γλαυκός
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ή, όν, orig. without any notion of colour, A gleaming (cf. γλαύσσω, γλαυσός), once in Hom., γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα Il.16.34 (hence γλαυκὴ δυσπέμφελος, = the sea, Hes. Th.440): so in Trag. (not A.), γ. λίμνα S.Fr.371,476; ἅλς E.Cyc.16; οἶδμα Id.Hel.1501 (lyr.); later γ. σελάνα Mesom.Sol.21; πλήθοντα πυρὸς γλαυκοῖο σελήνη Tryph.514; ἀστέρες Him.Ecl.13.37; γ. ἠώς Theoc.16.5; also γ. δράκων Pi.O.8.37 (expld. by Sch.as, = γλαύκωψ, γλαυκῶπις). II later, of colour (κυανοῦς λευκῷ κεραννύμενος Pl.Ti.68c; cf. γλαυκότερον κυάνοιο φαείνεται Hegesianax 1), bluish green or grey, of the olive, S.OC701, E.IT1101, Tr.802 (all lyr.), etc.; of the elder, Emp.93; ὀπώρα, of grapes, S.Tr.703; of vine leaves, AP9.87 (Marc. Arg.); of the beryl and topaz, D.P.1119 sq.; μάραγδος Nonn.D.5.178. 2 freq. of the eye, light blue, grey, opp. μέλας, χαροπός, Arist.GA779b13, HA492a3, cf. Paus.1.14.6; ἔθνος γ. ἰσχυρῶς καὶ πυρρόν Hdt.4.108, cf. Hp.Aër.14, Arist.Pr.892a3, etc.; γ. Ἀθάνα E.Heracl.754 (lyr.), Theoc.28.1, cf. Plot.4.4.19; cf. γλαυκῶπις: —this colour was not admired, Luc.DMeretr.2.1, Philostr. VA7.42.
Greek (Liddell-Scott)
γλαυκός: -ή, -όν, Αἰολ. γλαῦκος, α, ον·‒ κατὰ πρῶτον πιθ. ἄνευ ἐννοίας τινὸς χρώματος, ἀπαστράπτων, ἀργυρόχρους, λάμπων, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ (ἂν καὶ εὑρίσκονται παρ’ αὐτῷ τὰ παράγωγα γλαυκιάω, -ῶπις) ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα Ἰλ. Π. 34 (ὁπόθεν ὁ Ἡσ. Θ. 440 καλεῖ τὴν θάλασσαν ἁπλῶς γλαυκήν)· οὕτω παρὰ Τραγ., γλ. λίμνη, ἅλς οἶδμα, κῦμα, κτλ.· οὕτως ὡσαύτως, γλ. σελήνη Ἐμπεδ. 176· γλ. ἀὼς Θεόκρ. 16. 5· καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. Ἐπ.· ὡσαύτως γλ. δράκων Πίνδ. Ο. 8. 48, ἔνθα ὁ Σχολ. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = γλαυκώψ, γλαυκῶπις. ΙΙ. βραδύτερον βεβαίως μετ’ ἐννοίας χρώματος (κυανοῦς λευκῷ καραννύμενος Πλάτ. Τιμ. 68C), κυανόφαιος ἢ κυανοπράσινος, Λατ. glaucus, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Πίνδ. Ο. 3. 