κατοικέω

From LSJ
Revision as of 10:39, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Med.''" to "E., ''Med.'' ")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικέω Medium diacritics: κατοικέω Low diacritics: κατοικέω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΕΩ
Transliteration A: katoikéō Transliteration B: katoikeō Transliteration C: katoikeo Beta Code: katoike/w

English (LSJ)

A settle in, colonize, πόλιν Hdt.7.164; γῆν E., Med. 10; τοῖς κατοικεῖν ἐθέλουσι τὰν πόλιν Decr.Byz. ap. D.18.91: generally, inhabit, τόπους S.Ph.40; τὴν Ἀσίαν SIG557.17 (Magn. Mae., iii B.C.), etc.:—Pass., to be dwelt in or be inhabited, opp. κατοικίζομαι (to be just founded), Arist.Pol.1266b2.
2 abs., settle, dwell, ζητοῦσα… ποῦ κατοικοίης S.OC362; ἵνα χρὴ κατοικεῖν Ar.Av.153; ἐν δόμοις, ἐν ἄστεσι, E.Hel. 1651, Pl.Lg.666e, etc.; αὐτόθι Th.3.34; ἐν μοναρχίᾳ Isoc.1.36; ἐπὶ γῆς Apoc.3.10; especially of non-citizens, Ἐφέσιοι καὶ οἱ κατοικοῦντες SIG352.4 (Ephesus, iv B.C.). cf. 633.67 (Milet., ii B.C.):—pf. and plpf. Pass., to have been planted or to have been settled, κατὰ κώμας Hdt.1.96, cf.2.102; κ.νῆσον, τὴν μεσόγειαν, Id.4.8, Th.1.120.
II administer, govern, οἱ τὰς πόλεις κατοικοῦντες Phld.Rh.2.225 S.:—more freq. in Pass., κατῴκηνται καλῶς, of Athens, S.OC1004; ὀρθῶς κ., of Sparta, Pl.Lg.683a.
III intr. of cities, lie, be siluated, ἐν τοῖς πεδίοις ib.677c, cf. 682c: also c. acc. loci, τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας which are situated in... Isoc. 5.123.

German (Pape)

[Seite 1402] bewohnen; Οὔλυμπον Pind. N. 10, 84; ἀνὴρ κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους Soph. Phil. 40; O. C. 365; sich ansiedeln, bes. nachdem man seinen früheren Wohnsitz verlassen hat, Κιθαιρῶνος λέπας νέρθεν κατῳκήκασιν Eur. Bacch. 751; Med. 10; ἵνα χρὴ κατοικεῖν Ar. Av. 153; πόλιν Her. 7, 164; οὐκ ἐν ἄστει κατῳκηκότων Plat. Legg. II, 666 e; Arist. u. Folgde. – Pass. sich ansiedeln, niederlassen, im perf. wohnen; Her. 4, 8. 116. 5, 49; οἱ γὰρ πολλοὶ αὐτῶν ἐνταῦθα κατῴκηντο Thuc. 5, 83, öfter. Auch von den gesetzlichen Einrichtungen und Ordnungen der Stadt, τὰς Ἀθήνας ὡς κατῴκηνται καλῶς Soph. O. C. 1008; Λακεδαίμονα ὑμεῖς ὀρθῶς ἔφατε κατοικεῖσθαι Plat. Legg. III, 683 a.

French (Bailly abrégé)

κατοικῶ :
I. tr. 1 habiter comme colon, s'être établi dans, acc. ; Pass. être habité;
2 gouverner ; Pass. être gouverné, administré;
II. intr. fixer sa résidence, s'établir, habiter ; vivre : ἐν μοναρχίᾳ ISOCR dans une monarchie;
Moy. κατοικέομαι, κατοικοῦμαι;
1 intr. s'établir ; pf. habiter;
2 tr. occuper comme colon : πόλιν THC une ville.
Étymologie: κατά, οἰκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικέω [κάτοικος] Ion. perf. κατοίκημαι met acc. bewonen:; οὐδ’ ἄν... κατῴκει τὴνδε γῆν zij zou niet in dit land wonen Eur. Med. 10; οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν de bewoners van de aarde NT Apoc. 17.2; liggen in:. τὰς πόλεις τὰς τὴν Ασίαν κατοικούσας de steden die zich in Azië bevinden Isocr. 5.123. intrans. wonen:; ἐν δόμοις in een paleis Eur. Hel. 1651; ἐπὶ τῆς γῆς op aarde NT Apoc. 3.10; overdr. leven, wonen:; κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν ἐν καρδίαις ὑμῶν zodat... Christus kan gaan wonen in uw hart NT Eph. 3.17; gelegen zijn, zich bevinden:. ἐν τοῖς πεδίοις in de vlakten Plat. Lg. 677e. pass. bewoond zijn:; αἱ κατοικούμεναι (πόλεις) de reeds bewoonde steden Aristot. Pol. 1266b2; perf. wonen:; ὑπὸ δενδρέῳ δὲ ἕκαστος κατοίκηται ieder woont onder een boom Hdt. 4.23.4; geregeerd worden:. τὰς Ἀθήνας, ὡς κατῴκηνται καλῶς hoe goed Athene bestuurd wordt Soph. OC 1004.

