ἐπίσταμαι

From LSJ
Revision as of 17:45, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστᾰμαι Medium diacritics: ἐπίσταμαι Low diacritics: επίσταμαι Capitals: ΕΠΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: epístamai Transliteration B: epistamai Transliteration C: epistamai Beta Code: e)pi/stamai

English (LSJ)

2 pers.

   A -ασαι A.Pr.376, 982, S.El.629, Pl.Euthd.296a, but ἐπίστᾳ Pi.P.3.80, A.Eu.86, 581, ἐπίστῃ Thgn.1085, PCair.Zen. 41.19 (iii B.C.), Ion. ἐπίστεαι ἐξ-) Hdt.7.135; imper. ἐπίστασο ib. 29, 209, A.Pr.840, 967, PCair.Zen.57.4 (iii B.C.), etc., but ἐπίσταο v.l. in Hdt.7.209, contr. ἐπίστω S.OT658, etc.; subj. Ion. ἐπιστέωμαι Hdt.3.134, Att. ἐπίστωμαι Pl.Euthd.296a: impf. ἠπιστάμην A.Pr.267, etc.; without augm. ἐπίστατο Il.5.60: Hdt. has ἐπ- 5.42 (v.l.ἠπ-), ἠπ- 3.139; Ion. 3pl. ἠπιστέατο or ἐπιστέατο 8.132: fut. ἐπιστήσομαι Il.21.320, etc.: aor. 1 ἠπιστήθην Hdt.3.15, Pl.Lg.687a.    I. know how to do, be able to do, capable of doing, c.inf., οὐδέ οἱ ὀστέ' ἐπιστήσονται Ἀχαιοὶ ἀλλέξαι Il.21.320, cf. Od.13.207, Sapph.70, etc.: Hom. has it both of intellectual power, ὅς τις ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν Il.14.92; ἐπιστάμεναι σάφα θυμῷ Od.4.730; and of artistic skill, ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Il.5.60: freq. in Trag. and Att., οὔπω σωφρονεῖν ἐπίστασαι A.Pr.982, cf. 1032, S.OT 589; πένεσθαι δ' οὐκ ἐ. δόμος A.Ag.962; ἐ. . . θεοὺς σέβειν E.Hipp.996, cf. Alc.566; κιθαρίζειν οὐκ ἐ. Ar.V.989, cf. Pl.Smp.223d, R.420e, al.: without inf., σῷζ ὅπως ἐπίστασαι as best you can, A.Pr.376, cf. Eu. 581.    2. to be assured, feel sure that... τοῦτον ἐπίστανται πλεῖστα εἰδέναι Heraclit.57, cf. Hdt.3.134, 139, 6.139, al.: folld. by ὡς, Id.1.122.    II. c. acc., understand a matter, know, be versed in or acquainted with, πολλὰ δ' ἐπίστατο ἔργα Il.23.705, cf. Od.2.117; Μουσέων δῶρον Archil.1; τὴν τέχνην Hdt.3.130; τὸ μέλλον A.Pers. 373; ἐμπειρίᾳ ἐ. τὴν ναυτικήν Th.4.10; τὰς φύσεις ὑμῶν Id.7.14; πάσας τὰς δημιουργίας Pl.R.598c; ἔγωγε γράμματ' οὐδ' ἐ. Cratin.122; τὸ μὴ ἐ. γράμματα illiteracy, PRyl.73.19 (i B.C.), etc.; ἐ. ἱερατικὰ καὶ Αἰγύπτια γράμματα PTeb. 291.41 (ii A.D.); ἐ. μύθους τοὺς Αἰσώπου know them by heart, Pl.Phd.61b, cf. Grg.484b: also with an Adv., Συριστὶ ἐ. know Syrian, X.Cyr.7.5.31; with acc. and inf. conjoined, A.Eu.276; with inf. to expl. the acc., ἔργον δὲ μοῦνον ἐσθίειν ἐ. Semon.7.24, cf. Archil.65.    