βασανίζω

Revision as of 19:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Att. fut. A βασανῐῶ Ar.Ra. 802, 1121, Ec.748: aor. ἐβασάνισα, subj. βασανίσω v.l. in Id.Ra.618 cod. R:—Pass., aor. ἐβασανίσθην: pf. βεβασάνισμαι:—rub upon the touch-stone (βάσανος), χρυσόν Pl.Grg.486d: hence, put to the test, prove, Arist.GA747a3 (Pass.), etc.; investigate scientifically, Hp.Aër.3; of the instances used in inductive inference, ἀπὸ τῶν πανταχόθεν βεβασανισμένων [μεταβαίνομεν] Phld.Sign.29. II of persons, examine closely, cross-question, Hdt.1.116, 2.151, Ar.Ach.110, Ra.802, etc.; βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην having his love of justice put to the test, Pl.R.361c, cf. 413e, Smp.184a; ὑπὸ δακρύων βασανίζεσθαι, i.e. to be convicted of being painted by tears (washing off the cosmetic), X.Oec.10.8. 2 question by applying torture, torture, rack (v. βάσανος III), Ar.Ra.616,618; [δούλους] πάντας παραδίδωμι βασανίσαι Antipho 2.4.8, cf. 5.36:—Pass., to be put to the torture, Th.7.86, Lys.4.14, Arist.Rh.Al.1443b31; αἰωνίοις ἀμοιβαῖς βασανισθησόμενοι πρὸς τῶν θεῶν Phld.D.1.19; to be tortured by disease (censured by Luc.Sol.6), Ev.Matt.8.6; ὑπὸ τῶν κυμάτων ib.14.24; of animals, Philostr.VA 1.38: metaph. of the earth, ib.6.10. 3 metaph. of style, strain, Longin.10.6; βεβασανισμένος = forced, unnatural, D.H.Th.55.

Spanish (DGE)