23, Σοφ. Ο. Κ. 701, Εὐρ. Ι. Τ. 1101, Τρῳ. 799, κτλ. (πρβλ. γλαυκόχροος)· ἐπὶ τῆς ἰτέας καὶ τῆς λύγου, Βεργ. Γ. 4. 182, Αἰν. 6. 416· παρὰ Σοφ. Τρ. 703 ὡσαύτως ἐπὶ σταφυλῶν· ἐπὶ πολυτίμων τινῶν λίθων, οἷον τῆς βηρύλλου καὶ τοπαζίου, Διον. Π. 1119, κ ἑξ.· τῆς σμαράγδου Νόνν., Πλίν. 2) συχν. ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ ἔχων χρῶμα ἐλαφρῶς κυανοῦν ἢ φαιόν, Λατ. caecius, παριστάνον, τὸν ἀνοικτότερον χρωματισμὸν ὀφθαλμῶν ἐκ τῶν παρὰ τοῖς Ἕλλησι γνωστῶν, ὑφ’ ὧν διεκρίνετο: μέλας ἐπὶ τοῦ σκοτεινοτάτου χρώματος, μετὰ τοῦτο χαροπός, εἶτα γλαυκός, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 5. 1, 20 κέξ., Ἱ. Ζ. 1. 10, 1, πρβλ. Foës. Οἰκον. Ἱππ. ἐν λ. γλαυκώσιες· οὕτως ὁ Ἡροδ. 4. 108. ὁμιλεῖ περί τινος ἔθνους ὅτι ἦτο γλαυκὸν ἰσχυρῶς καὶ πυρρόν, εἶχε δηλ. κυανοῦς ὀφθαλμοὺς καὶ ξανθοκοκκίνην τρίχα, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 289, Ἀριστ. Προβλ. 10. 11· οὕτω, γλ. Ἀθάνα Εὐρ. Ἡρακλ. 754, κτλ.· πρβλ. Φιλόστρ. 321· ἴδε γλαυκῶπις· ‒ τὸ χρῶμα τοῦτο δὲν ἐθαυμάζετο, Λουκ. Ἑτ. Δ. 2. 1. (Ὅτι τὸ γλαυκός, ἔτι καὶ ἐνῷ ἀνεφέρετο εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ἐσήμαινε: βλοσυρῶς βλέπων, ἀκτινοβολῶν, ὡς ἐν τοῖς Ὁμηρικοῖς γλαυκῶπις, γλαυκιάω, φαίνεται ἐκ τῆς ἀναλογίας τοῦ χαροπὸς (ὅπερ ὡσαύτως μετέβη εἰς τὴν ἔννοιαν χρώματος), ὡς καὶ ἐκ τοῦ ὅτι οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς γλαυκὸς δὲν εἶναι κυανοῖ, οὐδὲ φαιοί. Αὕτη ἡ σειρὰ τῶν σημασιῶν τῆς λέξεως συμφωνεῖ καὶ πρὸς τὴν παρατήρησιν ὅτι συγγενεύει πλησιέστατα πρὸς τὸ γλαύσσω = λάμπω, γλαυσὸς =λαμπρὸς (Ἡσύχ.).)
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
1 primit. brillant, étincelant, éclatant (sans idée de couleur déterminée), en parl. de la mer (d’où subst. ἡ γλαυκή la mer), de l’aurore, de races d’hommes aux yeux clairs;
2 de couleur glauque, d’un vert pâle ou gris.
Étymologie: R. Γαλ, briller.
2gén. de γλαύξ.
English (Autenrieth)
gleaming (but with reference to the effect of color, grayishblue); θάλασσα (cf. ‘old ocean's gray and melancholy waste’), Il. 16.34†.