2. after Hom., know as a fact, know for certain, ἐπισταμένοισι εὖ οὐκ ἄν τις λέγοι Hdt.7.8.ά, etc.; used convertibly with εἰδέναι, Pl.Tht.163b, Arist.APr.66b31, Ph.184a10; even χάριν ἐ., = χάριν εἰδέναι, Jul.Or.8.246c(but sts. εἰδέναι is general, ἐπίστασθαι being confined to scientific knowledge (ἐπιστήμη) , διὰ τὸ εἰδέναι τὸ ἐπίστασθαι ἐδίωκον Arist.Metaph.982b21): freq.strengthd., εὖ ἐ. Hdt.l.c.; σαφῶς ἐ. A.Pr.840, etc.: most freq. c. acc., τὰ διαφέροντα . And.4.19, etc.; also ἐ. περί τινος Hdt.2.3, Th.6.60; περὶ θεῶν E.Fr.795.4: folld. by a dependent clause, τί σφιν χρήσηται ἐ. Thgn. 772; ἐ. ὅτι . ., or ἐ. τοῦτο, ὅτι . ., Hdt.1.3, 156, etc.; ὡς . . A.Pers.599; τοῦτ' ἐπίστασ', ὡς S.Aj.1370; ἐ. αὐτὸν οἷς ψωμίζεται Ar.Eq.715, etc.    3. rarely, know a person, Ἀρίγνωτον γὰρ οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἐ. Ar.Eq.1278, cf. Muson.Fr.3p.12H., Luc.Asin.1; τὸν Ἰησοῦν γινώσκω καὶ τὸν Παῦλον ἐ. Act.Ap.19.15; but ὁ παῖς τοὺς τεκόντας οὐκ ἐ. does not know who they are, E.Ion51.    III. c. part., in Prose and Trag., know that one is, has, etc., εὖ ἐ. αὐτὸς σχήσων Hdt.5.42; ἐσθλὸς ὢν ἐπίστασο S.Aj.1399, cf. Th.2.44; also ὡς ὧδ' ἐχόντων τῶνδ' ἐ. σε χρή S.Aj.281; ὡς φανέν γε τοὔπος ὧδ' ἐ. Id.OT848: c. dupl. acc., ἑαυτοὺς Φαυστύλου ἠπιστάμεθα παῖδας (sc. ὄντας) Plu.Rom.7: c.acc. et inf., S.Ant.1092, Lys.Fr.53.1.    IV. pres.part. ἐπιστάμενος, η, ον, freq. as Adj., knowing, understanding, skilful, ἀνδρὸς ἐ. Od.14.359; χαλεπὸν ἐ. περ ἐόντι Il.19.80; καὶ μάλ' ἐ. Od.13.313; even of a dancer's feet, θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599: also c.gen., φόρμιγγος ἐ. καὶ ἀοιδῆς skilled, versed in them, Od.21.406: and c. dat., ἄκοντι Il.15.282: hence,    2. Adv. ἐπιστᾰμένως skilfully, expertly, 7.317, Hes.Th.87, etc.; εὖ καὶ ἐ. Il.10.265, Od.20.161, Hes.Op.107; ἐ. πίνειν Thgn.212; also in Prose, X.Cyr.1.1.3, A.D.Adv.146.7, Vett. Val.298.2: c.inf., with knowledge how to... Epicur.Nat.14.4. (Since ἐφίστημι τὸν νοῦν is used in the sense of ἐπίσταμαι, attend, observe, it is prob. that ἐπίσταμαι is merely an old med. form of ἐφίστημι, cf. Arist. Ph.247b11 τῷ γὰρ ἠρεμῆσαι καὶ στῆναι τὴν διάνοιαν ἐπίστασθαι . . λέγομεν, and v. ἐπίστασις 11.2.)