Russian (Dvoretsky)

κατοικέω: тж. med.
1 населять, обитать (Οὔλυμπον Pind.; τούσδε τοὺς τόπους Soph.; ἐν ἄστει Plat.; τὸν ναόν, ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς NT);
2 селиться, заселять (πόλιν Ζάγκλην Her.; τήνδε γῆν Κορινθίαν, Κιθαιρῶνος λέπας Eur.; εἰς πόλιν NT; med. κατὰ κώμας Her.): οἱ παρὰ τὴν Ἐροθρὴν θάλασσαν κατοικήμενοι Her. жители берегов Эритрепского моря;
3 помещаться, находиться, быть расположенным (ἐν πεδίοις Plat.);
4 pass. быть управляемым: κατῳκηκέναι καλῶς Soph. жить по образцовым законам.

Spanish

habitar, descansar, reposar confiado

English (Strong)

from κατά and οἰκέω; to house permanently, i.e. reside (literally or figuratively): dwell(-er), inhabitant(-ter).

English (Thayer)

(κατοικίζω) 1st aorist κατῴκισα; from Herodotus down; the Sept. for הושִׁיב; to cause to dwell, to send or bring into an abode; to give a dwelling to: metaphorically, τό πνεῦμα, ὁ κατῴκισεν ἐν ἡμῖν, i. e. the Spirit which he placed within us, to pervade and prompt us (see κατοικέω, 1b.), L T Tr WH.

Greek Monotonic

κατοικέω: μέλ. -ήσω,
I. διαμένω, διαβιώ ως κάτοικος, εγκαθίσταμαι, αποικώ, σε Ηρόδ., Ευρ.· γενικά, μένω, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στον Παθ. παρακ. και υπερσ., έχω ιδρυθεί, κατοικώ, σε Ηρόδ.
II. στην Παθ. λέγεται για πολιτεία, διακυβερνώμαι, διοικούμαι, σε Σοφ., Πλάτ.
III.αμτβ., λέγεται για πόλεις, είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι, σε Πλάτ.