English (Slater)
γλαυκός (cf. γλαυκώψ)
1 blue-grey cf. Leumann, Hom. Wörter, 152. γλαυκοὶ δὲ δράκοντες (contra Σ. φοβεροί) (O. 8.37)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. fem. -ά S.Fr.371, Ar.Au.1339; lesb. γλαύκα Alc.115.8
I c. ref. sobre todo al brillo que despide reflejos, resplandeciente, luminoso como epít. del mar brillante, rutilante γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα Il.16.34, κῦμα δὲ πόντου ... γλαυκόν Ar.Th.44, λίμνα S.l.c., ὕδωρ Triph.218, cf. E.Hel.400, Cyc.16, Ar.l.c., A.R.1.182, Theoc.11.43, γλαυκαῖς Νηρηίσι Theoc.7.59
•como subst. γλαυκή el mar γλαυκὴ δυσπέμφελος el mar intransitable Hes.Th.440, γλαυκῆς ... πέλας Lyr.Alex.Adesp.10.3
•epít. de diosas, ref. a la resplandeciente claridad de su semblante γλαυκέων Χαρίτων Ibyc.7.1, y más concr. de sus ojos γλαυκῶν βλεφάρων σέλας Colluth.133, cf. Callistr.14.5 (pero v. II 2), de ahí γλαυκὰν ... ὑπ' ἠῶ bajo la brillante luz del día Theoc.16.5
•esp. de Atenea de aspecto resplandeciente o quizá de ojos brillantes y claros γλαυκᾶς ... Ἀθάνας E.Heracl.754, Theoc.28.1, γλαυκὴ ... Τριτογένεια Orph.L.586, γλαυκὴ θεός la diosa de ojos claros Ant.Lib.15.2, cf. γλαυκῶπις
•de la luna, aplicado a su pálida luminosidad γλαυκὰ ... Σελάνα Mesom.2.21, πλήθουσα πυρὸς γλαυκοῖο σελήνη Triph.514, cf. Hegesian.SHell.466, y a su brillo, Sch.Pi.O.6.76d
•de las estrellas c. el sent. de titilante γλαυκοὶ δὲ ἀστέρες Him.12.37
•de anim. de ojos claros y brillantes γλαυκοὶ δὲ δράκοντες Pi.O.8.37, de una fiera, prob. el tigre, Ctes.45d, explicado como signo de fiereza (cf. γλαυκιάω): τῶν θηρίων τὰ ἀλκιμώτατα ... γλαυκά εἰσι Corn.ND 20, cf. Orph.A 933.
II c. ref. sobre todo al color, de diversos tonos de verde, azulado, gris, blanquecino
1 de plantas c. ref. al color verde blanquecino de sus hojas: del olivo γλαυκὸν ... ἄνδημ' ἐλαίας B.8.29, γλαυκᾶς ... φύλλον ἐλαίας S.OC 701, cf. B.11.29, E.Supp.258, Tr.802, IT 1101
•de la vid, Alc.115a.8, AP 9.87 (Marc.Arg.), 249 (Maec.), y de las uvas γλαυκῆς ὀπώρας ... Βακχίας ἀπ' ἀμπέλου S.Tr.703.
2 de pers. y anim.:
a) ref. al aspecto o color de la piel de tez clara op. μέλας y muy frec. junto a πυρρός caracterizando a pueblos del Norte Θρῇκες Xenoph.B 16, Βουδῖνοι Hdt.4.108, cf. Arist.Pr.910a13
•de anim. de pelo o plumaje gris (σκῶπες) εἰσὶ δὲ γλαυκοί Call.Fr.418, ὁ γ. ἵππος PCair.Zen.376.10 (III a.C.);
b) ref. al color de sus ojos (pero v. I) de ojos claros bien sea azul claro, gris azulado o verdoso en una estatua de Atenea γλαυκοὺς ἔχον τοὺς ὀφθαλμούς Paus.1.14.6, en pers., gener. como rasgo peculiar ἐκ γλαυκῶν γλαυκοί Hp.Aër.14.5, de un esclavo PCair.Zen.76.10 (III a.C.), ὁ γ. ἄνθρωπος Plot.4.4.19, en Arist. como signo de debilidad física por falta de agua y frec. de los ojos de los niños γλαυκότερα δὲ τὰ ὄμματα τῶν παιδίων Arist.GA 779a26, 779bpassim, 780a15, rasgo común al de la tez o piel clara, Arist.Pr.892a3, PPetr.3.4.2.20 (III a.C.), de los nacidos bajo el signo de Leo junto a πυρρός Hippol.Haer.4.19, Heph.Astr.2.2.32, como rasgo poco apreciado y desfavorable, Hp.Epid.2.6.1, Adam.1.6, 2.31, Luc.DMeretr.2.1, Philostr.VA 7.42, asociado a la homosexualidad Cat.Cod.Astr.7.91.