German (Pape)

[Seite 982] (ἐπὶ – ἵσταμαι, eigtl. ion. Form; es wurde aber auch im Att. so beibehalten u. nicht als comp. behandelt; Buttmann nimmt einen eigenen Verbalstamm πιστ an, der aber nicht mit πίστις zusammenhangen soll, Lexil. I p. 278), 2. Perf, ἐπίστασαι Plat. Prot. 339 b; ἐπίστᾳ Pind. P. 3, 80; Aesch. Eum. 86; ἐπίστῃ Theogn. 1085; ἐξεπίστεαι Her. 7, 135; imper. ἐπίστω Xen. Cyr. 3, 2, 16 Hell. 4, 1, 38, ἐπίστασο Aesch. Prom. 840 Her. 7, 29, ἐπίσταο 7, 209; impf. ἠπιστάμην, fut. ἐπιστήσομαι, aor. ἠπιστήθην; sich worauf verstehen, geschickt od. fähig wozu sein, c. inf., ἐπί. στηται πολεμίζειν Il. 16, 243, καί κ' ἀγαθοῖσιν ἐπισταίμεσθα μάχεσθαι 13, 238, ἄρτια βάζειν 14, 92, πᾶσιν ἐπίστατο μείλιχος εἶναι 17, 671, öfter, sowohl von geistiger Fähigkeit u. Einsicht, auch ᾗσι φρεσίν Iliad. 14, 92 Od. 8, 240, u. θυμῷ, Odyss. 4, 730, als von körperlicher Geschicklichkeit u. Gewandtheit, auch mit dem Zusatz χερσίν, Il. 5, 60; c. acc., verstehen, können, ἔργα, Iliad. 23, 705 Od. 2, 117. Aristarch erklärte in Stellen Homers ἐπί. στασθαι gradezu für gleichbedeutend mit δύνασθαι, Scholl. Aristonic. Iliad. 16, 142. 13, 223. 21, 320, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 148. – Folgende: ἐπίστασαι u. ἐπίστᾳ Pind. P. 8, 7. 3, 80; letztere Form auch Aesch. Eum. 86. 551; ἐπίστῃ conj. Plat. Euthyd. 296 c; vgl. Lob. zu Phryn. 359; – Tragg. σαφῶς ἐπίστα σο, wisse wohl, Aesch. Prom. 969; c. inf., σύ γ' οὔπω σωφρονεῖν ἐπίστασαι 984; ψευδηγορεῖν οὐκ ἐπίσταται στόμα τὸ Δῖον 1034, ist nicht fähig, vermag nicht; πένεσθαι Ag. 936; θυμοῦσθαι οὐκ ἐπίσταμαι νοσοῦντι κείνῳ Soph. Tr. 540; ἄλοχον κολάζειν προδότιν οὐκ ἠπίστατο, vermochte es nicht über sich, sie zu bestrafen, Eur. El. 1028; vgl. Her. 3, 15 εἰ ἠπίστατο μὴ πολυπραγμονεῖν, wenn er so klug gewesen wäre, sich nicht in fremde Angelegenheiten zu mischen; ἐπί. στω τοῦτό γε, wisse, erfahre, Soph. Phil. 417 u. öfter, neben ἐπίστασο, O. R. 848 u. sonst; ἐπεί γε μὲν δὴ πάντ' ἐπίστασαι λόγον, da du weißt, gehört hast, Tr. 484, vgl. ἐπίσταμαι μὲν ἀρτίως, ich habe es eben gelernt, Ai. 663; ὅσ' οἶδα κἀγὼ πάντ' ἐπιστήσει κλύων O. C. 53; τὰ θεῖα τά τ' ὄντα καὶ μέλλοντα πάντ' ἠπίστατο Eur. Hel. 14; ὁ παῖς οὐκ ἐπίσταται τοὺς τεκόντας, kennt nicht, Ion 51; vgl. Ar. Equ. 1278; κιθαρίζειν οὐκ ἐπί. σταται Vesp. 959. – In Prosa, τέχνην Her. 3, 130; ὅσα ἀκοῇ περὶ αὐτῶν ἠπίστατο Thuc. 6, 60; ἀρετήν Plat. Men. 93 a; τοῦτο τὸ ᾆσμα Prot. 339 b; περί τινος 312 e u. öfter, wie auch Her. 2, 3; οὐκ ἐπιστέατο ἔνθεν ἐγένετο ibd. 53; – c. inf., εἶναι ἀεὶ τοιοῦτος Her. 7, 92; ἐπιστατεῖν Plat. Crat. 390 b; τραγῳδίαν ποιεῖν Conv. 223 b, u. sonst; – acc. c. inf., Her. 3, 134; – c. part., ἐσθλὸς ὢν ἐπίστασο, Soph. Ai. 1399; Xen. Hipp. 8, 10 u. A.; – auswendig wissen, ᾆσμα Plat. Gorg. 484 b, μύθους Phaed. 