Greek Monolingual

(ΑΜ κατοικῶ, κατοικέω) κάτοικος
1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ
γ. «ἁνήρ κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.)
2. διαμένω σε μια οικία, είμαι ένοικος, έχω το σπίτι μου (α. «κατοικούν στον δεύτερο όροφο» β. «ἐν σκηναῖς κατοικήσας», ΚΔ)
3. βρίσκομαι κάπου, υπάρχω κάπου (α. «σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι», Ερωτόκρ.
β. «τὰς πόλεις τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας», Ισοκρ.)
μσν.
1. εγκαθιστώ, βάζω κάποιον να κατοικήσει
2. ανήκω
3. στρατοπεδεύω
4. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) κατοικούμενος, -ένη, -ον
κάτοικος
5. φρ. «κατοικῶ ἐν σκότει» — κρύβομαι
μσν.-αρχ.
1. εγκαθίσταμαι σε κάποιο τόπο, καταλαμβάνω τόπο για να κατοικήσω
2. ιδρύω αποικία, αποικίζωἔνθα μετὰ Σαμίων ἔσχε τε καὶ κατοίκησε πόλιν Ζάγκλην», Ηρόδ.)
αρχ.
διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικέω: διαμένω ἔν τινι τόπῳ ὡς κάτοικος, τοποθετοῦμαι, καταλαμβάνω τόπον τινὰ εἰς ὃν ἔχω ἀποικισθῆ, τόπον Ἡρόδ. 7. 164, κτλ., Εὐρ. Μήδ. 10· τοῖς κατοικέειν ἐθέλουσιν τὰν πόλιν Ψήφισμα Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 9· καθόλου, μένω, διατρίβω διαρκῶς, τόπον Σοφ. Φιλ. 40, Εὐρ. Βάκχ. 751, κτλ.― Παθ., κατοικοῦμαι, ἔχω κατοίκους, ἀπὸ πολλοῦ διάφορον τῷ κατοικίζομαι (ἤδη ἀποκτῶ κατοίκους), Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3. 2) ἀπολ., τοποθετοῦμαι, ἐκλέγω τόπον διαμονῆς, ζητοῦσα… ποῦ κατοικοίης Σοφ. Ο. Κ. 362· ἵνα χρὴ κατοικεῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 153· ἐν δόμοις, ἐν ἄστει Εὐρ. Ἑλ. 1651, Πλάτ. Νόμ. 666Ε, κτλ.· αὐτόθι Θουκ. 3. 34· ἐν μοναρχίᾳ, = ζῶ, Ἰσοκρ. 10Β· ἐπὶ γῆς Καιν. Διαθ.·― οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσυντ., ἱδρύομαι, ἔχω ἱδρυθῆ, κατοικῶ, Ἡρόδ. 1. 96., 2. 102., 4. 8· ὡς ἐνεργ., Θουκ. 1. 120. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πολιτείας, διοικοῦμαι, κυβερνῶμαι, κατῳκηκέναι καλῶς, ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1004· ὀρθῶς κ., ἐπὶ τῆς Σπάρτης, Πλάτ. Νόμ. 683Α. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ πόλεων, κεῖμαι, εὑρίσκομαι ἔν τινι θέσει, κατοικοῦσαι ἐν πεδίῳ αὐτόθι 677C, 682C· ἀλλ’ ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. τόπου, τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας, τὰς κειμένας ἐν…, Ἰσοκρ. 107Β.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to dwell in as a κάτοικος, to settle in, colonise, Hdt., Eur.: generally, to inhabit, Soph., Eur., etc.
2. absol. to settle, dwell, Soph., Eur., etc.:—so in perf. and plup. pass. to have been settled, to dwell, Hdt.
II. in Pass., of a state, to be administered, governed, Soph., Plat.
III. intr. of cities, to lie, be situate, Plat.

Chinese

原文音譯:katoikšw 卡特-哀咳哦
詞類次數:動詞(47)
原文字根:向下-家 相當於: (שָׁכַן‎)
字義溯源:定居,住,居住,居所,居民,居;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(οἰκέω)=居住)組成;而 (οἰκέω)出自(οἶκος)*=住處)。主耶穌就‘住在’拿撒勒,稱為拿撒勒人( 太2:23)。其實,至高者並不住人手所造的( 徒7:48; 17:24)。然而父喜歡叫一切的豐盛,在他裏面居住( 西1:19)。這幾節經文,把這字的字面與屬靈意義都顯明出來
同源字:1) (κατοικέω / κατοικίζω)定居 2) (κατοίκησις)住所 3) (κατοικητήριον)住處 4) (κατοικία)居住 5) (οἰκέω)居住,住在 參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(45);太(4);路(2);徒(20);弗(1);西(2);來(1);雅(1);彼後(1);啓(13)
譯字彙編
1) 住(30) 太2:23; 太4:13; 太23:21; 路11:26; 徒2:5; 徒4:16; 徒7:2; 徒7:4; 徒7:4; 徒7:48; 徒9:22; 徒9:35; 徒11:29; 徒17:24; 徒17:26; 徒19:10; 徒19:17; 弗3:17; 來11:9; 雅4:5; 啓3:10; 啓6:10; 啓8:13; 啓11:10; 啓11:10; 啓13:8; 啓13:12; 啓13:14; 啓13:14; 啓17:8;
2) 居住(6) 徒1:20; 徒9:32; 西1:19; 西2:9; 彼後3:13; 啓2:13;
3) 住在(5) 路13:4; 徒1:19; 徒2:9; 徒2:14; 啓17:2;
4) 他們⋯住(1) 太12:45;
5) 居(1) 啓2:13;
6) 居住的(1) 徒13:27;
7) 居民(1) 徒22:12

Léxico de magia

1 habitar como acción de la divinidad σὲ καλῶ, ... ὅς κατοικεῖς τὴν ὅλην οἰκουμένην a ti te llamo, que habitas toda la tierra (ref. a Helios) P II 101 2 sent. fig. descansar, reposar confiado ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου καὶ τὰ ἑξῆς el que reposa confiado en la ayuda del Altísimo y lo demás C 19 4 SM 26 6 SM 29 10

Lexicon Thucydideum

habitare, to dwell, inhabit, 3.34.2, 8.6.1, 8.108.4, [vulgo commonly οἰκήσαντας].
MED. idem, the same 1.120.2, 2.96.1, (gentes, nations, peoples) 2.99.5, 3.34.1, 5.83.3.