3 gener. y ref. a cosas: como n. de color azul pálido κυανοῦ δὲ λευκῷ κεραννυμένου γλαυκόν (χρῶμα ἀποτελεῖται) Pl.Ti.68c
•del color gris azulado de la baya de saúco, Emp.B 93
•de la atmósfera azul claro como el lapislázuli γλαυκοῖο κελαινότεραι κυάνοιο Eratosth.16.4, αἰθήρ Corn.ND 20
•verde brillante o más prob. verde y con destellos (cf. I) de algunas piedras preciosas γλαυκῆς βηρύλλοιο Triph.70, de la esmeralda, Nonn.D.5.178, cf. D.P.1119, Epiph.Const.Gemm.M.43.297C
•verde amarillento ἔλαιον Archestr.SHell.144.7, 154.5.
4 medic., ref. a ojos enfermos que tiene cataratas, glaucoma o algún tipo de ceguera Gal.1.330, 638, Prud.Apoth.20
•tb. en anim. oculum claucum Claud.Herm.Mul.753.
• Etimología: De la r. *gelHu̯3 ‘brillar’, en grado ø/ø *gl°Hu̯°3- > γλαυ- como ἀγλαός pero c. suf. -κ-.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γλαυκός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει ανοιχτό γαλάζιο χρώμα («και τα χρώματ' αναδίνει του γλαυκότατου ουρανού», Δ. Σολωμός)
2. ο γαλανομάτης·
Greek Monotonic
γλαυκός: -ή, -όν,
I. σε Όμηρ. πιθ. χωρίς την έννοια χρώματος, αυτός που λαμπυρίζει, που αστράφτει, ο ασημένιος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
II. αργότερα κυρίως με την έννοια χρώματος, γαλαζοπράσινος, γαλαζόγκριζος (κυανόφαιος), Λατ. glaucus, χρησιμοποιείται για την ελιά, σε Σοφ., Ευρ.· ιδίως λέγεται για τα μάτια, τα ανοιχτά γαλάζια ή γκρίζα, Λατ. caesius, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
γλαυκός:
1) светло-синий, голубой, лазоревый или светло-серый, сизый (θάλασσα Hom., Plut.; λίμνη Soph.; ἅλς Eur.; ὄμματα Arst.): κυανοῦ λευκῷ κεραννυμένου γλαυκὸν ἀποτελεῖται Plat. от смешения синего с белым получается голубое;
2) зеленоватый, светло-зеленый (ἐλαία Soph., Eur.; χλόη Eur.; φύλλα Arst.; ὕαλος Anth.);
3) светлый, сверкающий, блистающий (δράκοντες Pind.; ἠώς Theocr.);
4) светлоглазый (ἔθνος Her.).
I gen. к γλαύξ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: in Hom. (Π 34) of the sea, after Hom. bluish green or grey (Il.); see Pötscher, Rh. Mus. 141/2 (1998) 97-111.
Dialectal forms: Myc. karauko /Glaukos/.
Derivatives: γλαῦκος name of a fish (Com.; s. Strömberg Fischnamen 23f.and Thompson Fishes 48); γλαυκία η γλαυκίον βοτάνη τις H. (Plin.); also juice of the horned poppy (Dsc.) and name of a duck (Ath.), both after the colour; γλαυκίδανον name of an eyesalve (Gal.). - Denomin. ptc. γλαυκιόων gleaming? (Il.) but Pötscher (Glotta 72, 1994, 105-8) with the green, brilliant eyes of an owl, γλαυκόομαι be affected with glaucoma (Hp.), γλαύκωμα glaucoma (Arist.), γλαύσσω shine (H.) cf. λευκός: λεύσσω. - Several PN: Γλαῦκος, Γλαύκη (Il.), Γλαύκων, -ίων etc.. - On γλαυκῶπις s. v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Hardly to γαλήνη, γελάω (s. vv.). - Improbable Leumann Hom. Wörter 148ff. (wrong analsis of γλαυκῶπις; s. Chantr. Mél. Carcopino (1966) 193ff.). - No etymology; hardly IE (*gleh₂u-ko- would be a rather unusual formation); so rather Pre-Greek.