61 b; Xen. Conv. 3, 6; – συριστὶ ἐπιστάμενος, der syrisch versteht, Cyr. 7, 5, 31. – Bei Her. auch = glauben, meinen, δόξῃ 8, 132; ὅτι, 1, 3, ὡς εἴη, 1, 122; acc. c. inf., 3, 140; εὖ ἐπίστατο αὐτὸς σχήσων τὴν βασιληΐην, er meinte, war überzeugt, 5, 42. – Auch = äußerlich kennen, τινά, Plut. Cic. 44; Luc. – Das partic. ἐπιστάμενος, sich auf Etwas verstehend, wissend, kundig, wird oft adjectivisch gebraucht, c. gen., ἀνὴρ φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς Od. 21, 406; ἄκοντι, mit einem Wurfspieß, sc. zu schleudern, Il. 15, 282; ohne Casus, einsichtsvoll, Od. 14, 359 καί με σταθμῷ ἐπέλασσαν ἄγοντες ἀνδρὸς ἐπισταμένου· ἔτι γάρ νύ μοι αἶσα βιῶναι, wo Aristarch erklärte τοῦ ἐπιστήμονος, Apollon. Lex. Hom. ed. Bekk. p. 74, 11, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152; Odyss. 4, 231 ἰητρὸς δὲ ἕκαστος ἐπιστάμενος περὶ πάντων ἀνθρώπων; vom Pferde, ἐπιστάμενοι διωκέμεν Il. 5, 222. 8, 106; θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσιν, mit kunstgeübten Füßen, 18, 599; in Prosa, wie das Verbum, mit dem inf. od. περί τινος, z. B. περὶ ὀνομάτων Plat. Crat. 394 b; τὰ κατὰ ναῦν Rep. VI, 488 d. Dazu adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσταμαι: β΄ πρόσ. -ασαι, Αἰσχύλ. Πρ. 374, 982, Σοφ. Ἠλ. 629, Πλάτ., ἀλλ’ ἐπίστᾳ Πινδ. Π. 3. 142, Αἰσχύλ. Εὐμ. 86, 581, καὶ ἐπίστῃ Θέογν. 1085, Ἰων. ἐπίστεαι (ἐν συνθέσ. ἐξεπ-) Ἡρόδ. 7. 135· προστακτ. ἐπίστασο ὁ αὐτ. 7. 29, Αἰσχύλ. Πρ. 840, 967, κτλ.· ἀλλ’ ἐπίσταο Ἡρόδ. 7. 209, συνῃρ. ἐπίστω Σοφ. Ο. Τ. 658, κτλ.· ὑποτακτ. Ἰων. ἐπιστέωμαι Ἡρόδ. 3. 134, Ἀττ. ἐπίστωμαι Πλάτ. Εὐθύδ. 296Α: ― παρατ. ἠπιστάμην, ασο, ατο, Αἰσχύλ. κλ.· ἄνευ αὐξήσ. ἐπίστατο Ὅμ. καὶ παρ’ Ἡροδ. πλεῖστοι ἐκδόται γράφουσιν αὐτὸ ἄνευ αὐξήσ.· Ἰων. γ΄ πληθ. ἠπιστέατο ἢ ἐπιστέατο: ― μέλλ. ἐπιστήσομαι Ὅμ., Ἀττ.: ― ἀόρ. ἠπιστήθην Ἡρόδ. 3. 15, Πλάτ. Νόμ. 687Α: ― Ἀποθ.: Ι. μετ’ ἀπαρ., γνωρίζω πῶς νὰ πράξω τι, εἶμαι ἱκανὸς νὰ πράξω, οὐδὲ οἱ ὀστέ’ ἐπιστήσονται Ἀχαιοὶ ἀλλέξαι, «οὐδὲ τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ εἴσονται οἱ Ἕλληνες συλλέξαι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 320, πρβλ. Ὀδ. Ν. 207· ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπί τε διανοητικῆς ἱκανότητος, ὅστις ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν Ἰλ. Ξ. 92, Ὀδ. Θ. 240· ἐπιστάμεναι σάφα θυμῷ Δ. 730, καὶ ἐπὶ τεχνικῆς δεξιότητος, ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Ἰλ. Ε. 60: ― συχν. παρ’ Ἀττ., οὔπω σωφρονεῖν ἐπίστασαι Αἰσχύλ. Πρ. 982, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 589· πένεσθαι δ’ οὐκ ἐπ. δόμος Αἰσχύλ. Ἀγ. 962· ἐπ.... θεοὺς σέβειν Εὐρ. Ἱππ. 996, πρβλ. Ἄλκ. 566· κιθαρίζειν οὐκ ἐπ. Ἀριστοφ. Σφ. 969, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 223D, Πολ. 420Ε, κ. ἀλλ.· τὸ ἀπαρ. συχνάκις παραλείπεται, σῷζ’ ὅπως ἐπίστασαι Αἰσχύλ. Πρ. 374, πρβλ. Εὐμ. 581. 