ἐμποδίζω

From LSJ
Revision as of 08:00, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδίζω Medium diacritics: ἐμποδίζω Low diacritics: εμποδίζω Capitals: ΕΜΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: empodízō Transliteration B: empodizō Transliteration C: empodizo Beta Code: e)mpodi/zw

English (LSJ)

Att. A fut. ἐμποδιῶ Id.Ly.210b, later ἐμποδίσω Gp.2.49.1:—Med. (v. infr.11.2):—Pass., fut. ἐμποδισθήσομαι Porph.Abst.1.17, Gal. ap. Orib.7.23.28, or (in med. form) ἐμποδίσομαι Antip.Stoic.3.256: pf. ἐμπεπόδισμαι (v. infr.): (ἐν, πούς):—put the feet in bonds: hence, put in bonds, fetter, τοὺς μάντιας Hdt.4.69:—Pass., ἐμπεποδισμένος τοὺς πόδας ib.60; (ὀλιγοδρᾰνίᾳ) ἐμπεπ. A.Pr.550(lyr.).
II generally, hinder, thwart, τὸ θεῖον ἐνεπόδιζέ με Ar. Av.965, cf. Lys.359, X.Cyr.2.3.10; τοὺς τῆς πόλεως καιρούς Aeschin.3.223; καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι = sorrow is that which hinders motion Pl.Cra.419c; πρός τι in a thing, Isoc.Ep.4.11, Arist.Pol.1341a6, al., Ph.1.466:—Pass., Χαἱ σοφαὶ γνῶμαι.. ἐμποδίζονται θαμά S.Ph.432; ἐμποδίζοιτο ἂν μὴ πράττειν would be hindered from doing, Pl.Smp. 183a; τῆς εἰς τοὔμπροσθε πορείας D.S.14.28.
2 c. dat. rei, to be a hindrance to, interfere with, πολλαῖς ἐνεργείαις Arist.EN1100b29; ἀλλήλαις Id.Pol. 1299b8; ταῖς Χορηγίαις Plb.5.111.4: c. dat. pers., τοῖς γεωργοῖς Gp.2.49.1; τοῖς εἰς ἀρετὴν ἀφικνουμένοις Porph.Ep.Aneb.26: rarely c. acc. rei, ἐ. τὸ κοινὸν ἔργον Arist.Top.161a37:—so in Med., ἐμποδίζεται δόσιν Philem.164.
3 abs., to be a check or be a hindrance, Arist.Pol.1288b24.
III dub. in κέχηνεν ὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας Ar.Eq.755; prob. playing bob-fig, i.e. catching figs dangled by the stalk (πούς); Sch. and Lexx. also expl. as stringing, chewing, or trampling figs.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. ind. 3a sg. ἐμποδιεῖ Pl.Ly.210b, ἐμποδίσει Gp.2.49.1, en v. pas. 3a plu. ἐμποδισθήσονται Porph.Abst.1.17, en v. med. inf. ἐμποδίσεσθαι Antip.Stoic.3.256.30; perf. inf. ἐνπεποδικέναι IEphesos 4101.19 (II d.C.)]
I tr.
1 aherrojar, poner grilletes, ligar, trabar los pies o patas, c. ac. de pers. ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας Hdt.4.69, ref. anim. en defixiones contra competidores en el circo ἐνποδίσατε αὐτο[ὺ] ς ... [ἵνα μὴ] δυνηθῶσιν τρέχειν μηδὲ ἡνιοχεύ[ι] ν SEG 40.921.16 (Cartago III d.C.), c. ac. de la extremidad y dat. ἐμπόδισον αὐτοῖς τοὺς πόδας trábales las patas, TDA 234.17 (Cartago II/III d.C.), en v. pas., c. ac. rel. τὸ ἱηρεῖον ... ἐμπεποδισμένον τοὺς ... πόδας Hdt.4.60, ἐμποδίζονται δὲ τὴν γλῶτταν καὶ γίνονται τραυλοί Ptol.Tetr.3.13.12, fig. ᾅ (τᾷ ὀλιγοδρανίᾳ) τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος ἐμπεποδισμένον la debilidad a la que está ligada la ciega raza de los humanos A.Pr.550.
2 p. ext. impedir, estorbar, obstaculizar, poner impedimentos c. ac. de pers. τὼ χεῖρε προέχων ἐνεπόδιζον ... τὸν παίοντα extendiendo las manos, impedía el golpe del atacante X.Cyr.2.3.10, τὸ θεῖον ἐνεπόδιζέ με Ar.Au.965, cf. Lys.359, (τὴν πόλιν) ἐμποδίζοντες νόμοι D.24.94, c. inf. οὐδεὶς ἡμᾶς ἑκὼν εἶναι ἐμποδιεῖ Pl.l.c., c. gen. ἐνεπόδιζον αὐτοὺς τοῦ οἰκοδομεῖν LXX 2Es.4.4, c. constr. prep. ἐμποδιεῖν αὐτὸν πρὸς πολλὰ τῶν πραγμάτων Isoc.Ep.4.11, ἐνεπόδισέν με ἐν τοῖς κατὰ τὴν κατασποράν PCol.209.30 (I d.C.)