Middle Liddell
I. in Hom., prob. without any notion of colour, gleaming, silvery, of the sea, Il., Trag.
II. later, certainly, with a notion of colour, bluish green, gray, Lat. glaucus, of the olive, Soph., Eur.:—esp. of the eyes light blue or gray, Lat. caesius, Hdt., Eur..
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλαυκός gen. sing. van γλαύξ.
γλαυκός -ή -όν [~ γλαύξ?]
1. schitterend, blinkend, meestal van de zee:; γλαυκὴ... θάλασσα de schittering van de zee Il. 16.34; γ. ἠώς de stralende dageraad Theocr. 16.5; subst.. γλαυκή zee Hes. Th. 440.
2. blauw (in allerlei schakeringen), blauwgroen, grijs :. ἔθνος... γλαυκόν een volk met lichte ogen Hdt. 4.108.1; γ. ἐλαία de grijsgroene olijf Soph. OC 701; γ. ὀπώρα de blauwgroene vrucht Soph. Tr. 703.
Frisk Etymology German
γλαυκός: {glaukós}
Meaning: bei Hom. (Π 34) und späteren Dichtern (Trag. usw.) vom Meere, nachhom. entweder auf die Farbe hellblau, blaugrau oder auf Lichterscheinungen funkelnd, leuchtend bezogen.
Derivative: Mehrere Ableitungen: γλαῦκος N. eines Fisches (Kom. usw.; zum Benennungsmotiv Strömberg Fischnamen 23f., zum Sachlichen auch Thompson Fishes 48) mit den Deminutiven γλαυκίδιον und γλαυκίσκος (Kom.); γλαυκία ἢ γλαυκίον· βοτάνη τις H. (Plin.); auch Mohnsaft (Dsk., Gal.) und N. einer Entenart (Ath.), beide nach der Farbe; γλαυκίδανον N. einer Augensalbe (Gal.), nach den mannigfachen Gerätenamen auf -ανον (Chantraine Formation 198f.), anscheinend über *γλαυκίς; γλαύκινος Attr. von ἱμάτιον (Plu.) mit γλαυκινίδιον = γλαυκίδιον (Amphis); γλαυκειοῦς (χιτωνίσκος, Attika IVa). — γλαυκότης (Arist., Plu., Corn.). — Denominative Verba: 1. ep. Part. γλαυκιόων funkelnd, glänzend (nach μειδιόων? Leumann Hom. Wörter 151); 2. γλαυκίζω ‘γ. sein’ mit γλαυκισμός (PHolm.); 3. γλαυκόω ‘γ. färben’ (PHolm.), γλαυκόομαι den Star bekommen (Hp., J.) mit γλαύκωσις (Hp., Gal.) und γλαύκωμα grüner Star (Arist., Mediz.), das indessen auch direkt von γλαυκός ausgehen kann (vgl. Chantraine 186f.; γλαυκόομαι dann sekundär?); 4. γλαύσσω leuchten (H., EM), διαγλαύσσω A. R. 1, 1281; vgl. λευκός: λεύσσω. — Mehrere Eigennamen: Γλαῦκος, Γλαύκη (seit Il.), Γλαύκων, -ίων usw.; auch als Vorderglied. — Zu γλαυκῶπις s. unten.
Etymology : Die gewöhnliche Anknüpfung an γαλήνη, γελάω usw. (s. dd.) kommt (auch mit Hilfe von *ἀγλαϝός) über eine allgemeine Ähnlichkeit nicht hinaus. Da das ep. Attribut der Athens γλαυκῶπις, nach βοῶπις zu schließen, als ‘die Eulen-äugige’ bzw. ‘die Eulen-antlitzige’ zu verstehen ist, kann γλαῦξ Eule schon aus diesem Grunde schwerlich eine hypokoristische Kürzung von γλαυκῶπις (Prellwitz) sein. — Nach Leumann Hom. Wörter 148ff. erwuchs γλαυκός auf rein literarischem Wege aus dem mißverstandenen Vorderglied in γλαυκῶπις, das schon von den epischen Dichtern als adjektivisch (mit wechselnder Bedeutung) aufgefaßt wurde.
Page 1,310-311