κλάζω

Revision as of 16:17, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

fut.

   A κλάγξω A.Pers.948 (lyr.): aor.1 ἔκλαγξα Il.1.46, A. Ag.201 (lyr.): aor.2 ἔκλᾰγον h.Pan.14, B.16.127, Theoc.17.71, etc.: pf. κέκλαγγα X.Cyn.3.9, 6.23; subj. κεκλάγγω Ar.V.929; Dor. κέκλᾱγα Alcm.7; part. κεκληγώς, pl. κεκλήγοντες Il.17.756, -ῶτες v.l.ib. 16.430, κεκλαγώς Plu.Tim.26:—Pass., fut.κεκλάγξομαι Ar.V.930:— make a sharp piercing sound:    1 of birds, scream, οὐκ ἴδον... ἀλλὰ κλάγξαντος (sc. ἐρῳδιοῦ) ἄκουσαν Il.10.276; of starlings and daws, οὖλον κεκλήγοντες 17.756, etc.; γεράνου φωνὴν ἐνιαύσια κεκληγυίης Hes.Op.449; of the eagle, Il.12.207, S.Ant.112 (lyr.), cf. OT 966, etc.    2 of dogs, bark, bay, οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Od. 14.30, cf. Ar.V.929, X.ll.cc., etc.    3 of things, as of arrows in the quiver, clash, rattle, ἔκλαγξαν δ ἄρ' ὀϊστοί Il.1.46; of the wind, whistle, αἶψα γὰρ ἦλθε κεκληγὼς Ζέφυρος Od.12.408; of wheels, creak, A. Th.205 (lyr.): c.acc. cogn., κλάζουσι κώδωνες φόβον ring forth terror, ib.386; τί νέον ἔκλαγε σάλπιγξ… ἀοιδάν; B.17.3; of the sea, roar, ἔκλαγεν δὲ πόντος Id.16.127; of the musician, κιθάρᾳ κλάζεις παιᾶνας μέλπων E.Ion905 (lyr.); of Pan on his pipes, h.Pan.14; κλάζεις μέλισμα λύρας (of the τέττιξ) AP7.196 (Mel.).    4 of men, shout, scream, ὀξέα κεκληγώς Il.2.222, 17.88: c. acc. cogn., shout aloud, ring forth, κλάζοντες Ἄρη A.Ag.48 (anap.); γόον Id.Pers.948 (lyr.); Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν pealed forth thunder, Pi.P.4.23; also ἔκλαγξε κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς Id.Pae.8.20.    5 less freq. of articulate sound, ἄλλο μῆχαρ… μάντις ἔκλαγξεν shrieked forth another remedy, A.Ag.201 (lyr.); Ζῆνα… ἐπινίκια κλάζων sounding loudly the song of victory in honour of Z., ib.174 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1445] fut. κλάγξω, z. B. Aesch. Pers. 909; aor. ἔκλαγξα u. poet. ἔκλαγον, κλαγεῖν, H. h. 18, 14, Theocr. 17, 71, Opp. Cyn. 3, 121, Nonn. D. 3, 61 (ἀνέκλαγον Eur. I. A. 1062); dor. auch ἔκλαξα; perf. mit Präsensbdtg κέκλαγγα u. κέκληγα; für κεκλήγοντες Od. 14, 30 hat Bekker κεκληγῶτες hergestellt, wie Il. 12, 125. 16, 430. 17, 756, wie κεκληγώς steht Il. 2, 222. 5, 591. 11, 168. 344. 16, 755. 17, 88 Od. 12, 408; κεκληυῖα Hes. O. 451; κεκλαγώς steht Plut. Timol. 26; das fut. κεκλάγξομαι Ar. Vesp. 930; – tönen, rauschen, klingen; bes. von unartikulirten Tönen, das verworrene Geschrei einer Menschenmenge, Il. 16, 430; vom Schlachtgeschrei, ὀξέα κεκληγώς 17, 87, vgl. 5, 590, öfter; auch von dem schimpfenden Thersites, ὀξέα κεκληγὼς λέγ' ὀνείδεα 2, 222; vom Schreien der Vögel, ὥςτε ψαρῶν νέφος ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν οὖλον κεκλήγοντες, ὅτε προίδωσιν ἰόντα κίρκον 17, 755; von kämpfenden Geiern, 16, 430, vgl. 10, 276. 12, 207; vom Schreien des Kranichs, Hes. O. 451; Sanh. Ant. 112 vom Adler (wie Poll. 5, 89); vgl. O. R. 966 Ant. 989; auch von Hunden, Od. 14, 30, wie Ac. Vesp. 929 u. Theocr. 25, 72, κεκλαγγυῖαι Xen. Cyn. 3, 9. 6, 23, vom Gerassel der Pfeile im Köcher. Il. 1, 46; vom Rauschen des Windes, Od. 12, 408; σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι Aesch. Spt. 187; auch μάντις ἔκλαγξεν ἄλλο μῆχαρ χείματος, laut ausrufen, Ag. 194; ἔκλαγξε Τυδεύς, in der Schlacht, Eur. Phoen. 1151; σὺ δὲ κιθάρᾳ κλάζεις παιᾶνας μέλπων Ion 905; δεσμὰ πωλικῶν ἐξ ἀντύγων κλάζει σιδήρου Rhes. 568; sp. D., einzeln auch in Prosa. – Trauns., ertönen lassen; Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν, Zeus ließ den Donner ertönen, Pind. P. 4, 23; vgl. Aesch. μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη, Ag. 48; χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον Spt. 368, sie lärmen Schrecken, sie lärmen u. flößen Schrecken ein; ähnlich κλάγξω δ' αὖ γόον ἀρίδακρυν ib. 909; κλάζεις μέλισμα Mel. 111 (VII, 196), du läßt ein Lied ertönen.