c. ac. de concr. o abstr. obstaculizar, dificultar τοῦ αἵματος τὴν ἀπόρρυσιν Hp.Virg.1, cf. I.AI 1.164, Hld.4.7.13, 9.15.4, ἐμποδίζειν τοὺς τῆς πόλεως καιρούς Aeschin.3.94, cf. Arist.Top.161a37, D.C.Epit.7.24.9, 25.8, ταύτην τὴν διακόσμησιν Corn.ND 17, τροφαὶ πολλαὶ ἁγνείαν ἐμποδίζουσιν Sext.Sent.108a, τῆς δὲ φύσεως καὶ τὰ τοιαῦτα ἀπαιτούσης ἐμποδίζειν μὲν ἀδύνατον si la naturaleza reclama tales esparcimientos es imposible impedirlos Aristid.Quint.60.17, cf. Porph.Sent.27, en v. pas. ὅταν γάρ τι δέῃ πράττειν ἐμποδίσεσθαι ὑπὸ τοῦ πλήθους αὐτῶν Antip.Stoic.l.c., ὑπὸ ... τῆς τῶν ... βαρβάρων ἐπικρατείας ἐμποδισθέντες Plb.2.39.7, ὥστε τοὺς ὁδοιποροῦντας μηδὲν ἐμποδίζεσθαι τῆς ... πορείας D.S.14.28, cf. Plu.Luc.28, Hero Dioptr.300.18(p.300.19), A.D.Pron.73.11, οἴνῳ γὰρ ἐμποδίζεται τὸ συμφέρον Men.Mon.585, ἡ τοῦ κάτω καθαίροντος φαρμάκου δύναμις ἐμποδισθήσεται Gal. en Orib.7.23.28, τῷ λόγῳ ἐμποδιζόμενοι Vett.Val.62.28, ἐμπεποδίσθαι ἐν τοῖς κατὰ τὴν πρακτορείαν PTeb.1095.24 (II a.C.), cf. Ptol.Tetr.4.10.12, PHamb.256.19 (III d.C.), πόσοι δὲ πρὸς θεραπείαν ἐμποδισθήσονται ἀπεχόμενοι τῶν ζῴων; ¿cuántos se verán con dificultades para curarse si se abstienen de comer animales? Porph.Abst.1.17, cf. Plot.1.4.5
c. or. complet. c. μή verse impedido de ἐμποδίζοιτο ἂν μὴ πράττειν ... τὴν πρᾶξιν καὶ ὑπὸ φίλων καὶ ὑπὸ ἐχθρῶν se vería impedido de llevar a cabo la acción tanto por amigos como por enemigos Pl.Smp.183a
en v. med. mismo sent. ὁ γὰρ λέγων καὶ τὴν ἀπ' ἄλλων ἐμποδίζεται δόσιν Men.Comp.2.96.
3 sent. dud., bien sortear obstáculos en uso cóm fig., c. ac. int., en la frase κέχηνεν ὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας quizá ref. a un juego de niños en el que intervenían los higos, o bien mascar según algunas interpr., en el sent. se queda con la boca abierta como mascando higos secos, e.e., como un tonto Ar.Eq.755, cf. Hsch.
II intr.
1 poner trabas, ser un obstáculo o impedimento c. dat. compl. indir. ἐμποδίζει πολλαῖς ἐνεργείαις Arist.EN 1100b29, οὐ γὰρ ἐμποδιοῦσιν ἀλλήλαις Arist.Pol.1299b8, ἐμποδιεῖν ταῖς ἐπιβολαῖς αὐτοῦ Plb.5.14.11, ἐμποδίζοντες ταῖς χορηγίαις Plb.5.111.4, cf. Porph.Ep.Aneb.26, ἐμποδίζοντες τοῖς ἀρξαμένοις τρέχειν καλῶς Origenes Cant.3 (p.237.28), ἥ τε γὰρ τῶν ἐργαλείων χρεία ... ἐμποδίσει τοῖς γεωργοῖς Gp.2.49.1, c. constr. prep. φθοραὶ ... εἰσὶ τῷ παραιρεῖσθαι τὰς τροφὰς καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἐμποδίζειν se producen pérdidas (de plantas) al quitarse el alimento y estorbarse en lo demás Thphr.HP 4.16.5, ἐμποδίζειν πρὸς τὰς ὕστερον πράξεις Arist.Pol.1341a6, cf. PA 683a23, πρὸς τὴν ὄψιν Cleom.1.5.79, cf. I.AI 3.155, D.C.37.9.4, sin rég. μηδενὸς ἐμποδίζοντος τῶν ἐκτός mientras no constituya un obstáculo algún factor externo Arist.Pol.1288b24, διὰ δὲ τὸ ἐμποδίζειν por ser un estorbo D.L.7.14, cf. A.D.Pron.35.13, Plot.4.7.6, Vett.Val.290.10
part. neutr. subst. τὸ ἐμποδίζον impedimento c. gen. τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἱέναι Pl.Cra.419c.
2 en v. med. tropezarse, fig. equivocarse αἱ σοφαὶ γνῶμαι ... ἐμποδίζονται θαμά incluso las mentes hábiles a menudo se equivocan S.Ph.432.

