ἤπειρος
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
Dor. ἄπειρος [ᾱ], Ael. ἄπερρος, ἡ,
A terra firma, land, opp. the sea, Od.3.90, 10.56, Il.1.485, Hes.Op.624, etc.; κατ' ἤπειρον = by land, Hdt.4.97, 8.66; μήτ' ἐν θαλάττῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ Ar.Ach.534, cf. Timocr.8: hence, even of an island, ἤπειρόνδε Od.5.56; but,
II esp. the mainland of Western Greece, opp. the neighbouring islands, Od.14.97, al.; ἤπειρόνδε 18.84, cf. Th.3.114 (so as pr. n., Pi.N.4.51, X.HG6.1.7, etc.): generally, mainland, opp. islands, Hdt.1.148,171, al., Th.1.5, Philostr. VA1.20, etc.
III later, a continent, especially of Asia. Hdt.1.96, 4.91, A.Pers.718 (troch.), X.HG3.1.5, D.60.11, etc.; ῥεῖθρον ἠπείροιν (ἠπείρων codd.) ὅρον, of the Tanais or Phasis, A.Pr.790; so δισσαὶ ἄπειροι, i.e. Europe and Asia, S.Tr.101 (lyr.); τὼ δύ' ἠπείρω Id.Fr.881; ἐφ' ἑκατέρας τῆς ἠπείρου Isoc.4.35; ἤ. δοιαί, δίδυμαι, ἀμφότεραι, Mosch. 2.8, AP7.18 (Antip. Thess.), 240 (Adaeus), Lib.Ep.783.3; ῥίζαν ἀπείρον τρίταν, of Libya, Pi.P.9.8.
IV plain, opp. mountain, ἤπειρόνδε A.R.2.734,976.
V in Egypt, land above inundation level, PGiss.48.8 (iii A.D.); more freq., γῆ ἤπειρος PLond.3.1201.2 (ii B.C.), etc. (Fr. ᾱπερ-yos, cf. Germ. Ufer.)
German (Pape)
[Seite 1173] ἡ (ἄπειρος?), das feste Land, – al bei Hom. Gegensatz von πέλαγος, Od. 3, 90; νῆα – ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν Il. 1, 485, aufs Land ziehen, wie Hes. O. 622; ἐκ πόντου βὰς ἤπειρόνδε, wo die Insel gemeint ist, Od. 5, 56. So auch κατὰ τὴν ἤπειρον, im Gegensatz von τῇσι νηυσί, zu Lande, Her. 8, 66. – b) im Gegensatz gegen die Inseln, z. B. Ἐχινάδων νήσων τὰς ἡμισέας ἤδη ἤπειρον πεποίηκε Her. 2, 10, vgl. 1, 71; Thuc. 1, 5; οὐ νήσους, ἀλλ' ἤπειρον καρπούμενος Xen. Hell. 6, 1, 4; Plat. Tim. 25 a Phaed. 111 a. – Bei Hom. Od. 14, 97. 100 bedeutet es das Ithaka gegenüberliegende Festland, was nachher nom. pr. wird (w. m. s.). – c) die zusammenhangende Ländermasse, bes. der Continent Asien, Her. 1, 96; Aesch. Prom. 735. So Hippocr.; oft Isocr. vom Perserreich, vgl. Moeris zu Isocr. Panegyr. 36, dem dann Griechenland od. Europa als zweiter Continent gegenübersteht; δισσαῖσιν ἀπείροις Soph. Tr. 101; ἤπειροι ἀμφότεραι Add. 10 (VII, 240); δίδυμαι Ant. Ti. 56 (VII, 18); Pind. P. 9, 8 τρίτας ἀπείρου ῥίζαν, vgl. P. 4, 48, fügt Libyen als dritten Continent hinzu. Vgl. noch Schäfer Melet. p. 37.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
terre ferme ; particul.
1 l'Europe ou l'Asie ; δισσαὶ ἄπειροι (dor.) SOPH les deux continents (Europe et Asie, la Libye étant d'ord. rattachée par les anciens tantôt à l'Europe, tantôt à l'Asie);
2 la région de terre ferme voisine d'Ithaque (Acarnanie, etc.);
3 l'Épire propr. dite.