Greek (Liddell-Scott)

κλάζω: μέλλ. κλάγξω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 947· ἀόρ. α΄ ἔκλαγξα Ἰλ., Τραγ. ἀόρ. β΄ Ὁμηρ. ἔκλᾰγον, Ὁμ. Ὕμν. 18. 14, Θεόκρ. κτλ.· πρκμ. κέκλαγγα Ξεν. Κυν. 3, 9., 23, ὑποτακτ. κεκλάγγω, Ἀριστοφ. Σφ. 929· Ἐπικ. κέκληγα Ἀλκμὰν 52· μετοχ. κεκληγώς, πληθ. κεκληγῶτες Ἰλ. Π. 430 (ἄλλ. κεκλήγοντες ὡς ἐκ μετοχ. ἐνεστ. κεκλήγων, ουσα, Spitzn. Ἰλ. Π. 430). ― Παθ., κεκλάγξομαι Ἀριστοφ. Σφ. 930. (Ἡ √ΚΛΑΖ εὕρηται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., οἱ δὲ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τῆς √ΚΛΑΓ ἢ ΚΛΑΓΓ, ὅθεν κλαγγή, κλαγγαίνω, κτλ.· πρβλ. Ἀγγλ. clash, clang, clank.) Παράγω ἦχον ὀξὺν καὶ διαπεραστικόν, παρ’ Ὁμ. Ι. ἐπὶ πτηνῶν, κράζω, οἷον ἐπὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ, οὐκ ἴδον..., ἀλλὰ κλάγξαντος ἄκουσαν Ἰλ. Κ. 276· ἐπὶ ψαρῶν ἢ κολοιῶν, ὥς τε ψαρῶν νέφος... ἠὲ κολοιῶν οὖλον κεκλήγοντες Ρ. 756, κτλ.· ἐπὶ τῶν γεράνων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 447· ἐπὶ ἀετοῦ, Ἰλ. Μ. 207, Σοφ. Ἀντ. 112, πρβλ. Ο. Τ. 966, κτλ. 2) ἐπὶ κυνῶν, ὑλακτῶ, «γαυγύζω», οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Ὀδ. Ξ. 30, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 929, Ξεν. Κυν. 3, 9., 6, 27, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὡς ἐπὶ τῶν βελῶν συγκρουομένων ἐντὸς τῆς φαρέτρας, ἔκλαγξαν δ’ ἄρ’ ὀϊστοὶ Ἰλ. Α. 46· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, συρίζω, αἶψα γὰρ ἦλθεν κεκληγὼς Ζέφυρος Ὀδ. Μ. 408· ἐπὶ τροχῶν, κροτῶ ἢ τρίζω, Αἰσχύλ. Θήβ. 205· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κλάζουσι κώδωνες φόβον, διαχέουσι διὰ τοῦ ἤχου των τρόμον, αὐτόθι 386. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων, φωνάζω, βοῶ, ὀξέα κεκληγὼς Ἰλ. Ρ. 88, πρβλ. Ε. 591, κτλ.· ἐπὶ τῆς ὀξείας φωνῆς τοῦ Θερσίτου, ὀξέα κεκληγὼς λέγ’ ὀνείδεα Β. 222· μετὰ συστοίχ. αἰτ., φωνάζω μεγαλοφώνως, βοῶ, κλάζειν Ἄρη Αἰσχύλ. Ἀγ. 48· γόον ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 948· Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν, ἐβρόντησε, Πίνδ. Π. 4. 41. 5) τὸ πλησιέστατον πρὸς ἔναρθρον ἦχον ἤτοι λόγον παράδειγμα εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ., μάντις ἔκλαγξεν ἄλλο μῆχαρ, ἐβόησεν (ἐξηγούμενος) ἄλλην θεραπείαν, ἄλλο μέσον, Ἀγ. 201· Ζῆνα... ἐπινίκια κλάζων, ψάλλων μεγαλοφώνως τὸ ᾆσμα τῆς νίκης εἰς τιμὴν τοῦ Διός, αὐτόθι 174· οὕτω, τότε δ’ Ἕσπερος ἔκλαγεν οἶος, ἔψαλλε μόνος, ἐν Ὁμ. Ὕμν. 18. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 906, Ἀνθ. Π. 7. 196· ἴδε ἐν λέξ. γλάζω.