2) παρ’ Ἡροδ., εἶμαι βέβαιος, εἰξεύρω, πιστεύω ὅτι..., 3. 134, 140., 6. 139, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐννοῶ ὑπόθεσίν τινα, γνωρίζω, εἶμαι πεπειραμένος ἔν τινι, γινώσκω καλῶς τι, πόλλ’ ἠπίστατο ἔργα Ἰλ. Ψ. 705, πρβλ. Ὀδ. Β. 117, Η. 111· Μουσέων δῶρον Ἀρχίλ. 1· τὴν τέχνην Ἡρόδ. 3. 130· τὸ μέλλον Αἰσχύλ. Πέρσ. 373· ἐμπειρίᾳ ἐπ. τι Θουκ. 4. 10· πάσας τὰς δημιουργίας Πλάτ. Πολ. 598C· ἔγωγε γράμματ’ οὐδ’ ἐπ. Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 1· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. ὁμοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 276· μετ’ ἀπαρ. πρὸς ἐπεξήγησιν τῆς αἰτιατ., ἔργον δὲ μοῦνον ἐσθίειν ἐπ. Σιμων. Ἀμοργ. 24, πρβλ. Ἀρχίλ. 59: ― οὓς προχείρους εἶχον καὶ ἠπιστάμην μύθους τοὺς Αἰσώπου, οὓς εἶχον προχείρους καὶ ἐγίνωσκον ἀπὸ στήθους, Πλάτ. Φαίδων 61Β, πρβλ. Γοργ. 484Β· ὡσαύτως μετ’ ἐπιρρ., τοὺς Συριστὶ ἐπισταμένους, τοὺς γινώσκοντας νὰ διαλέγωνται Συριστί, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 31. 2) μεθ’ Ὅμηρ., γνωρίζω τι ὡς γεγονός, γνωρίζω μετὰ βεβαιότητος, γινώσκω καλῶς (ἐξ οὗ ἐπιστήμη), Ἡρόδ. 7. 8, καὶ Ἀττ.· τὸ ἐπίστασθαι κεῖται ὡς ἰσοδύναμον τῷ εἰδέναι, Πλάτ. Θεαιτ. 163C, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 21, 9 κἑξ., Φυσ. 1. 1, 1· (ἀλλ’ ἐνίοτε τὸ μὲν εἰδέναι εἶναι γενικὸς ὅρος, τὸ δὲ ἐπίστασθαι περιορίζεται εἰς τὴν αὐστηρῶς ἐπιστημονικὴν γνῶσιν (ἐπιστήμη), Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10): ― συχνάκις ἐπιτείνεται δι’ ἄλλων λέξεων, οἷον, εὖ ἐπ. Ἡρόδ. 5. 42· σαφῶς ἐπ. Αἰσχύλ. Πρ. 840, κτλ.· τὰ διαφέροντα ἐπ. Ἀνδοκ. 31. 34: ― Συντάσσ., ἐπ. τι Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἐπ. περί τινος Ἡρόδ. 2. 3, Θουκ. 6. 60· περὶ θεῶν Εὐρ. Ἀποσπ. 793· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, τί σφιν χρήσηται ἐπ. Θέογν. 770· ἐπ. ὅτι... ἢ ἐπ. τοῦτο, ὅτι... Ἡρόδ. 1. 3, 156, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ὡς... Ἡρόδ. 1. 122, Αἰσχύλ. Πέρσ. 599, Σοφ. Αἴ. 1370· ἐπ’ αὐτὸν οἷς ψωμίζεται Ἀριστοφ. Ἱππ. 715, κτλ. 3) σπανίως, γνωρίζω τινά, ὡς τὸ γνῶναι, ὁ παῖς τοὺς τεκόντας οὐκ ἐπ. Εὐρ. Ἴων 51, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1278, ΙΙΙ. μετὰ μετοχ. παρὰ πεζογράφοις καὶ Ἀττ., γνωρίζω ὅτι τις εἶναι, ἔχει, κτλ., εὖ ἐπ. αὐτὸς σχήσων Ἡρόδ. 5. 42· ἐσθλὸς ὢν ἐπίστασο Σοφ. Αἴ. 1399, πρβλ. Θουκ. 2. 44· ὡσαύτως, ὡς ὧδ’ ἐχόντων τῶνδ’ ἐπ. σε χρὴ Σοφ. Αἴ. 281, πρβλ. Ο. Τ. 848: ― μετὰ διπλῆς αἰτ., ἑαυτοὺς Φαυστύλου ἠπιστάμεθα παῖδας (ἐξυπ. ὄντας) Πλουτ. Ρωμ. 7. IV. ἡ μετοχὴ τοῦ ἐνεστ. ἐπιστάμενος, η, ον, καίπερ ἐν πολλοῖς φυλάττουσα τὴν ῥηματικὴν αὐτῆς δύναμιν, πολλάκις ὅμως εἶναι ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίθ., ὡς τὸ ἐπιστήμων, εἰδήμων, ἔμπειρος, νοήμων, ἀνδρὸς ἐπισταμένου, «ἐπιστάμενον ἄνδρα τὸν σπουδαῖόν φησιν, ἤτοι ἀγαθόν. ἀφ’ οὗ γέγονεν