Étymologie: pê de ἠ = skr. â « par », et περάω, passer, « la terre par où l'on passe » - DELG cf. all. Ufer « rive ».
Russian (Dvoretsky)
ἤπειρος: дор. ἄπειρος (ᾱ) ἡ
1 суша, земля (ἐκ πόντου βῆναι ἤπειρόνδε Hom.; ἤ. καὶ θάλαττα Arst.): νῆα ἐπ᾽ ἠπείροιο ἔρυσσαν Hom. (ахейцы) вытащили судно на землю;
2 материк, континент: οἵ τε ἐν τῇ ἠπείρῳ παραθαλάσσιοι Thuc. (и) те, которые жили на материке вблизи моря; δισσαὶ ἄπειροι или τὼ δύ᾽ ἠπείρω Soph., ἤπειροι δίδυμαι или ἀμφότεραι Anth. оба материка, т. е. Европа и Азия.
Greek (Liddell-Scott)
ἤπειρος: Δωρ. ἄπ- ᾱ, ἡ, terra-firma, ἡ ξηρά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν θάλασσαν, Ὀδ. Γ. 90, Κ. 56, Ἰλ. Α. 485, Ἡσ., κτλ.˙ κατ’ ἤπειρον, διὰ ξηρᾶς, Ἡρόδ. 4. 97, Θ. 66˙ μήτ’ ἐν θαλάττη μήτ’ ἐν ἠπείρῳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 534˙ - ἐντεῦθεν ἐν τῇ Ὀδ. Ε. 65, καὶ νῆσος καλεῖται ἤπειρος˙ - ἀλλά, ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ξ. 97. 100, Φ. 109, Ω. 378, εἶνε ἡ ξηρὰ τῆς δυσμικῆς Ἑλλάδος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Ἰθάκην καὶ τὰς πλησίον νήσους (μετὰ ταῦτα καλουμένη Ἤπειρος ὡς κύρ. ὄνομα, Θουκ. 3. 114, κ. ἀλλ., πρβλ. ἠπειρωτικὸς ΙΙ)˙ ἤπειρόνδε, εἰς τὴν ξηράν, Ὀδ. Σ. 84˙ - ἀκολούθως καθόλου, ἡ ξηρά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς νήσους, Ἡρόδ. 1. 148, 171., 8. 66, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 5, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. ΙΙΙ. βραδύτερον, μεγάλη, ἐκτεταμένη ξηρά˙ ἡ Ἀσία ἰδίως καλεῖτο Ἤπειρος, Ἡρόδ. 1. 96., 4. 91, Αἰσχύλ. Πέρσ. 718, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 5, Δημ. 1392. 6, πρβλ. Morus Ἰσοκρ. 68Α καὶ πρβλ. ἠπειρώτης ΙΙΙ˙ - ἀλλ’ ὡσαύτως ἡ Εὐρώπη, Αἰσχύλ. Πέρσ. 790, κτλ., ὅθεν ὁ Σοφ. λέγει: δισσαὶ ἤπειροι (Τραχ. 100), τὼ δύ’ ἠπείρω (Ἀποσπ. 760), ὅ ἐ. Εὐρώπη καὶ Ἀσία, κατὰ τὴν ἀρχαιοτάτην διαίρεσιν, καθ᾿ ἣν ἡ Αἴγυπτος ἐθεωρεῖτο μέρος τῆς Ἀσίας, πρβλ. Scähf. Mel. σ. 37, Voss Virg. G. 2. 116· οὕτως, ἐφ᾿ ἑκατέρας τῆς ἠπείρου Ἰσοκρ. 47D· ἤπ. δυιαί, δίδυμαι, ἀμφότεραι Μόσχ. 2. 8. Ἀνθ. Π. 18, 240· ὁ Πίνδ. προστίθησι τὴν Λιβύην ὡς τρίτην ἤπειρον, Π. 9. 15, πρβλ. 4. 84. ΙV. τὰ μεσόγεια μέρη, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παράλια, ἐντεῦθεν ἠπειρώτης ΙΙ. (Ἡ παραγωγή ἐκ τοῦ ἄπειρος μετὰ ᾰ. = ἄνευ περάτων, δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ· πιθ. ἐκ τοῦ ἠ = Σανσκρ. ᾱ = διὰ καὶ περᾶν ἤ ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ περᾶν).