French (Bailly abrégé)

f. κλάγξω, ao. ἔκλαγξα, ao.2 poét. ἔκλαγον, pf. κέκλαγγα, postér. κέκλαγα;
Pass. f.ant. κεκλάγξομαι;
1 intr. pousser un cri aigu, retentir avec un bruit perçant;
2 tr. faire retentir : γόον ESCHL des gémissements ; Ἄρη ESCHL invoquer le nom d’Arès ; μῆχαρ ESCHL annoncer un moyen de remédier à en parl. d’un oracle.
Étymologie: R. Κλαγ, crier ; cf. lat. clangor, etc.

English (Autenrieth)

aor. ἔκλαγξα, perf. part., w. pres. signif., κεκληγώς, pl. κεκλήγοντες: scream, properly of birds, Il. 16.429; then of animals, Od. 14.30; applied also to warriors and to men under other circumstances, Il. 5.591, Od. 12.256, Il. 2.222; to things, as arrows, the wind, etc., Il. 1.46, Il. 17.88, Od. 12.408. The verb may be translated according to the context in the several passages, but its original and proper application shows its force. Cf. κλαγγή.

English (Slater)

κλάζω
   1 cry out of prophecy (v. Fraenkel on Agam. 156.) ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ ] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ἄφαρ, καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων of Kassandra? Πα. 8A. 10. ]πικρο[τά]ταν κλάγεν ἀγγε[λία]ν ζαμενε[ fr. 169. 34. in tmesis, “ἐπί οἱ ἔκλαγξε βροντάν” v. ἐπικλάζω (P. 4.23)

Greek Monolingual

κλάζω (Α)
1. βγάζω οξύ και διαπεραστικό ήχο
2. (για πτηνά) κρώζωαἰετός... δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.)
3. (για σκύλο) γαυγίζω («Όδυσῆα ἴδον κύνες... οἱ μὲν κεκλήγοτες ἐπέδραμον», Ομ. Οδ.)
4. (για άψυχα) αντηχώ, συρίζω, βουίζω (α. «ἔκλαγξαν ὀϊστοὶ ἐπ' ὤμων χωομένοιο», Ομ. Ιλ.
β. «ἔκλαγεν δὲ πόντος», Βακχυλ.
γ. «σὺ δὲ κιθάρᾳ κλάζεις παιᾱνας μέλπων», Ευρ.)
5. (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω ή λέγω κάτι μεγαλοφώνως (α. «ὁ δὲ κεκληγὼς ἕπετ' αἰεὶ Ἀτρεΐδης», Ομ. Ιλ.
β. «ἄλλο μῆχαρ... μάντις ἔκλαγξεν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως προς την παραγωγή του, το ρ. κλάζω θα μπορούσε να θεωρηθεί μετονοματικό ενός ριζικού ονόματος του οποίου μαρτυρείται η δοτ. κλαγγ-ί (κλάζω < κλάγγ-) ή ανεξάρτητος σχηματισμός με την κατάλ. -ζω (πρβλ. ολολύ-ζω, οιμώ-ζω κ.λπ. που δηλώνουν επίσης θόρυβο). Οι τ. κλάγξω, εκλαγξα, κέγλαγγα είναι νεώτεροι σχηματισμοί. Ετυμολογικώς, το ρ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα klēg- «θορυβώ, φωνάζω», που εμφανίζεται με διάφορες μορφές (klang-, klog-, kleig- κ.ά.), αποτελεί δε μάλλον προϊόν ονοματοποιίας, ενώ δεν αποκλείεται να σχετίζεται με τη ρίζα τών καλώ, κέλαδος. Το ρ. κλάζω συνδέεται με το λατ. clango «κραυγάζω» και το αρχ. ισλανδ. hlakka «κραυγάζω» (< hlanka με αφομοίωση), που εμφανίζουν επίσης το έρρινο στοιχείο].

