Cyrillic: салалт; Navajo: ałtsʼááʼítʼaash; Ngazidja Comorian: twalaka; Norwegian Bokmål: skilsmisse; Nynorsk: skilsmisse; Occitan: divòrci; Old English: āsyndrung, hīwgedāl; Pashto: پرېژه, طلاق; Persian: طلاق; Plautdietsch: Ehescheiden, Scheedunk; Polish: rozwód; Portuguese: divórcio, separação; Romanian: divorț, despărțire; Russian: развод, расторжение брака; Sanskrit: विच्छेदन, त्याग, स्त्रीपुरुषविच्छेद, विवाहविच्छेद; Scottish Gaelic: sgaradh-pòsaidh, eadar-ghearradh; Serbo-Croatian Cyrillic: развод, бракоразвод, ра̑става; Roman: rázvod, brakorázvod, rȃstava; Slovak: rozvod; Slovene: ločitev; Spanish: divorcio; Swahili: talaka; Swedish: skilsmässa, äktenskapsskillnad; Tagalog: diborsiyo; Tajik: талоқ; Tarifit: uruf; Tatar: аерылышу; Telugu: విడాకులు; Thai: การหย่าร้าง, การหย่า; Turkish: boşanma; Ukrainian: розлучення, розірвання шлюбу; Urdu: طلاق; Uzbek: qoʻydi-chiqdi; Vietnamese: ly hôn; Volapük: matiteil; Welsh: ysgariad, ysgariadau
Lexicon Thucydideum
discessio, departure, 1.51.3,
liberatio, freeing, deliverance, 4.61.7, 7.2.1.