English (Autenrieth)
land (terra firma), as opp. to the sea, Il. 1.485, Od. 5.56; mainland, as opp. to the islands, Il. 2.635, Od. 24.378; designating inland as opp. to coast, Od. 9.49 .—ἤπειρόνδε: landwards, toward the land, inland.
Greek Monolingual
η (AM ἤπειρος, Α και δωρ. τ. ἄπειρος)
1. ξηρά, στεριά σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα ή προς τα νησιά («μήτ' ἐν θαλάσσῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ», Αριστοφ.)
2. καθεμιά από τις μεγάλες ενότητες της ξηράς της γης («οι πέντε ήπειροι»)
3. (ως κύριο όνομα) η Ήπειρος
η περιοχή μεταξύ του Ιονίου πελάγους, του Αμβρακικού κόλπου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας και τών Ακροκεραυνίων ορέων
αρχ.
1. πεδιάδα, κάμπος
2. έκταση γης που σκεπαζόταν από τα νερά του Νείλου στην περίοδο της ετήσιας πλημμύρας
3. (ως κύριο όνομα) η Δυτική Στερεά Ελλάδα
4. φρ. α) «κατ' ἤπειρον» — διά ξηράς
β) «δισσαὶ ἤπειροι» — η Ευρώπη και η Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄπερ-jος, με αντέκταση (ο αιολ. τ. ἄπερρος προέρχεται από τον ίδιο αμάρτυρο τ. με αφομοίωση). Η λ. —εξαιρέσει του επιθήματος -jos — συνδέεται με γερμ. Ufer «όχθη» και αγγλοσαξ. ōfer, ανάγεται δε σε ΙE āpero- «όχθη». Η λ. ήπειρος είχε αρχικά τη σημασία «παραλία - στερεά γη» εν αντιθέσει προς τη θάλασσα, αλλ' από τον Ηρόδοτο κ. εξ. δήλωσε την «ήπειρο» σε αντιδιαστολή με τα νησιά
από εδώ προήλθε και το κύριο όνομα Ήπειρος.
ΠΑΡ. ηπειρώτης
αρχ.
ηπειρόθεν, ηπειρώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ηπειρογενής
(Β' συνθετικό) αρχ. λευκήπειρος, μεσήπειρος.
Greek Monotonic
ἤπειρος: Δωρ. ἄπ-[ᾱ], ἡ, Λατ. terra-firma,
I. η στεριά, αντίθ. προς τη θάλασσα, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· κατ' ἤπειρον, μέσω στεριάς, σε Ηρόδ.· μήτ' ἐν θαλάττῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ, σε Αριστοφ.· απ' όπου στην Ομήρ. Οδ. ένα νησί αποκαλείται ἤπειρος.
II. ο ηπειρωτικός κορμός της Δυτικής Ελλάδας, αντίθ. προς την Ιθάκη και τα γειτονικά νησιά (έπειτα ονομάστηκε Ἤπειρος, σαν κύριο όνομα), σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα, γενικά, ξηρά, σε αντίθεση προς τα νησιά, σε Ηρόδ., Αττ.
III. κατόπιν, η μεγάλη, εκτεταμένη ξηρά· η Ασία ειδικά αποκαλούνταν Ήπειρος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, η Ευρώπη, σε Αισχύλ.· απ' όπου ο Σοφ. μιλάει για δισσὰς ἠπείρους, δηλ. για την Ευρώπη και την Ασία (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: continent as opposed to the sea and the islands, coast, also in opposition to the inland (Il.), as GN Epeiros.
Other forms: Dor. ἄπειρος, Aeol. ἄπερρος
Compounds: As 1. member in ἠπειρο-γενής born on the continent (A. Pers. 42).