German (Pape)

[Seite 815] im Wege sein, verhindern, hemmen; τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος ἐμπεποδισμένον (ὀλιγοδρανίᾳ) Aesch. Prom. 549; χαἰ σοφαὶ γνῶμαι ἐμποδίζονται θαμά Soph. Phil. 432; θώμεσθα δὴ τὰς κάλπιδας χαμᾶζε, ὅπ ως ἂν μὴ τοῦτό μ' ἐμποδίζῃ Ar. Lys. 359; τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι, am Gehen hinderlich, Plat. Crat. 419 c; so τῆς πορείας D. Sic. 14, 28; τὸ ἐμπ. καὶ ἴσχον τῆς ῥοῆς Plat. Crat. 416 b; οὐδεὶς ἡμᾶς ἐμποδιεῖ Lys. 210 b; mit folgendem inf., ἐμποδίζοιτο μὴ πράττειν οὕτω τὴν πρᾶξιν Conv. 183 a; ἐνεπόδιζον τὸν παίοντα Xen. Cyr. 2, 3, 10; νῦν δέ με τὸ γῆρας ἐμποδίζει Isocr. 15, 59, wo vor Bekker μοι stand; ἐμποδιεῖν αὐτὸν πρὸς τὰ πράγματα, ihm in Beziehung auf die Geschäfte hinderlich sein, Isocr. ep. 4, 11; auch τινί, Arist. Eth. 1, 10, 12 Polit. 4, 15, ταῖς ἐπιβολαῖς Pol. 5, 14, 11; ταῖς χορηγίαις τῶν πολεμίων, die Zufuhr abschneiden, 5, 111, 4; – in Fesseln binden, τὸ ἱρήϊον ἐμπεποδισμένον τοὺς πόδας Her. 4, 60; κέχηνεν ὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας, als wenn er Feigen anbinde, an Stielen anreihe, Ar. Equ. 752. Die Schol. geben verschiedene Erkl., z. B. wie die Kinder die Feigen in die Höhe werfen und sie mit offenem Munde auffangen, etwa wie wir: er sperrt das Maul auf, als sollten ihm gebratene Tauben hineinfliegen. – Med., τὴν ἀπ' ἄλλων ἐμποδίζεται δόσιν Philem. fr. inc. 72.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐνεπόδιζον, f. ἐμποδιῶ, ao. et pf. inus.
Pass. f. ἐμποδισθήσομαι, pf. ἐμπεπόδισμαι;
1 mettre les pieds dans une entrave, entraver;
2 fig. faire obstacle à, embarrasser, empêcher, acc. ou dat..
Étymologie: ἐν, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἐμποδίζω: πούς (атт. fut. ἐμποδιῶ; pf. pass. ἐμπεπόδισμαι)
1 связывать, перевязывать (по ногам) (ἐμπεποδισμένος τοὺς πόδας Her.): ἐ. ἰσχάδας Arph. подвязывать фиги за черенки (для просушки), по друг. утаптывать ногами фиги;
2 досл. сковывать, перен. препятствовать, мешать (τινά, τι Arph., Xen., Aeschin., Arst., Plut., τινί Arst., Polyb. и πρός τι Isocr., Arst.): ὀλιγοδρανίᾳ ἐμπεποδισμένος Aesch. скованный бессилием; ἐμποδίζοιτ᾽ ἂν μὴ πράττειν οὕτω τὴν πρᾶξιν ὑπὸ φίλων Plat. друзья воспрепятствовали бы ему сделать это; χαἱ σοφαὶ γνῶμαι ἐμποδίζονται θαμά Soph. и мудрые планы оказываются часто бессильными; ἐνέργεια ἐμποδιζομένη Arst. заторможенная деятельность; μηδενὸς ἐμποδίζοντος τῶν ἐκτός Arst. при отсутствии каких бы то ни было внешних препятствий; ὁ λόγος αὐτὸς αὑτὸν ἐμποδίζει Arst. это утверждение само себе противоречит.