Greek Monotonic

κλάζω: μέλ. κλάγξω, αόρ. αʹ ἔκλαγξα, αόρ. βʹ ἔκλᾰγον, παρακ. κέκλαγγα, υποτ. κεκλάγγω, Επικ. μτχ. κεκληγώς, πληθ. κεκληγῶτες — Παθ., μέλ. κεκλάγξομαι·
1. κάνω οξύ και διαπεραστικό ήχο, λέγεται για πουλιά, κράζω, σκούζω, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για σκυλιά, γαβγίζω, ουρλιάζω, υλακτώ, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· λέγεται για πράγματα, όπως για βέλη στη φαρέτρα, κουδουνίζω, συγκρούομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνεμο, σφυρίζω, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τροχούς, τρίζω, σε Αισχύλ.· χρησιμ. με σύστ. αντ., κλάζουσι φόβον, ηχούν προκαλώντας φόβο, στον ίδ.
2. λέγεται για ανθρώπους, φωνάζω, ουρλιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· το πλησιέστατο παράδειγμα προς τον έναρθρο ήχο βρίσκεται στον Αισχύλ.· μάντις ἔκλαγξεν ἄλλον μῆχαρ, ανεβόησε άλλη θεραπεία· Ζῆνα ἐπινίκια κλάζων, αναφωνώντας δυνατά τον επινίκιο ύμνο του Δία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κλάζω: (fut. κλάγξω, aor. 1 ἔκλαγξα, aor. 2 ἔκλᾰγον, pf. κέκλαγγα, эп. part. pf. κεκληγώς - pl. κεκλήγοντες - поздн. κεκλαγώς; pf. conjct. κεκλάγγω)
1) издавать шум, стучать: ἔκλαγξαν ὀϊστοί Hom. загремели стрелы (в колчане); κ. βροντάν Pind. греметь;
2) шуметь, свистеть, выть (ἦλθεν κεκληγὼς Ζέφυρος Hom.);
3) визжать, скрипеть: σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι Aesch. заскрипели ступицы колес;
4) испускать крики, кричать: (ὁ Ἓκτωρ) βῆ ὀξέα κεκληγώς Hom. Гектор устремился с громким криком;
5) петь (μέλισμα Anth.); играть (κιθάρᾳ Eur.);
6) лаять: οἱ (κύνες) κεκλήγοντες ἐπέδραμον Hom. с лаем сбежались собаки;
7) испускать, издавать (γόον Aesch.);
8) звать, призывать: κ. Ἄρη Aesch. призывать Арея, т. е. издавать боевой клич;
9) возвещать или предлагать (ἄλλο μῆχαρ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάζω [κλαγγή] poët. imperf. κλάζον; sigm. aor. ἔκλαγξα, them. aor. ἔκλαγον; perf. κέκλαγγα, perf. conj. κεκλάγγω, ep. ptc. κεκληγώς, later κεκλαγώς, ep. Aeol. κεκλήγων plur. κεκλήγοντες; fut. perf. κεκλάγξομαι; fut. κλάγξω doordringend geluid maken, schreeuwen, krijsen:; ὀξέα κεκλήγων met schelle stem Il. 2.222; vaak van vogels:; κλάγξας πέτετο met luid gekrijs vloog hij (adelaar) weg Il. 12.207; van honden:; οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον zij liepen schel blaffend op hem toe Od. 14.30; ook van zaken:. ἔκλαγξαν... ὀιστοί de pijlen kletterden Il. 1.46; αἶψα γὰρ ἦλθε κεκληγὼς Ζέφυρος want plots was een loeiende westenwind opgestoken Od. 12.408. met acc. v. h. inw. obj. luid laten horen:; γόον een geklaag Aeschl. Pers. 948; luid verkondigen:; μῆχαρ een remedie Aeschl. Ag. 201; met acc. v. h. inw. obj. en acc.: Ζῆνα ἐπινίκια κ. Zeus met luide overwinningszangen eren Aeschl. Ag. 174 ( lyr. ).

Frisk Etymological English

Meaning: sound
See also: s. κλαγγή.

Middle Liddell


1. to make a sharp piercing sound, of birds, to scream, screech, Il., Soph., etc.; of dogs, to bark, bay, Od., Ar.; of things, as of arrows in the quiver, to clash, rattle, Il.; of the wind, to whistle, Od.; of wheels, to creak, Aesch.; c. acc. cogn., κλάζουσι φόβον ring forth terror, Aesch.
2. of men, to shout, scream, Il.:—the nearest approach to articulate sound is in Aesch., μάντις ἔκλαγξεν ἄλλο μῆχαρ shrieked forth another remedy; Ζῆνα ἐπινίκια κλάζων sounding loudly the victory-song of Zeus, Aesch.

Frisk Etymology German

κλάζω: {klázō}
Grammar: v.
Meaning: erklingen
See also: s. κλαγγή.
Page 1,865