Derivatives: ἠπειρώτης, f. -τις inhabitant of the continent, of Asia Minor, of Epeiros (IA; on the formation Fraenkel Nom. ag. 2, 128 n. 1) with ἠπειρωτικός (X.); denom. verb ἠπειρόομαι, *όω become (part of the) continent, make to mainland (Th., Arist.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [53] Heh₂per- shore
Etymology: PGr. *α῎περι̯ος agrees, except for the jot-suffix with the Westgerman. word for shore (Ufer), OE ōfer m. etc., PGm.. *ṓfera-, IE *ā́pero- (Lottner KZ 7, 180 a. n.; cf. Kluge-Götze s. Ufer with details). Arm. apn shore (Benveniste Origines 13) can phonetically not be connected (so is it a substratum word?). - The connection with Skt. ápara- more backward, later (rejected by WP. 1, 47) is taken up again by Specht Ursprung 23.
Middle Liddell
I. terra-firma, the land, as opp. to the sea, Hom., Hes., etc.; κατ' ἤπειρον by land, Hdt.; μήτ' ἐν θαλάττῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ Ar.:— hence in Od., even an island is called ἤπειρος.
II. the mainland of Western Greece, opp. to the neighbouring islands (afterwards called Ἤπειρος as n. pr.), Od.:—then, generally, the mainland, Hdt., Attic
III. later, a continent: Asia was esp. called the Continent, Hdt., etc.; also Europe, Aesch.; whence Soph. speaks of δισσαὶ ἤπειροι, i. e. Europe and Asia. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ἤπειρος: {ḗpeiros}
Forms: dor. ἄπειρος, äol. ἄπερρος
Grammar: f.
Meaning: Festland im Gegensatz zu dem Meer und den Inseln, Küste, auch im Gegensatz zum Binnenland (seit Il.), auch EN Epeiros.
Composita : Als Vorderglied in ἠπειρογενής auf dem Festland geboren (A. Pers. 42).
Derivative: Davon ἠπειρώτης, f. -τις ‘Festlandsbewohner(in), (Klein)asiate, -in, Epeirot’ (ion. att.; zur Bildung Fraenkel Nom. ag. 2, 128 A. 1) mit ἠπειρωτικός (X. u. a.); denom. Verb. ἠπειρόομαι, *όω Festland werden, zum festen Lande machen (Th., Arist. u. a.).
Etymology : Urgr. *ἄπερι̯ος stimmt bis auf das Jotsuffix zum westgerman. Wort fur ‘Ufer’, ags. ōfer m. usw., urg. *ṓfera-, idg. *ā́pero- (Lottner KZ 7, 180 u. A.; vgl. Kluge-Götze s. Ufer mit weiteren Einzelheiten). Arm. ap‘n Ufer (Benveniste Origines 13) ist lautlich damit nicht vereinbar. — Die von WP. 1, 47 abgelehnte Verbindung mit aind. ápara- hinterer, späterer wird von Specht Ursprung 23 mit fragwürdigen Schlüssen wieder aufgenommen.
Page 1,640
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=στεριά, ξηρά). ἐνν. Γῆ, ἀντί ἄπειρος. Ἴσως ἀπό τό α στερητ. + πέρας.
Παράγωγα: ἠπειρόω -ῶ (=μεταβάλλω σέ ἤπειρο), ἠπειρώτης, ἠπειρῶτις, ἠπειρωτικός.
Lexicon Thucydideum
continens ferra, fastened together with metal bands, 1.5.1, 1.5.3, 1.16.1, 1.46.3, 1.46.3. 1.47.3. 1.49.5, 1.54.1, 1.101.3. 1.109.4, 1.115.4. 1.136.1. 1.143.4, 2.69.1. 2.83.3, 2.97.2. 3.50.3. 3.51.3. 3.51.33.72.3. 3.73.1. 3.74.3. 3.76.1, 3.79.2. 3.85.2. 3.114.4. 4.5.2, 4.8.6. 4.7.1. 8. 4.9.2. 4.13.3. 4.14.5. 4.16.1, 4.23.2. 4.24.5, 4.26.1. 4.30.4. 4.38.2. 4.38.3. Ibid. in the same place 4.52.2. 4.52.3. 6.1.2 (de Sicilia concerning Sicily), 7.31.2, 7.33.3. 8.14.1, 8.14.3. 8.16.3. 8.23.6. 8.43.1, 8.57.1. 8.79.2, 8.90.4. 8.90.48.100.2, 8.100.3. 8.101.1. 8.101.2, [cf. Popp. adn. compare Poppo's note]. 8.101.3.