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Πλάτ. Λύσ. 210Β: - Μέσ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 2: - Παθ.: μέλλ. -ποδισθήσομαι Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 1. 17, Ὀρειβάσ., ἢ (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) -ίσομαι Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418, 52: πρκμ. -πεπόδισμαι, ἴδε κατωτ.: (ἐν πούς). Θέτω τοὺς πόδας εἰς δεσμά, δεσμεύω, τοὺς μάντιας Ἡρόδ. 4. 69: - Παθ., ἐμπεποδισμένος τοὺς πόδας αὐτόθι 60· ὀλιγοδρανίαν... ᾇ τὸ φωτῶν ἀλαὸν δέδεται γένος ἐμπεποδισμένον Αἰσχύλ. Πρ. 550. ΙΙ. καθόλου, ἐμποδίζω, ἐναντιοῦμαι, παρακωλύω, Λατ. impedire, τινὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 965, Λυσ. 359, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 10· τοὺς τῆς πόλεως καιροὺς Αἰσχίν. 85. 35· ἐμπ. τοῦ ἰέναι Πλάτ. Κρατ. 419C· τῆς εἰς τοὔμπροσθε πορείας Διόδ. 14. 28· πρός τι Ἰσοκρ. 415Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 6, κ. ἀλλ.: - Παθ., χαί σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμὰ Σοφ. Φ. 433· ἐμποδίζοιτο ἂν μὴ πράττειν Πλάτ. Σύμπ. 183Α. 2) μετὰ δοτ. πράγμ., γίνομαι κώλυμα, ἐμπόδιον εἴς τινα, ἐμποδίζει πολλαῖς ἐνεργείαις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11. 12· πρβλ. Πολιτικ. 4. 15, 8· ἐμποδίζοντες ταῖς χορηγίαις Πολύβ. 5. 111, 4: - σπανίως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐμπ. τὸ κοινὸν ἔργον Ἀριστ. π. Τοπ. 8. 11. 3· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐμποδίζεται δόσιν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 72. 3) ἀπολ., εἶμαι ἐμπόδιον, κώλυμα, Πλάτ. Λύσ. 210Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1. 3. ΙΙΙ. τὸ χωρίον: κέχηνεν ὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας Ἀριστοφ. Ἱππ. 755, ὡς φαίνεται δὲν κατενοήθη ὑπὸ τῶν ἀρχαίων, ὡς τοῦτο γίνεται δῆλον ἐκ τῶν περιπλόκων καὶ ἀσαφῶν ἑρμηνειῶν τῶν Σχολιαστῶν: ὁ Casaub. ἑρμηνεύει: ἤνοιξε τὸ στόμα του ὡς ν’ ἁρμαθιάζῃ σῦκα· ὁ δὲ C. Newton εἰσηγεῖται ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ σχέσιν ἡ φράσις αὕτη πρὸς τὸν τρόπον τῆς συμπιέσεως τῶν σύκων, ὅστις ἔτι καὶ νῦν εἶναι ἐν χρήσει περὶ τὴν Σμύρνην: ‘τὰ σῦκα πατοῦνται πρῶτον διὰ τοῦ ποδὸς ἕως οὗ ἐντελῶς πλατυνθῶσι καὶ ἔπειτα τίθενται εἰς θήκας’.