(βᾰσᾰνίζω) I c. compl. gener. de cosa
1 probar la veracidad de algo, del oro y metales (λίθος) ᾗ βασανίζουσιν τὸν χρυσόν Pl.Grg.486d, χρυσίον ἐν τῷ πυρὶ βασανίζομεν Isoc.1.25, cf. Thphr.Lap.4, 45, Poll.7.97, 102, en v. pas. βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος Pi.Fr.52o.37.
2 fig. c. compl. de pers. poner a prueba βασανίζειν (νέους) πολὺ μᾶλλον ἢ χρυσὸν ἐν πυρί Pl.R.413e, en v. pas. βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην Pl.R.361c
desvelar, poner al descubierto χρόνος ... δοκεῖ τὰ πολλὰ καλῶς βασανίζειν Pl.Smp.184a, en v. pas. (ἄνθρωποι) ὑπὸ δακρύων βασανίζονταί X.Oec.10.8
de palabras, datos, etc. someter a prueba, verificar ἕκαστα τῶν προειρημένων σκοπεῖν καὶ βασανίζειν Hp.Aër.3, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα Pl.Euthd.307b, τὴν ... οἰκονομίαν τῶν γεγονότων Plb.1.4.3, τὴν ἐπίσκεψιν Hld.4.7.4, τὰ λελεγμένα Longus 4.20.2, en v. pas. βασανίζεται ... τό γε (σπέρμα) ἀνδρῶν, εἰ ἄγονον, ἐν τῷ ὕδατι Arist.GA 747a3, οἶνος ... ἐφέτειος ἡδὺς βεβασανισμένος IG 12.Suppl.644.21 (Calcis III/II a.C.), de los hechos probados en una inferencia inductiva ἐπὶ τἀφανῆ μεταβαίνο[μεν] ... ἀπὸ τῶν πανταχόθεν βεβασανισμένων Phld.Sign.29.2, cf. Gal.17(2).62.
II c. compl. gener. de pers.
1 como procedimiento judic. someter a la prueba del tormento, interrogar con tortura para arrancar una confesión, gener. a esclavos, op. μαρτυρέω: πάντας (δούλους) παραδίδωμι βασανίσαι Antipho 2.4.8, cf. Ar.Ach.110, Ra.616, Is.8.12, D.29.11, en v. pas. οἱ μάρτυρες <ἢ> οἱ βασανισθέντες Anaximen.Rh.1443b32, ὡς ἐν τῷ Ἀρε[ίῳ] π[άγῳ] ... β[ασανι] σθησόμενοι Phld.D.1.19.18, cf. Isoc.17.13, Lys.4.14, fig. de Eros βασανίζει τὸν δικαστήν Ach.Tat.1.11.3
en cont. no judic., de prisioneros, servidores, etc. ἵνα τὸν βουκόλον μοῦνον λαβὼν βασανίσῃ Hdt.1.116, ἐδίδου βασανίζειν αὑτόν, εἰ ψεύδεται Longus 4.20.2, Ἀναξίλαν ... ἐβασάνιζεν ὡς κατάσκοπον Plu.2.848a, cf. I.AI 2.105, en v. pas. (οἱ κατάσκοποι) βασανισθέντες ὑπὸ τῶν στρατηγῶν Hdt.7.146, ἀνακληθέντες καὶ βασανισθέντες ... ἐφάνημεν [κ] αθαροί BGU 1847.16 (I a.C.), cf. Th.7.86, Ach.Tat.2.25.3, POxy.903.10 (IV d.C.).
2 torturar, dar tormento como medio de coacción más gener. τὸν τέταρτον ὡσαύτως ἐβασάνιζον αἰκιζόμενοι LXX 2Ma.7.13, en v. pas. βεβασανισμένος ὑπὲρ τῶν δικαίων Plu.2.1126e
ἡ Βασανιζομένη La torturada, La sometida a tormento tít. de una comedia de Filípides, Philippid.11, AB 92.22
torturar, causar sufrimiento de otros tipos de violencia física οἱ γοῦν ἰατροὶ ... πάντῃ βασανίζοντες κακῶς τοὺς ἀρρωστοῦντας (aunque cf. I 2 someter a examen) Heraclit.B 58, χεὶρ κυρίου ... ἐβασάνισεν αὐτούς la mano del señor los torturó llenándolos de llagas, LXX 1Re.5.3, ἑλκοῦσιν ἐνίοτε τὴν σάρκα καὶ βασανίζουσιν (βρέφη) Plu.2.529c, frec. en v. pas. διὰ πλήθους κνωδάλων ἐβασανίσθησαν LXX Sap.16.1, cf. 4, παῖς ... παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος Eu.Matt.8.6, cf. I.AI 9.101, Aesop.47.1, Luc.Sol.6, οὐχ ἡδὺ θηρίοις βεβασανισμένοις ... ἐπιτίθεσθαι Philostr.VA 1.38
torturar, atormentar en sent. anímico μὴ βασανίσῃς σου τῇ ψυχῇ τὸ σῶμα Sext.Sent.411, χεῖρον με βασανίζεις ... ζῆν ἀναγκάζων Charito 4.3.9, ἔρις ... ἡ δυναμένη ὑμᾶς βασανίσαι Ign.Eph.8.1
en v. med. torturarse del sabio estoico ἔλεγε ... ἀλγεῖν μὲν τὸν σοφόν, μὴ βασανίζεσθαι δέ Chrysipp.Stoic.3.152.9; cf. adv. βεβασανισμένως.
3 fig. c. suj. no de anim. torturar, violentar, forzar τὸ δὲ πλοῖον ... βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων Eu.Matt.14.24, ἐπὶ πλεῖον δ' ὁ ὀμφαλὸς βασανισθῇ Placit.5.18.5, ὡς ... (γῆ) μὴ βασανίζοντο ἄκουσα Philostr.VA 6.10, del estilo τὸ ἔπος ἐβασάνισεν Longin.10.6, cf. D.H.Th.55.

German (Pape)

[Seite 436] eigtl. am Probierstein reiben u. die Aechtheit erproben, χρυσόν Plat. Gorg. 486 d; ἐν πυρὶ χρυσόν Rep. III, 413 e; gew. verhören, ausforschen, Her. 2, 151. 7, 146, öfter bei Plat. τινά u. τι; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 16; bes. mit Anwendung der Folter die Wahrheit erforschen, foltern, vgl. Ar. Ran. 615 ff.; B. A. 226; oft bei den Rednern, z. B. Antipho 1, 8. 11 Lys. 4, 14 ff.; Thuc. 8, 92 u. Folgde. Bei Sp. auch allgemeiner, martern, z. B. ὑπὸ κυμάτων N. T.; ὑπὸ νόσου, was Thom. Mag. tadelt. Absol. von Krankheiten. – Auch vom Styl, bes. βεβασανισμένον, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 41.