PLUR. 1.7.1, 6.10.5, —
terra, land, country, opp. mari, opposed to sea 1.5.3, 1.120.2, 1.142.5, 4.102.4.
Translations
land
Abenaki: aki; Aché: waxu; Afanoromo: lafa; Afrikaans: land; Albanian: vend; Arabic: بَرّ, أَرْض, يابِسة; Egyptian Arabic: أرض; Armenian: ցամաք; Asturian: tierra; Bashkir: ер, ҡоро ер; Basque: lur; Belarusian: зямля, суша; Bengali: জমি; Bikol Central: daga; Blackfoot: ksaahko; Brunei Malay: darat; Bulgarian: земя, суша; Burmese: ကုန်း; Catalan: terra; Central Atlas Tamazight: ⴰⴽⴰⵍ; Chamicuro:̈hijta; Cherokee: ᎦᏙᎯ; Cheyenne: ho'e; Chinese Mandarin: 土地, 陸地, 陆地; Cree: ᐊᐢᑭᕀ; Czech: země; Danish: land; Dutch: land; Eastern Bontoc: lota; Esperanto: tero; Estonian: maa; Farefare: tɩŋa, tẽŋa; Faroese: land; Fijian: vanua; Finnish: maa; French: terre; Galician: terra; Georgian: მიწა, ხმელეთი; German: Land, Länder; Rhine Franconian: Lond; Greek: ξηρά, γη; Guaraní: yvy; Gujarati: જમીન; Hawaiian: honua; Hebrew: אֶרֶץ, אֲדָמָה; Higaonon: bugta; Hindi: भूमि, ज़मीन; Hungarian: föld, szárazföld; Icelandic: land; Ido: lando; Igbo: ala; Ilocano: daga; Indonesian: tanah, bumi, darat; Istriot: tiera; Italian: terra; Japanese: 土, 土地, 陸地; Khmer: ដី; Korean: 땅, 뭍, 토지(土地), 육지, 륙지; Kurdish Central Kurdish: خاک; Ladin: tera; Lakota: makȟóčhe; Lao: ດິນ, ພູ; Latin: terra; Latvian: zeme, sauszeme, cietzeme; Lithuanian: sausuma, žemė; Lü: ᦡᦲᧃ; Macedonian: земја; Malay: tanah, darat, bumi; Maltese: art; Manchu: ᠨᠠ; Maori: whenua; Marathi: जमीन; Mazanderani: زمین; Mongolian Cyrillic: газар, шороо, хөрс; Nahuatl Classical: tlalli; Navajo: kéyah; Nepali: जमिन; Nheengatu: retama; North Frisian: lönj; lun; Lun, Lön; Northern Norwegian: land; Occitan: tèrra; Ojibwe: aki, ᐊᑭ; Old Church Slavonic: землꙗ; Old East Slavic: землꙗ; Old English: land; Old Javanese: rat; Old Saxon: land; Ottawa: ki; Persian: سرزمین; Plautdietsch: Launt; Polish: ziemia, ląd; Portuguese: terra; Punjabi: ਜ਼ਮੀਨ; Romanian: uscat, pământ; Romansch: terra, tiara; Russian: земля, земли, суша; Sanskrit: भूमि; Sardinian: terra; Scots: laund; Scottish Gaelic: talamh, tìr; Serbo-Croatian Cyrillic: зѐмља, ко̏пно; Roman: zèmlja, kȍpno; Sicilian: terra; Slovak: zem; Slovene: kopno, zemlja; Spanish: tierra; Sundanese: lemah; Swahili: ardhi Swedish: land; Tagalog: lupa; Telugu: భూమి; Thai: ดิน, ภู; Tocharian A: ype; Tocharian B: yapoy; Tongan: fonua; Turkish: kara; Ugaritic: 𐎀𐎗𐎕; Ukrainian: земля, суша; Urdu: زمین; Venetian: tera; Vietnamese: đất; Vilamovian: łaond; Welsh: tir; West Frisian: lân; Western Apache: kiiya, bíniʼ; Yiddish: ארץ, לאַנד, יבשה; Yup'ik: nuna; Zhuang: dieg
continent