Greek Monolingual

και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω)
παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.)
νεοελλ.
(μτχ. παθ. παρακμ.) (ε)μποδισμένος
απαγορευμένος ως προς κάτι («[ε]μποδισμένο χωράφι» — στο οποίο απαγορεύεται η βοσκή)
μσν.
μέσ.
1. ματαιώνομαι («νά μὴν τὸ μάθη ὁ Φλώριος καὶ ἐμποδιστῆ τὸ πρᾶγμα», Φλώρ.)
2. δυσκολεύομαι, βρίσκω εμπόδια («ὅταν εἰς γῆρας γὰρ ἐλθῇ..., ἀμβλυωπεῖ... μποδίζεται βαδίζειν», Φυσιολ.)
αρχ.
1. δένω τα πόδια κάποιου, δεσμεύω («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῖρας ὀπίσω δήσαντες», Ηρόδ.)
2. (με δοτ. πράγμ.) γίνομαι εμπόδιο («ἐμποδιοῦσιν ἀλλήλαις», Αριστοτ.)
3. πιέζω με το πόδι, πατικώνω, συμπιέζω, πλαταίνω κάτιὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας» — σαν να συμπιέζει με το πόδι ξερά σύκα, για να τά αρμαθιάσει, να τά κάνει αρμαθιές, τσαπέλες
Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐμποδίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ — Παθ., παρακ. -πεπόδισμαι (ἐν, πούς
I. βάζω τα πόδια σε δεσμά, δεσμεύω, σε Ηρόδ. — Παθ., ἐμπεμποδισμένος τοὺς πόδας, στον ίδ.
II. γενικά, εμποδίζω, ανατρέπω την προσπάθεια κάποιου, παρακωλύω, εμποδίζω, Λατ. impedire, τινά, σε Αριστοφ., Ξεν.· πρός τι, σε κάτι, σε Ισοκρ. — Παθ., σε Σοφ.
III. ὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας, όπως αυτός που αρμαθιάζει σύκα ή που τα πατά με τα πόδια του, έτσι ώστε να γίνουν πλατιά και να μπορούν να συσκευασθούν, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ Pass., perf. -πεπόδισμαι [ἐν, πούς
I. to put the feet in bonds, to fetter, Hdt.: —Pass., ἐμπεποδισμένος τοὺς πόδας Hdt.
II. generally, to hinder, thwart, impede, Lat. impedire, τινά Ar., Xen.; πρός τι in a thing, Isocr.:—Pass., Soph.
III. ὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας like one stringing figs or treading figs flat for packing, Ar.

English (Woodhouse)

prevent

⇢ Look up "ἐμποδίζω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)