French (Bailly abrégé)

f. βασανιῶ, ao. ἐβασάνισα;
Pass. ao. ἐβασανίσθην, pf. βεβασάνισμαι;
I. essayer avec la pierre de touche ; éprouver;
II. fig. 1 en parl. de pers. mettre à l'épreuve;
2 mettre à la question, torturer.
Étymologie: βάσανος.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσᾰνίζω: μέλλ.. Ἀττ. -ῐῶ, Ἀριστοφ. Βατρ. 802,1121, Ἐκκλ. 748· ἀόρ. ἐβασάνισα,ὑποτακτ. βασανίσω Βατρ. 618(Ραβ. Χφ.). - Παθ., ἀόρ. ἐβασανίσθην · πρκμ. βεβασάνισμαι. Τρίβω ἐπὶ τῆς δοκιμαστικῆς λίθου (βάσανος), βασ. χρυσὸν Πλάτ. Γοργ. 486D· ἐντεῦθεν ἐπὶ πραγμάτων, ὑποβάλλω εἰς ἐξέτασιν, δοκιμάζω, ἐξελέγχω, ὁ αὐτ. Πολ. 413, Συμπ. 184Α,κτλ.· ἐπιστημονικῶς ἐρευνῶ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281. ΙΙ.ἐπὶ προσώπων, ἐξετάζω μετ' ἀκριβείας, κάμνω ἐρωτήσεις ἐπανειλημμένας καὶ διαφόρους, Ἡρόδ. 1.116., 2.151, Ἀριστοφ. Ἀχ. 110,Βάτρ.802,κτλ. · βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην, οὗ ἡ πρὸς δικαιοσύνην ἀγάπη ἐδοκιμάσθη, Πλάτ. Πολ.361C· ὑπὸ δακρύων βασανίζεσθαι, δηλ. ἀποδεικνύομαι ὅτι εἶμαι ἐψιμυθιωμένος(ὑπὸ τῶν δακρύων τῶν ἐκπλυνόντων τὸ ψιμύθιον), Ξεν. Οἰκ.10,8. 2) ἐξετάζω ἐφαρμόζων τὸ βασανιστήριον (ἴδε βάσανος ΙΙΙ), Ἀριστοφ. Βατρ. 616,618·[δούλους] πάντας δίδωσι βασανίσαι Ἀντιφ.120.8. - Παθ., ὑποβάλλομαι εἰς βάσανον ὅπως εἴπω τὴν ἀλήθειαν, Θουκ. 7.86.,8.92, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 37.27· βασανίζομαι ὑπ' ἀσθενείας, ταλαιπωροῦμαι,Εὐαγγ. κ. Ματθ. η', 6· ὑπὸ τῶν κυμάτων αὐτόθι ιδ', 24. 3) μεταφ.ἐπὶ ὕφους, βεβασανισμένος,η,ον, βεβιασμένος, παρὰ φύσιν, Διον.Ἁλ. περὶ Θουκ. Ἱστ. 55.

English (Slater)

βᾰςᾰνίζω
1 test with a touchstone βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος[ (Pae. 14.37)

English (Abbott-Smith)

βασανίζω (< βάσανος), [in LXX: I Ki 5:3, Si 4:17, and freq. in Wi, II, IV Mac;]
1.prop., to rub on the touchstone, put to the test.
2.>to examine by torture, hence, generally, to torture, torment, distress: Mt 8:6, 29 14:24, Mk 5:7 6:48, Lk 8:28, II Pe 2:8, Re 9:5 11:10 12:2 14:10 20:10. †

English (Strong)

from βάσανος; to torture: pain, toil, torment, toss, vex.