Afrikaans: kontinent; Albanian: kontinent; Amharic: አሕጉር; Antillean Creole: kontinan; Arabic: قَارَّة; Hijazi Arabic: قارَّة; Armenian: մայրցամաք, աշխարհամաս; Assamese: মহাদেশ; Asturian: continente; Azerbaijani: qitə; Bashkir: ҡитға; Basque: kontinente; Belarusian: кантынент, мацярык, кантынэ́нт; Bengali: মহাদেশ; Breton: kevandir; Bulgarian: континент; Burmese: တိုက်; Catalan: continent; Chinese Cantonese: 大陸, 大陆; Hakka: 大陸, 大陆; Mandarin: 大陸, 大陆; Min Dong: 大陸, 大陆; Min Nan: 大陸, 大陆; Wu: 大陸, 大陆; Cornish: brastir; Czech: kontinent, světadíl, pevnina; Danish: kontinent; Dutch: werelddeel, continent; Esperanto: kontinento; Estonian: maailmajagu, manner, mander; Faroese: heimspartur; Finnish: maanosa, manner; French: continent; Friulian: continent; Galician: continente; Georgian: კონტინენტი, მატერიკი; German: Kontinent, Erdteil; Greek: ήπειρος; Ancient Greek: ἤπειρος; Gujarati: ખંડ, મહાદ્વીપ; Hebrew: יַבֶּשֶׁת; Hindi: महाद्वीप, खंड, भूखंड, महादेश; Hungarian: kontinens, földrész, világrész; Icelandic: heimsálfa; Indonesian: benua, kontinen; Interlingua: continente; Irish: mór-roinn; Italian: continente; Japanese: 大陸; Javanese: bawana; Kannada: ಖಂಡ; Kazakh: құрлық; Khmer: ទ្វីប; Korean: 대륙(大陸); Kurdish Northern Kurdish: qite; Kyrgyz: континент, материк; Lao: ທະວີບ; Latvian: kontinents; Lithuanian: žemynas, kontinentas; Macedonian: континент; Malay: benua; Malayalam: ഭൂഖണ്ഡം, വന്കര; Maltese: kontinent; Manchu: ᠵᡠᠪᡴᡳ; Maori: tuawhenua, rawhaki, paparahi; Marathi: खंड; Mirandese: cuntinente; Mizo: khawmualpui; Mongolian Cyrillic: тив, эх газар; Nepali: महादेश; Norman: continnent; Norwegian Bokmål: kontinent; Nynorsk: kontinent; Occitan: continent; Old Javanese: wanwa; Oriya: ମହାଦେଶ; Pashto: قاره; Persian: قاره; Piedmontese: continent; Plautdietsch: Weltdeel; Polish: kontynent; Portuguese: continente; Punjabi: ਮਹਾਂਦੀਪ; Romanian: continent; Russian: континент, материк; Rusyn: контінент; Sanskrit: द्वीप, महाद्वीपा; Serbo-Croatian Cyrillic: контѝнент; Roman: kontìnent; Silesian: kůntynynt; Sindhi: کَنڊُ; Sinhalese: මහාද්වීප; Slovak: svetadiel, kontinent, pevnina; Slovene: celina, kontinent; Sorbian Lower Sorbian: kontinent; Upper Sorbian: kontinent; Spanish: continente; Swahili: bara; Swedish: kontinent; Tagalog: kontinente, lupalop, sanlupain; Tajik: қитъа, континент, хушкӣ, материк; Tamil: கண்டம்; Tatar: кыйтга; Telugu: ఖండం; Thai: ทวีป; Turkish: kıta; Turkmen: materik, kontinent; Ukrainian: континент, материк; Urdu: براعظم; Uyghur: قىتئە, ماتېرىك, كونتىنېنت; Uzbek: qitʼa, kontinent, materik; Vietnamese: đại lục, châu lục, lục địa; Volapük: kontinän; Welsh: cyfandir; Yiddish: קאָנטינענט, וועלטטייל