ἀφορμὴ τοῖς ὕστερον τοῦ λέγειν ἐπιστήμας τὰς ἀρετὰς» (Εὐστ.), Ὀδ. Ξ. 359· ἐπισταμένῳ περ ἐόντι, καίπερ ὄντι ἐμπείρῳ, Ἰλ. Τ. 80· καὶ μάλ’ ἐπ. Ὀδ. Ν. 313· ἔτι καὶ ἐπὶ τῶν ποδῶν χορευτοῦ, θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι, ἐξησκημένοις, Ἰλ. Σ. 599: ― ὡσαύτως μετὰ γεν., ἐπιστάμενος πολέμοιο, φόρμιγγος, ἀοιδῆς, ἔμπειρος, πεπειραμένος εἰς..., Β. 611, Ὀδ. Φ. 406· καὶ μετὰ δοτ., ἄκοντι (ἔνθα ἴσως ἐξυπακουστ. βάλλειν) Ἰλ. Ο. 282: ― ἐντεῦθεν, 2) Ἐπίρρ. ἐπιστᾰμένως, δεξιῶς, ἐμπείρως, Ὅμ., Ἡσ. Θ. 87, κτλ.· εὖ καὶ ἐπισταμένως Ἰλ. Κ. 265, Ὀδ. Υ. 161, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 107· ἐπιστ. πίνειν Θέογν. 212 Bgk.· ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3. (Ἐπειδὴ οἱ Ἀττ. μεταχειρίζονται τὴν φράσιν ἐφίστημι τὸν νοῦν κἄπως μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ἐπίσταμαι, εἶναι πιθανὸν ὅτι τὸ ἐπίσταμαι εἶναι ἁπλῶς ἀρχαῖος μέσος τύπος τοῦ ἐφίστημι, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 13, τῷ γὰρ ἠρεμῆσαι καὶ στῆναι τὴν διάνοιαν ἐπίστασθαι... λέγομεν, καὶ ἴδε ἐπίστασις 2). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 52.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠπιστάμην, f. ἐπιστήσομαι, ao. ἠπιστήθην;
I. savoir, càd :
1 être capable de, apte ou habile à, inf.;
2 avoir l’expérience de, être habitué ou exercé à, être versé dans, acc. ; en parl. d’animaux ἵπποι ἐπιστάμενοι διωκέμεν IL chevaux exercés à poursuivre ; Συριστὶ ἐπ. XÉN savoir le syrien ; particul. savoir par cœur : μύθους τοὺς Αἰσώπου PLAT les fables d’Ésope;
3 être informé de, savoir avec certitude : τι qch ; περί τινος avoir connaissance de qch ; avec un part. : ἀνὴρ καθ’ ἡμὰς ἐσθλὸς ὢν ἐπίστασο SOPH sache que nous sentons le prix de ta générosité ; ὡς ὧδ’ ἐχόντων τῶνδε ἐπ. σε χρή SOPH il faut que tu saches qu’il en est ainsi;
II. part. ἐπιστάμενος au sens d’un adj. habile, savant : πολέμοιο, ἀοιδῆς IL, OD qui a l’expérience de la guerre, habile à chanter ; avec le dat. : ἐπιστάμενος ἀκοντι IL habile à lancer le javelot ; ἐπισταμένοισι πόδεσσι IL avec des pieds exercés, càd agiles.
Étymologie: probabl. ion. p. ἐφίσταμαι.
2ion. p. ἐφίσταμαι.

English (Autenrieth)

ipf. ἐπίστατο, fut. ἐπιστήσονται: know how, understand, w. inf., Il. 2.611; often the part. in the sense of skilled in, w. gen., Od. 21.406, abs., Il. 18.599; w. dat., Il. 15.282; of ‘knowing’ a fact, Od. 4.730.

English (Slater)

ἐπίστᾰμαι c. inf.,
   1 know how to κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται (O. 6.26) εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ (P. 3.80) τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ (sc. Ἡσυχία.) (P. 8.7)

English (Strong)

apparently a middle voice of ἐφίστημι (with νοῦς implied); to put the mind upon, i.e. comprehend, or be acquainted with: know, understand.