English (Thayer)

(imperfect ἐβασάνιζον); 1st aorist ἐβασανισα; passive (present βασανίζομαι); 1st aorist ἐβασανίσθην; 1future βασανισθήσομαι; (βάσανος);
1. properly, to test (metals) by the touchstone.
2. to question by applying torture.
3. to torture (to vex with grievous pains (of body or mind), to torment: τινα, Anthol. 2, p. 205, Jacobs edition); with ἐν and the dative of the material in which one is tormented, to be harassed, distressed; of those who at sea are struggling with a head wind, Herodotus down. Often in O. T. Apocrypha.)

Greek Monolingual

(AM βασανίζω) βάσανος
1. υποβάλλω κάποιον σε βασανιστήρια
2. (για θέματα και ζητήματα) ελέγχω λεπτομερώς, εξετάζω εξονυχιστικά
νεοελλ.
τυραννώ, καταταλαιπωρώ κάποιον
αρχ.
1. φρ. «βασανίζω χρυσόν» — ελέγχω τη γνησιότητά του τρίβοντάς τον επάνω στη δοκιμαστική λίθο
2. ανακρίνω εξονυχιστικά.

Greek Monotonic

βᾰσᾰνίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, αόρ. αʹ ἐβασάνισα, Παθ. αόρ. ἐβασανίσθην, παρακ. βεβασάνισμαι·
I. τρίβω χρυσάφι (βασανίζω χρυσὸν) πάνω στη δοκιμαστική πέτρα (βάσανος), σε Πλάτ.· από όπου, λέγεται για πράγματα, δοκιμάζω τη γνησιότητα ενός πράγματος, ελέγχω, αποδεικνύω, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, εξετάζω προσεκτικά, ανακρίνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. ανακρίνω μέσω της υποβολής σε βασανιστήριο με σκοπό την εκμαίευση ομολογίας ή την αποκάλυψη της αληθείας, σε Θουκ.· βασανίζομαι από μια ασθένεια ή καταιγίδα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

βᾰσᾰνίζω:
1) испытывать пробным камнем (χρυσόν Plat.);
2) испытывать, подвергать испытанию (ἐν πυρί τι Plat.): βεβασανισμένος εἴς τι Plat. испытанный в чем-л.;
3) подвергать допросу или подвергать пыткам, допрашивать с пристрастием, пытать (τινά Arph.); pass. подвергаться пыткам Thuc., Arst.;
4) pass. мучиться, страдать (δεινῶς NT): βασανίζεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων NT быть игралищем волн.

Middle Liddell


I. to rub gold upon the touch-stone (βάσανος), Plat.: hence, to try the genuineness of a thing, to put to the test, make proof of, Plat.
II. of persons, to examine closely, cross-question, Hdt., Ar.
2. to question by applying torture, to torture, Ar.:—Pass. to be put to the torture, for the purpose of extorting confession, Thuc.: to be tormented by disease or storm, NTest.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βασανίζω βάσανος
1. toetsen (met een toetssteen, om zuiverheid v. e. edelmetaal vast te stellen):. χρυσόν goud Plat. Grg. 486d.
2. uitbr.
3. testen, op de proef stellen, nauwkeurig onderzoeken:. βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην (grondig) getest met betrekking tot rechtvaardigheid Plat. Resp. 361c.
4. ondervragen; m. n. onder foltering, vandaar ook folteren.

Chinese

原文音譯:basan⋯zw 巴沙你索
詞類次數:動詞(12)
原文字根:嚴酷考驗(化)
字義溯源:受苦,受痛苦,用刑審問,疼痛,傷痛,搖撼,甚苦;源自(βάσανος)*=試金石,痛苦)
出現次數:總共(12);太(3);可(2);路(1);彼後(1);啓(5)
譯字彙編
1) 受苦(3) 太8:29; 可5:7; 路8:28;
2) 曾叫⋯受痛苦(1) 啓11:10;
3) 他要⋯受痛苦(1) 啓14:10;
4) 他們必⋯受痛苦(1) 啓20:10;
5) 疼痛(1) 啓12:2;
6) 傷痛(1) 彼後2:8;
7) 搖撼(1) 太14:24;
8) 甚苦(1) 可6:48;
9) 疼苦(1) 太8:6;
10) 他們受痛苦(1) 啓9:5